30 Ιουλ 2016

Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


 Η ΛΙΤΣΑ ΜΑΥΡΙΔΟΥ 
ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

["Η ώρα του Εθνοφρουρού", ΡΙΚ, 17 Μαΐου 2016]

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην αγαπητή φίλη Λίτσα Μαυρίδου [ Litsa Mavrides] για τη μετάδοση διηγημάτων και άλλων έργων Κυπρίων λογοτεχνών από την εκπομπή της "Η ώρα του εθνοφρουρού". Όλες οι σχετικές εκπομπές της αναρτώνται στη συνέχεια στην ιστοσελίδα του ΡΙΚ, μετά από εισήγηση της ίδιας.
Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί διάβασε το διήγημά μου Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ, ένα δύσκολο μπορώ να πω διήγημα, μια και το συγκλονιστικό παραλήρημα του τραυματισμένου στρατιώτη στον Πενταδάκτυλο, αποδόθηκε σε κείμενο με τρεις μόνο τελείες. Η Λίτσα το διάβασε με τη ζεστή φωνή της, με μια ανάσα, χωρίς κομπασμό, χωρίς ούτε ένα λάθος! Με την ίδια ποιότητα -και πάντα προετοιμασμένη- διαβάζει κάθε τι που μεταδίδεται στην εκπομπή της.

Ακούστε το εδώ: 

26 Ιουλ 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΟΥ


Εκεί, στο περίπτερο...
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[Νέα Ευθύνη, τ.33, Απρίλιος-Ιούνιος 2016]

Το περίπτερο της οδού Αρμενίας στη Λευκωσία εξακολουθεί ακόμα να είναι τόπος συνάντησης ανθρώπων που λατρεύουν τις ελλαδικές εφημερίδες. Παλιά, οι συναντήσεις γίνονταν αργά το απόγευμα, όμως τώρα τελευταία γίνονται πρωί, γιατί οι κυριακάτικες εφημερίδες φτάνουν πια στο νησί τα χαράματα με ειδική πτήση. Απλώνονται στους χαμηλούς πάγκους μπροστά από τις ειδικές θήκες στις οποίες τοποθετούνται δεκάδες ελληνικά και ξένα περιοδικά, με ενδιαφέροντα κι εξειδικευμένα θέματα, έτσι που είναι δύσκολο να φύγει κανένας χωρίς να πάρει και κάποιο από αυτά.   

Εκεί συναντούσα τον Σάββα. Τις πιο πολλές φορές δεν σηκώναμε το κεφάλι να κοιτάξουμε ένας τον άλλον. Λέγαμε καλημέρα σκυφτοί, σχολιάζοντας τους τίτλους των απλωμένων εφημερίδων. Και τα σχόλιά του πάντα καίρια, αιχμηρά, καυτά και άτρωτα σε αμφισβήτηση. Δεν ήταν πολύωρες οι συναντήσεις, ήταν όμως συναντήσεις ουσίας για να προλάβουμε να πούμε όσο το δυνατόν περισσότερα.

Ήταν η εποχή που είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά δειλά να παρουσιάζονται στο διαδίκτυο τα πρώτα ιστολόγια. Ο Σάββας αρθρογραφούσε κυρίως σε μια  κυπριακή πολυσέλιδη εφημερίδα, αλλά και σε άλλες και δεν το κρύβω ότι πολλές φορές διάβαζα μόνο τα δικά του κείμενα. Μεγάλος τεχνίτης του λόγου, όταν αρχίσεις να διαβάζεις κείμενό του σταματάς μόνο στην τελευταία τελεία. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλά να είναι συγκεντρωμένα κάπου και στο διαδίκτυο και κάποτε του είχα προτείνει να τον βοηθήσω – όπως έκανα μετά και για άλλους φίλους – για να ξεκινήσει ένα ιστολόγιο, και του έστειλα, στη συνέχεια, στην ηλεκτρονική του διεύθυνση τους συνδέσμους των δικών μου ιστολογίων για να πάρει μιαν ιδέα. Σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε για λίγο, επίμονα, σαν κεραυνοβολημένος και μου είπε ότι ήταν μια πολύ καλή ιδέα και θα ζητούσε από τον ενημερωμένο γιο του να τον βοηθήσει. Αργότερα είδα ότι η ιδέα του ιστολογίου είχε πραγματοποιηθεί∙ και ο τίτλος του: Σάββας Παύλου, Ερυθροτερμινθεύς, δηλαδή «Κοκκινοτριμιθιώτης» εκ του ονόματος του γενέθλιου τόπου του, κοντά στην Πρωτεύουσα. Το ιστολόγιό του θα μείνει για πάντα στο διαδίκτυο ή όσο το επιτρέψουν οι εταιρείες που το φιλοξενούν, για να φωτίζει, να διαφωτίζει καλύτερα, να καθοδηγεί, όπως φωτίζουν και τα ιστολόγια του αείμνηστου φίλου και συνεργάτη του, Φοίβου Σταυρίδη, για τα οποία ο Σάββας έγραψε ένα πολύ εγκωμιαστικό κείμενο. 

Πολλές φορές τού εξέφραζα τον ενθουσιασμό μου για κάποιο άρθρο που είχε ήδη δημοσιευτεί. Θαύμαζα την τόλμη που είχε να τα βάζει με «μεγάλα» ονόματα, με δημοσιογράφους, εφημερίδες και κόμματα, δημοσιεύοντας άρθρα για καυτά θέματα όπως οι αγνοούμενοι και άλλα συναφή με το πρόβλημά μας. Συγκλονιστικά τα δύο κείμενά του «η νέα δολοφονία των πέντε αιχμαλώτων» και, ακόμα, δεν δίσταζε να επικοινωνεί με τις διευθύνσεις των εφημερίδων και τα υπουργεία και να ζητά επίμονα να διεξαχθούν έρευνες για κάτι που πίστευε πως έπρεπε να λάμψει η αλήθεια. Αντιστεκόταν και σε κάθε τι που στηριζόταν στη λογική της «δικαιολόγησης των υποχωρήσεων και του συμβιβασμού». Δεν άντεχε τις κατασκευασμένες ψεύτικες ειδήσεις και μας αφύπνιζε με τις δηλώσεις του: «είμαστε πια μια κοινωνία της έσχατης παρακμής και πτώσης, της έσχατης κατάντιας και του εξευτελισμού. Αντί να υπερασπιστούμε τους αγαπημένους νεκρούς μας δεχόμαστε βουβοί τον εξευτελισμό τους, δεχόμαστε να ανασύρονται από το πηγάδι της αβυσσαλέας τουρκικής εγκληματικότητας και κάποιοι να τους πυροβολούν ξανά».

Στις 8 του Δεκέμβρη το 2012 συναντηθήκαμε στην Ημερίδα για τον Βασίλη Μιχαηλίδη στο Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου. Μετά το πέρας των εργασιών μού χάρισε το ογκώδες, τελευταίο του βιβλίο που μόλις είχε εκδοθεί: «Εκεί, στις ομπρέλες…» με τα δημοσιευμένα κείμενά του στις κυπριακές εφημερίδες. Το χάρηκα αυτό το βιβλίο. Το διάβασα από την πρώτη μέρα κι ας ήταν κείμενα που είχα ξαναδιαβάσει. Ήμουν ενθουσιασμένος. Του τηλεφώνησα και ζήτησα μερικά αντίτυπα για να χαρίσω στα παιδιά μου και σε άλλους  που γνώριζα, γιατί πίστευα πως αυτά τα σημαντικά κείμενα έπρεπε να διαβαστούν από τους νέους ανθρώπους του τόπου μας…

Την επόμενη Κυριακή συναντηθήκαμε εκεί στο περίπτερο∙ πήραμε τις εφημερίδες μας και μετά με οδήγησε στο αυτοκίνητό του και μου παρέδωσε είκοσι αντίτυπα του βιβλίου σε δύο δέματα. Δεν ήθελε να πάρει χρήματα μα εγώ επέμενα και του έριξα ένα πράσινο χαρτονόμισμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, που ήταν ακόμα ανοιχτό κι εξαφανίστηκα. Σε τρεις μέρες ήρθε με το ταχυδρομείο στη διεύθυνσή μου ένας λευκός φάκελος. Τον άνοιξα προσεχτικά και μέσα ήταν μόνο μια απόδειξη: αχ! βρε Σάββα! Είχε καταθέσει ολόκληρο το ποσό που του είχα δώσει στο Κοινωνικό Παντοπωλείο της Αρχιεπισκοπής. Κάποιοι συνάνθρωποί του είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιον. Άμεση, επείγουσα ανάγκη!

Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν μέσο όρο. Κάποιοι είναι χαμίνια, σιχαμερά σερπετά, που σέρνονται και κρύβονται στο βούρκος και στα βόρβορα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αδίστακτοι, που δυστυχώς έχουν πλημμυρίσει την πατρίδα μας. Την οδήγησαν στην καταστροφή και κάποιοι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα το καταστροφικό τους έργο. Κάποιοι άλλοι, όμως - οι λίγοι - ορθώνουν το ανάστημά τους, αντιστέκονται, καταγγέλλουν την άδικη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα, καταγγέλλουν την προδοσία, μάχονται και υποστηρίζουν με πάθος ό,τι μπορεί να ανεβάσει τον άνθρωπο: το δικαίωμα της πατρίδας για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Έτσι ήταν και το παλληκάρι με το όνομα Σάββας Παύλου: πατριώτης, αγωνιστής, ακάματος εργάτης του πνεύματος, άριστος φιλόλογος με ξεχωριστό ενδιαφέρον και  λατρεία για τη γλώσσα και κάθε τι το ελληνικό, ή με μια λέξη Γίγας!

15 Μαΐου 2016 



20 Ιουλ 2016

Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ ΓΥΡΙΣΕ, διήγημα


Το διήγημα που ακολουθεί, άλλη μια αληθινή ιστορία, το αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου που πέθανε στις 20 Ιουλίου 2007. Γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του. Γνώριζα για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη από τους Τούρκους το ΄74, απέφευγα όμως, να του ζητήσω να ξαναζήσει τα γεγονότα μέσα από μια διήγηση. Αυτό έγινε ύστερα από δεκαετίες λίγα χρόνια πριν πεθάνει. Πρόλαβε και διάβασε το διήγημά μου «Κομπολόϊ από κουκούτσια ελιάς», τη δική του ιστορία δηλαδή, στο βιβλίο μου "Η κόρη του δραγουμάνου" και ήταν περήφανος που το βιβλίο βραβεύτηκε από την πολιτεία. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι μέσα σ΄εκείνη την εξαιρετικά πιεστική κατάσταση που επικρατούσε μέσα στην κριθαραποθήκη που τον κρατούσαν αιχμάλωτο μαζί με πολλούς άλλους, μέσα από τον πόνο που ένιωθε από τα φρικτά βασανιστήρια, βρήκε καταφύγιο στην ποίηση. Έφτιαχνε στίχους για να δώσει κουράγιο στον εαυτό του και στους άλλους. Για να μπορέσει να επιζήσει. Και επέζησε. Δεν μπόρεσε όμως, ν΄αντέξει τον θάνατο της πολυαγαπημένης του συζύγου, της πολυαγαπημένης μας μητέρας, που έζησε κι αυτή το δικό της δράμα τις 37 μέρες της αιχμαλωσίας του. Έφυγε τον επόμενο χρόνο.


Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ

Η Καρδερίνα γύρισε

[Από τη συλλογή διηγημάτων "20 Διηγήματα", Κάρβας 2014]

Εξαφανίστηκες. Άκουγα όμως, το κλάμα σου. Τριγυρνούσες άσκοπα εδώ κι εκεί και δεν μπορούσες να ησυχάσεις. Δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Ξέρω, λυπήθηκες πολύ. Όλοι λυπηθήκαμε. Όλοι μας όμως, σ’ αυτή τη ζωή έχουμε ένα τέλος που κάποτε έρχεται. Κάποτε  θά ΄ρθει και το δικό μου τέλος, κάποτε θα ΄ρθει και το δικό σου. Έτσι είναι.

Αυτό που αρχίζει σε κάποια στιγμή
Κάποια στιγμή θα τελειώσει.

Δεν έχει σημασία το «πόσο» θα ζήσουμε. Σημασία έχει το «πώς» θα ζήσουμε. Κι ο Μάστρε Μιχάλης έζησε τη ζωή του ατενίζοντας τον ήλιο με μάτι αετίσιο. Δεν φοβήθηκε τίποτα. Κι όταν οι Άγγλοι τον χτυπούσαν για να εξαναγκασθεί να υποστείλει την ελληνική σημαία από το σπίτι μας, αυτός τους απαντούσε στη γλώσσα τους ότι δεν θα το έκανε ποτέ όσο και να τον χτυπούσαν. Κι όταν, ύστερα από χρόνια, οι Τούρκοι τον βασάνιζαν με τρόπο εξοντωτικό για να πάρουν πληροφορίες, αυτός μέσα του έφτιαχνε στίχους για να μπορεί να στέκεται όρθιος. Κι όταν τέλος, αυτός ο ίδιος ο Χάρος θέλησε να του πάρει τη ψυχή, δεν την παρέδωσε. Πάλεψε. Έξι ολόκληρους μήνες.

Είχε καταλάβει πολύ νωρίς, όταν δυο χρονών παιδάκι έχασε τον δικό του πατέρα, πως η ζωή του δεν θα ήταν εύκολη. Και δεν ήταν εύκολη. Δεν ήταν εύκολη γιατί προτίμησε να ακολουθήσει τον δρόμο της αρετής.

Δωδεκάχρονος ακόμα, ένιωσε να βαραίνουν οι ώμοι του, μα αμέσως κατάλαβε πως υπήρχε και μια άλλου είδους περιουσία που μπορούσε να αποκτήσει και που κανένας δεν θα μπορούσε να του την πάρει. Η πνευματική. Κανένας μας δεν τον θυμάται χωρίς ένα βιβλίο στο χέρι.  

Εσένα σε βρήκε κάτω από το πιο ψηλό δέντρο της αυλής, τη μαυρομάτα, χωρίς να έχεις ούτε ένα πούπουλο στο σωματάκι σου. Ούτε ένα τόσο δα φτερό. Ήταν ένα πρωινό και κρύωνες πολύ. Δεν θυμάσαι τίποτε. Μια σταλιά ήσουνα. Τι να καταλάβεις. Με φώναξε να ξυπνήσω, κι όταν πλησίασα σ΄ έβαλε στα παιδικά μου χέρια.

-Κράτησέ το ζεστό, μου είπε, μέχρι να ετοιμάσω μια φωλιά κι ένα κλουβί.

Η καρδούλα σου χτυπούσε δυνατά κι ακουγόταν η διαπεραστική μονότονη φωνούλα σου. Σε κρατούσα ζεστό με την ανάσα μου. Τι αίσθηση. Μια σταλιά ζωής. Έτρεμα κι εγώ μη σταματήσει αυτή η καρδούλα. Μα όσο μικροσκοπικό κι αν ήσουνα, είχες και συ το ζεστό παλμό σου. Ένιωθα στη χούφτα μου αυτό τον παλμό που μεταδιδόταν σε όλο μου το σώμα και ταυτίστηκα στον δικό σου ρυθμό.

Όταν τελείωσε η φωληά με το απαλό βαμβάκι και τα πούπουλα σε βάλαμε στο κλουβί και ησύχασες. Άρχιζε όμως, για μένα μια άλλη λαχτάρα. Από μακριά σε παρακολουθούσα στο πιο ψηλό κλωνάρι που σε είχα βάλει, με πολλή αγωνία αν θά ΄ρθει η μανούλα σου. Οι ώρες περνούσαν δύσκολα. Στο τέλος ήρθε. Τρελλάθηκε απ΄ τη χαρά της όταν σε είδε και ήσουν ζωντανό. Φτεροκόπησε γύρω από το κλουβί και κελάηδησε το πιο όμορφο τραγούδι της. Ύστερα σε τάισε και σε πότισε. Αυτό πια γινόταν κάθε μέρα. Και συ μεγάλωνες. Ύστερα απέκτησες φτερά και μετά άρχισες να φτεροκοπάς και συ στο κλουβί. Πόσες ώρες περνούσαμε μαζί εκεί ψηλά. Εσύ στο κλουβί σου κι εγώ στην πλατφόρμα μου. Εσύ το τραγούδι σου κι εγώ τα κλασσικά εικονογραφημένα. Πόσες μέρες. Πόσα χρόνια. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τώρα.

Σε κάποια στιγμή όμως, όλα αυτά γύρισαν. Ο Μάστρε Μιχάλης είχε άλλες απόψεις. Ένα πρωινό η ίδια σκηνή όπως αυτή που σε πρωτοβρήκε επαναλήφθηκε. Αντίστροφα όμως. Κατέβασα το κλουβί από το δέντρο και ακολούθησα τις οδηγίες:

Τώρα, βάλε το χέρι προσεχτικά μέσα στο κλουβί  και πιάσε το πουλί. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει. Μη το σφίξεις πολύ.  Θα σου πω τι θα κάνεις.

Σ΄ έπιασα στο χέρι μου προσπαθώντας να μη σε σφίγγω πολύ κι ένιωσα πάλι τον ίδιο παλμό. Κτυπούσε δυνατά η καρδούλα σου και συ γυρνούσες το κεφάλι και μας κοιτούσες με απορία.

Εκείνη τη στιγμή, περνούσε μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών, όχι πολύ μακριά μας.

Τους βλέπεις αυτούς; είπε ο πατέρας. Τι θέλουν εδώ. Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται εδώ στο σπίτι μας. Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται στην πατρίδα μας. Γιατί δεν μας αφήνουν να κάνουμε αυτό που θέλουμε εμείς. Γιατί δεν μας αφήνουν ελεύθερους.

Μετά που είπε αυτά, μου φάνηκε πως ο ήχος από τις μπότες τους ακουγόταν πιο δυνατά στην άσφαλτο καθώς προχωρούσαν χωρίς να μας δίνουν σημασία.

Κι αυτό εδώ το πουλάκι, γιατί το κρατάμε στο κλουβί; συνέχισε. Γιατί το κρατάμε; Έχει δικαίωμα να είναι ελεύθερο. Να απλώσει τα φτερά του και να πετάξει όπου θέλει. Αυτοί οι θάμνοι είναι δικοί του.  Και τα δέντρα όλα είναι  δικά του. Και ο ουρανός είναι δικός του. Άφησέ το λοιπόν, να πετάξει. Άφησέ το.

Στην αρχή πήγα να κλάψω. Δεν ήθελα να σε χάσω. Μηχανικά σε τράβηξα προς το στήθος μου, θέλοντας να σε προστατεύσω και κοίταξα τον πατέρα. Δεν ήθελα με τίποτα να σε χάσω.

 Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου. Άφησέ το ελεύθερο, επανέλαβε, και τα μάτια του έλαμψαν. Να πετάξει.

Κι εγώ το έκανα. Άνοιξα το χέρι και συ δεν άφησες ούτε στιγμή να χαθεί. Στην αρχή μουδιασμένο όπως ήσουνα, κάθισες σ΄ ένα θάμνο εκεί δίπλα. Και τις επόμενες στιγμές πέταξες μακριά. Η λύπη μου έγινε ξαφνικά χαρά καθώς σε παρακολουθούσα που πετούσες πιο ψηλά κι από τα κυπαρίσσια της αυλής. Ήσουν ελεύθερο.

Δεν χάθηκες όμως. Γύρισες. Την άλλη μέρα εκεί. Ψηλά στη μαυρομάτα. Εγώ στην πλατφόρμα μου με τα εικονογραφημένα κλασσικά μου κι εσύ να τραγουδάς σ΄ ένα κλαδί δίπλα.

Δεν χάθηκες. Με ακολουθείς όπου και να πάω. Χαίρεσαι με τις χαρές μου και λυπάσαι με τις λύπες μου.

Κι εγώ ξέρω ότι δεν θα φύγεις ποτέ. Ποτέ.



 Οι στίχοι είναι του Θεοδόση Νικολάου, από την ποιητική του συλλογή Το Σπίτι, σελ. 27, Νεφέλη, 2002      


19 Ιουλ 2016

"ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ"


"ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ", "ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ" και τώρα "ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ": η ολοκλήρωση μιας ποιητικής τριλογίας... και νιώθω υπέροχα στο τυπογραφείο 
μια και σήμερα έτυχε να είναι και τα γενέθλιά μου!