3 Μαΐ 2011

PERSONAL CINEMA





Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Personal Cinema
διήγημα 

[από τη συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του Δραγουμάνου", Μεταίχμιο, 2003]

«Eίδα άλογο που τρέχει» είπε ο Παντελής, κάνοντας μια κίνηση σαν να ήταν το άλογο ή ο αναβάτης του, και, με μάτια που λάμπανε από χαρά, με κοίταζε για να δει τη δική μου αντίδραση. 

Στην περιοχή μας δεν είχαμε άλογα. Προτιμούσαν τα γαϊδουράκια, που άντεχαν στις σκληρές δουλειές. Oύτε είχαμε δει ποτέ. Απίστευτο και όμως αληθινό! Είχαμε δει μόνο φωτογραφίες σε διάφορα βιβλία και στα Kλασσικά Eικονογραφημένα τον Βουκεφάλα. 

«Τρέχει, τρέχει, τρέχει και δεν σταματά ποτέ» είπε ξανά το ίδιο ενθουσιασμένος, συνεχίζοντας να δίνει πληροφορίες για το άλογο που τρέχει. 

Δεν έχασα ούτε λεπτό. Πήγαμε επιτόπου για να διαπιστώσω του λόγου το αληθές και, πράγματι, όλα τα παιδιά μιλούσαν για το άλογο, για ένα παράξενο παιχνίδι, επαναλαμβάνοντας μια καινούργια λέξη, που μπήκε αμέσως στο λεξιλόγιό μας: «σινεμά». 

Ήταν λίγο ακριβούτσικο, χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά ο παππούς ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι. Αρκούσε μόνο μια λέξη να πω: «πανηγύρι» και να κάνω τη χαρακτηριστική κίνηση των δαχτύλων, του αντίχειρα που τρίβει το δείχτη. Μου χρωστούσε άλλωστε για το «δέκα άριστα με θαυμαστικό» που είχα πάρει και το είχαμε ξεχάσει. 

Το πανηγύρι ήταν από τα μεγαλύτερα στην περιοχή και διαρκούσε τρεις ολόκληρες μέρες. Έρχονταν οι ξενομερίτες πραματευτάδες και γέμιζαν τους πάγκους με τις πραμάτειες τους. Στον μεγάλο, ειδικά διαμορφωμένο περίβολο της εκκλησίας ήταν τα ρούχα, τα παπούτσια, είδη για το σπίτι, αλλά κυρίως ήταν τα παιχνίδια. Πιο έξω, ήταν τα οπωρικά και λίγο πιο μακριά οι ταβέρνες και τα καφενεία, που τέτοιες μέρες πρόσφεραν «κλέφτικο της χαρουπιάς». 

Τη ζωντανή μουσική από τα βιολιά και τα λαγούτα συμπλήρωναν οι ερασιτέχνες τραγουδιστές και οι φωνές των πραματευτάδων, που ο καθένας διαλαλούσε τα δικά του εμπορεύματα, οι μικροί που δοκίμαζαν τις φυσαρμόνικές τους, αυτοί που έκλαιαν γιατί δεν εξασφάλιζαν τα παιχνίδια που επιθυμούσαν, οι γονείς που θύμωναν στα παιδιά τους για τα καινούργια παπούτσια ή τις παράλογες απαιτήσεις τους και τέλος τα μουγκανητά των ζώων, που τα έφερναν εδώ για να πουληθούν. 

Πιο κάτω, ένας γέρος, ανεβασμένος σε μια καρέκλα, κρατώντας στο ένα του χέρι ένα μάτσο φυλλάδες, τραγουδούσε μ’ έναν περίεργο τρόπο ένα λυπητερό τραγούδι. Κάθε τόσο σταματούσε για να δώσει σε ενδιαφερόμενους αγοραστές, που είχαν τεντωμένα τα χέρια, τρεις τέσσερις, που τις διάλεγε εύκολα, γιατί είχαν διαφορετικά χρώματα, αφού πρώτα σάλιωνε το δάχτυλο. Ήταν και μια ευκαιρία για να πληροφορηθούν κάποιοι, που μόλις είχαν πλησιάσει, ότι τραγουδούσε «τον τραγικό θάνατο της Αιμιλίας» και δεν παρέλειπε να προσθέτει ότι «πρέπει να πάρουν μάθημα/οι νέοι π’ αγαπιούνται/σ’ όλες τις υποσχέσεις τους/ψεύτες να μην φαινούνται» και, αν υπήρχαν ακόμη χέρια τεντωμένα, συνέχιζε την ενημέρωση για το «θαύμα της Παναγίας της Τήνου, όπου εθεράπευσεν τη δεκαπεντάχρονη, όπου έπασχεν από αγιάτρευτην ασθένειαν». 

Όλα αυτά δημιουργούσαν μια υπέροχη ατμόσφαιρα, για μένα όμως αυτή τη στιγμή δεν είχαν καμιά σημασία. Κρατούσα σφιχτά στην τσέπη τα χρήματα και, σπρώχνοντας και τρυπώνοντας στον στενό διάδρομο, προσπαθούσα να φτάσω στο συγκεκριμένο περίπτερο, με αγωνία που μ’ έκανε να ιδρώνω, φοβούμενος ότι το άλογο θα είχε ήδη τρέξει μακριά, θα είχε πουληθεί. 

Η αγωνία έπαψε σε λίγο, όταν στα χέρια μου, που έτρεμαν από συγκίνηση, κρατούσα το πιο φανταστικό παιχνίδι όλων των εποχών! Για μένα, το πανηγύρι είχε τελειώσει εκείνη τη στιγμή και με πολλή προσοχή απομακρύνθηκα, γιατί άρχιζε το δικό μου πανηγύρι. Σε λίγη ώρα βρισκόμουν κάτω από τον μεγάλο ευκάλυπτο της αυλής μας, έτοιμος για τις μεγάλες συγκινήσεις. 

Με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό, περιεργαζόμουνα το παιχνίδι μου. Λίγο πιο μεγάλο από ένα γλειφιτζούρι, μόνο που στο πάνω μέρος της ξύλινης χειρολαβής στηριζόταν ένα μαγικό κουτάκι, που μέσα του είχε ένα ολόκληρο άλογο. 

Πλησίασα το κουτάκι στο μάτι και γύρισα τη μικρή μανιβέλα που είχε στο πλάι. Ένα άσπρο άλογο τότε ξεκίνησε και κάθε τόσο σήκωνε τα μπροστινά πόδια ψηλά και πηδούσε πάνω από ένα ποταμάκι. Φυσικά, το άλογο ήταν αποτυπωμένο σε μια μικρή ταινία από ζελατίνη, σαν βραχιόλι, που ήταν περασμένη από μια σχισμή μέσα στο κουτάκι και έβγαινε στο κάτω μέρος. Με το γύρισμα της μικροσκοπικής μανιβέλας, γυρνούσε η ταινία και, κλείνοντας το ένα μάτι και βάζοντας το άλλο στον μικρό φακό, έβλεπα την κίνηση του αλόγου. 

Δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποια αρχή στηριζόταν αυτό, το μόνο που ήξερα ήταν ότι, μόλις γυρνούσα τη μανιβέλα πιο γρήγορα, τότε το άλογο γινόταν πιο ζωηρό, έτρεχε όσο πιο γρήγορα ήθελα και πηδούσε και ξαναπηδούσε πάνω από το μικρό ποταμάκι. Μετά, άφηνα το χέρι μου να κινείται πιο αργά και το κάτασπρο περήφανο άλογο άρχιζε τον κανονικό του καλπασμό. 

Δεν χόρταινα και δεν κουραζόμουνα να τρέχω και να ξανατρέχω μαζί του, γιατί στο τέλος νόμιζα ότι ήμουν αναβάτης στον Βουκεφάλα σαν άλλος Αλέξανδρος. 

Το βράδυ, στο αμυδρό φως της λάμπας του πετρελαίου, το άλογο γινόταν τριανταφυλλί. Του μιλούσα σιγανά και αυτό πάντα με υπάκουε και εκτελούσε με ακρίβεια τις εντολές μου. Γίναμε οι πρώτοι φίλοι. 

Καμιά φορά, του έκανα και αστεία. Το σταματούσα και το άφηνα να αιωρείται πάνω ακριβώς απ’ το ποτάμι για κάμποση ώρα, αλλά ποτέ του δεν έπεφτε. Συνέχιζε την πορεία του με το πρώτο πρόσταγμα. Κάποτε, τη στιγμή που με όλη του τη δύναμη σήκωνε τα πόδια και βρισκόταν πάνω απ’ το ποτάμι, γυρνούσα τη μανιβέλα ανάποδα και το ανάγκαζα να κάνει την αντίθετη κίνηση. Ποτέ του όμως δεν παραπονέθηκε, με αγαπούσε όπως το αγαπούσα κι εγώ. Δεχόταν όλα τα πειράγματά μου και ζούσαμε ευτυχισμένοι. 

Κάθε μέρα, ανακάλυπτα κάτι καινούργιο στη διαδρομή, αλλά παράλληλα εμπλούτιζα τις γνώσεις μου για τα άλογα με βιβλία που ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του σχολείου ή με βιβλία που μου έφερνε ο πατέρας από την πόλη. Μάθαινα για τις ευαισθησίες και το τρομερό ένστιχτο και την αντίληψη που έχουν, για την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την ύπαρξη νερού και φωτιάς από μεγάλη απόσταση, την εξαιρετική όραση και ακοή τους, κυρίως όμως για τη φιλία, την εμπιστοσύνη και την τρυφερότητα που χαίρονται να δέχονται, αλλά και να δίνουν. 

Έμαθα να βάζω τη γλώσσα στον ουρανίσκο και να μιμούμαι τον ήχο που κάνουν τα πέταλα όταν χτυπούν στη γη. Έτσι, όταν τρέχαμε, πιάναμε εκείνον το ρυθμό που θέλαμε. 

Ήμουν ευτυχισμένος με τον Βουκεφάλα, αλλά ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι πολύ σύντομα θα έμπαινε στη ζωή μου ένα άλλο άλογο. Ήταν άσπρο κι αυτό και θα γινόταν ένας δεύτερος φίλος, κι όταν πια έλεγα «Βουκεφάλας», εννοούσα και τα δύο. 

Ήταν αρχές του Μάη κι ο πατέρας, εντελώς απροειδοποίητα, το έφερε και το έδεσε σ’ ένα μεγάλο δέντρο στο χτήμα, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μας. Μέχρι κι ο τεμπέλης ο Φοξ, ο σκύλος μας, σήκωσε το κεφάλι και παρακολουθούσε τη σκηνή της άφιξής του. Για την ακρίβεια, το έφεραν κάποιοι ξένοι με φορτηγό κι ήταν επιταγμένο στις ανάγκες του Aγώνα. Αυτό βέβαια το έμαθα το απόγευμα, που είχαν μαζευτεί γύρω του κάμποσοι και κουβέντιαζαν προσπαθώντας να το σελώσουν, αλλά δεν τα κατάφερναν γιατί το άλογο φαινόταν πολύ τρομαγμένο κι ανήσυχο. Σήκωνε το κεφάλι και τα πόδια του ψηλά και δεν τολμούσε κανένας να το πλησιάσει. 

Όταν έφυγαν όλοι, πήγα κοντά του. Πλησίασα ως το σημείο που έφθανε το σχοινί που ήταν δεμένο, του χαμογέλασα και του μίλησα γλυκά. Δεν έκανε τίποτα, με κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια και τίναξε λίγο τη χαίτη του. Ήταν ακόμη πολύ φοβισμένο, σήκωσε μετά τα πόδια ψηλά και τίναξε τη χαίτη, αλλά εγώ συνέχισα να του μιλώ γλυκά μέχρι που φρούμαξε σκύβοντας το κεφάλι. Αυτό ήθελα! Ήταν σημάδι πως ήθελε κι αυτό να γίνουμε φίλοι, αλλά δεν μου είχε ακόμη εμπιστοσύνη. 

Τις επόμενες μέρες, τ’ απογεύματα, με κάθε επίσκεψή μου, οι σχέσεις μας γίνονταν καλύτερες. Του πήγαινα κριθάρι σ’ έναν κουβά, αλλά του έδινα και λίγη ζάχαρη, που έβαζα σ’ ένα χαρτόνι. Με άφησε και το χάιδεψα στο κεφάλι, λίγο πιο κάτω από τα μάτια, που τώρα με κοίταζαν γαληνεμένα. Εξακολουθούσε όμως να μην συνεργάζεται με τους άλλους, που ανυπομονούσαν να το δαμάσουν, και τώρα ήξερα και το λόγο της ανυπομονησίας τους: «Oι Eγγλέζοι είχαν αυξήσει τις περιπολίες και τις έρευνες και η αλληλογραφία και η μεταφορά επαναστατικών φυλλαδίων και μηνυμάτων μεταξύ των χωριών έπρεπε πια να γίνεται με το… ιππικό από ανύποπτα και ασφαλή δρομολόγια». 

Δεν το φοβόμουνα πια, του μιλούσα γλυκά και το χάιδευα, κι αυτό γύριζε το κεφάλι και το έτριβε στην πλάτη μου. Κάποτε, ανέβηκα σ’ ένα κομμένο, αναποδογυρισμένο βαρέλι και βρέθηκα απαλά στην πλάτη του. Δεν φοβήθηκα, το χτύπησα ελαφρά και το έτριψα στο λαιμό και τη χαίτη. Τι αίσθηση! Δεν ήταν όπως η σκληρή πλάτη των γαϊδουριών, περπάτησε ολόγυρα κι εγώ νόμιζα ότι βρισκόμουν σε μια βάρκα που την παρασύρει το ανάλαφρο κύμα. Την άλλη μέρα, τόλμησα και το παράλογο: Στριφογυρνούσα μια φανταστική μανιβέλα στο μακρύ λαιμό του κι αυτό, υπακούοντας, ταυτιζόταν με το ρυθμό μου και με εκπληκτικό καλπασμό δίναμε γύρους στο χτήμα, μεταξύ Γρανικού και Γαυγαμήλων! Είχε ξεμουδιάσει κι αυτό τόσες μέρες δεμένο! 

Τα νέα κυκλοφόρησαν βέβαια, τέτοια γεγονότα δεν μένουν μυστικά, και τις επόμενες μέρες εξετέλεσα και τις πρώτες αποστολές που μου είχαν αναθέσει, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα· δυστυχώς μόνο για λίγες μέρες. Μια βόμβα έπεσε κάποιο βράδυ σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και την πλήρωσε ο Βουκεφάλας. Τον γάζωσαν με ριπές οι λυσσασμένοι. 

Κι ο λόγος που δάκρυσα, όταν πήρα την Καθημερινή του Σαββάτου, δεν είναι γιατί βρήκα ότι το ένθετο ήταν «O Μεγαλέξανδρος» των Κλασσικών Εικονογραφημένων, ούτε γιατί θυμήθηκα ένα άσπρο φοβισμένο άλογο, που ίσως ακόμη με περιμένει, ακίνητο και παραπονεμένο, κρυμμένο σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι ή κάποια γωνιά της αυλής μας. Είναι γιατί, έπειτα από τόσα χρόνια, αυτοί που το σκότωσαν εξακολουθούν να ρίχνουν ριπές το δηλητήριό τους με την ίδια λύσσα.



[Από τη συλλογή Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο, 2003]