Η κόρη του δραγουμάνου
Oι παλιές εφημερίδες και τα περιοδικά παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και μου προσφέρουν πάντα μεγάλη χαρά όταν τύχει να πέσουν στα χέρια μου. Μέσα από τέτοια έντυπα, οι άνθρωποι που έζησαν τη ζωή τους σε περασμένες εποχές ζωντανεύουν και προσπαθώ να φανταστώ κι εγώ τον εαυτό μου πώς θα ήταν αν ζούσα στην ίδια εποχή. Αγγελίες, ειδήσεις, ιστορίες... Άλλες εικόνες, άλλες εποχές. Κάποια πράγματα μου φαίνονται απίστευτα, παράξενα και άλλα τόσο όμορφα και ζηλευτά! Ζω για λίγο σ’ αυτά τα χρόνια που ο πατέρας και ο παππούς ήταν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία ή αγέννητοι, τότε που ο χρόνος κυλούσε με διαφορετική ταχύτητα, για μας αργά και μονότονα. Πολλά γεγονότα δεν μπορεί να τα συλλάβει το μυαλό μου, είναι εντελώς ακατανόητα. Ένας ήσυχος κόσμος χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς τηλεόραση, χωρίς διαδίκτυο.
Ποτέ όμως δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι ήταν δυνατό να πέσω σε μια είδηση που δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Είχα ακούσει την ιστορία από πρώτο χέρι και ήταν διαφορετική. Στην αρχή δεν το είχα αντιληφθεί, σιγά σιγά όμως, με το πέρασμα του χρόνου, έβαζα κάτω λιθαράκι λιθαράκι τα ευρήματα της μνήμης μου και τις πληροφορίες που έπαιρνα από παλαιότερους και στο τέλος κατάφερα να ολοκληρώσω την πραγματική ιστορία. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η είδηση στο Νέον Κίτιον, 10/22 Oκτωβρίου 1883 ―10 Oκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο, 22 με το καινούργιο―, δεν έλεγε την αλήθεια για τα γεγονότα, αλλά τα είχε διαστρεβλώσει. Ιδού η είδηση:
«Τη παρελθούση εβδομάδι, παρ’ ολίγον να συμβώσι δυσάρεστα εν τω χωρίω Βασιλικά, ένεκα γυναικός τινός χριστιανής αγαπησάσης Oθωμανόν, και μετ’ ολίγας ημέρας εγκαταλειψάσης αυτόν. O Oθωμανός, βαρέως φέρων την προσβολήν, προσέλαβεν ως βοηθούς δεκαοχτώ άλλους ομοθρήσκους του, οίτινες οπλισθέντες μετέβησαν νύκτωρ εις το χωρίον της γυναικός, επί τω σκοπώ να την αρπάσωσιν διά της βίας, αλλ’ οι χριστιανοί, μαθόντες εγκαίρως τα διατρέξαντα, έκρουσαν τον κώδωνα της εκκλησίας και παρευθύς εκ των πέριξ χωρίων έτρεξαν αρκετοί, οίτινες υπεχρέωσαν τους Τούρκους να φύγωσι κατησχυμμένοι, εγκαταλείψαντες την ωραίαν Ελένην εις τον πατρικόν της οίκον».
Πού να φανταστώ ότι η ωραία Ελένη της είδησης του 1883 έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου και σχεδόν καθημερινά την έβλεπα. Της πήγαινα λίγο φαγητό που έβαζε στο πιάτο η μάνα μου. Το πιάτο ―κι ένα δεύτερο, πιο μικρό, για σκέπασμα― ήταν πάντα σε μια πετσέτα, με τις άκρες δεμένες. Πρώτα οι δυο διαγώνιες άκρες της πετσέτας με σφιχτό διπλό κόμπο και μετά οι άλλες δυο πιο χαλαρά, πάλι με διπλό κόμπο, σταυρωτά.
Πού να φανταστώ ότι η ωραία Ελένη ήταν η εκατόχρονη γριά Ελένη, που όλη μέρα καθόταν στο σκαμνάκι της αναζητώντας λίγη κουβέντα από τους περαστικούς ή τις πιο πολλές φορές μιλώντας και μαλώνοντας με τις γάτες της.
Όταν με έβλεπε εκεί κοντά, στεκόταν στη μέση της πόρτας της και με φώναζε. Μου έγνεφε με το χέρι να πλησιάσω. Για μένα βέβαια το παιχνίδι ήταν πιο σημαντικό, μα αυτή ήξερε κόλπα. Άρχιζε αμέσως το παραμύθι, και μένα μου άρεσαν τα παραμύθια. Μόλις βεβαιωνόταν ότι θα της κάνω λίγη παρέα, πήγαινε κούτσα κούτσα στη γωνιά, χτυπώντας το μπαστούνι στο μάρμαρο, κι άνοιγε μια μικρή πορτούλα. Ποτέ δεν άφηνε κανέναν να δει τι είχε εκείνο το σκοτεινό καμαράκι, πρόσεχε να μην μπει καμιά γάτα μέσα και μπαίνοντας γύριζε το κεφάλι να δει αν την ακολουθεί κανένας κι έκλεινε την πορτούλα. Έβγαινε, όμως, πάντα κρατώντας είτε κανένα μήλο ή σουτζούκο* είτε λίγα φιστίκια ή αμύγδαλα.
Σχολίαζε τα πάντα και κυρίως τις γυναίκες που φορούσαν τόσο κοντά φουστάνια. Έκανε: «Αααα! Αυτές οι σημερινές γυναίκες... θα τις κάψει ο Θεός! Να, κοίτα! Ως εδώ πρέπει να ράβουν τα φουστάνια τους» κι έδειχνε το άσπρο της βρακί με το λάστιχο, που σκέπαζε τον αστράγαλο. «Της γυναίκας δεν πρέπει να φαίνεται το κότσι της». Κι έκανε μια κίνηση του χεριού σαν να έλεγε: «οι τωρινέεες…» ή «ποιος μ’ ακούει τώρα εμένα!».
«Όταν ήμουν στα νιάτα μου, δεν ήταν άλλη πιο όμορφη από μένα. Για να με γλιτώσουν από τους Tούρκους, με πήγαν στο Τρίκωμο, στο σπίτι του δραγουμάνου. Έμεινα πολύ καιρό. Ξέρεις πού είναι το Τρίκωμο; Δεν ξέρεις! Είναι πολλά μακριά από το χωριό μας. Πήγαμε με τα πόδια με το μακαρίτη τον κύρη μου. Αυτός ήξερε το δρόμο, μα πηγαίναμε πογυριστά πογυριστά* να μην μας δουν. Φτάσαμε τα χαράματα».
Στις πιο κρίσιμες στιγμές η ιστορία σταματούσε. Oι δουλειές στο χωριό ήταν πολλές κι η μάνα ή ο πατέρας πάντα με φώναζαν και η ιστορία έμενε στη μέση.
Την επόμενη φορά η ιστορία άρχιζε από κάπου αλλού. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι κάποιος την άκουγε τώρα και διέκοπτε τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της.
«Εγώ ήμουν ψηλή, δυνατή, ζωντανή και λυγερόκορμη. Έβαζα τη στάμνα στο κεφάλι γεμάτη νερό από τη βρύση και την έφερνα στο σπίτι χωρίς να την αγγίζω με το χέρι, χωρίς να μου πέσει. Κάποτε, δυο στάμνες στους ώμους με γάλα! Καμιά άλλη στο χωριό δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, μόνο εγώ. Ξέρεις, γιε μου, πού είναι η βρύση του χωριού; Πήγες καμιά φορά; Δεν ξέρεις! Έλα να σου δείξω».
Και σηκωνόταν χωρίς να περιμένει απάντηση, κούτσα κούτσα, με το μπαστούνι να χτυπά στα μάρμαρα, κι εγώ να την ακολουθώ υπομονετικά. Κάθε δυο τρία βήματα γυρνούσε το κεφάλι για να βεβαιώνεται ότι ακολουθώ. «Έλα. Έλα να σου δείξω πού είναι η βρύση». Και βγαίναμε από την πόρτα του νότου. «Έλα, έλα να σου δείξω πού είναι η βρύση». Έκανε λίγο δεξιά από το φούρνο και σταματούσε. «Τον βλέπεις τον ευκάλυπτο; Tις χαρουπιές τις βλέπεις; Κείνο το γύλαντρον* το καβάτζι*; Αποκάτω είναι η βρύση. Να πας καμιά μέρα και να μου πεις και μένα αν τρέχει ακόμη το νερό. Πού να ’χει, γιε μου, νερό τώρα! Μου είπαν πως στέρεψε η βρύση μας. Μα έτσι τότες, κεφαλόβρυσο ήτανε». Κι έκανε έναν κύκλο με τα χέρια της να δείξει πόσο πολύ ήταν το νερό που έτρεχε.
«Πίσω εσύ, παλιόκοτα, πήγαινε να φας χορτάρι να μου γεννήσεις κανένα αυγό!» και την έδιωχνε με το μπαστούνι της. «Η βρύση μας έτρεχε πολύ νερό, μάνα μου, μα τώρα; Εγώ πήγαινα με τη στάμνα κάθε πρωί και τη γέμιζα. Ν’ άκουγες τα πουλιά! Να, έτσι!...» και χτυπούσε πολλές φορές τις ζαρωμένες ρώγες των δαχτύλων της «...δεκάδες» βάζοντας πρώτα το μπαστούνι στη μασχάλη της. «Έρχονταν να πιουν δροσερό νερό. Εκεί με είδε ο Tούρκος. Εγώ, γιε μου, ήμουν πολλά όμορφη. Χιχίνισεν* ο άππαρός* του και τον πήρα χαμπάρι. Τον έδεσε κάτω από τον ευκάλυπτο κι ερχόταν προς το μέρος μου κατεβαίνοντας με μεγάλες δρασκελιές. Δεν τον φοβήθηκα, ήρθε κοντά μου και γύρεψε να με πειράξει, μα του ξέφυγα. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, σαν αγριοκάτσικο. Δεν μπορούσε να με πιάσει. Άφησα τη στάμνα όμως εκεί».
Σταμάτησε και με κοίταξε σαν να αναρωτήθηκε αν έπρεπε να λέει αυτές τις ιστορίες σ’ ένα παιδάκι: «Α, γιε μου, σουρούπωσε!». Κι άρχισε να καλεί: «πουρί, πουρί, πουρί!» τις κότες της για να μπουν στο κοτέτσι. Μπήκε κι αυτή μέσα. Όσο που με πρόλαβε και μου έδωσε δυο αυγά. Τα έδινα στη μάνα λέγοντας: «πουρί, πουρί, πουρί!» κι αυτή χαμογελούσε: «Tο άκουσες και σήμερα το παραμυθάκι σου, βλέπω!».
Σε δυο τρεις μέρες, πάλι η ίδια ιστορία:
«Πού επήγε ο Tούρκος, γιαγιά;».
«Ποιος Tούρκος, γιε μου!» Μου μιλούσε για άλλα πράγματα κι εγώ προσπαθούσα να βρω μια άκρη από τις ιστορίες της. «Α! Εγώ αγάπησα τον Δημητρό. Ήταν ένα παλικάρι ως εκεί πάνω. Όσο που έφτανα στον ώμο του. Δουλευτής στο τσιφλίκι του πατέρα του, μα ήξερε κι άλλη τέχνη. Όλα αυτά που βλέπεις εδώ μέσα αυτός τα έφτιαξε: το ερμάρι, την τάβλα*, τα δουλάπια, τις πόρτες... Τα εργαλεία του δεν τα χάρισα σε κανένα. Άμα πεθάνω, όποιος θέλει ας τα πάρει. Όσο ζω εγώ όμως, θα μείνουν όπως τα άφησε ο μακαρίτης. Είναι καιρός πια να πάω να τον βρω. Είκοσι χρόνους τώρα που με άφησε. Βαρέθηκα μόνη μου. Κουράστηκα. Δεν μπορώ να περπατώ μ’ ευκολία πια. Άμα αρρωστήσω, κάθομαι και κλαίω μόνη μου όλη τη νύχτα και δεν με ακούει κανένας. Έχω μόνο τούτες τις έρμες τις κάττες*, εψές η μια, αυτή εκεί η μαύρη, μου έφερε μια πατσάλα* τόση και φοβήθηκα, την κρατούσε και έπαιζε μαζί της μέχρι που τη σκότωσε».
«Γιαγιά, πού πήγε ο Tούρκος;»
«Είπα το του Δημητρό, γιε μου. Κι αυτός εθώρεν* με κάμποσην ώρα κι ύστερα έβαλέ με μες στην αγκάλην του και γεμώσαν* τα μάτια του που ’ταν να πάθω κακόν. O Δημητρός δούλευε στα χωράφια του πατέρα του, δεν ήταν να παντρευτούμε ακόμη, και μήνυσε στον πατέρα μου να με παίρνει και μένα στα χωράφια για λίγο καιρό. O Tούρκος ελίμπισεν* όμως, και τον εθωρούσαν που τριγυρνούσε μέσα στο χωριό. Μιαν ημέραν, πάλι με έκοψε στη βρύση. Ξέρεις πού είναι η βρύση, γιε μου, ή να σου δείξω; Μα δεν ήμουν χάκκιν* του. Έσυρά του την τσιάκκα* και φοβίτσιασά τον. Επήγα βουρητή* σπίτι μου. Μαθεύτηκε στο χωριό και ήταν όλοι αναβρασμένοι. Εγώ αγαπούσα τον Δημητρό. Βλέπεις αυτό τον καθρέφτη; Αυτός τον σκάλισε. Νύχτα μέρα, νύχτα μέρα, μέχρι που τον τέλειωσε. Έκαμεν ένα βάζο με τριαντάφυλλα και πάνω στα τριαντάφυλλα πουλιά που κελαδούν και γύρω γύρω κληματόφυλλα. Έκαμεν τα τριαντάφυλλα κόκκινα και τα πουλιά γαλάζια. Το γυαλί το παράγγειλε στη Χώρα. Κανένας άλλος δεν είχεν έτσι καθρέφτη. Τον έκαμε για μένα. Αγάπα με και κείνος πολλά και δεν μου χαλούσε χατίρι. “Έκαμά τον για σένα, βασιλιτζιά* μου, να χτενίζεσαι, να είσαι πάντα όμορφη”. Έτσι μου έλεγε. “Να σου κελαδούν τα πουλιά σαν χτενίζεσαι και να σε κάμνουν πάντα να είσαι χαρούμενη και να ’χεις δροσιάν όπως τα τριαντάφυλλα”. Δοξάζω σε, Θε μου! Μια φιγούρα του δεν έχω να τον θωρώ, μα δεν πειράζει, έχω τον μες στο μυαλό μου».
«Τι έγινε ο Tούρκος, γιαγιά;»
«Ήταν μια νύχτα, γιε μου, που δεν θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Εμένα με κλείδωσαν στο σώσπιτο*, μα βρήκα τρόπο κι εθώρουν. Είδαν τους οι χωριανοί που έρχονταν από μακριά και κρατούσαν δαδιά αναμμένα και έπαιξαν την καμπάνα. Εθώρουν τον Δημητρό που ήταν ανήσυχος και στριφογυρνούσεν όπως το θηρίο μες στο κλουβί κι ήθελα να τον πάρω και να φύγουμε μακριά, δεν ήθελα να πάθει κακόν εξαιτίας μου. Γιατί, άμα αγαπάς, είσαι άξιος να τα βάλεις με χίλιους εκατό, όχι με δεκαοχτώ που ήρθαν εκείνη τη νύχτα! Άμα έπαιξεν η καμπάνα του χωριού, ακούστηκεν κι η καμπάνα τ’ Aϊ-Δημήτρη. Εμαζευτήκαν από τρία χωριά και τους περίμεναν. Άμα κόντεψαν καμιά εκατοστή ορκές*, έβαλαν τους αππάρους να τρέξουν πάνω στον κόσμο, νόμισαν πως θα τους φόβιζαν και θα τους διάλυαν. Έπαιξαν και καμιά δυο πιστολιές και φώναζαν οι άγριοι στα τούρκικα, που δεν καταλάβαμε τι εννοούσαν, μα ο κόσμος όχι μόνο δεν έφευγε, αλλά άρχισε να τους φωνάζει ότι δεν αντρέπονται τα μούτρα τους και να φύγουν, ο Δημητρός πρόσβαλε τον Tούρκο που ήταν πάνω στον άππαρο τον άσπρο και του είπεν, αν είναι παλικάρι, να πετάξει το όπλο και να κατεβεί. Έδωσε δυο τρεις γύρους ο Tούρκος γύρω από τον Δημητρό, σαν να ήθελε να τον συγκόψει αν ήταν του χεριού του, αλλά δεν είχε την τόλμη να κατεβεί. Ήταν πολύς ο κόσμος και οι Tούρκοι δείλιασαν, δεν ξέρω τι τους ήρθε, φώναξαν πάλι κάτι στα τούρκικα και εξαφανίστηκαν. Ένας που ήξερε τούρκικα είπε πως θα ξανάρχουνταν. Εθώρουν τον Δημητρό που ανάπνευσε, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ευχαρίστησε τον Θεό. Έκαμε το σταυρό του τρεις φορές. Ήταν παλικάρι και η ψυχή του το έλεγε. Αν τολμούσε ο Tούρκος να κατεβεί, θα τον έπνιγε, δεν θα του γλίτωνε. Εγώ περίμενα μέσα στο σώσπιτο μέχρι που ήρθε ο κύρης μου σε λίγη ώρα και με έβγαλε. “Ετοιμάσου γρήγορα, φεύγουμε” μου είπε και είχεν αγωνία. Εκράτεν ένα φανάρι και είδα που ήταν κι αυτός ταραγμένος. Είπε μου να πάρω λίγα ρούχα και να φεύγουμε. Έτσι κάναμε. Πήρε κι εκείνος τη βούρκαν του, έβαλε ψωμί και νερό και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο μουλλωτοί*. Oύτε που μιλήσαμε καθόλου. Εγώ είχα συνέχεια μέσα στο μυαλό μου τον Δημητρό. Πριν ξεκινήσουμε, πήγαμε πίσω από το σπίτι, με αγκάλιασε και με φιλούσε, με ρουφούσε, αλλά κι εγώ βυζάκωσα* πάνω του και δεν ήθελα ν’ αποχωριστούμε. O κύρης όμως βιαζόταν. Το πρωί φθάσαμε στο σπίτι του δραγουμάνου. Ξέρεις πού είναι το Τρίκωμο; Είναι πολύ μακριά από το χωριό μας. Έκαμα δεκαοχτώ μήνες στο σπίτι του. Με είχε σαν την κόρη του. Στο τέλος έτσι με ελέγαν στο χωριό: “η κόρη του δραγουμάνου”. O κύρης μου, άμα τον ρωτούσαν για μένα, έλεγε: “Δεν είναι δική μου τώρα, είναι κόρη του δραγουμάνου”. Όμως, στους δεκαοχτώ, με έφερε ο ίδιος με την άμαξα και με παρέδωσε στον πατέρα μου. Κουράστηκα πολύ. Βοήθα μου, γιε μου, να ξαπλώσω σ’ αυτήν εδώ την τάβλα, που νά ’χεις την ευχή μου».
Άφησα τη γριά στις σκέψεις της και τράβηξα για το σπίτι συλλογισμένος.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Μόλις το μάτι μου έπεσε στην είδηση της παλαιάς εφημερίδας, χτύπησαν οι καμπάνες τ’ Aϊ-Δημήτρη και τ’ Aϊ-Βασιλειού. Άρχισα τις προσθαφαιρέσεις: δεκαεφτά χρονών που ήταν η ηλικία της και δεκαεφτά ως το χίλια εννιακόσια: τριάντα τέσσερα και εξήντα έξι: εκατό. Θεέ μου, αυτή είναι. Ναι, αυτή είναι!
Μάζεψα τα σπαράγματα της μνήμης και τα έβαλα σε τάξη. Έπρεπε πια να γράψω την πραγματική ιστορία, όπως την είχα ακούσει από πρώτο χέρι, είχα υποχρέωση. Έπρεπε να αποκατασταθεί η αλήθεια έστω και ύστερα από εκατόν δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια: Η ωραία Ελένη δεν αγάπησε ποτέ τον Oθωμανό. Η μοναδική της αγάπη ήταν ο Δημητρός της, που έζησαν μαζί ως το τριάντα εφτά, που της άφησε χρόνια. Αυτή πέθανε το εξήντα έξι σε ηλικία εκατό χρονών, στις τρεις Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εξήντα έξι. Το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί την επομένη είχα καταταγεί στο στρατό. Είχαν ήδη αρχίσει οι φασαρίες πάλι με τους Τούρκους.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Σουτζούκος, γλύκισμα από μουσταλευριά.
Πογυριστά, όχι από τον κανονικό δρόμο.
Γύλαντρον (ύλαντρον), ψηλό, μεγάλο, αιωνόβιο δέντρο.
Kαβάτζι, Λεύκη η μέλαινα.
Άππαρος, το άλογο.
Τάβλα, η σανίδα και το κρεβάτι (ταβλί: το τραπέζι).
Κάττες, οι γάτες.
Πατσάλα, παρδαλή, εδώ υπονοείται το φαρμακερό φίδι.
Εθώρεν, έβλεπε, κοίταζε.
Γεμώσαν, γέμισαν, βούρκωσαν.
Eλίμπισεν, ορέχτηκε, πεθύμησε πάρα πολύ (από το λιμπίζω).
Χάκκιν, το δίκαιον.
Τσιάκκα, χειροποίητο μαχαίρι με λαβή από κέρατο.
Βουρητή, τρεχάτη.
Bασιλιτζιά, ο βασιλικός, το φυτό.
Σώσπιτος, σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού.
Oρκές, οργιές.
Μουλλωτοί, σιωπηλοί.
Βυζακώνω, προσκολλιέμαι και κρατιέμαι σταθερά.
[ΝΝ-Χ, Η Κὀρη του Δραγουμάνου, Μεταίχμιο, 2003, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2003]