"ΤΟ ΣΠΙΤΙ" Θ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ





Θεοδόσης Νικολάου 


Τ Ο   Σ Π Ι Τ Ι 

ποίημα 






Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α


α΄ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ σπασμένες και τα παράθυρα σχισμένα

β΄ ΤΟ ΠΟΤΕ χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω 

γ΄ ΤΟ ΠΡΩΙ ο ήλιος χτυπούσε τα βλέφαρά μου 

δ΄ ΠΟΙΟΣ όμως ήταν αυτός που καθώς περπατούσα 

ε΄ Η ΘΑΛΑΣΣΑ κραυγάζει επίμονα μέσα στη νύχτα 

στ΄ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ μέσα στον ύπνο μου άκουα βήματα 

ζ΄ ΕΒΛΕΠΑ ανθρώπους πολλούς να συνωθούνται 

η΄ ΤΟΤΕ καθώς περνούσε ο καιρός 

θ΄ ΑΥΤΟ που αρχίζει σε κάποια στιγμή 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ





...............................................................................................
Μέρος Πρώτο
Ωδές α΄, β΄γ΄









α΄

OΙ ΠΟΡΤΕΣ σπασμένες και τα παράθυρα σχισμένα
Χαλαρά τα φατνώματα έτοιμα να πέσουν
Κι από τους τοίχους οι ασβέστες ραγισμένοι
Σωριάζονται στο πάτωμα με κρότο κάθε τόσο.
Το σχήμα και το χρώμα του αλλάζει
Όπως η λάμψη ενός νομίσματος που έρχεται κοντά σου
Ταξιδεύοντας σε ποταμούς χεριών για χρόνια,
Και δεν υπάρχει νόμος
Να προστατεύσει αυτό το σπίτι
Ως οικοδόμημα ιδιαιτέρου και εξαισίου κάλλους
Μιας εποχής που φεύγει
Και να κριθεί διατηρητέον.

Οι χαραμάδες ανοίγουνε τη θέα

Με κάποια αδιαφορία αποκαλύπτοντας
Αυτό που τόσα χρόνια μ’ επιμέλεια και φροντίδα
Κρατούσε στο εσωτερικό του μυστικό
Και το περίεργο μάτι μ’ ενδιαφέρον προσπαθούσε να ερευνήσει.

Και τώρα που ο ήλιος χαμηλώνει στον ορίζοντα

Και η σκιά μου επιμηκύνεται και ξεπερνά το ανάστημά μου
Σχεδόν εκμηδενίζοντας την ύπαρξή μου

Φοβούμαι μήπως κι η αθέατη ομορφιά του κινδυνεύει

Γιατί το κάθε ωραίο που υπάρχει χρειάζεται το στήριγμά του
Όπως το άγαλμα χρειάζεται το βάθρο του
Όπως το ρόδο την ισχύ του κάλυκός του.



β΄

ΤΟ ΠΟΤΕ χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.

Η χρονολογία στο υπέρθυρο φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.

Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του

Είναι στρώματα από κόκκαλο
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα.
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.

0ι άνεμοι και η θάλασσα

Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.

Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης

Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα,
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων.
Εδώ γεννήθηκα.



γ΄

ΤΟ ΠΡΩΙ ο ήλιος χτυπούσε τα βλέφαρά μου

Και τα μάτια μου άνοιγαν μέσα στον κήπο.
Οι μυρτιές, η ζαμπουκιά, η ελιά, η αμυγδαλιά και λίγο πιο πέρα η πιπεριά
Κατακτημένη από τους σπουργίτες,
Και τα άλλα δέντρα μου μιλούσαν
Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω την ομιλία τους.
Κι ούτε ακόμα τι μου ψιθύριζε η φοινικιά
Που όσο κι αν καμπύλωνε τα βάγια της
Δεν μπορούσε να με αγγίξει.

Έβλεπα όμως τις σαύρες, τα μυρμήγκια και τις αράχνες,

Τους γάτους που φώναζες το όνομα του ενός
Κι αμέσως γύρω σου εμφανίζονταν πλήθος.
Έβλεπα τα άνθη όλα στο ύψος μου
Γι’ αυτό και μαζί μπορούσαμε να μιλήσουμε
Και να πούμε τα μυστικά μας.

Άκουα ακόμα το τραγούδι των σπουργιτιών

Καί τη μελωδία που ύφαιναν
Με τις αχτίνες του ήλιου τα τζιτζίκια.

Με τον καιρό όμως τα λουλούδια χαμήλωναν

Ενώ εγώ προχωρούσα μέσα στο ύψος του ουρανού
Και μπορούσα τώρα να βλέπω πράγματα
Που προηγουμένως δεν έβλεπα,
Κι ακόμα όταν στεκόμουν στις άκριες των δαχτύλων των ποδιών μου
Άπειρα άλλα που δεν υπελόγιζα την ύπαρξή τους.

Και είδα πως όταν βασιλέψει ο ήλιος

Αρχίζει η ανατολή ενός άλλου κόσμου
Με νυχτερίδες, τριζόνια, πουλιά κλαυθμηρίζοντα,
Είδα πως η ήμερα είναι για τη χαρά
Και η νύχτα για το μυρολόι
Αλλά και η μητέρα της μέρας.

Είδα πάνω στον γκρίζο κορμό των δέντρων

Να στίλβουν διαφανή τα τζιτζίκια
Άδεια από τραγούδι,
Άδεια από ψυχή.

Τότε άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μας

Και όρμησε μέσα στο σπίτι η θάλασσα
Με τα ωραία καράβια της
Και τους ολόλευκους γλάρους.



Μέρος Δεύτερο
Ωδές δ΄, ε΄, στ΄



δ΄

ΠΟΙΟΣ όμως ήταν αυτός που καθώς περπατούσα
Στάθηκε στο δρόμο μου
Και δεν μ’ άφηνε να περάσω το σκοτάδι
Για να φτάσω εκεί που χορεύουνε τ’ άνθη;
Ποιός ήταν αυτός που όλη τη νύχτα
Πάλευε μαζί μου;

Δυνατός και αόρατος
Ένοιωθα τη δύναμή του να καταβάλλει το σώμα μου
Ενώ εγώ είχα μονάχα ν’ αντιτάξω το φόβο μου
Και την άδεια ψυχή μου.

Κι όταν ο ήλιος εφάνη
Τότε μπόρεσα να συνεχίσω τα βήματά μου
Σέρνοντας όμως το ένα μου πόδι
Πονώντας ψηλά στον μηρό.

Κατάλαβα τότε πως
Ήταν αυτός που καλύπτει την κτίση με τον μαύρο μανδύα
Ενώ την ίδια ώρα για ν’ απαλύνει το φόβο του σκότους
Τον στολίζει με τ’ άστρα.
Ήταν αυτός που γεμίζει
Την ερημιά της ψυχής με ρόδα τερπνά.
Και η πληγή του μηρού μου ήταν η πληγή της αγάπης.

Και θυμήθηκα τότε
Ότι αυτός που πληγώνει
Είναι και αυτός που έχει και τη δύναμη να θεραπεύσει.
Και πως αφού από τότε που εφάνη η ομορφιά
Άγρυπνο το φίδι ελλοχεύει
Σώμα και ψυχή πρέπει να είναι καλά γυμνασμένα
Και να μη κοιμούνται ποτέ.

Να μπορεί να παλεύει το σώμα
Να μπορεί η ψυχή να αντέχει
Γιατί πολλοί είναι εκείνοι
Που με αγωνία περιμένουν τον ερχομό της ανοίξεως
Για να ποδοπατήσουν τα χελιδόνια.



ε΄

Η ΘΑΛΑΣΣΑ κραυγάζει επίμονα μέσα στη νύχτα
Και η κραυγή της ορθώνοντας αφρισμένα τα κύματα
Διαπερνά την ακοή και ξυπνά
Πανάρχαιες μνήμες που κοιμούνται στο βάθος της
Και στο βάθος της ψυχής των ενοίκων.

Έτοιμο το καράβι για το μεγάλο ταξίδι.
Οι άντρες στα κουπιά, στα πανιά
Και στην πρώρα για ν’ ανοίγει το δρόμο
Μια κόρη με τα μαλλιά λυμένα
Να κυματίζουν στην πνοή των ανέμων
Τα μαλλιά που περιείχαν τον άνεμο
Κι όταν ακόμα σιγούσε.

Τα γυμνά στήθη σχίζουν την καταιγίδα και την ομίχλη
Τα μάτια που δεν γνώρισαν τον ύπνο
Μήτε τη μέρα, μήτε την νύχτα
Ανοιχτά για να βρίσκουν το δρόμο.

Και το ταξίδι συνεχίζεται ως τώρα
Ανάμεσα στους βράχους και ανάμεσα
Στους σκοτεινούς και μυστικούς διαδρόμους των άστρων.

Όμως το μυστικό κανείς δεν το κατέχει
Το καράβι μας δεν έχει μαζί του την άγκυρα.


στ΄

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ μέσα στον ύπνο μου άκουα βήματα
Και τη σκάλα να τρίζει
Χωρίς ωστόσο να υπάρχει κανείς
Ν’ ανεβαίνει ή να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια.
Κι έφταναν ψίθυροι και ομιλίες
Παράξενες και όμως οικείες
Χωρίς και πάλι να βλέπω άλλους ανθρώπους.

Τότε κατάλαβα πως μέσα στο σπίτι
Κατοικούν και κινούνται με άνεση
Σαν νά ‘ναι δικό τους
Και άλλοι πολλοί.

Κι όπως τα γλυκά νανουρίσματα της μητέρας
Μέρα με τη μέρα μεγαλώνουν τα βρέφη
Έτσι και τούτες οι φωνές οι απόμακρες
Μέρα με τη μέρα μεγάλωναν την ψυχή των ενοίκων
Που γινόταν στο τέλος τόσο μεγάλη
Ώστε δεν μπορούσε πια να χωρέσει στο σώμα τους.

Γι’ αυτό το άφηναν εγκαταλελειμμένο
Πότε στις πλαγιές των βουνών και στην απλωσιά του κάμπου
Πότε στα βάθη των θαλασσών

Αναπάντεχο δείπνο κορακιών και ψαριών
Κι άλλες φορές αιωρούμενο,
Ενώ ο ουράνιος θόλος από εκείνη την ώρα
Έλαμπε και κάθε φορά με περισσότερη λάμψη.



ζ΄

ΕΒΛΕΠΑ ανθρώπους πολλούς να συνωθούνται
Χωρίς ωστόσο να μπορώ να πω αν ήταν
Στο βάθος του ύπνου μου
Ή αν ξυπνητός τα μάτια μου ακόμα δεν γέμιζαν
Άντρες με ωραίο παράστημα
Να δρασκελούν τη γη με βήμα βαρύ
Και να υψώνονται πιο πάνω
Από αόρατες φτερούγες αιρόμενοι.
Γυναίκες με μαλλιά που μέσα τους τρεμόσβηναν άστρα
Γυναίκες κήποι πανέμορφοι και μοσχοβολισμένοι.

Γέμιζαν όμως τα μάτια μου με φρίκη
Και πλημμύριζαν από τρόμο
Καθώς έβλεπα τα ίδια πρόσωπα σε λίγο
Με σταματημένα τα κύματα των μαλλιών τους
Και τα γένια τους
Από πηλό και αίμα πετρωμένα.

Ένας κρατούσε το κρανίο του που έσταζε κόμπο κόμπο των μελισσών το μέλι,
Κι από τους χαϊδεμένους με τρυφερότητα λαιμούς των παιδιών
Ανάβλυζε με ορμή αθώο το αίμα.

Κι έβλεπα άλλους να περιΐπτανται μέσα στον αιθέρα
Νεοσσοί πτηνών και πτηνά με ανθρώπινο σχήμα
Τερετίζοντας με όψη που αγλάιζε
Η θέα αθέατων κόσμων.

Είδα τους κήπους να καίγονται και σύγνεφο πυκνό ο καπνός
Ν’ ανέρχεται ως μοσχολίβανο,
Και άλλους να πορεύονται σκυθρωποί
Γιατί ένα ένα τα πέταλα των ονείρων τους
Αποσπούσε με βία η ζωή που ήταν βαρειά να τη ζήσουν,
Η ζωή που φαινόταν πνοή εωθινή κάποτε.

Μα και πάλι έπαιρναν το πρώτο τους σχήμα
Κι αντηχούσε ένα μέλος από παράταιρους ήχους
Και κάθε χάντρα που χτυπούσε την άλλη
Στο μακρύ κομπολόϊ, ήταν σαν επιτύμβια
Ενός κόσμου που πέθανε μα που και πάλι
Ερχόταν ξανά στη ζωή:
Τιμήεν τε γαρ εστί και αγλαόν
Ανδρί μάχεσθαι γης περί και παίδων κουριδίης τ’ αλόχου.
Σκιάς σκιά άνθρωπος.
Ηγούμαι σκύβαλα είναι.



η΄

ΤΟΤΕ καθώς περνούσε ο καιρός
Συνέβη κοιτάζοντας τη μεγάλη λιτανεία να πορεύεται
Κάτι παράδοξο.
Ήταν σαν να έβλεπα απέναντι μου σε καθρέπτη
Το είδωλο μου.
Τον ίδιο τον εαυτό μου
Να παίρνει τη μορφή όλων αυτών
Που ανεβαίναν και κατεβαίναν τις σκάλες.

Η κτίση έλαμψε
Σαν το άστρο που βγαίνει δροσερό από τη θάλασσα
Ο τρόμος και η φρίκη παραμέρισαν
Και περνά με τα λευκά της ιμάτια
Όλη φως
Όλη μουσική
Η ζωή, η ωραία κι αγαπημένη.



θ΄

ΑΥΤΟ που αρχίζει σε κάποια στιγμή
Κάποια στιγμή θα τελειώσει.
Το χόρτο, το πουλί, το σπίτι, ο άνθρωπος,
Όλα θα πληρώσουν τον φόρο θεάματος
Για τον λίγο χρόνο της παρουσίας τους μέσα στο φως.

Ποιός είναι έκείνος που μπορεί να περπατήσει μέσα στο φως
Και να μη έχει στο πλάι του τη σκιά του
Τη μαύρη σκιά του θανάτου;
Ποιό αντικείμενο μέσα στην κτίση μπορεί να υπάρξει
Χωρίς να το ακολουθεί η σκιά του,
Η σκιά που τριγυρίζει τις επιφάνειές του,
Που με το βασίλεμα του ηλίου πληθαίνει
Και το αφανίζει;


Μπορούμε να στηρίξουμε τον άνθρωπο στα πόδια του για λίγο.
Μπορούμε και το σπίτι να στηρίξουμε για λίγο.
Είναι όμως για να δούμε τον ήλιο
Να συμπληρώνει το τόξο της διαδρομής του
Για λίγες ακόμα φορές;
Ή για να κάνουμε τα ίδια και τα ίδια πράγματα για λίγες ακόμα φορές,
Και τότε ποιό είναι το όφελος;


Ή μήπως μας υπολείπονται ακόμα μερικά σκαλοπάτια
Στην ουράνιο κλίμακα ωσότου φτάσουμε στο πλατύ σκαλοπάτι
Όπου θ’ αποθέσουμε τα τάλαντα της καλής εμπορίας;

Αυτό που αρχίζει σε κάποια στιγμή
Κάποια στιγμή θα τελειώσει.
Μα όσο υπάρχει ο κόσμος αυτός
Κάθε πράγμα που τελειώνει
Γίνεται ο σπόρος που λαχταρά μιαν άλλη ζωή.
Πολιτείες χάνονται, και πολιτείες έρχονται και πάλι στη ζωή,
Οι άνθρωποι πεθαίνουν και οι άνθρωποι πολλαπλασιάζονται,
Και ο αναδασμός της γης δεν έχει τέλος.

Γι’ αυτό και όσο υπάρχει ο κόσμος αυτός,
Και δεν φαίνεται στον ορίζοντα ο καπνός που θα καλύψει την ομορφιά του,
Όσο ο ουρανός είναι ακόμα ανοιχτός
Αξίζει και το Σπίτι αυτό να στέκει
Και είναι δίκαιο να υπάρχει
Ως η μόνη καταφυγή των ενοίκων του.

........................................................................................................................




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



δ΄ 



στ. 6. Γένεσις, 32: 25-32 



ζ΄ 

17. Ηροδότου Ιστορίαι Ε, 114: 



Ονησίλου μεν νυν Αμαθούσιοι, ότι σφέας επολιόρκησε, αποταμόντες την κεφαλήν εκόμισαν ες Αμαθούντα και μιν ανεκρέμασαν υπέρ των πυλέων. κρεμαμένης δε της κεφαλής και ήδη εούσης κοίλης εσμός μελισσέων εσδύς ες αυτήν κηρίων μιν ενέπλησε. τούτου δε γενομένου τοιούτου (εχρέωντο γαρ περί αυτής οι Αμαθούσιοι) εμαντεύθη σφι την μεν κεφαλήν κατελόντας θάψαι, Ονησίλω δε θύειν ως ήρωι ανά παν έτος, και σφι ποιεύσι ταύτα άμεινον συνοίσεσθαι. 


18. Πολυαίνου Στρατηγήματα 8.48.1. Στο έργο του Κυριάκου Χατζηϊωάννου, Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς Πηγάς, τόμος Α΄: 

Αξιοθέα, Νικοκλέους γυνή, Κυπρίων βασιλέως, πολλών ηκόντων παρά Πτολεμαίου βασιλέως Αιγύπτου καταλυσόντων την αρχήν, επειδή Νικοκλής μεν αυτόν ανεκρέμασεν, οι δε αδελφοί αυτού σφας αυτούς κατέσφαξαν, αυτή δε τας των τελευτηκότων αρετάς εζήλωσε· και τας τε αδελφάς αυτών, και μητέρας, και γυναίκας συγκαλέσασα, έπεισε μηδέν ανάξιον υπομείναι του γένους. Αι δε, πεισθείσαι, συνέκλεισαν μεν ασφαλώς της γυναικωνίτιδος τας θύ­ρας· αναδραμούσαι δε επί τα στέγη, του πλήθους των πολιτών συνδεδραμηκότος, τα μεν τέκνα φερόμεναι εν ταις αγκάλαις απέσφαξαν, πυρ δε ενείσαι τοις ορόφοις, αι μεν τοις ξίφεσιν αυτάς διεχρήσαντο, αι δε ευθαρσώς τη φλογί προστρέχουσαι διεφθείροντο. Αξιοθέα δε στρατηγός ην εν τοις δεινοίς αρίστη· ότε γαρ είδεν ευγενώς απάσας κειμένας, τότε και αυτή το ξίφος καθείσα δια της σφαγής, αυτήν, έρριψεν εις την φλόγα, ίνα μηδέ νεκρού σώματος οι πολέμιοι κρατήσωσιν. 



24. Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Πόλεμος και δυστυχής Παράδοσις της Πόλεως Αμμοχούστου: 

...και ο καπετάν πασάς έτοιμάζετο δια την Κωνσταντινούπολιν εν ω δε εβάρκαρε τους σκλάβους και τα λάφυρα, ένα Γαλεώνι του Μεεμέτ πασά γεμάτον σκλάβους από το άνθος των ευγενών και ευγενίδων νέων της Λευκοσίας, όπου έστελλε τω Σουλτάνω υιώ του, και τω βεζήρη Μεεμέτ, άναψε φωτίαν έξαφνα, και εκάησαν και σκλάβοι και λάφυρα εις μίαν στιγμήν, έθλιψε πολλά τον Μουσταφάν το συμβεβηκός, και κοντά εις αυτό και άλλα δύω εκάη­σαν. Αρνάλδα Αρχόντισσα Ευγενής λευκοσιάτισσα θυγατέρα του κώμητος ‘Ρουχιάς αξιοπρεπεστάτου, ος εφονεύθη εις πόλεμον, ωραία κατ’ εξοχήν, διωρισμένη δια το χαρέμι του Σουλτάνου, Ιστορούσι Στέφανος και Καλλέπιος έπραξε τούτο το Ηρωικόν κατόρθωμα, και επί τούτου έδωκε φωτίαν, και ευχαριστήθη να γένη πυρός πα­ρανάλωμα με τας αλλάς, παρά να καταισχύνη την δόξαν του γέ­νους της, και να καταντήση εντρύφημα των ασεβών Νικητών της Πατρίδος της. 



36. Καλλίνος, Ελεγεία: 



37. Πίνδαρος, Πυθιόνικος, Η΄. 

38. Προς Φιλιππησίους, 3:8