Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Η Καρδερίνα γύρισε
[Από τη συλλογή διηγημάτων "20 Διηγήματα", Κάρβας 2014]
Εξαφανίστηκες. Άκουγα όμως, το κλάμα σου. Τριγυρνούσες άσκοπα εδώ κι εκεί και δεν μπορούσες να ησυχάσεις. Δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Ξέρω, λυπήθηκες πολύ. Όλοι λυπηθήκαμε. Όλοι μας όμως, σ’ αυτή τη ζωή έχουμε ένα τέλος που κάποτε έρχεται. Κάποτε θά ΄ρθει και το δικό μου τέλος, κάποτε θα ΄ρθει και το δικό σου. Έτσι είναι.
Αυτό που αρχίζει σε κάποια στιγμή
Κάποια στιγμή θα τελειώσει.
Δεν έχει σημασία το «πόσο» θα ζήσουμε. Σημασία έχει το «πώς» θα ζήσουμε. Κι ο Μάστρε Μιχάλης έζησε τη ζωή του ατενίζοντας τον ήλιο με μάτι αετίσιο. Δεν φοβήθηκε τίποτα. Κι όταν οι Άγγλοι τον χτυπούσαν για να εξαναγκασθεί να υποστείλει την ελληνική σημαία από το σπίτι μας, αυτός τους απαντούσε στη γλώσσα τους ότι δεν θα το έκανε ποτέ όσο και να τον χτυπούσαν. Κι όταν, ύστερα από χρόνια, οι Τούρκοι τον βασάνιζαν με τρόπο εξοντωτικό για να πάρουν πληροφορίες, αυτός μέσα του έφτιαχνε στίχους για να μπορεί να στέκεται όρθιος. Κι όταν τέλος, αυτός ο ίδιος ο Χάρος θέλησε να του πάρει τη ψυχή, δεν την παρέδωσε. Πάλεψε. Έξι ολόκληρους μήνες.
Είχε καταλάβει πολύ νωρίς, όταν δυο χρονών παιδάκι έχασε τον δικό του πατέρα, πως η ζωή του δεν θα ήταν εύκολη. Και δεν ήταν εύκολη. Δεν ήταν εύκολη γιατί προτίμησε να ακολουθήσει τον δρόμο της αρετής.
Δωδεκάχρονος ακόμα, ένιωσε να βαραίνουν οι ώμοι του, μα αμέσως κατάλαβε πως υπήρχε και μια άλλου είδους περιουσία που μπορούσε να αποκτήσει και που κανένας δεν θα μπορούσε να του την πάρει. Η πνευματική. Κανένας μας δεν τον θυμάται χωρίς ένα βιβλίο στο χέρι.
Εσένα σε βρήκε κάτω από το πιο ψηλό δέντρο της αυλής, τη μαυρομάτα, χωρίς να έχεις ούτε ένα πούπουλο στο σωματάκι σου. Ούτε ένα τόσο δα φτερό. Ήταν ένα πρωινό και κρύωνες πολύ. Δεν θυμάσαι τίποτε. Μια σταλιά ήσουνα. Τι να καταλάβεις. Με φώναξε να ξυπνήσω, κι όταν πλησίασα σ΄ έβαλε στα παιδικά μου χέρια.
-Κράτησέ το ζεστό, μου είπε, μέχρι να ετοιμάσω μια φωλιά κι ένα κλουβί.
Η καρδούλα σου χτυπούσε δυνατά κι ακουγόταν η διαπεραστική μονότονη φωνούλα σου. Σε κρατούσα ζεστό με την ανάσα μου. Τι αίσθηση. Μια σταλιά ζωής. Έτρεμα κι εγώ μη σταματήσει αυτή η καρδούλα. Μα όσο μικροσκοπικό κι αν ήσουνα, είχες και συ το ζεστό παλμό σου. Ένιωθα στη χούφτα μου αυτό τον παλμό που μεταδιδόταν σε όλο μου το σώμα και ταυτίστηκα στον δικό σου ρυθμό.
Όταν τελείωσε η φωληά με το απαλό βαμβάκι και τα πούπουλα σε βάλαμε στο κλουβί και ησύχασες. Άρχιζε όμως, για μένα μια άλλη λαχτάρα. Από μακριά σε παρακολουθούσα στο πιο ψηλό κλωνάρι που σε είχα βάλει, με πολλή αγωνία αν θά ΄ρθει η μανούλα σου. Οι ώρες περνούσαν δύσκολα. Στο τέλος ήρθε. Τρελλάθηκε απ΄ τη χαρά της όταν σε είδε και ήσουν ζωντανό. Φτεροκόπησε γύρω από το κλουβί και κελάηδησε το πιο όμορφο τραγούδι της. Ύστερα σε τάισε και σε πότισε. Αυτό πια γινόταν κάθε μέρα. Και συ μεγάλωνες. Ύστερα απέκτησες φτερά και μετά άρχισες να φτεροκοπάς και συ στο κλουβί. Πόσες ώρες περνούσαμε μαζί εκεί ψηλά. Εσύ στο κλουβί σου κι εγώ στην πλατφόρμα μου. Εσύ το τραγούδι σου κι εγώ τα κλασσικά εικονογραφημένα. Πόσες μέρες. Πόσα χρόνια. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τώρα.
Σε κάποια στιγμή όμως, όλα αυτά γύρισαν. Ο Μάστρε Μιχάλης είχε άλλες απόψεις. Ένα πρωινό η ίδια σκηνή όπως αυτή που σε πρωτοβρήκε επαναλήφθηκε. Αντίστροφα όμως. Κατέβασα το κλουβί από το δέντρο και ακολούθησα τις οδηγίες:
Τώρα, βάλε το χέρι προσεχτικά μέσα στο κλουβί και πιάσε το πουλί. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει. Μη το σφίξεις πολύ. Θα σου πω τι θα κάνεις.
Σ΄ έπιασα στο χέρι μου προσπαθώντας να μη σε σφίγγω πολύ κι ένιωσα πάλι τον ίδιο παλμό. Κτυπούσε δυνατά η καρδούλα σου και συ γυρνούσες το κεφάλι και μας κοιτούσες με απορία.
Εκείνη τη στιγμή, περνούσε μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών, όχι πολύ μακριά μας.
Τους βλέπεις αυτούς; είπε ο πατέρας. Τι θέλουν εδώ. Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται εδώ στο σπίτι μας. Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται στην πατρίδα μας. Γιατί δεν μας αφήνουν να κάνουμε αυτό που θέλουμε εμείς. Γιατί δεν μας αφήνουν ελεύθερους.
Μετά που είπε αυτά, μου φάνηκε πως ο ήχος από τις μπότες τους ακουγόταν πιο δυνατά στην άσφαλτο καθώς προχωρούσαν χωρίς να μας δίνουν σημασία.
Κι αυτό εδώ το πουλάκι, γιατί το κρατάμε στο κλουβί; συνέχισε. Γιατί το κρατάμε; Έχει δικαίωμα να είναι ελεύθερο. Να απλώσει τα φτερά του και να πετάξει όπου θέλει. Αυτοί οι θάμνοι είναι δικοί του. Και τα δέντρα όλα είναι δικά του. Και ο ουρανός είναι δικός του. Άφησέ το λοιπόν, να πετάξει. Άφησέ το.
Στην αρχή πήγα να κλάψω. Δεν ήθελα να σε χάσω. Μηχανικά σε τράβηξα προς το στήθος μου, θέλοντας να σε προστατεύσω και κοίταξα τον πατέρα. Δεν ήθελα με τίποτα να σε χάσω.
Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου. Άφησέ το ελεύθερο, επανέλαβε, και τα μάτια του έλαμψαν. Να πετάξει.
Κι εγώ το έκανα. Άνοιξα το χέρι και συ δεν άφησες ούτε στιγμή να χαθεί. Στην αρχή μουδιασμένο όπως ήσουνα, κάθισες σ΄ ένα θάμνο εκεί δίπλα. Και τις επόμενες στιγμές πέταξες μακριά. Η λύπη μου έγινε ξαφνικά χαρά καθώς σε παρακολουθούσα που πετούσες πιο ψηλά κι από τα κυπαρίσσια της αυλής. Ήσουν ελεύθερο.
Δεν χάθηκες όμως. Γύρισες. Την άλλη μέρα εκεί. Ψηλά στη μαυρομάτα. Εγώ στην πλατφόρμα μου με τα εικονογραφημένα κλασσικά μου κι εσύ να τραγουδάς σ΄ ένα κλαδί δίπλα.
Δεν χάθηκες. Με ακολουθείς όπου και να πάω. Χαίρεσαι με τις χαρές μου και λυπάσαι με τις λύπες μου.
Κι εγώ ξέρω ότι δεν θα φύγεις ποτέ. Ποτέ.
Οι στίχοι είναι του Θεοδόση Νικολάου, από την ποιητική του συλλογή Το Σπίτι, σελ. 27, Νεφέλη, 2002