30 Μαΐ 2017

ΚΑΝΘΟΣ: ΜΙΚΡΑ ΧΑΡΑΚΤΙΚΑ



Αγαπητοί φίλοι, απολαύστε τα μικρά χαρακτικά και σχέδια του Τηλέμαχου Κάνθου, που έκανε ειδικά για να διακοσμήσουν εξώφυλλα, σελίδες βιβλίων, παρτιτούρες κ.ά. Δίνεται ολόκληρη η δημοσίευση στο νέο σχήμα της ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑΣ-ΦΙΛΟΤΕΧΝΙΑΣ, που είχα την τιμή να σχεδιάσω τόσο τον λογότυπο όσο και το ίδιο το περιοδικό.


ΚΑΙ ΕΔΩ:




28 Μαΐ 2017


Β Ι Β Λ Ι Ο Φ Ι Λ Ι Α
...ναι, ανανεωμένη μόλις πήρα στα χέρια μου το πρώτο τεύχος. Θα σας ενθουσιάσει... καλά, εγώ δικαιολογούμαι να πετώ... σχεδίασα το περιοδικό ...σχεδίασα το εξώφυλλο...σχεδίασα τα λογότυπα... θα το αγαπήσετε κι εσείς... είμαι σίγουρος.
...μερικές σελίδες του από τη συνεργασία μου: "μικρά χαρακτικά και σχέδια του Τηλέμαχου Κάνθου, για βιβλία και άλλες εκδόσεις", ιδέα του αείμνηστου φίλου μου Φοίβου Σταυρίδη. Συνέπεσε το τεύχος με την έκδοση του βιβλίου μας για τον "κύκλο" του Φοίβου.
...κάποια λαθάκια; ...θα διορθωθούν στο επόμενο τεύχος, που θα είναι μια τεράστια έκπληξη...



14 Μαΐ 2017

ΜΑΛΑΚΟ ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ...

...και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο: η παραγγελία σας κύριε!

Δεν έχασα ούτε λεπτό, άνοιξα αμέσως το δέμα, χάιδεψα το χειροποίητο, κινέζικο, μαλακό ριζόχαρτο και βάλθηκα να τυπώνω....

...λένε πως είναι ο βασιλιάς των χαρτιών.... μπορεί να ζήσει και χίλια χρόνια ακόμα...
...θυμήθηκα έναν φίλο ζωγράφο από τη Λάρνακα, που καθώς στήναμε, τότε, μια ομαδική έκθεση εκεί, του εξηγούσα ότι χρησιμοποιώ τα καλύτερα υλικά για τις ζωγραφιές μου, χρησιμοποιώ σφήνες για τα τελάρα, αγοράζω τον καλύτερο καμβά... κι αυτός γελούσε. Γελούσε και μου έλεγε πως οι ζωγραφιές μου δεν θα ζήσουν όσα χρόνια υπολογίζω...
...νομίζω είχε δίκαιο... εγώ όμως, δεν τα βάζω κάτω... θα παλέψω σκληρά με τον μαύρο καβαλάρη...

9 Μαΐ 2017

"ENEKEN"


Ευχαριστώ τους συντελεστές του αφιερώματος "Η Σύγχρονη Λογοτεχνία της Κύπρου", του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, για την τιμή να φιλοξενηθεί ένα μικρό διήγημα από την πρώτη συλλογή μου "Η κόρη του Δραγουμάνου", εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003.

Το Βένετο Ξωπόρτι

Tο σπίτι μας βλέπει στη θάλασσα του νότου και ο ήλιος το βλέπει ώσπου να βασιλέψει. Ρίχνει τις χρυσές αχτίνες του και οι τρεις μεγάλες καμάρες μπροστά προβάλλονται στους κάτασπρους τοίχους σαν ουρανοί, έτσι όπως τους ζωγραφίζαμε παιδιά στο σχολείο.
Μια μικρή πορτούλα ενώνει τα δύο μεγάλα δωμάτια. Ένα τρίτο χρησιμοποιείται ως αποθήκη, μα καμιά φορά φιλοξενεί κανένα ετοιμόγεννο από τα ζωντανά του σπιτιού. Και τα δυο δωμάτια έχουν το δικό τους τζάκι, μα τα χειμωνιάτικα βράδια ανάβει μόνο αυτό που είναι στο δωμάτιο με τη μεγάλη καμάρα. Είναι στη νότια γωνιά και στις δυο μεριές του είναι η σουβάντζα -διπλή στα δεξιά- και πάνω αραδιασμένα πολλά μπουκάλια, άλλα κοντόχοντρα και άλλα με μακρύ λαιμό. Είναι ακόμα οι φίζες με το γλυκό και η λάμπα του πετρελαίου. Όταν δυναμώνει η φωτιά, φαίνονται στον τοίχο παράξενα χρώματα και σχήματα. Τρομεροί δράκοι ξεφυτρώνουν ανάμεσα από τα πολύχρωμα μπουκάλια και μάγισσες ή όμορφες βασιλοπούλες και άλογα, ανάλογα με το παραμύθι της γιαγιάς ή της γριάς γειτόνισσας. Πότε πότε, μένουμε σιωπηλοί και ακούμε τις δικές τους κουβέντες. Μιλούν για την Ελένη την προσφυγούλα. Η μικρή μου αδελφή επαναλαμβάνει τη λέξη «προσφυγούλα» και με κοιτάζει με απορία. Είναι ένα αληθινό παραμύθι, γιατί ο πατέρας μιλά αργά, με σοβαρότητα.
Αυτός ο ήχος, που βγαίνει καθώς οι μεγάλοι αφαιρούν το βαμβάκι και τα καρύδια χτυπούν μεταξύ τους, άλλες φορές γίνεται ποδοβολητό αλόγων κι άλλες φορές φωτιά που καίει τα πάντα.
Ύστερα, έρχονται άλλες... κι άλλες ιστορίες. O Μεγαλέξανδρος, καβάλα στον Βουκεφάλα του, πολεμά πολυάριθμους ανθρώπους με πολύχρωμες στολές ή, ακόμα, ένα μικρό γαϊδουράκι που κουνάει τ' αυτιά του: η σκιά των χεριών του παππού! Κι άλλες ιστορίες κι άλλες ιστορίες...
Κι ύστερα η μουσική της νυχτερινής βροχής, που κάθε τόσο δυναμώνει. Κάτι από τη μαγεία της φέρνει κάθε τόσο ο πατέρας, απλωμένη στα χοντρά κλαδιά που βάζει στη φωτιά. Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μας. Oι μάγισσες κι οι δράκοι, οι όμορφες βασιλοπούλες και τα άλογα επιστρέφουν και χάνονται μέσα στα πολύχρωμα μπουκάλια και στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού.
Το πρωί πάλι, καθώς η μάνα σταυροκοπιέται δοξολογώντας τον Θεό ―«κλακ» το μάνταλο―, γεμίζει το σπίτι φως. Oι πόρτες ανοίγουν διάπλατα και βγαίνω στο μικρό περιβόλι, κάθομαι κάτω από τη ροζιασμένη ελιά ή σκαρφαλώνω στα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής:
Πώς τ' αγαπώ
κι όλο να μπω σ' αυτό ονειρεύομαι!

Παίρνω το μικρό δρομάκι τέλος κι απομακρύνομαι προς τις ροδιές. Εδώ είναι το ξωπόρτι, το Βένετο Ξωπόρτι. Έγινε με πολύ μεράκι από τον πατέρα, για να φυλάγει το σπίτι από κάθε ξένη επιβουλή. Κανένας δεν μπορεί να το περάσει, ούτε ο βούβαλος του θείου Πιερή, με τα φοβερά κέρατα, όταν αφηνιάζει. Κανένας!
Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Κάποιος είπε να το χαλάσουμε για να περάσει το φορτηγό, μα ο πατέρας δεν είπε τίποτα, παρά μόνο άρχισε να κουβαλά τα πράγματά μας σκυφτός και να τα φορτώνει για το ταξίδι.
Πώς τ' αγαπώ
κι όλο να μπω σ' αυτό ονειρεύομαι!
Μ' αλίμονο, φωτιά θα τ' αφανίσει
σπίτι μαζί και λούλουδα και δέντρα και κλαδιά
όταν σε λίγο η μάνα μου με θρήνο
το χώμα θα φιλήσει
κι ο γέροντας πατέρας μου
παντοτινά θα κλείσει.

Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Εδώ γονάτισε και άφησε τα δάκρυά της η μάνα μου. Εδώ γονάτισε ο πατέρας και φίλησε τη γη του. Εδώ γονατίσαμε όλοι μας πριν πάρουμε το δρόμο της προσφυγιάς, μπροστά στο Βένετο Ξωπόρτι.
(1987)


4 Μαΐ 2017

ISOLAMARA




Παναγιώτης Νικολαΐδης 
(φιλόλογος, ποιητής)
Mύθος και Ιστορία 
στην ποίηση του Νίκου Νικολάου - Χατζημιχαήλ 
σχόλια πάνω στη δίγλωσση έκδοση 
Isolamara

[διόραμα, τ. 11, Μάρτιος Απρίλιος 2017, σ. 34-37]

Ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός του τρέχοντος έτους αποτελεί η δίγλωσση έκδοση Isolamara (Πικρόνησος) των εκδόσεων Fermenti, Ρώμη 2016. Η παρούσα, καλαίσθητη έκδοση περιέχει, αντικριστά στα ιταλικά και στα ελληνικά, ποιήματα από τις συλλογές του ποιητή και διηγηματογράφου Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ Διθαλάσσου (2012) και Πικρόλιθος με τον υπότιτλο σημειώσεις σχεδίας (2014). Περιλαμβάνει επίσης μια εξαιρετική και διεισδυτική εισαγωγή του γνωστού ελληνιστή και μεταφραστή Crescenzio Sangiglio, η οποία επιτυγχάνει, κατά την άποψή μου, να παρουσιάσει λιτά, αλλά πρωτίστως ουσιαστικά την ποίηση του Νικολάου στο ιταλικό, αναγνωστικό κοινό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θεωρώ ότι ορθά ο μεταφραστής ενέταξε στην έκδοση επεξηγηματικές σημειώσεις και για τις δύο παρουσιαζόμενες συλλογές, καθώς αυτές αποκαλύπτουν στον ξενόγλωσσο αναγνώστη τόσο τους ιστορικούς και βιωματικούς όσο και τους διακειμενικούς αρμούς του ποιητικού κειμένου.

Μια πρώτη παρατήρηση που προκύπτει με τη συγκεντρωτική αυτή έκδοση είναι ότι η συμπαρουσίαση των δυο αυτών ποιητικών συλλογών αποκαλύπτει ένα σύνθετο καλλιτεχνικό σχέδιο· ένα σχέδιο το οποίο στη συλλογή Διθαλάσσου φωτίζει τη γενέθλια μήτρα-ρίζα της Καρπασίας και εν συνεχεία της Αμμοχώστου και επεκτείνεται τόσο χρονικά και τοπικά όσο και μυθοποιητικά στον Πικρόλιθο σε όλη τη νήσο και την μακραίωνη προϊστορία και ιστορία της. Η παρούσα έκδοση είναι σημαντική, επομένως, καθώς φωτίζει με περισσότερη σαφήνεια ότι έχουμε στην ουσία να κάνουμε με ένα έργο εν προόδω, το οποίο αναπτύσσει με συστηματικότητα και καλλιτεχνική υπομονή και επιμονή τις θεματικές του δεσπόζουσες. Κι αυτό γιατί η μυθοποιητική μηχανή του Νίκου Νικολάου - Χατζημιχαήλ φαίνεται να λειτουργεί κυρίως με αρχιτεκτονική, συμμετρική δομή· όπως ακριβώς μια πέτρα ανοίγει επάλληλους, συμμετρικούς κύκλους στα ήσυχα νερά της λίμνης. 

Ο πρώτος κύκλος της γενέθλιας Διθαλάσσου αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα της μνήμης και της ποίησης και ίσως για τούτο περιλαμβάνεται διττά αφενός ως μήτρα και αφετέρου ως πυρήνας στους επόμενους, επάλληλους, ποιητικούς κύκλους του Πικρόλιθου και της πρόσφατης συλλογής Ύδατα Υδάτων (2016). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί ατυχές γεγονός ότι η παρούσα συγκεντρωτική, δίγλωσση έκδοση, ολοκληρώθηκε πριν την έκδοση της τελευταίας συλλογής του ποιητή και, επομένως, δεν την περιέλαβε. Κάτι τέτοιο θα έδινε, κατά την άποψή μου, στον αναγνώστη μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του συνολικού ποιητικού εγχειρήματος, καθώς θα φώτιζε και εκδοτικά μια σημαίνουσα ποιητική τριλογία. 
Κι αυτό, γιατί η συλλογή Ύδατα Υδάτων ανοίγει χρονικά, χωρικά και ιστορικά ακόμη έναν ευρύτερο μυθοποιητικό κύκλο, που εκκινώντας από τις απαρχές της δημιουργίας της γης φτάνει μέχρι το σήμερα και εστιάζει στο γεωγραφικό, υδάτινο λίκνο των μεγαλύτερων πολιτισμών και των μεγαλύτερων συγκρούσεων·[1] στη Μεσόγειο θάλασσα (mare nostrum). Και στο σταυροδρόμι των υδάτων αυ­τών, βρίσκεται πάντα η Κύπρος, η μυθική μήτρα της ποίησης του Νικολάου. Πρόκειται στην ουσία για ένα ερωτικό ποίημα,[2] και ίσως γι’ αυτό δεσπόζει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, το οποίο ανοίγει με τον ερωτικό μονόλογο της θάλασσας και κλείνει με το συγκινητικότατο ολιγόστιχο ποίημα αφιερωμένο στον μικρό Αϊλάν Κουρντί από τη Συρία· το μικρό αγόρι που ξέβρασε η θάλασσα στις ακτές της Αλικαρνασσού στη Μικρά Ασία και του οποίου ο θάνατος φωτίζει το διαχρονικό δράμα του πολέμου και της μετανάστευσης στη Μεσόγειο. Πάντως, και οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι της ποιητικής αυτής τριλογίας ιχνηλατούν κατά βάθος το ίδιο θέμα με τρεις καταθέσεις διαφορετικής μορφής, θερμοκρασίας και εμβέλειας, ισορροπώντας μέσα από τις αντινομίες τους.

Τα ποιήματα της πρώτης ποιητικής συλλογής του Νικολάου Διθαλάσσου, σηματοδοτούν εμβληματικά και καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα· εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν από τη μια παραμυθητικές γενέθλιες μνήμες της Καρπασίας και της Αμμοχώστου,[3] και από την άλλη βαθύτατος πόνος για τον θάνατο και τον άδικο ξεριζωμό που προκάλεσε η τούρκικη εισβολή του 1974. Και είναι αυτή η μόνιμη αντιθετική ψυχολογική κατάσταση ανάμεσα αφενός στον απύθμενο πόνο για την κατεχόμενη γενέθλια γη και την τραυματική απώλεια του παιδικού παραδείσου και αφετέρου στην επίμονη επαναφορά μιας μνήμης που αρνείται να αποδεχθεί την αδικία και συνεχίζει να λειτουργεί παραμυθητικά, που καθιστά το ποιητικό υποκείμενο να μετεωρίζεται τραγικά ανάμεσα σε δύο χρόνους και δύο τόπους· στο τώρα και στο τότε, στο σήμερα και στο χθες. Ο ποιητής παραμένει, λοιπόν, αναπόφευκτα μονίμως διχασμένος, ένας επίμονος νοσταλγός ενός χαμένου παραδείσου στον οποίο επιθυμεί διακαώς τραυματικά να επιστρέφει. 

Ελένη 

β΄

Το σκληρό βότσαλο με του χεριού χτύπημα επιδέξιο
στο σώμα αφήνοντας κραδασμό του σπάει
του Τεύκρου, των γενναίων του συντρόφων
του Δημητρίου και του νικηφόρου του στρατού
καλύπτοντας τα χνάρια, ο δρόμος του Αγίου να στρωθεί.

Λευκό κι αραχνοΰφαντο μαντίλι στο κεφάλι της φορεί
με σχέδια περίτεχνα στις τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Και σας ευχαριστώ Maynard Owen Williams πολύ
γιατί στη φωτογράφιση φροντίσατε να μην φανούν
τα ροζιασμένα χέρια της που σίγουρα δεν θα ταιριάζαν
με την ευγένεια του προσώπου της, με τη λεπτότητά του.

Το ποιητικό υποκείμενο διατηρεί, λοιπόν, πάντα νωπές τις μνήμες που αποτελούν τον ομφάλιο λώρο της σύνδεσής του με πρόσωπα, τόπους και χρόνους παραμυθητικούς· μνήμες του παρελθόντος, αλλά και του μέλλοντος, κρατημένες βαθιά σε θύλακες του μυαλού και του σώματος. Η μνήμη, επομένως, της γενέθλιας γης, κομβικό σημείο και συνισταμένη των ποιημάτων της συλλογής, ως λέξη και έννοια πλατιά, βρίσκεται σχεδόν σε όλο το μήκος και το πλάτος της Διθαλάσσου και εισάγει στη μυθολογία της σύνθεσης, ένα κλειδί ανάγνωσης, συγκεκριμένο στην καταδηλωτική του εκφορά, αλλά και αρκούντως απροσδιόριστο στη συμπαραδηλωτική του ευρύτητα. Από εκεί εξακτινώνονται όλα τα άλλα μείζονα και ελάσσονα νοήματα του έργου· νοήματα που αποκαλύπτουν την κύρια και μόνιμη αγωνία του ποιητικού υποκειμένου να διασώσει-περιορίσει τη σταδιακή και επώδυνη οξείδωσή της παρά το συνεπακόλουθο τραύμα που αυτό συνεπάγεται. Έτσι, με αυτές τις παραμυθητικές, μυθικές αλλά ταυτόχρονα και αγκαθθερές μνήμες υπό μάλης, ο ποιητής επιχειρεί μια έντονη υπαρξιακή καταβύθιση, έναν επώδυνο νόστο με πανταχού παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς του χρόνου και του θανάτου.

Καρπασία

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δύο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν...

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
στα «ξι” και “ζήτα”
καθώς στον ήλιο διάπλατα
η μάνα ψιθυρίζοντας
το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
με την πίσσα στα χέρια και στα ρούχα μας
αποχωρίζουμε τσακ τσακ τα νοτισμένα φύλλα
κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
ο ήλιος ανεβαίνει
και οι μακριές αυλακιές
μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
και δείχνοντας τις άλλες
που συνθέτουν οι μέρες που θα ’ρθουν

Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
κι ας μην είναι διά την δόξαν
ας είναι για τα καπνολούλουδα
και τις σκορπισμένες ψηφίδες
της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.

Αν η ιστορία είναι διάτρητη από την αδικία και τον ανθρώπινο πόνο, αν το ‘δίκαιο’ του ισχυρού καταπατεί κατάφωρα, ακόμη και σήμερα, τον αδύνατο, ο ποιητής δεν παραδίδει αμαχητί τα όπλα. Εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ένα ιδεαλιστικό παρελθόν και σε ένα άδικο, τραυματικό παρόν συνεχίζει να αντλεί δύναμη, ελπίδα και θάρρος. Κι αυτό γιατί η μνήμη της γενέθλιας γης και ειδικότερα της γενέθλιας φύσης, αυτός ο επίμονος «ρόδακας που ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω» αποτελεί για τον ποιητή το μόνο όπλο αντίστασης· τη μόνη οδό για να ικανοποιήσει το ρομαντικό και μόνιμο πάθος του να βρει το ποιητικό σημείο ενότητας των αντιθέτων και να επιτύχει την ποθητή υπέρβασή τους. Η γενέθλια φύση αποκαλύπτει, λοιπόν, στον ποιητή ότι ουδείς, δυνατός ή αδύνατος, δεν μπορεί να ξεφύγει από την αναπόφευκτη επικράτεια της φθοράς. Και έτσι του επιτρέπει να αντλήσει μέσα από τη στάχτη μηνύματα φωτός, ελπίδας και αναγέννησης. 

Μορφολογικά, τώρα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής της Διθαλάσσου δεν παρέκαμψε τον δρόμο της λογικής αλληλουχίας, αλλά κατέκτησε τη μοντέρνα του έκφραση ψηλαφώντας τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα. Ο ποιητής επιχειρεί, λοιπόν, να φιλοτεχνήσει το ποιητικό του σκηνικό βασισμένος όχι στις αφηρημένες έννοιες, αλλά στην υλικότητα των πραγμάτων και με κύριο όπλο μια βιωμένη, ισχυρή εικονοποιία.[4] Η καλλιτεχνική και αισθητική οπτική του διακρίνεται, επομένως, για τον κατά κανόνα επιτυχή ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό στοχαστικό στοιχείο, καθώς το ρήμα αποτυπώνει το δράμα χωρίς περιττές εξάρσεις. Σημαντική διάσταση της ποιητικής του Νικολάου αποτελεί επίσης η έντονη ρυθμικότητα, που πολλές φορές επιτυγχάνεται με ποικιλία ρυθμικών σχημάτων, αλλά κυρίως με την ισχύ του δεκαπεντασύλλαβου. Σε κάθε περίπτωση στη συλλογή Διθαλάσσου ανιχνεύουμε την ειλικρίνεια του οράματος του ποιητή και διαβάζουμε, κάτω και πέρα από την επιφάνεια του ποιήματος, το τραύμα της ύπαρξης του πρόσφυγα, αλλά και του ανθρώπου γενικότερα· το σημείο δηλαδή όπου συναντάται το ατομικό με το συλλογικό.

Η ποιητική σύνθεση Πικρόλιθος στη συνέχεια διευρύνει και εν πολλοίς επεκτείνει τις θεματικές δεσπόζουσες όχι μόνο της ποιητικής συλλογής Διθαλάσσου, αλλά και του προγενέστερου διηγηματικού έργου του Νικολάου: την ιστορία, τον άνθρωπο, τον χρόνο, την πατρίδα και το πανάρχαιο δίπολο έρωτας-θάνατος. Η συλλογή αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ευρηματικά διϊστορική ποιητική σύνθεση που αποκαλύπτει στο βάθος ένα λεπτό και επώδυνο πολιτισμικό ύφος. Ένα ύφος το οποίο προβάλλει έντονα και διαχρονικά ένα γνήσιο αίσθημα αυτοχθονίας∙ μια κυπρολογική μυθολογία που εκκινεί διαγραμματικά από την προϊστορική εποχή, συνεχίζει στην αρχαία ιστορία του νησιού φωτίζοντας τις ελληνικές του ρίζες και φτάνει μέχρι τη σύγχρονη του ιστορία, με έμφαση στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 και στην τούρκικη εισβολή του 1974. Η σύνθεση κλείνει, σφραγίζει, θα έλεγα, εμβληματικά με τον εξαιρετικό μονόλογο του σπουργίτη στο καταληκτικό ομώνυμο ποίημα.

Μονόλογος Σπουργίτη

Με τον πιο μικρό θόρυβο
με την πιο ανεπαίσθητη κίνηση
με το πλησίασμα των μεγάλων πουλιών
με τη θέα της σφεντόνας σου
φτεροκοπώ και χάνομαι
μα ύστερα όλα τα ξεχνώ· ξαναγυρνώ
έτσι έχω μάθει από μικρό
στον τόπο μου να ζω
κι ας υποφέρω
ας πονώ.

γνωρίζω, βέβαια, για τις επισκέψεις του φιδιού * στα χαμηλά κλαδιά της χαρουπιάς, της ζαμπουκιάς, της συκαμιάς όπου κουρνιάζω * είδα φτερούγες να τρεμοπαίζουν απ’ το φαρμάκι * άκουσα φωνές σπαρακτικές τα νυσταγμένα άυπνα βράδια * και χώθηκα βαθιά στις φυλλωσιές και στα σκοτάδια * είδα το φίδι να έρχεται και με ο φως της ημέρας * το ύπουλο φίδι που δεν λέει να ξεκολλήσει * το βλέπουν όλα τα πουλιά * το βλέπουν όλα τα πουλιά της οικουμένης και σιωπούν * μα εγώ, εδώ θα ζήσω κι ας πονώ στον τόπο αυτό που αγαπώ * φάρος ακοίμητος *  να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά * του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πολύσημο ποιητικό σύμβολο του πικρολιθικού σταυρού που δεσπόζει τόσο εικαστικά όσο και θεματικά και στη συλλογή και στη δίγλωσση συγκεντρωτική έκδοση, αποκρυσταλλώνει με αισθητικά λειτουργικό τρόπο την πίκρα και τον αδιάκοπο, αλλά κυρίως επίμονο αγώνα του διαχρονικού ανθρώπου, που έφτασε σε αυτό τον τόπο, δέθηκε μαζί του και τον αγάπησε βαθιά. Ασφαλές κλειδί, επομένως, για την αναγνωστική πρόσβαση στο βιβλίο αποτελεί ταυτόχρονα και ο ευφυής υπότιτλος «σημειώσεις σχεδίας», καθώς πέρα από τις εμφανείς αναφορές στην προϊστορία και την ιστορία της νήσου και των ανθρώπων της, παράλληλα εξακτινώνεται σε καίρια ζητήματα ποιητικής γραφής. 

Η αντιστοιχία, μάλιστα, ανάμεσα στη μαστορική κατασκευή της σχεδίας και την κατασκευή του ίδιου του ποιήματος καταδεικνύεται με σαφήνεια στο ομώνυμο ποίημα «Η σχεδία» και συνυφαίνεται άρρηκτα με τον πεισματικό, επώδυνο, αλλά συνάμα όμορφο αγώνα του ανθρώπου, που επέλεξε αυτό τον τόπο, για να επιβιώσει και να δημιουργήσει σε πλήρη αρμονία με τη φύση. Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν είναι, επομένως, τυχαίο το γεγονός ότι το έργο αυτό προσγειώθηκε εκδοτικά στο νησί σε δύσκολα πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά χρόνια. Κλείνω, λοιπόν, την περιδιάβαση στη συλλογή με το συμπέρασμα ότι παρά το γεγονός ότι το εγχείρημα του Πικρόλιθου είναι τόσο ποιητικά φιλόδοξο που τα μόνα εθνικά, ποιητικά έργα με τα οποία θα μπορούσα να το αντιστοιχίσω είναι το Άξιον Εστί του Ελύτη και η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, δεν ακολουθείται σε όλο το μάκρος και πλάτος του βιβλίου από ποίηση ισοϋψή ποιοτικά του σχεδίου του. 

Τα πουλιά

Τι άραγε γνωρίζουν τα πουλιά; * ποιος τα μαζεύει εδώ στις παραλίες; * και τι είναι εκείνο που επίμονα στο βάθος του ορίζοντα κοιτούν;* πού να πηγαίνουν τα πουλιά * και ποιος διατάζει ξαφνικά όλα μαζί * να φεύγουν μέσα στη νυχτιά * να χάνονται στο πέλαγος σαν ένας νους να ξεκινάνε; * κι ύστερα πάλι, όταν γλυκαίνει ο καιρός * ποια δύναμη κρατάει μέρες και νύχτες τις φτερούγες ανοιχτές * και μέσα στο σκοτάδι όπου κυλάνε όλα μαζί * βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;

Εστιάζοντας καταληκτικά και στις δύο συλλογές που περιλαμβάνονται στη δίγλωσση έκδοση Isolamara, παρατηρούμε ότι στο ποιητικό σύμπαν του Νικολάου υπάρχουν θέματα που συμπλέκονται αδιάλειπτα και οργανικά και δημιουργούν ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη. Σε αυτό το σύμπαν δεσπόζει η πολυδιάστατη υφή της ιστορικότητας, που αντανακλά αφενός μεν τους προβληματισμούς του ποιητή για την εποχή του και τον τόπο του, αφετέρου δε το εύρος των κειμενικών αναγνώσεων και ενδιαφερόντων του. Με βαθιά αίσθηση της ιστορίας και των διεργασιών που συντελούνται σε αυτήν σε επίπεδο μικροϊστορικό αλλά και μακροϊστορικό, ο ποιητής τολμά, παρεμβαίνει, σχολιάζει και συγκροτεί σταδιακά έναν προσωπικό διάλογο με την εποχή του μέσα από τον οποίο προβάλλει και μια αντίστοιχη ποιητική ηθική. Για τούτο ο τρόπος που προσλαμβάνει τα γεγονότα αντανακλά άμεσα την ψυχοσύνθεσή του· και η έννοια της ιστορικότητας είναι συνάρτηση της κριτικής του σκέψης, της ευαισθησίας, των γνώσεών του για το παρελθόν, αλλά πρωτίστως της υποκειμενικής του εμπειρίας.

Έτσι, η συγκεντρωτική αυτή έκδοση καταδεικνύει με σαφήνεια και στο ιταλικό και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ότι η ποίηση του Νικολάου είναι ποίηση βιωματική· με το συναίσθημα να προβάλλει αδιαμεσολάβητο και ωστόσο σαν από ένστικτο ελεγχόμενο, συγκρατημένο από ένα αίσθημα αξιοπρέπειας, επεξεργασμένο στα βαθύτατα στρώματα της ύπαρξης. Το ενδιαφέρον στην προκείμενη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα απολύτως προσωπικά βιώματα που συνθέτουν και διατηρούν αρραγή τον βασικό θεματικό πυρήνα των ποιημάτων, τα ίδια αυτά βιώματα συμβάλλουν στη διαστολή του, δημιουργώντας με διαφορετικούς τρόπους ρωγμές και ανοίγματα επικοινωνίας, με συνέπεια να επιτυγχάνεται καθολικότητα, χωρίς, όμως, να διακυβεύεται η ταυτότητά τους. 



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Σημαντικό ρόλο στη θεωρητική προεργασία, αλλά και στην πραγμάτωση της συλλογής Ύδατα Υδάτων πρέπει να διαδραμάτισε η θεμελιώδης τρίτομη εργασία του πατέρα της Νέας Ιστορίας Fernard Braudel, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005, εργασία στην οποία παραπέμπει, μάλιστα, ο ποιητής στο γλωσσάρι. 

[2] Έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής τιτλοφόρησε την ερωτική σύνθεση Ύδατα Υδάτων κατά γνωστό βιβλικό Άσμα Ασμάτων. 

[3] Ο εύστοχος και πολύσημος τίτλος Διθαλάσσου, δεν παραπέμπει κατά τη γνώμη μου μόνο εμφανώς στη γενέθλια Καρπασία όπου βρέχεται και από τις δύο ή ακόμη και τις τρεις πλευρές από θάλασσα. Νομίζω ότι ο συγκεκριμένος τίτλος με το αριθμητικό δις επιλέχθηκε από τον ποιητή σκόπιμα γιατί ήθελε να συμπεριλάβει ακόμη μια αγαπημένη του θάλασσα· τη θάλασσα τη Αμμοχώστου. Εξάλλου ανάμεσα σε αυτές τις δύο θάλασσες μεγάλωσε και ανδρώθηκε. 

[4] Η ισχυρή εικονιστική μέθοδος του ποιητή δεν είναι καθόλου άσχετη με την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, ενασχόληση που διαχέεται άπλετα και στην αισθητική των εκδόσεων Κάρβας, από τις οποίες κυκλοφορούν και τα τρία ποιητικά του βιβλία, καθώς και τα εξαιρετικά 20 διηγήματα.