28 Μαρ 2014

ΣΤΟ ΣΟΛΩΝΕΙΟΝ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ

[Αλήθεια, 28 Μαρτίου 2014, Πολιτισμός, σ.42] 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 
"20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ"
  
Στο Σολώνειον Κέντρο Βιβλίου, την πλούσια και φιλόξενη Στέγη του πνευματικού τόκου Ελλήνων και ξένων Δημιουργών, αλλά ταυτόχρονα, και Οίκον του διαλόγου και της ζύμωσης περί την Κυπριακή λογοτεχνία, παρουσιάστηκε, την Πέμπτη, 20 του Μάρτη, στις 6:30 μ.μ., το νέο βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «20 διηγήματα». Η προσεύλευση των φίλων της Πεζογραφίας της Κύπρου και των εραστών της Ελληνικής Λογοτεχνίας ήταν αθρόα και η παρουσίαση του βιβλίου έγινε σε ατμόσφαιρα κατάνυξης και πνευματικής ευαρέσκειας.

27 Μαρ 2014

"ΚΑΡΒΑΣ ΑΝΕΜΟΣ"


"ΚΑΡΒΑΣ ΑΝΕΜΟΣ"
Ένωσις, 29 Μαρτίου 2014, τεύχος 3, έτος 1, περίοδος Γ΄, σ.12

 Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, λογοτέ­χνης και ζωγράφος, αξίζει μιας ιδιαίτε­ρης μνείας και ως εκδότης. Τώρα η Καρ­πασία μπορεί να καυχιέται δύο εκδοτι­κούς οίκους, τις εκδόσεις Αιγαίον της Γιαλούσας και τις εκδόσεις Κάρβας Άνεμος από το Βασίλι. Οφείλω κιόλας να παρα­δεχτώ πως, αισθητικά τουλάχιστον, τα βιβλία του κυρίου Χατζημιχαήλ με συ­γκινούν περισσότερο από τα δικά μου. Στο τελευταίο του βιβλίο, 20 Διηγήματα, ο Χατζημιχαήλ μάς δίνει άλλη μίαν άψο­γη έκδοση. Δεν θα σταθώ στην αισθητική του βιβλίου, θα πω όμως λίγα λόγια για το περιεχόμενο του. Τα είκοσι μικρά διη­γήματα είναι μικρές μαχαιριές στα βάθη της μνήμης μας. 0 Νίκος Νικολάου-Χα­τζημιχαήλ, με το καρπασίτικο «τσιακκούιν» του, σκαλίζει τις πέτρες της ψυχής μας, ανατρέποντας όλες τις οπτικές μας αυταπάτες. Όποιον δρόμο και αν πάρει, αλλού θα μας βγάλει. Ταξίδι στο άγνω­στο τα διηγήματα του, μόνο που θα έπρε­πε να ξέρουμε πού μας παίρνει ο Κάρβας Άνεμος. Στην Καρπασία φυσά αυτός ο άνεμος, τα αγαπησιάρικα βιβλία μάς κρα­τούν συντροφιά στις δύσκολες νύχτες της προσφυγιάς.[Β.Φ]


26 Μαρ 2014

ΝΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ

[Χαραυγή, 25 Μαρτίου 2014, σελ.27]

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 
"20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ"
  
Στο Σολώνειον Κέντρο Βιβλίου, την πλούσια και φιλόξενη Στέγη του πνευματικού τόκου Ελλήνων και ξένων Δημιουργών, αλλά ταυτόχρονα, και Οίκον του διαλόγου και της ζύμωσης περί την Κυπριακή λογοτεχνία, παρουσιάστηκε, την Πέμπτη, 20 του Μάρτη, στις 6:30 μ.μ., το νέο βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «20 διηγήματα». Η προσεύλευση των φίλων της Πεζογραφίας της Κύπρου και των εραστών της Ελληνικής Λογοτεχνίας ήταν αθρόα και η παρουσίαση του βιβλίου έγινε σε ατμόσφαιρα κατάνυξης και πνευματικής ευαρέσκειας.

Το βιβλίο παρουσίασεν ο φιλόλογος και συγγραφέας κ. Ζήνων Ζαννέτος, η κριτική διεοσδυτικότητα του οποίου και η καλλιέπεια του Λόγου του, γνωστή και από τις κριτικές του μελέτες και δημοσιεύσεις εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους ακροατές. Ο κ. Ζαννέτος τόνισε με έμφαση, την απλότητα και τη λιτότητα του Λόγου του συγγραφέα Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, την ποιότητα και το ήθος της κοινοτικής βιοτής των προσώπων των διηγημάτων του, γεννήματα άλλα βιωματικά και άλλα βιοτικά του Νόστου και της Μνήμης του συγγραφέα από τον ανεπανάληπτον Καρπασεώτη βίο, που γαληνός και αγαθοβίοτος λάμπρυνε, πριν από την εισβολή, την Ανατολική παρειά της Ελληνικής Κύπρου, την Γαία του Κάρβα, την πεφιλημένη Καρπασία. Η Μνήμη και ο νόστος οδηγεί τη γραφή του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ να αποστάζει μια γαληνή τραγικότητα, όπως γαληνός ήταν και ο διάλογος της ζωής της προπτωτικής Καρπασίας.

Η δημοσιογράφος κα Όλγα Πιερίδου διάβασε με υποδειγματική εκφραστικήν ανάγνωση το εμβληματικό διήγημα της συλλογής «Η πόλη όλη», το οποίον αναφέρεται στην Αμμόχωστο των ημερών της εισβολής - βομβαρδισμοί, λεηλασίες κτλ – και της εγκατάλειψης της πόλης από τους κατοίκους της, μέσα από την αθώα έκπληξη και τον πόνο του παπαγάλου του Κήπου των Προπυλαίων του Ελληνικού Γυμνασίου της Αμμοχώστου.

Ο συγγραφέας των διηγημάτων Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ αφιέρωσε την όλη εκδήλωση στη μνήμη των ακριβών του φίλων που αποδήμησαν, Θεοδόση Νικολάου, Φοίβου Σταυρίδη και Νίκης Μαραγκού, τους οποίους ωσεί παρόντες, μνημόνευσεν αγαπητικά και με θλιβήν εγκάρδια. 




Η δημοσιογράφος Όλγα Πιερίδου διαβάζει το διήγημα
"Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ"
ΕΔΩ




18 Μαρ 2014

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Οι ιστορίες που ονειρεύτηκαν τα πουλιά
της 
ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
[Αυγή, 18/3/2014, Γράμματα & Τέχνες, Ημερολόγια Αναγνώσεων, σ.30]

Διαβάζω τον «Πραματευτή από την Σιδώνα» του Γιώργου Σεφέρη. Μια φευγαλέα εικόνα κλέβει την παράσταση: μια καρδερίνα, πίσω από τα φυλλώματα, γαντζωμένη στο κλαδί. Η «Τουρκοπούλα». Το κορφολογά και «σειέται η περιπλοκάδα». Σκηνή κοσμογονικών διαστάσεων, σε μια αυλή της Λευκωσίας. Μια νέα ισορροπία της ποιητικής που σηματοδοτεί το κρυμμένο πουλί. Αναφαίνεται ο αρραβώνας της ποίησης του Σεφέρη με την Κύπρο - τα πουλιά. Ο ποιητάρης θα ενσαρκωθεί στο αηδόνι - σε όλα τα αηδόνια που «δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς», στην «κυπριακή» του αίσθηση του κόσμου. Μια νοσταλγική κατάβαση στον Άδη. Αυτό αποτελούσε για τον Σεφέρη η Κύπρος. Ό,τι δεν άντεχε να βιώσει, την επίσκεψη στο σπίτι του, στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, το επεχείρησε εσωτερικά στην Κύπρο. Το αποτύπωμα της εμπειρίας του καταγράφεται στον Στ’ τόμο των Ημερολογίων και στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’

Σκέψεις με αφορμή τα 20 διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ (εκδόσεις Κάρβας). Κάρβας είναι ο άνεμος που φυσά από τη χερσόνησο της Καρπασίας προς τη θάλασσα. Εμβληματικό το κόσμημα του εξωφύλλου, «ο Άνεμος που φυσά» του Φώτη Κόντογλου. Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στο Βασίλι της Κύπρου. Η συλλογή διηγημάτων του Η κόρη του δραγουμάνου (εκδ. Μεταίχμιο 2003) πήρε το κρατικό βραβείο διηγήματος. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή Διθαλάσσου (Κάρβας 2012), που μεταμορφώνει σε ποίηση τις εικόνες της απώλειας του τόπου, της παιδικής ηλικίας, της χαμένης πατρίδας Αμμοχώστου. Μια ποίηση που από τα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων τα πουλιά, οι σπίνοι, τα σγαρτίλια ξεκινάνε τις «ιστορίες που ονειρεύτηκαν». Αυθεντικό και βαθύ αίσθημα που διηθείται και περνά το κέλυφος της αδιαφορίας του μέσου Νεοέλληνα για το Κυπριακό. Μια αδιαφορία που ίσως οφείλεται στο ότι η εισβολή συνέβη μαζί με τη Μεταπολίτευση, τότε που το εδώ κοινό αίσθημα ήταν η ευφορία. Ποιος είχε διάθεση να σκοτιστεί με τη δυστυχία των άλλων;

Τα πουλιά της ποίησης, τα πουλιά της Κύπρου, φτερουγίζουν πάλι στις σελίδες του νέου του βιβλίου. Πρόκειται για είκοσι διηγήματα, ιστορίες που ονειρεύτηκαν τα πουλιά, που του αφηγήθηκαν παππούδες, γέροντες της πολυφιλήτου πατρίδας του, ιστορίες που έζησε ο ίδιος. Κατάβαση στον Άδη, κελάηδισμα, ωδή στη χαμένη πατρίδα, την παιδική ηλικία. Τον τόπο και τον χρόνο της. Διαβάζουμε για τη σπαρακτική αφήγηση του παπαγάλου «που δεν πεθαίνει ποτέ» στο ερημωμένο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου την ημέρα της εισβολής . Παραληρεί μόνος φράσεις από τον Όμηρο που απάγγελλαν κοντά στο κλουβί του οι νεαροί μαθητές . Η καρδερίνα που επέστρεψε, τα πουλιά που κλαίνε όταν τα σκοτώνουν στις ξόβεργες. Εικόνες, τεκμήρια μιας άλλης ζωής, αφηγήσεις πειρατών, ιστορίες σαν τα κουκούτσια της ελιάς που λειαίνει κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας από τους Τούρκους ο πατέρας του, τεκμήριο θυσίας, ύπαρξης έντιμης, αγάπης για την ελευθερία… 

Η γραφή, ένα κόσμημα λιτότητας. Μια θερμότης αυθόρμητη. Δεν ολισθαίνει στην εύκολη συγκίνηση με τόσο γνήσια πρώτη ύλη. Σκηνές ιερού θάμβους, παιδικής σκληρότητας, μαγείας, φαντασμάτων. Η Τουρκάλα γητεύτρα που αφαιρεί τον φόβο, ο γητευτής των μυρμηγκιών, δαίμονες τη νύχτα στο κοιμητήριο. Συγκινήσεις σπάνιες. Μια μέθεξη σε άγιες εποχές. Η Αγία Ρόδη -Χατζηροδού- η ποιητάρισσα, που αντί να επαιτεί σκάρωνε στιχάκια κατά παραγγελίαν και τα πουλούσε για μια δεκάρα σε όποιον τα είχε ανάγκη. Μετά θάνατον βρέθηκε ένας θησαυρός με χιλιάδες δεκάρες στο σπιτάκι της, που μάζευε όλα τα χρόνια και δεν χρησιμοποιούσε. 

Θησαυρός, αληθινό χρυσάφι το βιβλίο των αφηγήσεων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Φάρμακον για την εξορία του παρόντος.

Info:
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «20 Διηγήματα», Εκδ. Κάρβας, σελ. 144, τιμή: 10 ευρώ, Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο Κοράλλι. Πατησίων και Πολυτεχνείου 1, τηλ. 210 52 000 77

12 Μαρ 2014

2014 ΕΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ

Με την ευκαιρία της ανακήρυξης του 2014 ως
Έτος Μνήμης Κώστα Μόντη
 μια ακόμα μικρή συμβολή
 για την οφειλόμενη 
μνήμη και τιμή
 στον Ποιητή   



Την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Ένωση Συντακτών Κύπρου για μια εκδήλωση παρουσίασης βιβλίου. Προχωρούσα αργά στον στενό διάδρομο και παρατηρούσα τα διάφορα εκθέματα στις προθήκες. Στην προθήκη με τα εκθέματα για τον μεγάλο μας ποιητή Κώστα Μόντη σταμάτησα. Μια φωτογραφία του διπλώματος που του είχε απονείμει η Ένωση Συντακτών Κύπρου, είκοσι χρόνια πριν, με την ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο μέλος της ήταν εκεί με πήγε δυο δεκαετίες στο παρελθόν, και μου θύμισε κάτι που είχα ξεχάσει: ένιωσα μεγάλη συγκίνηση γιατί εγώ είχα την τιμή να φιλοτεχνήσω το δίπλωμα που ήταν μπροστά μου. 

11 Μαρ 2014

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ

Περίπατος στη Λάρνακα
 με τον Θεοδόση Νικολάου και τον Γιώργο Π. Σαββίδη 

Πολλές φορές, στις 10 ή 11 Μαρτίου οι δυο φίλοι συνεόρταζαν τα γενέθλιά τους. 


Ο Θεοδόσης Νικολάου και ο Γιώργος Π. Σαββίδης συνδέθηκαν με πολύ στενή φιλία που κράτησε. Σαν δύο δέντρα που οι ρίζες τους απλώνονταν ολοένα και πιο βαθιά στο χώμα κάτω από έναν απειλητικό ουρανό. Ο Θεοδόσης, διωγμένος από την αγαπημένη του Αμμόχωστο με το Σπίτι του κυριολεκτικά διαλυμένο και ο Γιώργος πρόωρα καταβεβλημένος με εύθραυστη υγεία και με συνειδητή προσπάθεια περιφρούρησης του ιδιωτικού του χώρου και της ατομικής του ανεξαρτησίας όπως έγραψε ο Μιχ.Πιερής[2].  

Τάσου  Στεφανίδη, Ουρανός, από
την έκθεση στη Λάρνακα το 1983
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τους γνώρισα, σε μια εποχή που βημάτιζα κι εγώ χωρίς ρυθμό, μετά την καταστροφή, προσπαθώντας να θέσω στόχους στη ζωή μου. Νιώθω την υποχρέωση να καταθέσω ένα δύο στιγμιότυπα, από κάποιες συναντήσεις μας, με την οπτική γωνία μιας «κάμερας» στη γωνιά που καταγράφει αθέατη ή όπως τα σκίτσα που ο ζωγράφος με σκούρο χρώμα τονίζει τις γραμμές των μορφών στον καμβά πριν αρχίσει να ζωγραφίζει τις λεπτομέρειες. Και βέβαια, οι λεπτομέρειες είναι δουλειά για τους επαΐοντες που θα αναδείξουν σε όλο της το βάθος τη σχέση των δύο πνευματικών ανθρώπων.
  
Τους είδα για πρώτη φορά μαζί στις 16 Σεπτεμβρίου του 1981. Κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι στον κήπο του «Ηράκλη», του περίφημου τότε εστιατορίου της Λάρνακας, μαζί με άλλους αγαπητούς φίλους, τον Φοίβο Σταυρίδη και τη γυναίκα του Μιράντα. Λίγος κόσμος, δύο τρία τραπεζάκια όμως, η βραδιά θαυμάσια και ο κύριος Σαββίδης φαινόταν πολύ χαρούμενος που απολάμβανε όχι μόνο τους «ειδικούς» μεζέδες του «Ηράκλη» αλλά και τη συντροφιά των εκλεκτών φίλων και έδιναν την εντύπωση ότι γνωριζόντουσαν από πολύ παλιά. Πρέπει να ήταν η πρώτη συνάντηση του Γιώργου Σαββίδη με τους φίλους του στη Λάρνακα. Βέβαια, είχαν γνωριστεί νωρίτερα.

Θ. Νικολάου και Γ.Π Σαββίδης
Είχα πρόσκληση από τον Φοίβο για τη βραδιά εκείνη, για να γνωρίσω τον Καθηγητή Σαββίδη, μα κάτι μου είχε τύχει και έτσι πέρασα βιαστικά για λίγα λεπτά, μόνο για να τους χαιρετήσω. Συναντηθήκαμε όμως, πιο αργά το ίδιο βράδυ στη βιβλιοθήκη του Φοίβου και ήμουν κυριολεκτικά μαγεμένος. Συνήθως η παρουσία μου εκεί ήταν διακριτική προσπαθώντας να μην προσθέτω «βάρος». Αρκούσε που άκουγα τον λόγο καταξιωμένων ανθρώπων του πνεύματος.

Ήταν η εποχή του «Κύκλου». Προετοιμαζόταν η έκδοση του επόμενου τεύχους που ολοκλήρωνε τον πρώτο τόμο και σχεδιάζονταν τα επόμενα τεύχη. Πώς λοιπόν, να μην είναι μαγεμένος κανένας, όταν βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Φοίβου, με τη συντροφιά εκλεκτών φίλων όπως ο Θεοδόσης Νικολάου και ο Γιώργος Σαββίδης. Πραγματικά να κρεμόμαστε από τα χείλη τους, με τις θαυμάσιες αναγνώσεις και τις εκπληκτικές αναλύσεις τους.

Πέρασα λοιπόν, για μερικά λεπτά, από του «Ηράκλη» μόνο και μόνο για έναν χαιρετισμό. Μαζί μου είχα και μια έκδοση του μοναδικού Λάζαρου Γεωργιάδη της Λέσχης, που είχε εκδοθεί πρόσφατα και ήταν τυχαία στο αυτοκίνητο μου: Η διάλεξη του Γιώργου Σαββίδη που είχε δώσει στο Πανεπιστήμιο του Harvard για τον Οδυσσέα Ελύτη: Roes, Esa, Nus & Miroltamity. Δεν έχασα την ευκαιρία και του ζήτησα μια αφιέρωση. Δεν μου αρνήθηκε∙ γέλασε και είπε ότι τον έκανα να αισθάνεται σαν Αλίκη Βουγιουκλάκη. Διέσωσα όμως, μια σημαντική ημερομηνία: Την πρώτη συνάντηση του Σαββίδη με τους φίλους του στη Λάρνακα.

Θεοδόσης Νικολάου
Τους είδα μετά, πολλές φορές μαζί πάντα με την ίδια συντροφιά. Η φιλία τους ρίζωνε. Μαζί έκαναν τις εξορμήσεις τους στην Αγγελόκτιστη και αλλού.

Τον Μάρτιο του 1983 συναντηθήκαμε πάλι. Το σήμα δίνεται έγκαιρα από  τον εκλεκτό φίλο, τον Φοίβο και τόπος συνάντησης όπως πάντα είναι το φαρμακείο του. Σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε να περπατούμε οι τρεις στην παραλία μπροστά από τις φοινικούδες της Λάρνακας. Ο Φοίβος δεν μπορούσε να αφήσει το φαρμακείο. Εκεί, ξέφυγα από την ομάδα και τους άφησα στον κόσμο τους. Φωτογράφιζα, τα θαλασσοπούλια και τα κύματα της θαλάσσου, αλλά φωτογράφιζα κι αυτούς. Ο Γιώργος με τον Θεοδόση είχαν πιάσει κουβέντα περιπατώντας στην παραλία και φαίνονταν ότι απολάμβαναν αυτές τις στιγμές. Κάποια στιγμή που πέρασαν από μπροστά μου, ο Γιώργος γύρισε και χαμογέλασε γεμάτος ικανοποίηση. Ήταν εχθρικός γενικά με τους ενοχλητικούς φωτογράφους, πράγμα που υποψιαζόμουν αλλά δεν το γνώριζα, και αν είχε προηγηθεί το ξέσπασμά του στους φωτογράφους κάποιο βράδυ στην Πύλη Αμμοχώστου[3] αυτές οι φωτογραφίες δεν θα υπήρχαν.

Γιώργος Π. Σαββίδης και Θεοδόσης Νικολάου στην παραλία μπροστά από τις φοινικούδες στη Λάρνακα
 Πλησιάσαμε στο Κάστρο και γυρίσαμε δεξιά σταυρώνοντας τον παραλιακό δρόμο περνώντας στην παλιά περιοχή της Λάρνακας. Αυτή τη φορά έμεινα λίγο πίσω, φωτογραφίζοντας τα ωραία μπαλκόνια στα παλιά κτήρια με τον Θεοδόση  και τον Γιώργο να τα θαυμάζουν. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στο κτήριο που στέγαζε το «Δημητρίειο Πολιτιστικό Κέντρο Λάρνακας». Εκείνη την εποχή εξέθετε εκεί ο Τάσος Στεφανίδης[4] και το πανό με τις σχετικές λεπτομέρειες φαίνεται πολύ καθαρά σε μια φωτογραφία που τράβηξα. Η διάρκεια της έκθεσης ήταν από τις 9 Μαρτίου μέχρι τις 20 Μαρτίου. Ήταν λοιπόν και αυτή η επίσκεψη του Σαββίδη για να συνεορτάσει[5] τα γενέθλια του με τον αγαπητό του φίλο τον Θεοδόση.
Γιώργος Π. Σαββίδης μπροστά από το Δημητρίειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Λάρνακα 

Η περιπλάνηση συνεχίστηκε ώσπου χαθήκαμε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μετά από αρκετή ώρα, ξαφνικά εντοπίσαμε τον Γιώργο στην υπαίθρια λαχαναγορά της Λάρνακας με μια τσάντα πορτοκάλια και το χέρι να ξύνει το κεφάλι του προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε ξεχάσει. Εξαφανίστηκε πάλι και σε λίγο, εμφανίστηκε χαρούμενος με δύο τσάντες. Του άρεσε πολύ αυτή η γειτονιά και φαίνεται πως είχε έρθει προηγουμένως μόνος του, γιατί μας έδειξε ένα μαγαζί απέναντι απ’ όπου είχε αγοράσει ένα μαχαίρι, προφέροντας όσο πιο κυπριακά μπορούσε τη λέξη «τσιάκκα». Τις φωτογραφίες της μέρας αυτής τις μάζεψα σ’ ένα μικρό άλπουμ ζωγραφίζοντας μια «φοινικούδα» στο εξώφυλλο, έδωσα τον τίτλο «Περίπατος στην Λάρνακα» και του τις έστειλα αργότερα. Το αντίδωρο[6] του με χαροποίησε ιδιαίτερα γιατί στην αφιέρωση  με είχε κατατάξει ανάμεσα στους φίλους  του.

Ο Γιώργος Π. Σαββίδης σε λαϊκή αγορά της Λάρνακας 
   Μετά τη συνάντηση αυτή πήρα μετάθεση στη Λευκωσία, μου δόθηκε ωστόσο μια φορά η ευκαιρία να βρεθούμε όλοι μαζί πάλι στο σπίτι της Νίκης Μαραγκού, με τον Θεοδόση και τον Γιώργο να συνεορτάζουν πάλι. Ήταν το βράδυ που ο Γιώργος είχε δηλώσει... μοσφυλόφιλος, μετά που απόλαυσε ένα εξαίσιο γλυκό από μόσφυλα που είχε ετοιμάσει η Νίκη. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Γιώργο Σαββίδη.

Μάθαινα τα νέα του Γιώργου πια από φίλους και κυρίως από τον Φοίβο. Στην παρέα της Λάρνακας είχε προστεθεί και ο γιατρός Κυριάκος Οικονομίδης. Τα τελευταία νέα βέβαια, δεν ήταν καλά.

Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, όχι μονάχα για τον Γιώργο.

Ο Θεοδόσης πρόλαβε να ξανακτίσει το Σπίτι του με τα υλικά που διέθετε: τα πετράδια του λόγου. Και τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του πρόλαβε να χαρεί, έστω για λίγο τη θαλπωρή της οικογενειακής ζωής που τόσο άδικα στερήθηκε, σμίγοντας με τη γυναίκα που τον αγάπησε στα εφηβικά της χρόνια. Δεν πρόλαβαν όμως, να βάλουν το κεφάλι μέσα στο Γαλαξία και η άλλη μέρα τους  τοποθέτησε σε χωριστούς  δρόμους.

Ελλογιμότατε γιατρέ, αγαπητέ φίλε Κυριάκο Οικονομίδη [7], όταν η ψυχή πονάει, θεραπεύεται;
   
Νίκος Νικολάου –Χατζημιχαήλ

[Από το λογοτεχνικό περιοδικό Ύλαντρον, τ. 6-7, σ.18] 


Σημειώσεις:

[2] Μιχάλης Πιερής, «Για την προσωπικότητα και το έργο του Γ. Π. Σαββίδη (1929-1995)», Στον τόμο Οι ποιητές του Γ.Π.Σαββίδη, Εταιρεία σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας και Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1998, σ.33.
[3] Πέμπτη 24 Μαΐου 1984, Πύλη Αμμοχώστου, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, διάλεξη του Γιώργου Σαββίδη: Το τραγικό όραμα του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σαββίδης φανερά ενοχλημένος από τα φλας των φωτογράφων που δεν έλεγαν να σταματήσουν, διέκοψε την ομιλία του και τους έδιωξε.   
[4] Ο πίνακας που δημοσιεύεται εδώ είναι από την έκθεση εκείνη.
[5] Γέννηση Γ. Π. Σαββίδη: 11 Μαρτίου 1929, γέννηση Θεοδόση Νικολάου: 10 Μαρτίου 1930
[6] Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής, Ερμής, Νοέμβριος 1983
[7]Ο Κυριάκος Οικονομίδης είναι γιατρός στη Λάρνακα, φίλος, τον οποίο συμβουλευόταν ο Γ.Π.Σαββίδης.    



ΑΝΟΙΞΗ


9 Μαρ 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΥΡΗ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
του
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

στον
 ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΥΡΗ
 (Χαραυγή, Πολιτισμός, 9 Μαρτίου 2014, σ.31)

 1. Μέσα από τα 20 μικρά διηγήματά σας, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε βιβλίο, αναδύεται ένας παλιός κόσμος που πάει να εκλείψει αλλά προβάλλει έντονα και το δράμα του προσφυγικού κόσμου της Κύπρου. Πόσο εύκολο εγχείρημα ήταν αυτό;

Πραγματικά είναι ένας παλιός κόσμος, όχι που πάει να εκλείψει, αλλά που έχει ήδη εκλείψει, ίσως, οριστικά. Όταν μάλιστα, αυτός ο κόσμος μεταφέρεται στις σελίδες ενός βιβλίου με την καθαρή, άδολη ματιά ενός παιδιού, τότε αποκτά μια άλλη διάσταση. Η επιστροφή στην ηλικία των δέκα-δώδεκα χρόνων –την ηλικία δηλαδή που ανακαλύπτουμε τον κόσμο – αποτελεί πηγή ανεξάντλητη για έμπνευση. Πολλά από τα διηγήματα αναφέρονται στην τραγωδία του 1974 και την καταστροφή της πατρίδας μας, πράγμα πολύ οδυνηρό για όλους τους συγγραφείς που επιχειρούν τέτοιες καταδύσεις και καθόλου εύκολο. Η ιστορία που έχεις ακούσει ή η ιστορία του ίδιου του πατέρα σου πρέπει να αποκτήσουν ευρύτερο, καθολικό ενδιαφέρον.  Πρέπει μέσα από τις ιστορίες να εκφράζεται η συλλογική μνήμη.  Ακόμα πιο δύσκολο είναι να χειριστείς κάποιες προσωπικές σου ιστορίες. Και εδώ πρέπει να πω ότι εκτός από δύο τρεις, οι ιστορίες του βιβλίου μου δεν είναι αυτοβιογραφικές αλλά βιωματικές, δηλαδή που θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα. Και είναι εκπληκτικό που κάποιοι φίλοι που διάβασαν το βιβλίο, μου τηλεφώνησαν για να μου πουν ότι και οι ίδιοι «έζησαν» κάποια από τις ιστορίες. Να πω ακόμα, ότι μια από τις ιστορίες του 1974 είναι και η συγκλονιστική ιστορία του παπαγάλου που ζούσε στον μικρό κήπο μεταξύ του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου και του Λυκείου Ελληνίδων και «ξεχάστηκε» στο κλουβί του με την εγκατάλειψη της πόλης. Η ιστορία αυτή, που έκανε πολλές φορές τον γύρο του διαδικτύου, και σκόρπισε πολλή συγκίνηση, θα διαβαστεί από την κα Όλγα Πιερίδου κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Σολώνειον Κέντρο Βιβλίου, στη Λευκωσία, στις 20 Μαρτίου.

2.   Η μνήμη μπορεί να σταθεί καλός οδηγός στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου;

Κατ΄ αρχάς, νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητη η μνήμη για τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Υπάρχουν  λογοτεχνικά έργα που διαδραματίζονται  στο παρόν και είναι εξαίσια. Γενικά μιλώντας όμως, και επειδή προηγουμένως αναφερθήκαμε στο 1974, πρέπει να πω ότι η μνήμη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε δημιουργία πάνω στο θέμα αυτό. Ένας τόπος χωρίς μνήμη είναι καταδικασμένος στην ανυπαρξία.  Η ίδια η ανακάλυψη της γραφής από τον άνθρωπο ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης για διαιώνιση της μνήμης γεγονότων, καταστάσεων και γνώσεων, που χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ανέλθει εδώ που είναι σήμερα. Έτσι η απάντηση στο ερώτημα θα μπορούσε μονολεκτικά να είναι «ναι».

3.   Γιατί προτιμήσατε τη μικρή φόρμα στα διηγήματά σας;

Πάντα θαύμαζα και εξακολουθώ να θαυμάζω τους ανθρώπους των εφημερίδων που έχουν για χρόνια πολλά μια στήλη και γράφουν είτε χρονογραφήματα είτε μικρές ιστορίες, χωρίς διακοπή, και καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να σκορπούν συγκίνηση.  Έχω επίσης υπόψη μου και το βιβλίο ενός πολύ καλού φίλου της Κύπρου και σημαντικού Έλληνα λογοτέχνη, του Χριστόφορου Μηλιώνη, «Το μικρό είναι όμορφο» Κέδρος, 1997, ένα βιβλίο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα του μικρού κειμένου, διηγήματος ή χρονογραφήματος, απέναντι στη δυναστευτική παρουσία του όγκου. Η ομορφιά  είναι το όπλο του διηγήματος και η δικαίωσή του. Το μικρό οφείλει να είναι όμορφο, αλλιώς δεν υπάρχει, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ δοκίμασα για μερικές συνεχόμενες μέρες να γράψω μικρές ιστορίες σαν άσκηση. Έγραφα ασταμάτητα και ύστερα από μερικές μέρες εντατικής και ψυχοφθόρας  προσπάθειας είχα ολοκληρώσει αρκετές δεκάδες ιστορίες. Το αποτέλεσμα όμως δεν με ικανοποίησε κι έτσι δούλεψα ξανά τα κείμενα δίνοντάς τους αυτή τη φορά, διπλάσια ή και τριπλάσια έκταση. Το μάθημα που πήρα είναι ότι η συμπύκνωση του λόγου στην ποίηση λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο απ΄ ότι στο πεζό. Το μικρό γεννιέται μικρό, δεν γίνεται με συμπύκνωση. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες αποτελούν τη συλλογή του βιβλίου μου. Αν είναι καλές ή όχι δεν θα το πω εγώ αλλά η κριτική.  Και κάτι ακόμα που πρέπει να αναφερθεί εδώ είναι ότι όσο και να συγκινηθεί ο συγγραφέας, δεν κάνει το έργο του καλύτερο. Αυτός που πρέπει να συγκινηθεί είναι ο άγνωστος αναγνώστης. Γι αυτό ο συγγραφέας πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο μακριά από το κείμενό του πριν το δώσει στη δημοσιότητα. Και πόσω μάλλον όταν ένα κείμενο του αναφέρεται στα βασανιστήρια που υπέστη ο πατέρας του ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

4.   Τα μικρά διηγήματά σας μου θύμισαν το έργο του αξέχαστου Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη και συγκεκριμένα τη σειρά από μικρά διηγήματά του που φέρουν το τίτλο ΄΄Μινιατούρες΄΄. Πως σχολιάζετε αυτή τη σύγκριση;

Ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης είναι ένας μεγάλος λογοτέχνης του τόπου μας σε αντίθεση με μένα που δεν είμαι καν συγγραφέας, γιατί με ένα ή δυο βιβλία δεν γίνεται κανένας συγγραφέας. Οι «Μινιατούρες» του Πιερίδη είναι κάποια στιγμιότυπα, κάποιες πράξεις ή θα μπορούσα να πω κάποιες «εικόνες από τη ζωής» που δεν μπορεί ο καθένας μας να «δει».  Η ευαίσθητη όμως, ματιά του λογοτέχνη Πιερίδη τις συλλαμβάνει και με τη μοναδική τέχνη του τις μετατρέπει σε λογοτεχνικά διαμάντια, αναπτύσσοντάς τις σε δυο τρεις το πολύ παραγράφους μόνο. Δεν θα ήθελα όμως, να επεκταθώ περισσότερο, γιατί πιστεύω ότι, παρόλο που έχουμε συναντηθεί σε άλλα διηγήματα, εδώ πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. 

5.   Τι είναι εκείνο που σας παρακίνησε να χρησιμοποιήσετε αντιποιητικές λέξεις στα διηγήματά σας αυτά όπως π.χ. παλιοσακαράκα, ατσουπάδες, λέσια κ.α.;

Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν αντιποιητικές λέξεις. Οι λέξεις σημαίνουν κάτι μόνες τους, αλλά όταν εντάσσονται  σε στίχους ή κείμενα μπορεί να σημαίνουν και κάτι άλλο. Οι λέξεις δεν εκφράζουν τον συγγραφέα, εκφράζουν τον ήρωα που τις εκφέρει. Και οι ήρωες ζουν σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά λεξιλόγια, διαφορετικά ήθη και έθιμα. Καμιά φορά δεν ξέρουν και τι λένε, ή ο συγγραφέας δεν μπορεί να ελέγξει τον ήρωά του. Η λέξη ατσουπάς –που είναι αραβικής προέλευσης και σημαίνει πειραχτήρι - σε κάποιο χωριό όπως έμαθα, υπήρχε και ως επώνυμο.  Εμένα μου φαίνεται, μάλιστα και πολύ ποιητική λέξη να την προφέρει ένας βοσκός που έζησε στις αρχές του περασμένου αιώνα.

6.   Ποιά η γνώμη σας για την κυπριακή διάλεκτο, δεδομένου ότι χρησιμοποιείτε και κυπριακές λέξεις στα διηγήματά σας;

Εκεί που χρειάζεται να χρησιμοποιήσω την κυπριακή διάλεκτο, κυρίως μέσω κάποιων ηρώων των διηγημάτων μου, που έζησαν παλαιότερα, το κάνω με πολλή ευχαρίστηση. Μου αρέσει να ακούω την κυπριακή λαλιά από γνήσιους ομιλητές και όχι επιτηδευμένους. Στ΄ αυτιά μου ηχεί σαν τραγούδι. Δυστυχώς με την τηλεόραση έχει  κακοποιηθεί τόσο πολύ που είναι καλύτερα να μην ασχολούνται πια με αυτό το θέμα.  Και στην ποίησή μου χρησιμοποίησα αρκετές φορές την κυπριακή λαλιά για να δροσίσω και κυρίως να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου, και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων.  Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μιλούμε για «γλώσσα» και όχι «διάλεκτο» ή ιδίωμα. Δεν είμαι γλωσσολόγος, ούτε μελέτησα σε βάθος το θέμα, η διαίσθησή μου μου λέει ότι δεν υπάρχει κυπριακή γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία. Η ελληνική γλώσσα, που μιλιέται στον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρίς διακοπή. Και, καθώς όπως είπα πιο πάνω, δεν είμαι γλωσσολόγος, θυμούμαι μόνο την απάντηση του ζωγράφου Απελλή στον σανδαλοποιό κριτικό του: «άχρι σανδάλων και μέχρι σφυρών». 


6 Μαρ 2014

ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Δύο χρόνια σήμερα χωρίς τον αγαπημένο φίλο Φοίβο Σταυρίδη. Ένας χρόνος χωρίς την αγαπημένη φίλη Νίκη Μαραγκού. Δέκα χρόνια χωρίς τον αγαπημένο φίλο και Δάσκαλο Θεοδόση Νικολάου. Θυμάμαι κάτι, θέλω να τους το πω, κάνω ν' απλώσω το χέρι προς το τηλέφωνο ... το χέρι μένει μετέωρο ... η σκέψη μένει μετέωρη ... ο χρόνος σταματά ... κυλάει αντίστροφα ... και τότε συνειδητοποιώ ότι οι φίλοι τότε και μόνο τότε πεθαίνουν πραγματικά όταν τους ξεχνάμε. Δεν τους ξεχνώ και καθώς, μάλιστα, οι δικοί μου φίλοι έχουν σημαντικό έργο, τότε ισχύει αυτό που είπε ο Οράτιος: όποιος έχει σημαντικό έργο δεν πεθαίνει όλος




Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα μικρό αφιέρωμα μνήμης και τιμής στον αγαπητό φίλο που μας έφυγε τόσο νωρίς. Δίδονται πρώτα τα εργοβιογραφικά, και στη συνέχεια ένα κείμενο/ανάμνηση για την πρώτη μας γνωριμία και το ξεκίνημα του Κύκλου.

Εργοβιογραφικά: Ο Φοίβος Σταυρίδης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1938. Σπούδασε φαρμακευτική στο πανεπιστήμιο της Βηρυτού και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Δημόσια Υπηρεσία και μετά σε δικό του φαρμακείο. Συνεργάστηκε με περιοδικά,  εφημερίδες και το ραδιόφωνο και δημοσίευσε μελέτες για την κυπριακή λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα. Το 1972 εξέδωσε την ποιητική του συλλογή "Ποιήματα" η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε η συλλογή "Απομυθοποίηση", τετράδια του Ρήγα, 1978 και η συλλογή του "Τρίτο Πρόσωπο". Εξέδιδε το περιοδικό "ο Κύκλος", 1980-1986. Το 1982 επιμελήθηκε, σε συνεργασία με τον Θεοδόση Νικολάου, τα "Ποιήματα", του Παντελή Μηχανικού από τις εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα. Το 1988 επιμελήθηκε το "Ημερολόγιον του Βίου μου" του Σάββα Τσερκεζή από τις εκδόσεις της Λαϊκής Τράπεζας. Το 2007 έγινε δεύτερη έκδοση του έργου με ενσωμάτωση υλικού από ανευρεθέν δεύτερο χειρόγραφο του Τσερκεζή. Υπήρξε εμπνευστής και συνεκδότης του περιοδικού "Μικροφιλολογικά" το οποίο συνεχίζει την έκδοσή του. Το 1994 εξέδωσε με το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου το "Οδοιπορικόν του Μαυροβουνίου", του Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη. Το 2001, μαζι με τους Σάββα Παύλου και Λευτέρη Παπαλεοντίου, έδωσαν τη Βιβλιογραφία της Κυπριακής Λογοτεχνίας (από τον Λεόντιο Μαχαιρά έως τις μέρες μας). Το 2002 εξέδωσε τη "Βιβλιογραφία της Κυπριακής Λαϊκής Ποίησης", Φυλλάδες και αυτοτελείς εκδόσεις, (1884-1960).


Ένας «κύκλος» χωρίς περιφέρεια

(ανάμνηση)
του Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ


[Το κείμενο δημοσιεύεται στο αφιέρωμα των μικροφιλολογικών Τετραδίων, τ.13, Άνοιξη 2013] 

Ιανουάριος του 1980. Ξεκίνημα μιας ακόμα χρονιάς με διάρκεια αιώνα! Εκείνη την εποχή ξυπνούσαμε με την ελπίδα ότι θα ήταν η τελευταία μας μέρα μακριά από τα σπίτια μας. Πού να φανταστούμε! Απογοήτευση, αγωνία και αβέβαια βήματα, χωρίς ρυθμό, με το βλέμμα και τη σκέψη μας πάντα εκεί. Είχα κλείσει έναν περίπου χρόνο στη Λάρνακα, ζούσα με την οικογένειά μου κοντά στην Αλυκή και τη γραφική εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου του Μακρή, απέκτησα το πρώτο μου παιδί και ζωγράφιζα ασταμάτητα.

Ένα πρωινό μπήκε στην τράπεζα όπου εργαζόμουν ένας ατημέλητος κύριος με γενειάδα και ζήτησε να κάνει κατάθεση. Ξεκίνησα τις ερωτήσεις ρουτίνας: 

Πού θέλετε να κάνετε την κατάθεση; 

Η απάντηση ήρθε μιλώντας αργά και καθαρά: 

Στον λογαριασμό Πορεία Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του τρίτου

Ποιος καταθέτει

Καταθέτει το Γυμνάσιον Παραλιμνίου, συνέχισε στον ίδιο αργό ρυθμό ο άγνωστος πελάτης. Κάτι μου θύμιζε αυτή η φωνή, μα δεν μπορούσα ακόμα να προσδιορίσω. Καθώς έγραφα, σκεφτόμουν την καθαρότητα, την ακρίβεια του λόγου του, που δεν είχε καμιά σχέση με την εμφάνισή του. 

Το όνομά σας; είπα τέλος, προσπαθώντας να «δω» το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τα χοντρά γυαλιά και τη γενειάδα. 

Θεοδόσης Νικολάου, ήρθε αμέσως η απάντηση και έκπληκτος πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, αναγνωρίζοντας τον παλιό μου καθηγητή στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Τον αγαπητό μας Σάκη. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, γιατί εγώ ο άρτι αφιχθείς από το εξωτερικό, που ένιωθα συγκίνηση και μόνο που έβλεπα τις πινακίδες που έδειχναν «προς Αμμόχωστο», τώρα για πρώτη φορά είχα μπροστά μου ένα ατόφιο κομμάτι από τη ψυχή της Αμμοχώστου. Ήταν σαν να ζωντάνεψε η αγαπημένη μας πόλη. Και για ένα άλλο λόγο: μια δυο μέρες πριν είχα αγοράσει από ένα βιβλιοπωλείο της Λάρνακας το βιβλίο του Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα, πράγμα που τον χαροποίησε, όταν τον πληροφόρησα. Σε παρατήρησή μου – αφού τελειώσαμε – «να μη χαθούμε και καμιά φορά να τα πούμε», η αντίδρασή του ήταν ακαριαία: με προσκάλεσε να συναντηθούμε το ίδιο εκείνο απόγευμα σε κεντρική καφετέρια. 

Καθίσαμε ώρες εκεί, μιλώντας μόνο για βιβλία και ζωγραφική. Τέλος, με ρώτησε αν γνώριζα τον Φοίβο Σταυρίδη. Στην αρνητική απάντηση που έδωσα, σηκώθηκε αμέσως και μου είπε: «Μα πρέπει να τον γνωρίσεις! Να πάμε τώρα∙ δεν είναι μακριά» – και σε μερικά λεπτά, πράγματι, φτάσαμε στο φαρμακείο του Φοίβου, στην κεντρική πλατεία της Λάρνακας. 

Η πρώτη συνάντηση ήταν πολύ εγκάρδια. Ο Φοίβος, βέβαια, κάθε τόσο σηκωνόταν από το μικρό γραφείο του – το φορτωμένο γραφειάκι του με εκλεκτές εκδόσεις φίλων – για να δώσει κάποιο φάρμακο ή κάποια συμβουλή, μα ήταν διαρκώς μέσα στη συζήτηση. Δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε, αλλά το σίγουρο είναι ότι εκείνη την ημέρα αναπτύχθηκε η χημεία και τέθηκαν οι γερές βάσεις για τη δημιουργική συνεργασία που είχαμε τα επόμενα έξι χρόνια που παρέμεινα στη Λάρνακα. Και μπορώ να πω ότι εκείνη η συνεργασία δεν έχει εξαντληθεί με το τελευταίο τεύχος του Κύκλου, αλλά υπάρχουν ακόμα θέματα που δεν έχουν κλείσει και ενδεχομένως θα δουν το φως, π.χ. μια εργασία μου – που προοριζόταν για δημοσίευση στον Κύκλο, φυσικά – για τα «Μικρά χαρακτικά του Τηλέμαχου Κάνθου», που ήταν ιδέα του Φοίβου, στον οποίο μάλιστα οφείλονται και πάρα πολλές εγγραφές. 

Οι συναντήσεις μας γίνονταν όλο και πιο πυκνές και σε λίγο έγιναν σχεδόν καθημερινές, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί από ένα τυχαίο γεγονός συνδέθηκα και συνεργάστηκα δημιουργικά με δύο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, σε μια στιγμή που βημάτιζα χωρίς ρυθμό· και, ακόμα, μου δόθηκε η ευκαιρία – και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Φοίβο – να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους (σημ 1) των γραμμάτων από την Ελλάδα οι οποίοι έρχονταν για διαλέξεις –πολλές φορές με δική του πρωτοβουλία – και να αναπτυχθούν φιλίες. 

Έμαθα για τον Κύκλο πριν ακόμα εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Είχα επισκεφθεί τον Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του, για να του δείξω τα σχέδιά μου, προκειμένου να μου εγκαινιάσει την έκθεση ζωγραφικής (σημ 2) που ήθελα να κάνω στη Λάρνακα και μου μίλησε σχετικά. Μου έδειξε το εξώφυλλο που είχε ετοιμάσει, τον λογότυπο του περιοδικού, με την υπέροχη χαρακτηριστική γραφή του, που γνώριζα, βέβαια, από τα γυμνασιακά μου χρόνια, αλλά και από το λεύκωμα του Γ. Πολ. Γεωργίου, (σημ 3) που είχα αποκτήσει αργότερα. Τον Κύκλο τον είχα αγαπήσει πριν εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Δεν έπεσα έξω, με το πρώτο τεύχος – το αφιέρωμα στον Παντελή Μηχανικό – έδειξε την ποιότητά του: ήταν ένα έργο τέχνης από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, έστω και αν η εκτύπωση γινόταν σ’ ένα μικρό τυπογραφείο με πάρα πολλές δυσκολίες. Ενδιαφέρουσα η ύλη του από το πρώτο ανέκδοτο ποίημα του Μηχανικού ώς τη βιβλιοκρισία της τελευταίας σελίδας. Το δεύτερο τεύχος – με σχέδια και κείμενα του Χριστόφορου Σάββα – έγινε ανάρπαστο. Ήταν φανερό πια ότι είχε τεθεί ένα ορόσημο στα εκδοτικά πράγματα του τόπου, ο Κύκλος έγραφε ιστορία. Η συνέχεια ήταν όχι μόνο εξίσου καλή, μα και καλύτερη από το ξεκίνημα. Γινόταν προσπάθεια σε κάθε καινούριο τεύχος να μη επαναλαμβάνονται σφάλματα που εντοπίζονταν σε προηγούμενα. Π.χ. το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους είναι «κεντραρισμένο», ενώ από το επόμενο τεύχος έγινε διόρθωση, μετατοπίστηκε στα αριστερά για να συνάδει με τη θεωρία του Θεοδόση Νικολάου: όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο, έχουμε την αίσθηση δύο σελίδων και, κατά συνέπεια, για να «ενοποιηθούν» οι δύο σελίδες, έπρεπε τα εσωτερικά περιθώρια να είναι πιο μικρά από τα εξωτερικά, άρα και το εξώφυλλο έπρεπε και αυτό να είναι στην ίδια θέση όπως μια δεξιά σελίδα. 

Ο Φοίβος είχε κάποια εκδοτική εμπειρία, που είχε αποκτήσει από τον Αντώνη Μυστακίδη (Μεσεβρινό), με την έκδοση των «Τετραδίων του Ρήγα» και της ποιητικής συλλογής του, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, αλλά ο Κύκλος δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την εμπειρία. Έχει πιο πολύ την αισθητική του Θεοδόση, η οποία διαμορφώθηκε από τη σχέση που είχε με τον Φώτη Κόντογλου και την προσεχτική μελέτη σπουδαίων εκδόσεων που είχε στη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο ή άλλων. Είναι μια διαφορετική προσέγγιση, την οποία ο Φοίβος είχε αποδεχτεί και αφομοιώσει. Στο ιστολόγιό του μιλά για «το ψηλό εκδοτικό αισθητήριο του Θεοδόση Νικολάου που μαρτυρείται και από όλες τις εκδόσεις βιβλίων του που φέρουν τη σφραγίδα της δικής του αισθητικής» και μνημονεύει την καθοριστική του συμβολή στους προβληματισμούς του στην εκδοτική του πορεία. Ο ίδιος είχε, επίσης, στη βιβλιοθήκη του σπουδαίες εκδόσεις, από τις οποίες μάθαινε. Σε μια έκδοση υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να προσεχτούν: το χαρτί, οι διαστάσεις, το χρώμα, οι αποχρώσεις και οι συνδυασμοί των χρωμάτων, οι γραμματοσειρές κτλ. Όλα αυτά τα συζητούσαμε είτε στο φαρμακείο είτε το βράδυ στη βιβλιοθήκη του Φοίβου. 

Πολλές ιδέες για τεύχη του Κύκλου γεννήθηκαν στο φαρμακείο όπως π.χ. το αφιέρωμα για τον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου. (σημ 4) Μαζί κάναμε την καταγγελία για την καταστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, (σημ 5) με κείμενο του Φοίβου, χειρογράφηση από τον Θεοδόση και με δύο σχέδια δικά μου. Η ενεργός εμπλοκή μου είχε γίνει από το τρίτο τεύχος, με ένα σχέδιο για το διήγημα του Πάνου Ιωαννίδη «Ντράυ μαρτίνι», συνεχίστηκε στα επόμενα τεύχη με το πρώτο μου διήγημα, «Το σταυρόλεξο», και ακολούθησαν τα εξώφυλλα για τα αφιερωματικά τεύχη για τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Καβάφη και τον Γ. Πολ. Γεωργίου. Φυσικά, ήταν και τα δύο εξώφυλλα για τα «Τετράδια ποίησης», τα οποία ο Φοίβος θεωρούσε ως τα καλύτερα, και για τον λόγο αυτό, σε έκθεση που διοργάνωσε ο ίδιος στην Αθήνα, τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. 

Με το ξεκίνημα του δεύτερου τόμου είδα με έκπληξή μου (αλλά και κρυφή χαρά) ότι το όνομά μου είχε προστεθεί στην πνευματική ομάδα του περιοδικού, πράγμα που είχα αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου μου. Στην παρατήρησή μου «γιατί όχι και ο κύριος Θεοδόσης;» η απάντηση του Φοίβου ήταν αφοπλιστική: «Ξέρεις τον Θεοδόση!» Η έκπληξή μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν καθυστερούσε να γίνει η πρώτη συνάντησή μου με την ομάδα. Τέτοια συνάντηση δεν έγινε ποτέ· και όταν κάποτε ρώτησα γιατί, ο Φοίβος δεν μου απάντησε. Έτσι θεωρούσα ότι συναντούσε ξεχωριστά καθέναν από την ομάδα στο φαρμακείο ή στη βιβλιοθήκη του. Ο ίδιος, όμως, σημειώνει στο ιστολόγιό του ότι «δεν είχε συστηματική βοήθεια από μέλη της εκδοτικής ομάδας, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων». 

Ο Κύκλος καθυστέρησε την έκδοσή του για ένα διάστημα, αλλά συνέχισε αργότερα με την ένδειξη Περίοδος Β΄· όμως, ύστερα από τρία διπλά τεύχη, τερμάτισε οριστικά την πορεία του. Για τη δεύτερη περίοδο, είχα την τιμητική πρόσκληση από τον Φοίβο να αποτελέσουμε μόνο οι δυο μας τη νέα πνευματική ομάδα του Κύκλου, να του δώσουμε μια καινούρια πνοή· όμως η μετάθεσή μου στη Λευκωσία, που είχε ήδη έρθει απρόσμενα, ματαίωσε κάθε σκέψη. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του: «... το περιοδικό έκλεισε όχι γιατί απέτυχε, αλλά απλά συμπλήρωσε την τροχιά του. Όταν ξεκίνησε ο Κύκλος το 1980, στόχος ήταν να φέρει στον τόπο μια καινούρια εκδοτική και αισθητική αντίληψη στα φιλολογικά περιοδικά του τόπου». (σημ 6)

Ο Κύκλος πέτυχε τον σκοπό του. Πέτυχε, γιατί ένας άνθρωπος με όραμα είχε αναλάβει το οικονομικό βάρος και γενικά όλη την ευθύνη της έκδοσής του, εργαζόμενος εξαντλητικά σε ώρες που κανονικά έπρεπε να ξεκουράζεται λόγω του εξουθενωτικού ωραρίου του φαρμακείου του, αλλά και λόγω των πολλών άλλων ευθυνών που ήταν φορτωμένος. Η χαρά του δεν ήταν μόνο από τον δίκαιο έπαινο που έπαιρνε από τους ελληνιστές στα πέρατα του κόσμου και τα σπουδαστήρια νεοελληνικής φιλολογίας στα οποία έστελλε – πάντα με δικά του έξοδα – τον Κύκλο∙ η χαρά του ήταν γιατί η τιμή αυτή επεκτεινόταν και στην πόλη του, με την οποία είχε μια αμφίδρομη σχέση αγάπης – και ακόμα πιο πλατιά, επεκτεινόταν στην ίδια την πατρίδα του. 

Εμείς, που τώρα προσπαθούμε με κόπο να φωτίσουμε κάποιες λεπτομέρειες με οδηγό τα σπαράγματα μιας μνήμης που διαλύεται σε βάθος τριών δεκαετιών, με κίνδυνο μάλιστα να εκληφθεί κάτι ως προσπάθεια κάρπωσης αλλότριου μόχθου, πρέπει συμπερασματικά να το δηλώσουμε ξεκάθαρα: ο Κύκλος είναι, τελικά, το … κέντρο του και μόνο! Είναι ένας κύκλος χωρίς περιφέρεια. Είναι μόνο ο εμπνευστής και δημιουργός του με την πολυακτινική δράση και πολυεπίπεδη προσφορά του, που χρησιμοποίησε μόνο λίγα μικρά δικά μας λιθαράκια. Είναι ο Φοίβος Σταυρίδης∙ που, για τα λίγα αυτά πετραδάκια που του προσφέραμε, μας επέστρεψε αμέριστη χαρά μέσω της ποιότητας της δικής του δημιουργικής εργασίας. ΝΝ-Χ



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Ενδεικτικά αναφέρω τους Γιώργο Π. Σαββίδη, Αντώνη Σαμαράκη, Νάσο Βαγενά, Γιώργο Κεχαγιόγλου και Μεσεβρινό. Για την πρώτη επίσκεψη του Σαββίδη στη Λάρνακα (ο Φοίβος και ο Θεοδόσης τον γνώριζαν από άλλες επισκέψεις στην Κύπρο), δες το σχετικό κείμενό μου «Περίπατος στη Λάρνακα», Ύλαντρον 6-7 (Χριστούγεννα 2005) 18-23. 

2. Η έκθεση έγινε στο Δημοτικό Μέγαρο Λάρνακας, από τις 19-24 Μαρτίου 1980, υπό την αιγίδα της Πολιτιστικής Επιτροπής του Δήμου Λάρνακας και του Δημητρίειου Πολιτιστικού Κέντρου, στους οποίους με είχε παραπέμψει ο Φοίβος Σταυρίδης. Τα εγκαίνια είχε τελέσει ο Θεοδόσης Νικολάου· το κείμενο της εισήγησής του δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Κύπρος (241, Οκτ.1980, σ. 10). Χωρίς τη βοήθεια των δύο φίλων, η έκθεση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. 

3. Το λεύκωμα που σχεδίαζε ο ζωγράφος, αλλά δεν πρόλαβε να εκδώσει. Εκδόθηκε τελικά το 1973, μετά τον θάνατό του, στο Harlem της Ολλανδίας, με επιμέλεια του Θεοδόση Νικολάου. Το μεγαλύτερο μέρος της έκδοσης έμεινε στην Αμμόχωστο και καταστράφηκε. 

4. Αφιέρωμα στον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου, Ο Κύκλος 14-16 (Μάρτ.-Αύγ. 1982). Έτσι ξεκίνησε: στο φαρμακείο του Φοίβου. Είχα μαζί μου έναν μεγάλο χακί φάκελο – από φίλο στην Αθήνα – που μόλις είχα παραλάβει από το ταχυδρομείο και που, όπως φάνηκε σε λίγα λεπτά, περιείχε ένα ολοκαίνουριο «Μονόγραμμα» του Ελύτη – την πρώτη χειρόγραφη έκδοση της συλλογής που είχε κάνει ο Ευάγγελος Λουίζος στις περίφημες εκδόσεις του «L’Oiseau». Αφού το πήραμε και οι τρεις μας και το ζεστάναμε στα χέρια μας – ή το αντίστροφο∙ δηλαδή το βιβλίο μάς ζέστανε τα χέρια – είπα ότι αυτό είναι το δεύτερο «διαμάντι» στη βιβλιοθήκη μου. Μετά άρχισα να εξιστορώ στον Φοίβο το πώς είχα αποκτήσει το πρώτο «διαμάντι», δηλαδή το Λεύκωμα του Γεωργίου. Έλεγα, λοιπόν, ότι το 1976 είχα επισκεφθεί μια έκθεση κυπριακού βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, δίπλα από την Νομική Σχολή, και ξαφνικά είδα μπροστά μου το Λεύκωμα. Το περιεργαζόμουν, το έβλεπα και το ξανάβλεπα και δεν το χόρταινα, πήγαινα παρακάτω, μα πάλι ξαναγύριζα και το έπιανα στα χέρια μου. Δεν ήταν φτηνό, οι 5 λίρες που στοίχιζε ήταν αρκετά χρήματα, κι εγώ δεν είχα στην τσέπη ούτε δραχμή. Φαίνεται είχα πολύ λυπημένο ύφος, γιατί ο υπεύθυνος με πλησίασε και, χωρίς πολλές κουβέντες, το έβαλε στο χέρι μου λέγοντας μου ότι μπορούσα να το πληρώσω αργότερα. «Πήγαινε στο καλό», μου είπε, «και όταν βρεις χρήματα, αν θέλεις στείλε μου τα μέσω της Πρεσβείας». Δεν είχε ζητήσει να μάθει ούτε το όνομά μου ούτε άλλα στοιχεία μου. Τον επόμενο μήνα, φυσικά, το πλήρωσα. Ο Θεοδόσης, που γνώριζε πολύ καλά τον Γεωργίου, άρχισε να μιλά στον Φοίβο για τον ζωγράφο και, όταν τελείωσε, ο Φοίβος είχε γοητευθεί απ’ όλα αυτά, γύρισε προς το μέρος μου και είπε: «Ξεκινάμε». Ξεκινήσαμε και το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα πιο όμορφα τεύχη του Κύκλου. Μπορεί να υπάρχουν μερικά λάθη, στην εργογραφία κυρίως, αλλά για τριάντα τόσα χρόνια το τεύχος αυτό αποτελεί τον πρώτο οδηγό γι’ αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν τον Γεωργίου. Αυτό ήταν το κλίμα και ο τρόπος που γεννήθηκαν οι ιδέες για αρκετά τεύχη του Κύκλου. 

5. Η καταγγελία προέκυψε από τον συγκλονισμό μας, τον δικό μου ιδιαίτερα (γιατί γεννήθηκα «εκεί που ρίχνει τη σκιά του ο βυζαντινός ναός της Παναγίας της Κανακαρίας», όπως είπε ο Θεοδόσης εγκαινιάζοντας την έκθεση ζωγραφικής μου), όταν διάβασα το σχετικό καταγγελτικό κείμενο «Τουρκικοί βανδαλισμοί στην Κύπρο» του Β. Καραγιώργη στο θαυμάσιο περιοδικό Ζυγός (42, Ιούλ.-Αύγ. 1980, σ. 10). 

6. Από το ιστολόγιο του Φ. Σταυρίδη retalia et alia: http://kitieus.wordpress.com/


------------------------------------------------------------------------------------------------

Δύο εξώφυλλα του Κύκλου για τα οποία είχα την τιμή να φιλοτεχνήσω τα σχέδια:






Ο πιο κάτω σύνδεσμος παραπέμπει στην ανάρτηση της 8ης Φεβρουαρίου: