25 Ιαν 2015

ΣΦΥΡΙ ΚΙ ΑΜΟΝΙ


Ανδρέας Χατζηθωμάς
Όταν η πέτρα γίνεται σφυρί
 και η ψυχή αμόνι
για το βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Πικρόλιθος», εκδόσεις Κάρβας 2014
[η Καθημερινή της Κύπρου, Ζωή, 25 Ιαν 2014, σελ. 4]

Η καινούργια ποιητική σύνθεση του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ με τίτλο «Πικρόλιθος» είναι ένα πολύπτυχο έργο ποίησης, σχεδιασμού και μιας υπερβατικότητας της ίδιας της γραφής, που δημιουργεί θραύση της ποιητικής φόρμας και ταυτόχρονη διακειμενική πρότυπη αποδοτική εκδοχή, καταγράφοντας έναν προσωπικό κώδικα θεώρησης των πραγμάτων. 

Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζουμε από την ανάγνωση των στίχων είναι η διάσταση του χρόνου. Ο χρόνος δεν κινείται γύρω μας∙ κινείται μέσα μας. Ως πρόθεση που αψηφάει τη διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στο αντικείμενο και την εικόνα, στη φαντασία και την αντίληψη, ενδίδοντας στη νοσταλγία των γενέθλιων φυσικών πραγμάτων, τα οποία μετατρέπονται σε συνειδητή διαλεκτική μιας στοχαστικής ποιητικής εικονοποιίας. 

Το κάθε απόσπασμα στηριγμένο σε αυτή την αντιληπτή βάση, λειτουργεί ως παράσταση που αρθρώνει την εγγενή οντολογική προτεραιότητα που θέτει ο ποιητής για να προσδιορίσει τις συντεταγμένες της αμφισημίας των όντων και της αναγωγής τους στον ιστορικό χρόνο. Στον «Πικρόλιθο», η συνείδηση πορεύεται προς τις υπώρειες της υπαρξιακής αναγκαιότητας. Το δέος μετουσιώνεται σε κραυγή και θρήνο μιας ιερής παρακαταθήκης. Ο ασίγαστος καημός σμίγει με το άρρητο πάθος σαν δυο φτερούγες που ταξιδεύουν με την ηχώ του κεραυνού, το μοιρολόι της πέτρας και το άρωμα του πουρναριού για να προσαράξουν εκεί που η γης μυρίζει καμένη σάρκα, εκεί που οι στιβαροί αρμοί συνθέτουν το βαρόμετρο των οργισμένων αισθήσεων, για να διαλύσουν το σκοτάδι. 

Σε τούτο το σκοτάδι όπου ζω / Η καρδιά μου είν΄ αυτή που χτυπά δυνατά / απελπισμένα τα θεριά να τρομάξει φωνάζει / Κι είμαι εγώ αυτός στη σπηλιά που τρομάζει / Από τη δική μου την ίδια που επιστρέφει φωνή. 

Η πέτρα γίνεται σφυρί και η ψυχή αμόνι για να φτιάξει ο ποιητής φυλαχτό να τον προστατεύει από τη λήθη των καιρών και την αχλύ που τυλίγει επικίνδυνα κάθε βήμα του ανυπόμονου σώματός του. 

Με την παλάμη στο αίμα / Σημάδι αφήνω στον βράχο / Και μια φέτα απ΄την πέτρα / Φυλαχτό στον λαιμό μου κρεμώ. 


Ο ποιητής φορτώνει σε μια σχεδία μνήμες και ανοιχτές πληγές, το διψασμένο σώμα του και τους μυστικούς του στοχασμούς και ξανοίγεται στο πέλαγος της απόλυτης εξίσωσης με το ασυνείδητο, την απεικόνιση τής ψυχής και τις καταιγίδες που μαστιγώνουν το πνεύμα και τις αισθήσεις. 


Μέσα σε τούτη τη δοκιμασία η ποιητική φωνή, στους ρυθμούς της καρδιάς, είναι η παρακαταθήκη ελπίδας, η αναζήτηση της αλήθειας και η περαιτέρω ενορατική δημιουργία που εξοβελίζει τους λοξούς και οξύμωρους χρησμούς. 

Κορμοί των δέντρων διαλεχτοί / Μαστορικά δεμένοι / Ένα κατάρτι, ένα πανί κι ένα κουπί / Μέσα σε θάλασσα ριγμένα αφρισμένη / Με πάνε σε ταξίδι μακρινό χωρίς σκοπό / Κι ούτε που ξέρω εκεί που πάω τι θα βρω / Αν θα ριζώσω / Αν θα γυρίσω / Αν θα χαθώ. 

Ο ποιητής νιώθει την ανάγκη, λαχταρά να προσεγγίσουμε συναισθηματικά τα πρόσωπα και τα πράγματα που αναφέρονται στο έργο του, ως μια προτίμηση που θέλει να μοιραστεί μαζί μας, ως μια πίστη και αγάπη για το ηθικό, το ουσιώδες και το αληθινό. Από την ιστορία του τόπου μας επιλέγει πράξεις θυσίας για να εκθειάσει την απαράγραπτη κληρονομιά και το ευγενές πνεύμα που εκπηγάζει από ένθερμο εναγκαλισμό με το ήθος, την αξιοπρέπεια, την συναίσθηση του καθήκοντος, την επιτέλεση του χρέους. Και οι στίχοι αφήνουν κόκκινα σημάδια στην πέτρα και στην παλάμη στάχτη. 

βγέστε στο φως με τα χέρια ψηλά / βγαίνουνε οι δύο χωρίς οπλισμό / κι εσύ τι θα κάνεις; / μπορεί ένας άνθρωπος να ονειρευτεί καλύτερη τύχη / από τούτη που τώρα σε μένα έχει τύχει; / βγες, βγες έξω με τα χέρια ψηλά / φυλαχθείτε… αν θα βγω, θα βγω με μια πέτρα στο χέρι. 

Ο ποιητής με τον «Πικρόλιθο», μας αφυπνίζει από τη μορισμένη νάρκη μας, ανοίγει βαθύ πηγάδι στη μνήμη, μας ξεναγεί σε σκήτες ηρώων, γεμίζει το στόμα μας πικρόμελο, και κρεμάει στο λαιμό μας σταυρόσχημο φυλαχτό να μας θυμίζει τη φύτρα μας. Κι όταν αυτή απειλείται ν΄αναμώννουμε. 

Ο Ανδρέας Χατζηθωμάς είναι φιλόλογος - κριτικός 





12 Ιαν 2015

"ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ"


Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
 Πικρόλιθος

της 
Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή

[η Σημερινή, Κυριακή 4 Ιαν 2014, βιβλιχνηλασίες, σελ. 26]

Από τη «Διθαλάσσου», την εμποτισμένη με τα μύρα της θαλασσοφίλητης γενέτειράς του Καρπασίας, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κομίζει στα κάνιστρα της ποιητικής του ψυχής το αρχέγονο σύμβολο ολάκερης της γης του και μαζί βαρύτιμο φυλαχτό της πατρογονικής του κληρονομιάς: τον «Πικρόλιθο» της δεύτερης ποιητικής του συλλογής, που τον έφερε πρόσφατα ο καλοτάξιδος άνεμος Κάρβας των προσωπικών του εκδόσεων. Και αν με τους πρώτους του στίχους ανάστησε στο «Φως» ανάγλυφες «…Εικόνες» από ενδημικά πουλιά, θάμνους και δέντρα, διάβηκε μέσα από μια νοερή «Μικρή Περιήγηση» γνώριμους τόπους και νεκροπόλεις με «Τα Άλογα» της Σαλαμίνας,  συνομίλησε στην ντοπιολαλιά τους με ανθρώπους των περασμένων χρόνων κι ανιστόρησε τα δεινά της «Παναγίας της Καναριάς» και του Μεγάλου Αγγέλου, έρχεται τώρα  να επισφραγίσει τις προηγούμενες «Παλιές σφραγίδες» με νέα εμφαντικότερα χαράγματα.

Ταυτίζοντας την αλληγορική προσωποποίηση της πατρίδας του με την υπαρκτή Καρπασιτοπούλα «Ελένη» του ομώνυμου ποιήματος της «Διθαλάσσου», που απαθανάτισε με τις πέτρες στην πλάτη  μοναδικό φωτογραφικό στιγμιότυπο του «Νational Geographic» το 1928, καταφέρνει να εισχωρήσει τούτη τη φορά στα μεγαλύτερα της βάθη, για ν’ ανασύρει από τα χαλκολιθικά  στρώματα της Ιστορίας και του πολιτισμού της τον κατ’ εξοχήν ενδογενή της «πικρόλιθο». Την ακριβολογική τεχνουργική του ιδιότητα για την κατασκευή των δημοφιλών σταυρόσχημων ειδωλίων του Κυπριακού Μουσείου επεξηγεί στις «Σημειώσεις», που μαζί με τον σελιδοδηγό των αρχαιολογικών «εικόνων» και το διαλεκτικό «Γλωσσάρι» επιτάσσονται της συλλογής. Τόσο, όμως, ο τίτλος της «Πικρόλιθος» όσο και ο υπότιτλός της «σημειώσεις σχεδίας» παραπέμπουν σε μεταφορικά νοήματα και συμβολισμούς πολυσημίας, όπου κατά μία συνεκδοχική σύζευξη τα οιονεί Σολωμικά σχεδιάσματα του ποιητή συνταξιδεύουν πάλι με τον ούριο Κάρβα της μνήμης, αλλά και της πικρής θύμησης πάνω στην Οδυσσεακή σχεδία, πανομοιότυπη με την πανάρχαια σχεδία, τη χαραγμένη σε κάποιο πικρό βράχο της Κύπρου. Και οι άνθρωποί της να περιμένουν την επιστροφή στο μισό της ακροθαλάσσι, δεόμενοι με ανοικτά τα χέρια σ’ ανάμνηση των γηγενών ειδωλίων του «πικρόλιθού» της.

Από τις 14 ποιητικές συνθέσεις, που κατατίθενται στην παρούσα συλλογή, είτε ως αυτοτελή ποιήματα είτε επιμερισμένες σε αριθμημένες θεματικές ενότητες, μερικές εξ αυτών στιχηδόν και άλλες μορφικώς καταλογάδην, στεκόμαστε κατ’ αρχήν στα εμβληματικά δύο πρώτα ποιήματα, που απηχούν ονοματολογικές παραλλαγές ή παραπληρωματικές προεκτάσεις του τίτλου. Έτσι, «Τα Βότσαλα», κατά τον ποιητή, παραλληλίζονται ευστόχως με τα ποιήματα, αποτυπώνοντας τις ιδέες της ποιητικής του βιοθεωρίας σε ευφάνταστες εικονοπλαστικές συλλήψεις: «Τα ποιήματα / Ως εύπλαστη ύλη / Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν / Της θάλασσας» πότε «Σε βυθούς σιωπής», πότε «Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο» μέχρι να έλθουν «στο φως». «Η  Πέτρα», ωστόσο, που κρατεί ιερό φυλακτό στις πέντε ποιητικές του διαδρομές ή στις επώδυνες αναβάσεις για τις ανατάσεις των πέντε του αισθήσεων, δεν είναι άλλη από εκείνη τη ριζιμιά της γης του, που δεν μπορεί «να ξεχάσ[ει]» όποιο «ποτάμι» ή «μονοπάτι» κι αν πάρει. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του α΄ και ε΄ μέρους είναι δυναμικά ενδεικτικοί του αναπόσπαστου ομφάλιου λώρου, που δένει στα σπλάχνα της στο πρόσωπο του ποιητή τους συμπατριώτες συνοδοιπόρους του: «Περπατώ με  μια πέτρα στο χέρι / Μα πάντα μένω στα ίδια δάση / Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ». «Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα / Και παίρνω στα χέρια μια κώπη». Αυτήν, προφανώς, της παλιννόστησης, όπως, ακριβώς, «Τα Πουλιά» του επόμενου ποιήματος, που «βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;» κι ας διερωτάται με απορία Σωκρατικής ειρωνείας.

Στα αμιγώς, θα λέγαμε, θαλασσινά ή ναυτικά ποιήματα «Η Σχεδία», «Το Τραγούδι του Ναύτη της Σχεδίας», «Το Ακρογιάλι» και «Παλιό Καράβι» αποτυπώνεται μαζί με τις αεικίνητες αναζητήσεις και τη φιλοτάξιδη έφεση του ψυχισμού του το  στίγμα του φυλετικού κυττάρου του αιώνιου Έλληνα ταξιδευτή των μακρινών οριζόντων του Καββαδία, αλλά και του Ομηρικού νόστου ή της αμετατόπιστης Καβαφικής «πόλης». Έτσι, ντύνοντας με τα «βαθυκύανα» χρώματα του Ελύτη τα δικά του «δελφίνια», καταγράφει τις αποδράσεις και τις επανόδους του: «Πάνω απ’ τα κύματα πετούν / Ύστερα χάνονται· ξαναγυρνούν». Και καθώς ο Ποιητής του Αιγαίου ομολογεί πως «Τα ανώτερα Μαθηματικά του τα έκανε στο Σχολείο της θάλασσας» ο ίδιος, όντας Μαθηματικός με τα γεωμετρικά σχήματα των λυρικών επαναφορών του μεταστοιχειώνει τον «μικρό Ναυτίλο» στη μουσική κλίμακα του δικού του «Ναύτη», τονίζοντας μέσα από το «Τραγούδι» του το δυσεπίτευκτο του γυρισμού του: «Ναύτη μου / Ναύτη / Όποιος σε θάλασσα αρμενίσει / Με θαλασσόμελο ξεδιψάσει / Πίσω στο σπίτι του δεν θα γυρίσει / Την πρώτη αγάπη του θα ξεχάσει». Για να ομολογήσει, εντούτοις, αλλού, ανακρούοντας «αλίδρομος θαλασσομάχος» την πρύμνη του «καραβιού» του, που υπενθυμίζει από τους συμφραζόμενους στίχους το φυλακισμένο καράβι της Κερύνειας και την ελπίδα της επιστροφής: «Κι ύστερα γύριζα με το καράβι φορτωμένο ελπίδα / Γύριζα με το καράβι φορτωμένο φως».

Τους επικούς αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού συνοψίζει ο ποιητής μέσα από τα ποιήματά του «Πικρόμελο», «Η Σκήτη», «Διάλογος» και «Το Πηγάδι». Σε μιαν αντιστικτική σύνθεση αρχαίας και νέας τραγωδίας ή εν είδει συνοπτικού ποιητικού χρονικού της «γλυκείας» αλλά και πικρής «χώρας Κύπρου» ανιστορεί την επανάσταση του Ονήσιλου εναντίον των Περσών, τη θυσία του Αυξεντίου και του Μάτση για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, καθώς και του ομοχώριού του Παναγιώτη, που έπεσε πολεμώντας τους Τούρκους το 1974. Ενώ στο «Νανούρισμα», μεταπλάθοντας αριστοτεχνικά σε μοιρολόι το γνωστό κυπριακό τραγούδι, μνημειώνει μιαν από τις πολλές τραγικές ιστορίες της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Για τούτο και ο ποιητής, σαν άλλος δυνατός «Σπουργίτης», που επιβιώνει των κακουχιών και των κατατρεγμών μονολογεί: «μα εγώ, εδώ θα ζήσω…να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΠΙΚΡΟΛΙΘΟ"


Σκέψεις για τον «Πικρόλιθο»
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

του
 Παύλου Πασιουρτίδη
[Πολίτης, παράθυρο, 10 Ιαν 2014, σελ. 45]

Είναι με πολλή χαρά που πήρα στα  χέρια μου τη νέα ποιητική συλλογή  του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Μια πολύ προσεγμένη από όλες τις πλευρές, καλαίσθητη έκδοση, διανθισμένη με όμορφα και  σχετικά με το  θέμα κοσμήματα.

Παρόλο που το έργο διατηρεί στενές θεματικές  σχέσεις με την Διθαλάσσου, την προηγούμενη ποιητική του δουλειά,  θα έλεγα πως τώρα χρησιμοποιεί ένα πιο συμπυκνωμένο, πιο φιλοσοφικό, και ρυθμικό λόγο. Όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι εξαιρετικά και ο κάθε στίχος είναι φτιαγμένος με πολλή προσοχή, μεράκι και ευαισθησία. Μέσα από μια έκρηξη συναισθημάτων που κατακλύζει ολόκληρο το έργο, ο  αναγνώστης  μπορεί αβίαστα να ακροαστεί σαν μια κραυγή αγωνίας  τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του ποιητή για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της μικρής μας πατρίδας, του  «Πικρόλιθου» αυτού και των κατοίκων  του. Με μια χρονολογική σειρά βρίσκουμε αρμονικά δεμένη στους στόχους των  ποιημάτων του, την εξέλιξη της  ανθρώπινης φυλής, από τα πρώτα σκιρτήματα ψυχισμού της, μαζί με το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου και των ανθρώπων  του.

Καθώς διαβάζω ρυθμικά, ξανά και ξανά τους πρώτους στοίχους  από την  «Πέτρα», αισθάνομαι σαν να είμαι σε ντιβάνι  ψυχαναλυτή, σε μια διαδικασία ανάδρομης ύπνωσης. Παρατηρητής  800.000 τόσα χρόνια πίσω, κάπου στην περίοδο εκείνη που σύμφωνα με την επιστήμη, αρχίζει να ξεχωρίζει και να αναπτύσσεται ο ανθρώπινος κλάδος με τον Αυστραλοπίθηκο  του Taungs που αποτελεί την απαρχή της γενεαλογίας  του   homo sapiens. «Η πέτρα στο χέρι καμωμένη με τέχνη και κόπο» είναι το όπλο δημιούργημα του Αυστραλοπίθηκου που αμύνεται και συνάμα συντρίβει τα κεφάλια και τα οστά των θηραμάτων του. Όμως η ανθρώπινη σκέψη ποτέ δεν μένει στάσιμη λέει ο ποιητής. Φόβοι, αγωνίες, βάσανα, δυσκολίες και παλινδρομήσεις, δεν τον πτοούν δεν τον σταματούν, προχωρά πάντα  μπροστά. Ανακαλύπτει και διαχειρίζεται τη φωτιά το νερό το ξύλο  και το σίδηρο, φτιάχνει εργαλεία, ανεβαίνει σε μια σχεδία χωρίς  σκοπό χωρίς προορισμό. «Κι  ούτε που ξέρω εκεί που πάω τι θα βρω. Αν θα ριζώσω. Αν θα γυρίσω. Αν θα χαθώ». Πυξίδα το ένστικτο, αλλά και  η περιέργεια μαζί με το πάθος του πρωτάρη. Μπορεί όμως, «για τη χαρά του ταξιδιού και μόνο» όπως λέει ο ποιητής. Ποιος μπορεί να ξέρει; Ένας «Οδυσσέας» χωρίς «Ιθάκη»  αλλά σοφότερος και πιο δυνατός  καθώς  τα μανιασμένα κύματα τον πετούν στην μαλακή αμμουδιά μιας «άγνωστης» γης.

Η ζωή και ο έρωτας των όντων, η ανελέητη πάλη για επιβίωση και τελικά ο  θάνατος που καραδοκεί σε κάθε στιγμή της ύπαρξης, είναι προβλήματα που απασχολούν έντονα τον συγγραφέα. Ο θάνατος του ενός δίνει ζωή στον άλλο. Ο έρωτας συντηρεί τη ζωή και η ζωή συντηρεί το θάνατο. Καταστάσεις αλληλένδετες  σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όπως η μέρα με τη νύκτα, το φώς και το σκοτάδι. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στο νου του παρατηρητή.

Αυτά όμως είναι μεταφυσικές θεωρήσεις και επιστημονικά «κβαντικά παράδοξα». Στην πραγματικότητα ο ποιητής ζει και λειτουργεί συνεχώς μέσα στον κόσμο των συναισθημάτων. Ραγίζει η καρδιά του, αγωνιά και πονά, τον πνίγει ο θυμός και το άδικο. Πώς να δεχτεί την εθελοντική προσφορά της μάνας που πέφτει απορημένη στο στόμα του φιδιού για να προστατεύσει το μικρό της; Και πια καρδιά μπορεί να αντέξει, στη θέα ενός βρέφους που βυζαίνει το αίμα της μάνας, της σκοτωμένης με δυο σφαίρες από  ανθρωπόμορφα φίδια; 

 Όμως η αλαζονεία του δυνατού και η αβάστακτη αδιαφορία «φίλων» και «συγγενών»  προετοιμάζει μια άλλη σπάνια κάστα ανθρώπων. Τους ήρωες και τους ημίθεους. Κλεισμένοι σε σπηλιές ή σκήτες» «κλαίνε και γελούν, τραγουδούν και ονειρεύονται για τον τόπο τους». Περιμένουν την βροχή και τον ήλιο που θα κάνει το σπόρο να βλαστήσει. Και σαν έρχεται η ευλογημένη  ώρα, πετιούνται από παντού λεβέντες ατρόμητοι, περιφρονώντας τον θάνατο, στέκονται  αγέρωχοι μπροστά στον δυνατό που ακούει ξαφνιασμένος μαζί και απορημένος λόγους πρωτόγνωρους. Αν δεν λιώσει ο σπόρος βλαστάρι δεν θα βγει. Αν δεν λιώσει το κερί φως δεν θα ανάψει. Αν δεν καούμε εμείς, λευτεριά οι άλλοι δεν βλέπουν. «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα». Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος  όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλές δυνατότητες, θα διαλέξει τη μια, αυτή που του υπαγορεύει η ψυχή του. Έτσι  ξανά επαναλαμβάνεται, η  ίδια αγέρωχη  απάντηση του Προμηθέα στον μαντατοφόρο Ερμή που  του προαναγγέλλει τις νέες βαριές τιμωρίες που θα του επιβάλει ο πανίσχυρος Δίας γιατί αγάπησε περισσότερο από όσο έπρεπε τους ανθρώπους. «Μάθε, πως  δεν θα αλλάξω  ποτέ  τα βάσανά μου, με την σκλαβιά σου. Προτιμώ  χίλιες φορές, να είμαι δεμένος πάνω σ αυτόν το βράχο, παρά να είμαι πιστός δούλος του Δία».

Στον «Πικρόλιθο», έρχεται  μια μέρα που πρέπει, όπως λέει και ο Καβάφης, όλοι οι ήρωες να πουν «το μεγάλο Ναι η το μεγάλο Όχι» και τότε φανερώνεται το μεγαλείο της ελεύθερης εκλογής που αγνοεί τις συνέπειες.

Έτσι γράφεται η ιστορία ενός λαού. Με αυτοθυσία, αξιοπρέπεια, με ήθος  με τιμιότητα και σεβασμό για τους ανθρώπους  και τον τόπο. «Γι΄αυτό τον λαό, για τον ήλιο, τις πέτρες, το νερό και τη γη που πατάτε» είναι η απάντηση  του πολεμιστή στον κατακτητή. Δεν μπορούμε εμείς οι δειλοί και υλοβαρείς λάτρεις τις μίζας και της διαπλοκής να ξαναγράφουμε τα γεγονότα κόβοντας και ράβοντας  κουστούμια για να βολέψουμε το ασήμαντο δικό μας μέγεθος και τις εφήμερες εγωκεντρικές επιδιώξεις μας. Γιατί τότε πιο παραμύθι και πια ιστορία θα μένει, για να λέει ο παππούς στο μικρό Παναγιώτη;

Ο ποιητής την ώρα της σύλληψης τού ποιήματος δονείται από τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Κινείται ταυτόχρονα  σε δύο επίπεδα. Κοιτάζει μια στον έξω κόσμο και μια στα βάθη του εσώτερου του εαυτού. Μαζεύει λέξεις φτιάχνει έννοιες και εικόνες. Μετά παραμερίζει τις εξωτερικές επιδράσεις και διαλογίζεται. Τώρα κάθε λέξη κάθε στίχος κάθε νοητική εικόνα έχει εμποτιστεί από την ίδια τη ψυχή του. Τα ποιήματά του είναι  το  μέτρο που δονείται η  ψυχή του. Τέτοιος είναι ο λόγος του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ στον «Πικρόλιθο». Βέλη ψυχής για ψυχές που δονούνται στην ίδια συχνότητα. 


Σε ευχαριστούμε ποιητή, που μας ταρακουνάς ξανά  και μας ξυπνάς από τον βαθύ μας ύπνο. Εύχομαι και προσδοκώ μαζί σου να ξεδιπλώσει σύντομα τις φτερούγες του «του δίκαιου ήλιου ένας κριτής αετός».