Η Πνευματική Φυσιογνωμία της Αμμοχώστου
και Εξήγησις του Λεοντίου Μαχαιρά
Ως το 1878, χρονιά που παίρνουν την Κύπρο οι Άγγλοι, η πνευματική ζωή ήταν ανύπαρκτη. Οι άνθρωποι ζούσαν, προσπαθώντας να επιβιώσουν, γύρω από τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Ζώνης, του Τιμίου Σταυρού. Ωστόσο το μικρό καντήλι με το λιγοστό του φως, με τη φλόγα του ασθενική να τρεμοσβήνει, δεν έσβησε. Οι παπάδες και οι ιερομόναχοι, οι εφημέριοι των εκκλησιών, κράτησαν τη φλόγα του αναμμένη. Και όταν ήρθαν καλύτεροι καιροί, εκείνη η φλόγα γίνεται φως που διαχέεται και καταυγάζει ολόκληρη την πόλη που άρχισε ήδη να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Την πνευματική ανέλιξη της Αμμοχώστου μπορούμε να τη δούμε σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο αρχίζει το 1878 και φτάνει ως το 1924, το δεύτερο στάδιο από το 1924 ως το 1945 και το τρίτο, από το 1945 ως το 1974.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ (1878 – 1924)
Όταν οι Άγγλοι πήραν στην κατοχή τους την Κύπρο, το Βαρώσι ήταν ένα χωριό με πληθυσμό περίπου 2000, χωσμένο μέσα στις απέραντες εκτάσεις των κήπων του με τις πορτοκαλιές και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα. Η αγορά ένας δρόμος, με λίγα εμπορικά, λίγα πανδοχεία, πολλά αγγειοπλαστικά εργαστήρι (κουζαρικά), καφενεία με ναργιλέδες και σερμπέτια, που ένωνε την ενορία του Αγίου Νικολάου με την ενορία της Αγίας Ζώνης.
Η εκπαίδευση τώρα αρχίζει να γίνεται ανεξάρτητη από την εκκλησιαστική επιρροή. Μπορεί τα σχολεία στην αρχή να λειτουργούσαν σε υποστατικά των εκκλησιών, όπως το σχολείο της Αγίας Ζώνης, αλλά οι διδάσκαλοι δεν ήταν πια κληρικοί.
Κέντρα τώρα της πνευματικής ζωής είναι τα σχολεία, και πνευματικές εκδηλώσεις πρέπει να θεωρήσουμε τις απαγγελίες, τους διαλόγους και τα τραγούδια των μαθητών στις διάφορες εθνικές και σχολικές γιορτές. Είναι τα Αρρεναγωγεία με Διευθυντές τους Πολύβιο Παπαδόπουλο και Μιχαήλ Κούμα, και το Παρθεναγωγείο με την Ελένη Χατζηπέτρου. Η Ελένη Χατζηπέτρου ίδρυσε και το Φιλόπτωχο Σύλλογο (1905) που αργότερα εγκαθίδρυσε την εορτή των Ανθεστηρίων με τη θεαματική παρέλαση των ανθοστόλιστων αρμάτων και την Πομπή των Παναθηναίων.
Το 1911, τριαντατρία χρόνια ύστερα από την Αγγλική κατοχή, ένα μεγάλο γεγονός σημαδεύει την ιστορία της πόλης μας. Η ίδρυση του Συλλόγου με το όνομα «Αναγνωστήριον Ανόρθωσις». Εδώ θα αρχίσουν να γίνονται διαλέξεις, δημιουργείται η πρώτη μαντολινάτα της πόλεως, η πρώτη βιβλιοθήκη. Από την Αθήνα και τα άλλα κέντρα το Ελληνισμού καταφθάνουν εφημερίδες και περιοδικά που διαβάζονται με πραγματική δίψα από τα μέλη του Συλλόγου. Η Ανόρθωσις καλλιεργεί το εθνικό αίσθημα και πρωτοστατεί σε κάθε εθνική εκδήλωση.
Σ’ αυτή την περίοδο εκδίδονται και οι πρώτες τοπικές εφημερίδες με πολιτικό, σατιρικό και φιλολογικό περιεχόμενο όπως το «Πύξ Λάξ» (1903 – 1908) του Ζαχαρία Γ. Σωτηρίου, η «Σαλαμίς» (1907 – 1911) του Λ.Γ. Ζαλουμίδη, η «Αμμόχωστος» (1912-1921) και πάλι του Ζαλουμίδη, η «Μικρούλα» (1918 0 1919), λόγω του μικρού σχήματος της, του Λ.Γ. Λοϊζου, και το περιοδικό η «Νέα Εποχή» του Γιάννη Σταυρινού Οικονομίδη. Ξεχωριστή όμως θέση ανάμεσα σ’ αυτά τα έντυπα κατέχει η φιλολογική δεκαπενθήμερη Εφημερίδα των Κυριών «Εστιάδες» (1913) με διευθύντρια και συντάκτη την Περσεφόνη Παπαδοπούλου που ως παιδαγωγός άφησε έντονη τη σφραγίδα της στην εκπαίδευση και στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα. Ήταν Διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Πατρών.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ (1924 – 1945)
Η κατασκευή του λιμανιού, η εγκαθίδρυση της σιδηροδρομικής επικοινωνίας με τη Λευκωσία, η ίδρυση κυβερνητικών τμημάτων και η εγκατάστασή τους σε μεγαλοπρεπή κτήρια, η ανάπτυξη του εμπορίου κ.α. μετατρέπουν το Βαρώσι σε πόλη με μεγάλες προοπτικές αυξήσεως του πληθυσμού και οικοδομικής επεκτάσεως.
Το 1924 το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος αναγνωρίζει το πλήρες εξατάξιο Γυμνάσιο της πόλεως, που είχε αρχίσει τη λειτουργία του από το Σεπτέμβριο του 1923, ως ισότιμο με τα άλλα εξατάξια Γυμνάσια της Ελλάδας. Καθηγητές και Γυμνασιάρχες με πνευματικό ανάστημα επανδρώνουν το νέο σχολείο, και ταυτόχρονα επεκτείνουν τις πνευματικές τους δραστηριότητες στην πόλη.
Αναφέρω τον Δημήτριο Χαμουδόπουλο. Ο Χαμουδόπουλος είναι μια σημαντική πνευματική φυσιογνωμία του Ελληνισμού. Άριστος διδάσκαλος, παιδαγωγός και επιστήμονας, γνώστης της ελληνικής και ευρωπαϊκής φιλολογίας, ευφραδής ρήτορας και ομιλητής, έδωσε τα πρώτα χαρακτηριστικά στην προσωπογραφία της Αμμοχώστου. Πρόσφυγας από τη Σμύρνη, ήταν και ένας εξαίρετος ποιητής.
Τραγουδά:
Φτωχός, διωγμένος ραψωδός πατρίδος ορφανής
Μες στη καρδιά μου φύλαξα την πολυπικραμένη
Την αγωνία και το χαμό της ώρας της στερνής
Που απλώθηκε στη δύστυχη τη γη τη ρημαγμένη.
Οι στίχοι είναι από το ποίημά του «Αφροδίτη Παρηγορήτρα» όπου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την ελπίδα που βρήκε στην πόλη μας «μες στο αντάρεμα του μαύρου σπαραγμού». Τα ποιήματά του εξέδωσε λίγους μήνες μετά το θάνατό του η γυναίκα του με τον τίτλο «Λησμονημένοι Σκοποί{ (1928).
Από τους εκπαιδευτικούς επίσης ο Αρσένιος Νικολαϊδης (1890 – 1964) δημοσίευσε αφηγήματα και ιστορικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά. Ο Μιχαήλ Κούμας εμπνευσμένος από τις παραδόσεις του τόπου μας έγραψε τα «Κυπριώτικα Διηγήματα» (1928). Ο Κυριάκος Παύλου Ρωσσίδης συγκεντρώνει σε βιβλίο μικρά κείμενά του με τον τίτλο «Τίποτε απ’ ΄Όλα» (1933).
Το 1930 ιδρύθηκε και το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου από τη Μαρία Π. Ιωάννου. Ο χώρος του Λυκείου γίνεται ένα άλλο ακόμη βήμα από όπου θα δίδονται διαλέξεις και συναυλίες από σημαντικούς καλλιτέχνες και λογοτέχνες στις εβδομαδιαίες φιλολογικές του συγκεντρώσεις καθιερώνει επίσης τις παραστάσεις του θεάτρου για παιδιά: το παιδικό θέατρο.
Την ίδια εποχή ιδρύεται ακόμη ένα σχολείο Μέσης Παιδείας, η «Ανωτέρα Αγγλική και Εμπορική Σχολή Βαρωσίων» του Αντώνη Σιακαλλή. Επίσης το Σωματείο «Ανόρθωσις» μετονομάζεται σε «Μουσικοφιλολογικός και Φιλαθλητικός Σύλλογος η Ανόρθωσις» και συνεχίζει την πλούσια δράση του. Το 1933 εκδίδει με πρόλογο του Κώστα Προυσή την ποιητική συλλογή του Παύλου Λιασίδη «Τα Φκιόρα της Καρκιάς μου».
Χαρακτηριστικό επίσης στο στάδιο αυτό, όπως και στο προηγούμενο, είναι η έκδοση τοπικών εφημερίδων. Εκδίδονται «Το Ελεύθερον Βήμα – Κόπανος» (1921 – 1930) του Ι.Σ. Δικωμίτη, η «Πρόοδος» (1925) του Λ.Γ. Ζαλουμίδη, η «Δημιουργία» (1926-1929) του Κυριάκου Παύλου Ρωσσίδη με υποδιευθυντή το Λ.Γ. Ζαλουμίδη, και τέλος η «Ακρόπολις» των Αναστάση Οικονομίδη και Ανδρέα Χ. Γαβριηλίδη.
Ο Λουκάς Γ. Ζαλουμίδης είναι μια γραφική φυσιογνωμία, με άνθος στην κομβιοδόχη, τακτικός ρήτωρ στην επέτειο της Εθνικής μας παλιγγενεσίας με τη συνήθη αρχή «Ανέτειλε και πάλιν...», με πλούσια εκδοτική δράση.
Οι εκδοτικές του προσπάθειες εν τέλει θα τον εξαντλήσουν οικονομικά, γιατί όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο καθηγητής κάποτε των Γαλλικών στο Γυμνάσιο, μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων, βιολιστής και ζωγράφος, νομικός και φιλοσοφών στη ζωή Μιχαλάκης Χατζηδημητρίου, «Ο Ζαλουμίδης έβκαλεν εφημερίδαν το τζαιρόμ που ο κόσμος εν ήξερεν να δκιεβάσει».
Ταιριάζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως μια συγκεντρωτική έκθεση των έργων του Χατζηδημητρίου στην Πινακοθήκη του Δήμου Αμμοχώστου, λίγο πριν το 1974, έδειξε πως η ενασχόλησή του με την τέχνη δεν ήταν καθόλου περιστασιακή.
Σημαντική μορφή, όχι μόνο για την πόλη αλλά γενικότερα για την Κυπριακή λογοτεχνία, είναι ο Νίκος Σ. Βραχίμης (1914-1961). Έργα του σε βεβλία είναι το «Eldorado» (1934), οι «Μεταπτώσεις» (1939), τα «Αποσπάσματα» (1941) και «Ο Άγνωστος» (1944). Πολλά επίσης άλλα ποιήματα και διηγήματά του είναι δημοσιευμένα στα περιοδικά «Κυπριακά Γράμματα», «Φιλολογική Πάφος» και «Κυπριακά Χρονικά». Ο Ν.Σ. Βραχίμης είναι από τους πρώτους Κύ0πριους ποιητές που προσπάθησε να γράψει με τη σύγχρονη αίσθηση και τεχνοτροπία. Στην πεζογραφία του διασπά το μύθο, και με τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου περιγράφει ψυχικές καταστάσεις, ελευθερωμένες από τη χρονική αλληλουχία συνταιριάζοντας πεζά στοιχεία της καθημερινότητας με στοιχεία ποιητικής εξάρσεως.
Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου φροντισμένες και αξιόλογες ήταν οι θεατρικές παραστάσεις που έδωσε ο Φώτος Χατζησωτηρίου με έργα δικά του και ξένα ιδρύοντας την «Ελεύθερη Σκηνή».
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ (1945 – 1974)
Με το τέλος του πολέμου αρχίζει μια νέα εποχή για την Αμμόχωστο. Ο πληθυσμός αυξάνει και η πόλη επεκτείνεται τόσο ώστε οι ενορίες της να ενώνονται η μια με την άλλη. Ανακαλύπτεται τώρα και η θάλασσα. Κτίζονται πολλά παραλιακά σπίτια και αποπερατώνονται και τα πρώτα ξενοδοχεία. Στο στάδιο αυτό η πόλη εγκαταλείπει την ονομασία της Βαρώσια από την τουρκική λέξη varos: προάστειο, και υιοθετεί την ελληνική ονομασία Αμμόχωστος.
Προσωρινή ύφεση στην πνευματική ζωή παρουσιάζεται κατά τα έτη του απελευθερωτικού αγώνα 1955 – 1959. στα χρόνια αυτά μόνη μέριμνα ήταν ο αγώνας. Με την ανεξαρτησία όμως τα πνευματικά ενδιαφέροντα συνεχίζονται με μεγαλύτερο ακόμα ενθουσιασμό.
Τα σχολεία συνεχίζουν τις πνευματικές τους εκδηλώσεις με χορωδίες, ορχήστρες και θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις των αρχαίων τραγωδιών του Α΄ Γυμνασίου Αμμοχώστου: Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ικέτιδες, Μήδεια, Οιδίπους Τύραννος, στο Ηραίο ή στα Προπύλαια του σχολείου ή στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα μαθητικά επίπεδα, και ήταν παραστάσεις με αξιώσεις στον πνευματικό χώρο.
Ο Φιλόπτωχος Σύλλογος, η Ανόρθωση και το Λύκειο Ελληνίδων συνέχισαν τις εκδηλώσεις τους. Αξιόλογο θέαμα ήταν η αναπαράσταση του Κυπριακού Γάμου και το Λύκειο Ελληνίδων.
Ο Δήμος Αμμοχώστου επίσης έρχεται τώρα να επεκτείνει τις δραστηριότητές το στον πνευματικό τομέα. Ιδρύει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και τη Δημοτική Πινακοθήκη. Η Πινακοθήκη συγκεντρώνει ωραιότατα έργα των Κυπρίων και των Ελλαδιτών ζωγράφων: του Κόντογλου, του Τσαρούχη, του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, του Μόραλη, κ.α.
Πολλοί ποιητές, πεζογράφοι, μουσικοί, ζωγράφοι έζησαν στην πόλη μας και δημιούργησαν αξιόλογο έργο. Δεν θα αναφερθώ όμως ονομαστικά στο έργο τους γιατί ακόμα συνεχίζουν τη δημιουργία τους.
Ανάμεσά μας έζησε και δημιούργησε το μεγάλο του έργο ο ζωγράφος Γ. Πολ. Γεωργίου (1901 – 1972). Ο Γ. Πολ. Γεωργίου έδωσε με τη ζωγραφική του τη αληθινή αλλά συγχρόνως τραγική ψυχή της Κύπρου. Και αργότερα με τον απελευθερωτικό μας αγώνα απεικόνισε σε μεγάλους πίνακες το τραγικό μεγαλείο της ψυχής αυτής σ’ όλη της την αρχοντιά. Τα «Φυλακισμένα Μνήματα», τα «Κύπρια Σάγα», Ο Αχυρώνας στο Λιοπέτρι», το «Γρηγόρη, ες αεί», είναι έργα με επικές διαστάσεις και επιτεύγματα μοναδικά. Έργα του κοσμούν πολλές γκαλερίες και Μουσεία στην Ευρώπη και την Αμερική. Η διεθνής κριτική μίλησε με ενθουσιασμό για τον Γεωργίου, και τον αναγνωρίζει ως σημαντικότατο ζωγράφο.
Η πόλη μας είχε την ευτυχία και τη χαρά να φιλοξενήσει σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, κι ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη. Καλεσμένοι στην Κύπρο από το φίλο τους κ. Ευάγγελο Λ. Λουίζο έμειναν στον «σπίτι που πάει να γίνει φυτό», όπως έγραψε ο Σεφέρης, για το ωραίο αρχοντικό της οδού Ηρακλέους. Το γεγονός έχει μεγάλη σημασία, γιατί καρπός αυτής της παραμονής είναι τα ποιήματα του Σεφέρη «....Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν....» ή όπως αργότερα μετονομάστηκε το βιβλίο του «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄», που αναφέρονται στον κόσμο της Κύπρου. Αλλά και στον Ελύτη ανιχνεύουμε τις εμπειρίες της Κύπρου όπως στη «Μαρία Νεφέλη» και σε άλλα του κείμενα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διαμορφώνει τη φυσιογνωμία της πόλεως είναι η Βιβλιοθήκη του Δημ. Ν. Μαραγκού μοναδική για τον πλούτο της σε βιβλία που αναφέρονται στην Κύπρο, βιβλία δυσεύρετα και πανάκριβα.
Το πιο σημαντικό όμως γεγονός που ολοκληρώνει τη φυσιογνωμία της πόλεως είναι η ίδρυση του «Επιστημονικού και Φιλολογικού Συλλόγου Αμμοχώστου ΕΦΣΑ, το 1960 . Ψυχή του Συλλόγου ο ιδρυτής και Πρόεδρός του Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου. Ο Δρ Χατζηιωάννου, διαπρεπής εκπαιδευτικός, και επιστήμονας με διεθνή ακτινοβολία, συγγραφέας του μεγαλόπνοου και πολύτομου έργου «Η Αρχαία Κύπρος εις τα Ελληνικάς Πηγάς», κατόρθωσε να δημιουργήσει με τον ΕΦΣΑ αληθινή πνευματική ζωή και πνευματική κίνηση.
Διαλέξεις, ομιλίες, συζητήσεις, εθνικοί εορτασμοί που δεν έμοιαζαν σε τίποτα με ό,τι είχαμε συνηθίσει, τιμητικές εκδηλώσεις ήταν οι δραστηριότητες του Συλλόγου. Διαπρεπείς λογοτέχνες και επιστήμονες, ξένοι και ντόπιοι, ακούστηκαν από το βήμα του ΕΦΣΑ που μπορούσε να συγκριθεί με ένα Ελεύθερο Πανεπιστήμιο.
Και σαν φυσικό αποτέλεσμα όλης αυτής της εργασίας ήρθε η έκοση του Δελτίου του ΕΦΣΑ. Σύγγραμμα ετήσιο που συγκέντρωνε όλες τις δραστηριότητες της χρονιάς. Το Δελτίο είναι πηγή και βοήθημα γι ατη συγγραφή φιλολογικών και επιστημονικών πραγματειών. Την έκδοση που διέκοψε η Τουρκική εισβολή που έκοψε και την ανάσα της πόλεως.
ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ
Με τη μεγάλη πληγή που άνοιξε η Τουρκική εισβολή του 1974 οι κάτοικοι της Αμμοχώστου με πόνο ψυχής, απαρηγόρητοι και συντετριμμένοι βρήκαν καταφύγιο στις ελεύθερες περιοχές του νησιού. Άλλοι έχασαν το νόημα της ζωής, και άλλοι μέσα στα ερείπια της ψυχής τους είδαν το φωτεινό σημάδι της ελπίδας.
Η πνευματική Αμμόχωστος σιγά σιγά άρχισε να αναστηλώνεται και να συνεχίζει τη δημιουργία της στη διασπορά. Και η πόλη έγινε όραμα, που δεν μπορούν να φθείρουν μήτε οι αρουραίοι, μήτε τα φίδια, μήτε τα στοιχεία της φύσεως, που όπως πληροφορούμαστε πανηγυρίζουν θριαμβευτικά μέσα στα άδεια σπίτια και στους έρημους δρόμους.
Τι να έγιναν οι πίνακες του Γεωργίου και το πανέμορφο σπίτι του; Τι να έγινε το αρχοντικό του Λουϊζου, τα βιβλία του Μαραγκού, οι τάφοι των προσφιλών μας προσώπων, τα κρίνα που ανθοβολούν και ευωδιάζουν μέσα στην καιόμενη αμμουδιά του Αυγούστου;
Στον τόπο της μετοικεσίας μας πολλοί μπορεί να απόκτησαν μεγαλύτερες περιουσίες απ’ αυτές που είχαν στην Αμμόχωστο, πολλοί μπορούν να ζουν κάτω από καλύτερες συνθήκες τώρα. Ο πόνος όμως είναι γιατί χάσαμε το σημείο που στεκόμασταν, αυτό το σημείο που είναι απαραίτητο για ν’ αντλήσεις τη δύναμη να κινήσεις το πλούτος της ψυχής σου και το μεγαλείο της ζωής. Αυτό που είναι αμετακίνητο και σταθερό μέσα στην κίνηση και την παροδικότητα των εγκοσμίων. Αυτός είναι ο καημός μας.
Εξήγησις του Λεοντίου Μαχαιρά
Ο καλός ρήγας, ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον πλημελά, τον εκόμπωσεν τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν με μίαν ζιτίλ αρχόντισσα ονόματι Τζουάνα Λ’ Αλεμά, γυναίκαν του σιρ Τζουάν τε Μουντολίφ του Κυρού της Χούλου, και αφήκεν την αγκαστρωμένην μηνών η’ και πηγαίνωντα ο ρήγας την δεύτερην φοράν εις την Φραγγιάν, έπεμεν και έφερέν την εις την αυλήν η ρήγαινα. Και το να έλθη ομπρός της, ετίμασεν τη αντροπιασμένα λογία, λαλώντα της: «Κακή πολιτική, χωρίζεις με από τον άντρα μου!» και η αρχόντισσα εμούλλωσεν. Και η ρήγαινα ώριζεν τες βάγες της και έριξάν την χαμαί, και έναν γδιν και εβάλαν το απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίζαν πολλά πράγματα, δια να ρίξει το βρέφος. Και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν. Θωρώντα πως την ετυράνιζεν όλην την ημέραν και δεν έππεσεν, ώρισεν και εσφαλίσαν την εις έναν σπίτιν ως πιθαύριον και ότας εξημέρωσεν ώρισεν και εφέραν την ομπρός της, και εφέραν και έναν χερομύλιν, και απλώσαν την χαμαί και βάλαν το εις την κοιλίαν της και αλέσασιν δύο κοφίνια σιτάριν απάνω εις την κοιλιάν της, και εκρατούσαν την, και δεν έππεσεν το παιδίν. Και ‘ποίκεν της πολλά κακά, και μυρίσματα, τζίκνες, βρώμους, και άλλα κακά, και όσα ωρδινιάζαν οι γιλλούδες και οι μαμμούδες. Και το παιδίν περίτου εδυνάμωννεν εις την κοιλιάν της. Ώρισεν τη να πάγη έσσω της, και επαράγκειλεν της υποταγής της, όσον γεννήση το παιδίν να το φέρουν της ρήγαινας. Και ήτουν εγίνην, και δεν ηξεύομεν τίντα εγίνην το βρέφος το καθαρόν και άπταιστον.
Και μοναύτα ώρισεν η κακή ρήγαινα και επήραν την κακότυχην την λειχούσαν εις την Κερυνίαν, και εβάλαν της εις την γούφαν ήτουν ματωμένην και εκεί εφεντίασεν πολλά, από πάσα πράμαν φεευοένη από τον καπετάνον, δια να τελειώση τον κακόν ορισμόν της άθεης και κακής ρήγαινας. Και διαβαίννοντα 3 ημέρες ο πρίντζης έπεψεν και άλλαξεν τον καπετάνον και έβαλεν άλλον καπετάνον, τον σιρ Ούγκε τ’ Ατιαμέ, ο ποίος ήτον συνγκενής της αρχόντισσας. Και ο κουβενρούρης ώριζεν τον κρυφά να την αναπαύση δια την αγάπην του ρηγός. Ο ποίος σιρ Λουκές εγέμωσεν την γούφαν μίαν κάνναν χώμαν και έβαλεν κάτω πελεκάνον και εκάρφωσάν την με τα σανίδια και έδωκεν της ρούχα και εκοιμάτον και ‘δείσαν καλά και το φαν της και το πιείν της. Τούτα ούλα τα μαντάτα εφτάσαν εις την Φραγγίαν εις τ’ αυτία του ρηγός της Κύπρου.
Ο ρήγας έγραψεν της ρήγαινας πολλά θυμωμένα:»Έμαθα το κακόν το εποίκες της αγαπημένης μας κυρά Τζουάνας Λ Αλεμά. Δια τούτον τάσσομαι σου, ότι ανισώς και έλθω εις την Κύπρον με καταυγόδιον βοηθώντος Θεού, θέλω ου ποίειν τόσον κακόν όπου να τρομάξουν πολλοί. Δια τούτον πρι να έλθω ποίσε το χειρόττερον το να μπορήσης. Και άνταν επερίλαβεν η ρήγαινα τα χαρτία, εμήνυσεν του καπετάνου της Κερυνίας να έλθη εις την Λευκωσίαν και εμηνύσεν του να φέρη και την γεναίκαν του κρυφά να την ζητήση της ρήγαινας την άνωθεν ταμέ Τζουάνα να την εβγάλη από την γούφαν. Και ούτως εγίνετον, και εβγάλαν την από την γούφαν, και είπαν της: «Εμείς επήγαμεν εις την ρήγαιναν και επαρακαλέσαμέ την και έβγαλεν σε, και ευχαρίσου της». Και επέψαν την εις την χώραν. Η ρήγαινα ώρισεν και εφέραν την ομπρός της, και έρισεν και επέψαν της ό,τι της επήραν αππέσσω της. Και είπεν της η ρήγαινα: Αν θέλης να ήμεστεν φίλαινες και να ‘χης την αγάπην μου, έμπα εις κανέναν μοναστήριν». Η ποία κυρά Τζουάνα είπεν της: «Εις τον ορισμόν σου, κυρά μου. Όρισ’ με εις ποίον μοναστήρι να πάγω». Και ώρισε τη να πάγη εις την Αγίαν Φωτεινήν, η λεγόμενη Σάντα Κλέρα. Η άνωθεν καβαλλαρία εποίκεν χρόνον έναν εις την γούφαν της Κερυνίας και εις το μοναστήριν, και η ομορφία δεν επερκατέβην. . . . . .
Ως γοιόν έρχετον ο ρήγας εις την θάλασσαν, ήρτεν του μία φουρτούνα μεγάλη, κι επήρεν τάμαν όντα να’ρτη με το καλόν εις την Κύπρον να γυρέψη όλα τα μοναστήρια της χώρας να τα προσκυνήση.
Και επέσωσεν με το καλόν και ήρτεν εις την Λευκωσίαν. Και επήγε να προσκυνήση τα μοναστήρια. Πρώτα επήγεν εις το μοναστήριν της Σάντα Κλέρα και έδωκεν του μισέρ Τουάνη Μουφρή πολλά καρτζά και εβάψαν μιτά του. Και επήρεν ορισμόν από την γουμένην και ενέβησαν εις τα κελλία των καλογριών. Αφόν επροσκύνησεν και ανέβην και εις το κελλίν της τάμου Τζουάνας Λ’ Αλεμάν, και εκείνη εγονάτισεν να φιλήση το χέριν του ρηγός, και ο ρήγας επερίλαβέν την με μεγάλην αγάπην, και ώρισεν και εδώκαν της ονομίσματα και γρόσια αργυρά. Και ώρισεν της μοναύτα να ρίξη το μοναχικόν σχήμα και να πάγη έσσω του, γιατί χωρίς το θέλημάν της τα εφόρησεν δια τον ορισμό της ρήγαινας.