24 Φεβ 2019

ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

...σημερινή απογευματινή εικόνα, στον δρόμο προς το Παλαιχώρι, ύστερα από μια καλοδεχούμενη απαλή βροχούλα...

20 Φεβ 2019

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ



Ναι, μάλλον προβληματισμένος...

[Συνέντευξη στον Ανδρέα Κούνιο, Αλήθεια, 17/2/2019]
 
-Πού γεννήθηκες;

Γεννήθηκα στο Βασίλι ένα βυζαντινό χωριό στην Καρπασία, όπου κάθε πρωί ο Ναός της Παναγίας της Κανακαριάς ρίχνει τη σκιά του και σπούδασα μαθηματικά.

-Τι θυμάσαι περισσότερο από τα παιδικά σου χρόνια;

Τα πάντα! Δεν έχει ξεθωριάσει τίποτε, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια και πολύ συχνά κάνω βουτιές σ’αυτά τα χρόνια∙ χρόνια που καθορίζουν, τελικά, τη μελλοντική μας πορεία στη ζωή. Έζησα υπέροχα, ευτυχισμένα χρόνια, πλημμυρισμένος από τη φροντίδα και την αγάπη δυο υπέροχων ανθρώπων, του πατέρα και της μάνας μου, αλλά και όλων όσοι ήταν γύρω μου, αδέλφια, παππούδες και γιαγιάδες, γείτονες και παραγείτονες!
Όλα τα θυμάμαι, λοιπόν, πολύ συχνά όμως, θυμάμαι τον φίλο μου το σγαρτίλι: το βρήκε ο πατέρας μου ένα πρωινό, κάτω από ένα δέντρο, γυμνό και παγωμένο και το σώσαμε φτιάχνοντάς του μια φωλιά σ’ ένα κλουβάκι που το είχαμε τοποθετήσει στα πιο ψηλά κλαδιά της μαυρομάτας της αυλής μας. Εκεί περνούσα πολλές ώρες δίπλα του, διαβάζοντας, ξαπλωμένος στη δική μου πλατφόρμα που έφτιαξα σε στερεά κλαδιά. Το σγαρτίλι μεγάλωσε ‒ερχόταν η μάνα του και το τάιζε‒ φτέρωσε, μου κελαηδούσε και περνούσαμε ωραία. Κάποια μέρα όμως, ο πατέρας με φώναξε, κατέβασα το κλουβί, άνοιξα την μικρή πορτούλα –εκτελώντας τις εντολές του πατέρα‒ και πήρα το μέγιστο μάθημα της ζωής μου. Μάθημα ελευθερίας: κατ’ εντολή του άφησα το σγαρτίλι ελεύθερο, που πέταξε μακριά κι εξαφανίστηκε από το οπτικό μας πεδίο.

-Εάν μπαίναμε σε μια μηχανή του χρόνου και φτάναμε πίσω, στο χωριό σου, τι θα μου έδειχνες πριν απ' οτιδήποτε άλλο;

Θα σε οδηγούσα, ασφαλώς, στην καταπράσινη μαυρομάτα, να σου δείξω τον φίλο μου το σγαρτιλάκι, να σου δείξω το «σπίτι» μου πάνω στη μαυρομάτα, και να σου δείξω ακόμα και το πρώτο βιβλίο που διάβασα εκεί: τον Μπεν Χούρ.

-Πατρίδα είναι ο τόπος που γεννιόμαστε και που ζούμε ή μήπως κάτι βαθύτερο;

Ναι, πατρίδα είναι ο τόπος όπου γεννιόμαστε, όπου γεννήθηκε ο πατέρας κι ο παππούς. Η πατρίς γαία, που έχει στέγη τη γλώσσα. Και πρέπει να είμαστε περήφανοι, να αγαπάμε και να πεθαίνουμε για την πατρίδα. Στην εποχή μας όμως, η αγάπη για την πατρίδα, βρίσκεται υπό κατηγορία, και ο «πατριωτισμός» μετατρέπεται έντεχνα, από ορισμένους σε «εθνικισμό», κι αν δεν ξυπνήσουμε πάραυτα, πολύ γρήγορα θα βρεθούμε χωρίς πατρίδα.

-Για ποιο λόγο γράφεις; Η γραφή, ή καλύτερα η συγγραφή, είναι ασθένεια ή
θεραπεία;


Θα σας θυμίσω την απάντησή μου σε μια παλαιότερη δική σας συνέντευξη «ψυχής»: «έρχονται στιγμές που μας πνίγουν αυτά που ακούμε και παρατηρούμε κι έτσι καθόμαστε και ζωγραφίζουμε, γράφουμε, καταφεύγουμε δηλαδή στην Τέχνη, για να πάρουμε ανάσες. Δημιουργούμε τον δικό μας κόσμο για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Θα πω κάτι ακόμα: όταν ήμουν στην ομάδα του περιοδικού «Κύκλος» στη Λάρνακα, κάποια στιγμή είχαμε ανάγκη από ένα διήγημα. Με προέτρεψε ο αείμνηστος φίλος Φοίβος να γράψω, παρόλο που γνώριζε ότι είχα πάθος με τη ζωγραφική. Την επόμενη μέρα του παρέδωσα το πρώτο μου διήγημα, «το Σταυρόλεξο», που είναι, ίσως, ό,τι πιο ωραίο έχω γράψει μέχρι τώρα. Από τότε με κέρδισε η λογοτεχνία. Έτσι! Με γοήτευσε που μπορούσα να βλέπω τον κόσμο με άλλα μάτια και όχι με τα μάτια του ζωγράφου που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

-Εάν είχες τη δυνατότητα να προσθέσεις τρεις εν ζωή λογοτέχνες στην παρέα
μας, για να γίνει περισσότερο ενδιαφέρουσα, ποιοι θα ήταν αυτοί;


Υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες στον τόπο και πολύ καλοί, γράφουν υπέροχα, κάποιοι τιμούν την πατρίδα τους και στο εξωτερικό, είναι και υπέροχοι άνθρωποι και θα έκαναν πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα την παρέα, δεν θα πω όμως ονόματα γιατί θα αδικούσα σίγουρα αρκετούς.

-Κι αν είχες τη δυνατότητα να προσθέσεις τρεις λογοτέχνες που δεν βρίσκονται εν ζωή;

Ανεπιφύλακτα: Θεοδόσης Νικολάου, Φοίβος Σταυρίδης και Νίκη Μαραγκού.

-Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασες;

Ήδη το απάντησα σε προηγούμενη ερώτηση: «Μπεν Χουρ», παρόλο που θα στενοχωρήσω το «Επίτομον Λεξικόν του Ελευθερουδάκη», και τα εγκυκλοπαιδικά περιοδικά του «Ηλίου» που τα φυλλομετρούσα ‒τα κατέσχιζα καλύτερα‒ πριν μάθω ανάγνωση.

-Το τελευταίο ποιο είναι;

«Επικαιρότητες», του Κώστα Σερέζη. Ένα πολύ ωραίο βιβλίο του 1971, που αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω και το χαίρομαι.

-Η φωνή του συγγραφέα πρέπει να ακούγεται ως ουρλιαχτό ή ως ψίθυρος;

Εξαρτάται τι γράφει. Βέβαια, όταν πατούν κάποιον στον λαιμό ουρλιάζει, αλλά προέχει να γραφτεί ένα καλό βιβλίο.

-Τι σε ενοχλεί περισσότερο απ' όσα βλέπεις ολόγυρα;

Είναι τόσα πολλά που μας ενοχλούν, που πραγματικά διερωτώμαι ποιο απ’ αυτά είναι το χειρότερο. Η διαφθορά έχει απλώσει τα πλοκάμια της παντού στον τόπο, που τον τραυματίζει ανεπανόρθωτα. Υπάρχει κάτι όμως, που με ενόχλησε αφάνταστα: είπε κάποιος –αυτός ο διεφθαρμένος με τις πέντε συντάξεις‒ ότι η πατρίδα δεν του επέστρεψε όσα της πρόσφερε και του οφείλει πολλά ακόμα! Όταν το άκουσα κατάλαβα αμέσως γιατί χάσαμε τη μισή μας πατρίδα και είναι αμφίβολο αν θα σωθεί η υπόλοιπη.

-Και τι σε κάνει να αναθαρρεύεις;

Αυτό είναι το τραγικό: δεν υπάρχει τίποτε που να με κάνει να ελπίζω σε ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία όπου ζούμε. Έχουμε βυθιστεί στα τάρταρα από τα λάθη μας, τα οποία επαναλαμβάνουμε. Οι δυο σημαντικοί πυλώνες ‒οικογένεια και εκπαίδευση‒ πάνω στους οποίους στηρίζεται το μέλλον μιας κοινωνίας φαίνεται ότι νοσούν. Ο συνδικαλισμός ‒που έχει απομακρυνθεί από τους αρχικούς συστατικούς στόχους του‒ αλλά και άλλοι παράγοντες έχουν αποπροσανατολίσει την κοινωνία, η οποία ως μόνο στόχο έχει πια την εξασφάλιση πλούτου, με οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο.

-Κύριε Νικολάου, πού κατοικεί η ελευθερία;

Η ελευθερία έχει πεθάνει προ πολλού, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είμαστε όλοι κλεισμένοι σε ασφυκτικό κλοιό.

-Από πού αντλείς τις εμπνεύσεις σου; Κι όταν στερέψουν, τι κάνεις για να επανέλθουν;

Όσοι γράφουν, πολύ σύντομα ανακαλύπτουν πως η έμπνευση είναι το 1% ή 2% το πολύ της εργασίας τους. Χρειάζεται πολλή δουλειά για να ολοκληρωθεί ένα έργο είτε αυτό είναι ένα ποίημα, ένα διήγημα είτε ένα μυθιστόρημα. Μεταξύ έμπνευσης και εκτέλεσης, χάος μέγα! Δουλειά, λοιπόν! Γράφοντας αναπτύσσεται μια έμπνευση-ιδέα.

-Τι κληρονόμησες από τους γονείς σου;

Από τον πατέρα μου κληρονόμησα την αγάπη για το βιβλίο και πολλές αρχές, κυρίως όμως τη Δικαιοσύνη και την Αξιοπρέπεια. Έμαθα ακόμα ότι την πνευματική περιουσία την αποκτάς με πολύ κόπο, αλλά κανένας κατακτητής δεν μπορεί να σου την πάρει και κανένα σύστημα δεν μπορεί να την κουρέψει. Η μητέρα μου, με την αγάπη και τα τραγούδια της έδωσε ρυθμό στη ζωή μου. Τις ίδιες αρχές και την ίδια αγάπη δέχτηκαν και οι πέντε αδελφές μου,

-Τι θα κληρονομήσεις στα παιδιά σου;

Μακάρι να ήξερα! Αυτή είναι αγωνία κάθε γονιού. Πάντως, τα δυο παιδιά μου είναι επιστήμονες, έχουν δημιουργήσει θαυμάσιες οικογένειες, αλλά δεν έχουν σχέση με τη λογοτεχνία.

-Πέρα από τη λογοτεχνία, ποια είναι τα άλλα ενδιαφέροντά σου;


Ζωγραφίζω, διαβάζω, επιμελούμαι κάποιο βιβλίο, φωτογραφίζω, τρέχω με …ποδήλατο στο δάσος της Αθαλάσσας, παίζω τα τραγούδια που αγαπώ με τις 15 φυσαρμόνικές μου και φυσικά αφιερώνω και λίγο χρόνο για να παίξω με τα τρία υπέροχα εγγονάκια μου.

-Αγναντεύεις τον σκλαβωμένο Πενταδάκτυλο και, την ίδια στιγμή, κρατάς πένα και χαρτί. Ποιες είναι οι πρώτες δύο γραμμές που θα γράψεις;


«Ως τρέχει ο ήλιος, ως τρέχουσιν οι αστέρες, ως τρέχει το ύδωρ, έτσι να τρέξει το κακόν από το Βουνό τούτο. Έτσι να τρέξει το κακόν και να χαθεί από την Νήσον μας».
Είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η κόρη του δραγουμάνου».

-Ποια πρόσωπα έχουν σφραγίσει, πραγματικά, τον τρόπο που σκέφτεσαι και που συμπεριφέρεσαι;

Ο Φιλομαθής και βιβλιόφιλος πατέρας μου. Δεν ενδιαφερόταν αν είχα ψηλό ή χαμηλότερο βαθμό στο σχολείο, ενδιαφερόταν όμως, να γνωρίζει και παρακολουθούσε στενά αν ακολουθούσα τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της αρετής, κι αν κρατούσα πιστά τις αρχές μου, αρχές που ο ίδιος μου μετέδωσε. Γι αυτό και πάντα με ακολουθεί το αριστοτέλειο «Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω». Ένα άλλο πρόσωπο, που μου γνώρισε τα μονοπάτια της ποίησης και της καλαισθησίας, τα μυστικά των καλών εκδόσεων και της γραφής ήταν ο Δάσκαλος και φίλος Θεοδόσης Νικολάου. Δυστυχώς τον χάσαμε νωρίς. Τον έχασε κυρίως η ποίηση.

-Συνομιλείς, κάπου κάπου, με την Κόρη του Δραγουμάνου, κι αν ναι, τι λέτε;

Η «κόρη του δραγουμάνου», τον Απρίλη κλείνει δεκαπέντε χρόνια ζωής ή μάλλον της δεύτερης ζωής της, που κέρδισε με την κυκλοφορία του βιβλίου που έχει τ’ όνομά της. Μου έδωσε πολλή χαρά, διαβάστηκε πολύ, γράφτηκαν πολλές καλές κριτικές, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και τώρα ελπίζει ότι θα ζήσει μια τρίτη ζωή με μια καινούργια έκδοση, ενισχυμένη με περισσότερα διηγήματα. Ναι, συνομιλούμε. Της λέω «εμείς μείναμε στο ΄74, δεν θέλουν ούτε να μας βλέπουν, ούτε να μας διαβάζουν πια, να δεις τι κυκλοφορεί τώρα! Να δεις τι εκπομπές έχουν στην τηλεόραση, τι μόδες, τι φαγητά, τι τούρκικες ταινίες, εσύ τους λείπεις, νομίζεις; Να φανταστείς ότι κυκλοφόρησε κι ένα «γλωσσάρι» που είπε ότι δεν υπήρξε εισβολή. Ήταν ειρηνευτική επιχείρηση, λέει, που έφερε την ειρήνη στον τόπο. Ναι, ναι δικοί μας το έφτιαξαν. Το σπίτι σου, λέει, δεν είναι κλεμμένο, απλώς φιλοξενεί πολιτικούς πρόσφυγες. Και άλλα πολλά». Κι αυτή σκύβει, βάζει το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες της και αρχίζει το ξεφωνητό: «φύγε εσύ απ’εδώ, μόνο κακά μου φέρνεις στο σπίτι. Σου είπα να μη ξανάρθεις εδώ, να μη ξαναπατήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ στο σπίτι μου. Τράβα στ’ ανάθεμα, διάβολε!». Και δίνει μια κλωτσιά στην κουλουριασμένη στα πόδια της μαύρη γάτα. Κι ο αίλουρος σαν αστραπή τινάσσεται και χάνεται πίσω από το ανοιχτό παράθυρο. Ύστερα γυρίζει και με κοιτάζει με τα θλιμμένα της μάτια χωρίς να μιλά.
 
 
 

16 Φεβ 2019

ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ!


Ανθισμένη Ξερολιθιά!

Άναψε τα κλωνάρια της

και τρέλανε τη φύση∙
δίπλα της μια ξερολιθιά
είπε κι αυτή ν΄ανθίσει!


[ΝΝ-Χ, 11 Φεβ. 2019]



8 Φεβ 2019

ΑΝΘΕΜΙΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΗΣ

Ο Θεοδόσης Νικολάου στο σπίτι μας, στη Λευκωσία

Σήμερα 8 Φεβρουαρίου 2019 κλείνουν 15 χρόνια χωρίς τον Ανθέμιο Καλοκαίρη

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΜΗΧΑΝΟΝ ΚΑΛΛΟΣ

Και τι θα γίνει με τον Ανθέμιο Καλοκαίρη;
Αν λογαριάσουμε το έτος που βγήκε μες στον κόσμο
Χωρίς αμφιβολία μέσα στην πιο παλιά γενιά ταξινομείται.
Όμως από το χρόνο που κάνει την ουσιαστική του παρουσία
Στη νέα γενιά των ποιητών συναριθμείται.

Μεσήλιξ με γκρίζα μαλλιά και γκρίζα σκέψη
Αναπαλαιώνει τα καινούρια κι ανανεώνει τα παλιά
Αλλά μέσα στο έαρ των εφήβων, μέσα στα τερετίσματα των ρόδων
Ακούεται η φωνή του αν όχι βέβαια παράφωνη
Οπωσδήποτε όμως κάπως ξένη.

Οι εποχές όμως διαβαίνουν και χάνονται στην άβυσσο
Αλλά μέσα στο χώμα τούτο που πατούμε
Οι σπόροι έχουν το δικό τους το ρυθμό
Κι αθέατες οι ρίζες στο σκοτάδι
Βρίσκουν το δρόμο φωτεινό και προχωρούν.

Και η ποίηση;
Και η ποίηση ίσως δεν είναι μήτε ο κύκνος
Αλλά η σιγή που επιβάλλει προχωρώντας στο νερό του ποταμού
Ή μπορεί μονάχα ένα φτερό
Από τη συντετριμμένη ομορφιά του.

Ένα φτερό που χρόνια τώρα ταξιδεύει με τον άνεμο που πνέει
Και φτάνει κάποτε στην δράση σου
Και μπορείς τότε να μαντέψεις με υπομονή αλλά και τόλμη
Με λογισμό και με όνειρο
Το χρυσάφι των μαλλιών της
Και το ασήμι του προσώπου της
Και την κίνηση της κνήμης
Αυτής που κάποτε έφερε το όνομα Αγησιχόρα.

[Θεοδόσης Νικολάου, «Εικόνες», σελ. 39, Κύπρος 1988]




ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Ἀνθέμιος Καλοκαίρης

Χάιδεψε τὴν γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας τὴν ὀμορφιὰ
Τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἔλαμπε στὸν οὐρανό.

Μὲ συγκίνηση ὑποκλίθηκε στὸν τρελὸ τῆς γειτονιᾶς
Ὑψώνοντάς τον μὲ χαιρετισμὸ καὶ μὲ κρυφὴ χαρὰ
Ποὺ ἤταν ἀδύνατο τὰ μάτια του νὰ κρύψουν.

Τὸ βραδάκι στὴν ταβέρνα τῆς γωνιᾶς, τὸ μαῦρο
Στερκὸ ἐπαίνεσε τοῦ τόπου του κρασὶ
Φέρνοντας στὸ στόμα ἄρωμα καὶ ποτήρι
Μὲ κίνηση ἀργὴ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ χεριοῦ
Κρίνοντας πὼς στὴ ζωή μας τελικὰ
Δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἀλλὰ τὸ πῶς.

Τέλος, τράβηξε γιὰ τὴ σκήτη του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὸ πρῶτο σπίτι του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν πρώτη του τὴ μαγική του πόλη
Προσέχοντας νὰ σταματᾶ, νὰ μὴν πατᾶ
Τὰ βατραχάκια ποὺ διασταύρωναν τὸν δρόμο
Ἔχοντας τὰ κλοπιμαῖα τῆς μέρας του στὸν ὦμο
Καὶ στὸ φεγγάρι ρίχνοντας ματιὰ εὐγνωμοσύνης
Τὶ στὸν μικρὸ σκαντζόχοιρο τὸ μονοπάτι ἀνάβει.


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Διθαλάσσου», σελ. 38, εκδόσεις Κάρβας 2012]

Ο Θεοδόσης Νικολάου στο σπίτι μας στη Λευκωσία



6 Φεβ 2019

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

[Ο Θεοδόσης Νικολάου μελετά τις εικόνες στην εκκλησία της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι, Λάρνακα]

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
                                                                          
Δεν πέθανε ο μικρός θεός κι ας γίνηκε
Θρύψαλα η άδεια υδρία.
Ας ξεδιψά η δίψα του χρυσαφιού
Εκεί που το χώμα ξεδιψούσε.
Δρόμοι και σπίτια και πλατείες επάνω
Στο αθάνατο σώμα το λησμονημένο
Από το εφήμερο γένος των ανθρώπων.
Και έρχεται ώρα που υψώνει το μέτωπο λαμπρό
Χτυπά η φτερούγα του αετού
Ξαναθυμάται την αθέατη κοίτη του
Και ωρύεται τα νερά του
Επιδεικνύοντας τίτλους ιδιοκτησίας.
Ωραίος ακουμπά την κεφαλή
Στο στήθος της μητέρας
Ο για χρόνια πολλά εκμηδενισμένος
Ενώ τα έργα της υπεροψίας σωριάζονται
Στη γη, όπως τα χτίσματα των παιδιών
Κοντά στο κύμα.


[Θεοδόσης Νικολάου, «Πεπραγμένα», Κύπρος 1980, σελ. 44]


5 Φεβ 2019

ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ



ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ


Α'

Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η Ιστορία.
Για να μιλήσει όμως κανείς πρέπει να δει
Το ουράνιο τόξο να γεφυρώνει την ομορφιά του κόσμου
Πρέπει ν' ακούσει τη βροχή που κυλά
Πάνω στο αυγινό στέλεχος του σταριού
Και την ερωτική φλυαρία των κυκλάμινων,
Στον ουρανίσκο το μέλι της οπώρας
Και να κρατήσει στη φούχτα του πρέπει το νερό της θαλάσσης.

Ανοίγουμε λάκκους στη γη, μα γιατί;
Ανοίγουμε λάκκους μέσα στο σκοτάδι.
Γιατί;

Η Ιστορία είναι βέβαια απασχολημένη τριγυρίζοντας
Μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους
      πού ανοίγει η άβυσσος του νου.
Παραγγέλλει πρώτα στις μέρες
Να νίψουν τα αιματωμένα πρόσωπα
Παραγγέλλει στον Απρίλη και στ' άλλα λαμπρά παλληκάρια
Ν΄ αφαιρέσουν τη φρίκη ράβοντας το δέρμα
Συγκολλώντας τα σπασμένα κόκκαλα των νηπίων
Επιδιορθώνοντας και τοποθετώντας πάλι
Στις κόγχες του προσώπου τα πεσμένα μάτια.
Τότε μπορεί να γίνει η αναστήλωση των εικόνων
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο των ψυχών μας.

Μα όταν λάβει καιρό χρονοτριβεί
Συγχύζοντας το βήμα της σε δρόμους που πήρε
Παραπλανημένη από οδόσημα που δεν οδηγούν πουθενά.

Τέλος όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Μιλά με γενικότητες και στατιστικές
Ενώ η λεπτομέρεια υποκύπτει και μηδενίζεται.
Αυτό που έχει σημασία είναι το επίτευγμα,
Όπως η ήρεμη επιφάνεια του ποταμού που κυλά
Αποκρύπτει την απεγνωσμένη πάλη των πρώτων κινήσεων.

Κι ακόμα όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Εμείς δεν είμαστε πια εκεί για ν' ακούσουμε
Κι αυτοί που ακούουν δεν ενδιαφέρονται πως
Η μάχη ετράπη εις απλήν σφαγήν,
Ήτις μηδεμίαν ποιούσα διάκρισιν
Μεταξύ Βένετων και Πρασίνων
Διήρκεσεν επί ώρας πολλάς, και επήνεγκε
Τον θάνατον τριάκοντα χιλιάδων ανθρώπων.
Όμως τη φωνή του Γιάννη μεσ' από τη σκόνη
      που σήκωνε το χώμα
«Μη με θάβετε, είμαι ακόμα ζωντανός»,
Ποιος θα καταγράψει,
Τώρα που εκραταιώθη η εξουσία του βασιλέως
Και όλα τα πράγματα μπήκανε σε τάξη;

Β'
 

Ο άνθρωπος που έρχεται από την Ανατολή
    δίνει το χέρι στον άνθρωπο που έρχεται από τη Δύση.
Το νερό του πόταμου είναι ρευστό
Αλλά έρχεται ώρα που περνώντας κάτω από υπερυψούμενα τόξα
Πήζει, και στήνεται το πανηγύρι
Με τραγούδια και χρωματιστές ενδυμασίες.

Τρεις ποντικοί, τρεις ποντικοί, για δέστε τους πως τρέχουν
Τα μάτια τους μοιάζουν κεριά σβησμένα που καπνίζουν.
Ένα μικρό τριαντάφυλλο π' ανθίζει μες στον κάμπο
Κόρη πανέμορφη ξυπνά με τη μοσκοβολιά του.

Ρίχνουν χιόνι ο ένας επάνω στον άλλο και γελούν
Ρίχνουν πέτρες ο ένας επάνω στον άλλο και σιωπούν
Ρίχνουν βόμβες ο ένας επάνω στον άλλο
Βόμβες ναπάλμ
Και φωνή εν Ραμά ηκούσθη
Θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού
Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι
Επί τοις υιοίς αυτής, ότι ουκ εισί.

Όλοι βουλιάζουν μέσα στον ποταμό
Που αγριεύει και χάνονται.
Δεν υπάρχουν τώρα οι αλλαγές των εποχών.
Οι μέρες που περνούν είναι ίδιες με τη νύχτα.
Είναι ο καιρός της σιωπής, είναι ο καιρός της κυοφορίας
Αναμένεται η γέννηση του μεγάλου Ήρωα.
 Μαντήλι από μετάξι με κρόσσια χρυσαφιά
Και χέρια δυνατά για ν' αντέχουν στα γυρίσματα του χορού.
Αυτός θα δείξει τον κρυφό δρόμο
Φτάνοντας στην καρδιά και την αταραξία της πέτρας.

Και πάλι το πανηγύρι με τραγούδια
Χρώματα και χτυπήματα
Πάνω στο πηχτό νερό
Χτυπήματα πάνω στο σώμα του θανάτου
Και ο καταποντισμός μέσα στις γλώσσες των κυμάτων
Ακαταπαύστως.

Γιατί ο ήρωας βέβαια λάμπει
Αλλά λάμπει μονάχα από μια προκαθορισμένη γωνία.
Από τις άλλες ζει μέσα στη σκιά που ρίχνει το δικό του φώς.
Ενώ το πρόσωπο του Αγίου αχτινοβολεί στον αιώνα
Ορατό από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Όπως ο μικρός θεός των ναυτικών
Που βασιλεύει στην ουρά της Μικράς Άρκτου.


[Θεοδόσης Νικολάου, "Εικόνες", Κύπρος 1988, σελ. 33]
  











4 Φεβ 2019

ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ




ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
 
ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

                                          Στον Φοίβο Σταυρίδη

Α'

Γελούν όσοι δεν άκουσαν την ηχώ
Των σταθερών βημάτων. Μα ποιος θ' ακούσει
Μέσα στην ταραχή και τις φωνές του κόσμου;
Ασθμαίνουμε για ν' αυξήσουμε την αγάπη μας
Για ό,τι θηρεύει η αίσθηση κι αιχμαλωτίζει.
Και η ψυχή συντετριμμένη σαν κοχύλια πάνω στα λάφυρά μας,
Που η θάλασσα στο τέλος, με ακατάπαυστη κίνηση ελαφρύνει
Και στην άμμο εναποθέτει.
Ή το ενισχυμένο χέρι άλλες φορές
Με στρίψιμο επιδέξιο
Αποσπά μ' ευκολία από το βράχο.

Είδα τον καπετάνιο να γελά
Με την πίπα του στο στόμα να καπνίζει
Ενώ το καράβι του βούλιαζε.

Γελούν ακόμα γιατί δεν έχουν κατεβεί
Σκαλί σκαλί τη σκάλα
Και δεν λεηλατήθηκε η ακοή τους
Από τα σκουριασμένα σιδερικά καθώς χτυπούσαν
Σε σιδερικά. Δεν έχουν ακούσει τα κλειδιά

Να γυρίζουν δυο και τρεις φορές στις κλειδαριές.
Κι εκείνες τις φωνές του πόνου να μαυρίζουν
Μέσα στις απέραντες κάμαρες το σκότος
Δεν άκουσαν.

Αν ξέραμε
Ίσως πάνω στα χείλη μας θ' άνθιζε
Ένα πικρό μικρό χαμόγελο μονάχα
Όπως αυτό που βλέπεις στο πρόσωπο των αγαλμάτων
Γραμμένο από τους Έλληνες τεχνίτες
Τον καιρό που ερωτεύονταν τις πέτρες.


Β'

Ο ήλιος ρίχνει τα μαλλιά του από ψηλά
Και οι πέτρες κοκκινίζουν από τις γλώσσες της φωτιάς·
Λιποθυμά το χόρτο και γέρνει μέσα στον καπνό.

Όμως αυτή την κώχη δεν την πιάνει.
Όπως ο σπουργίτης διατηρεί απόσταση ασφαλείας
Από το πλησίασμα παιδιού με το πέταγμα του
Έτσι οι έλικες στην άμιλλα τους προχωρούν
Και βρίσκουν τόπο για ν' απλώσει τα φύλλα του το αμπέλι
Τόπο για τη στερεομετρία της ταξιανθίας
Και ύστερα δροσιά για τον καρπό
Στην αιώρα των ανέμων.
Δροσιά ακόμα και για την οχιά
Όταν τυλίγεται επάνω του με φρόνηση.
Άλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ανάμεσα τους το πιο ευγενικό και ωραίο
Το τριανταφυλλί άλογο διακρίνεις.
Τόσο ελαφρό
Ελευθερωμένο τώρα από το βάρος της σοφίας
Που λες δεν τρέχει αυτό
Αλλά πετά.

Γ'

Η γνώση διδάσκει την ταπείνωση
Κρούοντας αθέατες χορδές
Και γεμίζοντας τον αιθέρα με ήχους
Που μήτε το ρεύμα που τρέχει
Μήτε το φύλλο που ψιθυρίζει
Μήτε και το κρυφό αηδόνι
Έχει γνωρίσει.

Συλλαβίζουμε και τα χρόνια περνούν
Κι εμείς μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως
δεν μπορούμε να πάμε στην άλλη σελίδα.

Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός
Πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε
Την ίδια ποσότητα του σκότους.
Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας
Πρέπει τα δάκτυλά μας
Να ψηλαφήσουν το περίγραμμα της απουσίας της.
Αυτό το μάθημα
Είναι το μέγιστον μάθημα.

Δ'

Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των άνεμων που κυλούν
Για ν' αλλάζουν τις όψεις του προσώπου της.

Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.

Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερεκχειλίζει η αγάπη.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν' αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Ε'

Ιδού λοιπόν και η λίμνη.
Χωρίς επιθυμίες, χωρίς όνειρα
Για να ξυπνά τις μυστικές επιθυμίες
Και όνειρα παλαιά ν' ανακαινίζει.

Η λίμνη αφήνει γύρω τα βουνά και το τοπίο
Να κατοικούν μες στα νερά της.
Ποιό είναι το είδωλο, και ποιό είναι το αντικείμενο
Ποιό είναι αυτό που υπάρχει και ποιά η σκιά του;
Δεν μπορείς να πεις
Ούτε ακόμα και στη φωτογραφία
Που τη γυρίζεις πάνω κάτω μες στα χέρια σου.

Σύννεφο κυλά τριανταφυλλί
Ταράζει την επιφάνεια του νερού
Κι ευθύς διαμελίζεται σ' αμέτρητα πουλιά
Πού κοιμούνται και ονειρεύονται ταξίδια.

Σκύβεις διψασμένος
Μα το νερό
Ξεφεύγει από τά δάχτυλα αλμυρό.
Όμως αυτή η ωραία μορφή που ενατενίζεις
Είναι το πρόσωπό σου
Που το βλέπεις τώρα μέσα στην ομορφιά του ουρανού
Και είναι ανάγκη να το αγαπήσεις
Για ν' απαλείψεις έτσι τις ρυτίδες και τα σημάδια της φθοράς.
Γιατί και η λίμνη φεύγει με την αποδημία των πουλιών

Και απομένει μια λευκή έκταση
Που αστράφτει και τυφλώνει την δράση.
Γι' αυτό βύθισε το βλέμμα σου μέσα στο γαλάζιο
Καθώς ξεδιπλώνεται απαλό πάνω από την κεφαλή
Κι άφησε τους υιούς των υποζυγίων
Συντρίβοντας τον καθρέφτη που σκληρύνεται
Να τρυγούν με υπομονή τον λευκό καρπό της.


[Θεοδόσης Νικολάου, "Εικόνες", ποιήματα, σελ. 16, Κύπρος 1988]