31 Δεκ 2017

ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ...



[Η Καθημερινή, Τέχνες και γράμματα, η ειδοποιός λεπτομέρεια μιας έκδοσης, 31 Δεκ 2017]

ΕΤΟΣ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
 
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

  Οι αγχόνες στα εξώφυλλα των «Ποιημάτων» του Βασίλη Μιχαηλίδη

Τον Σεπτέμβριο του 1960 πήγαινα στην πρώτη τάξη του Ελληνικού Γυμνασίου[1] Αμμοχώστου με φιλόλογο τον Κυριάκο Πλησή, πρωτοδιόριστο τότε, αν και δεν είχε πάρει ακόμα το πτυχίο του, κι έτσι έναν μήνα μετά μάς είχε «εγκαταλείψει» για λίγες μέρες επειδή πήγε στην Αθήνα για τις τελικές του εξετάσεις. Στα επόμενα χρόνια, σε μεγαλύτερες τάξεις μάς δίδαξαν και ο Θεοδόσης Νικολάου και ο Γυμνασιάρχης Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου.
Την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει η έκδοση[2] του βιβλίου «Ποιήματα» του Βασίλη Μιχαηλίδη κι επειδή οι πιο πάνω αναφερθέντες δάσκαλοί μας εκτιμούσαν το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη κι ακόμα είχαν μιαν ισχυρή ιστορική σχέση[3] μαζί του, αμέσως καταρτίστηκαν και οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων μαθητών να αγοράσουν το βιβλίο, που, τελικά, αγοράστηκε  απ’ όλα τα παιδιά της τάξης μου και πιστεύω το ίδιο θα συνέβηκε και στις άλλες τάξεις.
Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Βασίλη Μιχαηλίδη, αλλά και με τον Τηλέμαχο Κάνθο, που μου είχε κάνει εντύπωση το επώνυμό[4] του∙ αναφερόταν στο οπισθόφυλλο ως ο φιλοτεχνήσας το εξώφυλλο. Στο δίχρωμο –μπεζ και μαύρο– εξώφυλλο φαίνονται οι τέσσερεις μορφές των επισκόπων από το επικό ποίημα «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)». Πάνω από τα κεφάλια τους τέσσερεις αγχόνες και κάτω ο εναπομείνας κομμένος κορμός της λεύκας με τα παραπούλια του. Κάτω αριστερά είναι η «ρκά δκιακονητίνα[5]» του ποιήματος «Η Χιώτισσα», μπροστά σε μιαν κλειστή πόρτα, και πάνω από την πόρτα η Χιώτισσα να «ποσσιεπάζει ’πό ‘ναν πορτίν[6] του παναθυρκού».
Όταν –δυο δεκαετίες μετά– ο αείμνηστος φίλος Φοίβος Σταυρίδης, γνωρίζοντας την αγάπη μου για το βιβλίο, μού είχε προτείνει να ξεκινήσω μια έρευνα για τα εξώφυλλα του Τηλέμαχου Κάνθου, με σκοπό να παρουσιαστεί στο περιοδικό του «ο Κύκλος», δεν αρνήθηκα. Ο ίδιος, όπως και ο Θεοδόσης Νικολάου κάθε τόσο μου έδιναν πληροφορίες για εξώφυλλα του Κάνθου, που είχαν εντοπίσει. Ο τελευταίος δε μου είχε δωρίσει αμέσως ένα αντίτυπο της ανατύπωσης του 1972 των Ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Όταν οι φωτοτυπίες των εξωφύλλων άρχισαν να τακτοποιούνται, πρόσεξα με έκπληξη ότι στην ανατύπωση των Ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη, οι τρεις από τις τέσσερεις αγχόνες του εξωφύλλου –που υπήρχαν στην πρώτη έκδοση, πάνω από τα κεφάλια των τεσσάρων επισκόπων– είχαν εξαφανιστεί∙ υπήρχε μόνο μία. Ήταν φανερό ότι έγινε διόρθωση του σφάλματος της πρώτης έκδοσης, γιατί στην αγχόνη οδηγήθηκε μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ενώ ο υπόλοιποι τρεις επίσκοποι είχαν αποκεφαλιστεί. Βεβαίως, πριν από τον απαγχονισμό του και για «πείσμαν» του και για «φοητσιασμόν» του, είχαν απαγχονίσει κάτω από τον πλάτανο, τον αρχιδιάκον του και τον γραμματικόν του και, ακόμα, αποκεφάλισαν τον βοσκό Δημήτρη.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε –άλλες δύο δεκαετίες– και στις αρχές αυτής της χρονιάς –2017– που διανύουμε, είχα αποφασίσει να δημοσιεύσω[7] την εργασία μου για τον Κάνθο. Ανέσυρα τον φάκελο «Εξώφυλλα Κάνθου», που είχα να τον επισκοπήσω από το 1986, τη χρονιά, δηλαδή, που είχα μερικές συναντήσεις με τον Τηλέμαχο Κάνθο, για επίλυση αποριών και συμπλήρωση τής εργασίας μου. Στο χαρτονένιο κουτί με το υλικό ήταν και οι δύο μικρές κασέτες μαγνητοφώνου από τις συναντήσεις μας. Τις άκουσα ξανά και χάρηκα που υπήρχε αναφορά στις αγχόνες. Δεν χρειάστηκε καν να τον ρωτήσω σχετικά. Μόλις είδε τα εξώφυλλα του Βασίλη Μιχαηλίδη, χαμογέλασε, έμεινε για λίγο ακίνητος να τα κοιτάζει, βυθισμένος στο βάθος δυο τριών δεκαετιών και μετά συνέχισε να σχολιάζει:

…θυμάμαι …είχα κάνει τα σχέδια για το βιβλίο του Βασίλη Μιχαηλίδη, είχα σχεδιάσει τις τέσσερεις αγχόνες, και όταν τυπώθηκε το βιβλίο, ο Ξιούτας[8], που είχε την επιμέλεια της έκδοσης, δεν είπε λέξη. Ο Ιντιάνος[9], όμως, που ήταν ψατζιή[10], όταν με βρήκε μου είπε: πώς τα κατάφερες να τους κρεμμάσεις και τους τέσσερεις; Λέω, καλά, δεν τους εκρέμμασαν; Όχι, λέει, κρέμμασαν μόνο τον Κυπριανό∙ τους άλλους, τους αποκεφάλισαν!


σημειώσεις

[1]  Τα γυμνάσια, τότε, ήταν εξατάξια και ισότιμα με τα σημερινά λύκεια.
[2] Βασίλη Μιχαηλίδη, Ποιήματα, Κύπρος 1960, έκδοση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεμεσού. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε από επιτροπή, που «είχε συσταθεί κατά πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου Λεμεσού» με προλεγόμενα και προταγμένες σημειώσεις στα κυριότερα ποιήματα τής συλλογής από τον Ν. Ξιούτα. Έγινε ανατύπωση του βιβλίου τον Νοέμβριο του 1972 και πάλι τύποις Ι. Γ. Κασουλίδη & Υιών Λτδ, Λευκωσία.  
[3] Το 1948 είχε ανεβαστεί από το Σχολείο μας «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Κύπρω, δράμα εις κυπριακήν διάλεκτον», με δραματοποίηση του Κυριάκου Χατζηιωάννου και διδασκαλία του Γιάννη Αναγνωστόπουλου. Στην παράσταση είχαν υποδυθεί ρόλους, μαθητές τότε, τόσον ο Κ. Πλησής όσον και ο Θ. Νικολάου, και αξίζει να σημειωθεί ότι τον ρόλο του Κυπριανού είχε υποδυθεί ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Αργότερα, το 1960, η δραματοποίηση του Δρος Χατζηιωάννου κυκλοφόρησε και ως βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, με προλεγόμενα και γλωσσάριο του ιδίου από τις Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου.  
[4] Δύο χρόνια πριν, στο Δημοτικό Σχολείο μάς είχε επισκεφθεί ένας επιθεωρητής Τέχνης με το όνομα Κάνθος, μας μίλησε και μάλιστα είχε ζωγραφίσει ένα παιδί που είχε μεγάλα χαρακτηριστικά αυτιά. Πολύ αργότερα έμαθα πως ήταν αδελφός του Τηλέμαχου Κάνθου.
[5] Η γριά ζητιάνα.
[6] Εδώ, ο Μιχαηλίδης με τη λέξη πορτίν, ίσως, θα εννοούσε «ένα από τα παραθυρόφυλλα», ο Κάνθος, όμως, εμφανίζει τη Χιώτισσα να «ποσσιεπάζει» ανάμεσα από τις κάθετες και οριζόντιες σιδεριές του παραθύρου.
[7] Η εργασία μου, τελικά, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κυπριακή Βιβλιοφιλία και Φιλοτεχνία, τεύχος 1/41, Ιανουάριος – Ιούνιος 2017, σσ. 81-104, με τίτλο «Μικρά χαρακτικά και σχέδια του Τηλέμαχου Κάνθου για διακόσμηση βιβλίων και άλλων εντύπων».  
[8] Νικόλαος Ξιούτας, φιλόλογος, αδελφός του φιλολόγου Παύλου Ξιούτα.
[9] Αντώνης Κ. Ιντιάνος, λόγιος, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, συνιδρυτής με τους Κ. Προυσή και Ν. Κρανιδιώτη των Κυπριακών Γραμμάτων, εξέδωσε την «Εκλογή από τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, Λευκωσία, 1942, (Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων, Α. Κουδουνάρης, 1993).
[10] Κυριολεκτικά σημαίνει δηλητήριο∙ μεταφορικά: κάνει υπερβολικό κρύο ή δεν του ξεφεύγει τίποτε.   


29 Δεκ 2017

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Εύχομαι ο καινούργιος χρόνος να φέρει τη λευτεριά στην πατρίδα μας. Με τόσες ευχές, βέβαια, δεν μπορεί παρά κάποτε να γίνει! Όμως, ας κάνουμε κι εμείς κάτι, γιατί κάποια μέρα, μπορεί να ξυπνήσουμε και να μην έχουμε πατρίδα. 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!


...όταν ήμουν φοιτητής δεν ησύχαζα ποτέ! είχα πάθος με τη ζωγραφική! ζωγράφιζα ακατάπαυστα, όπως μπορούσα, σε ό,τι εύρισκα μπροστά μου! Είχα επισκεφτεί μια φίλη μου... και χρησιμοποίησα τις "σκιές" της για τα μάτια... σε μια καρτούλα 4x7 εκ. ...την είδα με μια όμορφη κορνίζα προχθές στη Λεμεσό! 

20 Δεκ 2017

Αδαμάντιος Διαμαντής, Λεύκες

 Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 Για τη λέξη «ύλαντρον» του Βασίλη Μιχαηλίδη

Με την έκδοση του επικού ποιήματος  «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)» του Βασίλη Μιχαηλίδη είχαν ξεκινήσει και οι έριδες ή έστω προσπάθειες εξήγησης ή ετυμολόγησης της λέξης ύλαντρον ή ίλαντρον, που αναφέρεται μόνο μια φορά στο ποίημα και ενδεχομένως σε ολόκληρο το σώμα τής ποίησής του. Έχουν δοθεί μέχρι τώρα πάμπολλες διαφορετικές εξηγήσεις, αλλά η λέξη εξακολουθεί να απασχολεί τους αναγνώστες και μελετητές του έργου του Μιχαηλίδη. Κάποιες από τις εξηγήσεις είναι αντιφατικές μεταξύ τους, κάποιες αναιρέθηκαν από τους ίδιους τους εισηγητές, υιοθετώντας αργότερα άλλην άποψη, ενώ κάποιες άλλες εμφανώς δεν μας πείθουν. Ιδού μερικές από τις εξηγήσεις: Γ. Λεύκης: «απ’ τη ρίζα, σύρριζα», και «παχύκορμη [λεύκα]», Α. Κ. Ιντιάνος: «μεγάλο, αντρειωμένο δέντρο»,  Α. Πανάρετος: «κάθε νεαρό δέντρο που υλομανεί», Κ. Μ. Καραμάνος: «το δασοφουντωμένο δέντρο», Α. Περνάρης: «γεράνδρυον / γέρανδρυς = παμπάλαιον», Κ. Α. Πιλαβάκης: «αρρωστημένο, γέρικο», Κ. Π. Χατζηιωάννου: «από γης» και αργότερα ότι η λέξη προέρχεται από το «γέραντρον»,  και άλλοι, που είπαν: «το πολύ ζωηρόν και άκαρπον δένδρον», ή «το γεμάτο ζωτικότητα» κτλ. [βλέπε: Κ. Ιωάννου, για τη λέξη «ίλαντρον» της «9ης Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)», Αλήθεια, 29/6/2017 και, του ιδίου: «Η παράδοση και τα εκδοτικά προβλήματα του ποιητικού έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη […], Εκδόσεις Επιφανίου, 2017, σσ. 895-899 ].

Η ενότητα των στίχων στην οποία περιέχεται η λέξη «ύλαντρον» είναι η πιο κάτω:

            Σφάξε μας ούλους τζ΄ ας γενεί το γαίμαμ μας αυλάτζιν,
            κάμε τον κόσμον ματζελειόν τζαι τους ρωμηούς τραούλια, 
            αμμά ξερε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
            τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
            Το ‘νιν αντάν να τρω την γην, τρώει την γην θαρκιέται,
            μα πάντα τζείνον τρώεται τζαι τζείνον καταλυέται.

Θα ήθελα να δώσω και τη δική μου εξήγηση ή καλύτερα μαρτυρία, γιατί πιστεύω πως πολλές φορές, μεγάλες αλήθειες κρύβονται πίσω από τα πιο απλά πράγματα.

Έτυχε, λοιπόν, να ζήσω την παιδική μου ηλικία, στην Καρπασία, την εποχή, που υπήρχε, ακόμα, η βράκα και το ησιόδειο άροτρο με τα «βούδκια».  Ο Πιέρας Χατζημιχαήλ, ένας από τους τρεις αδελφούς του παππού μου -που δεν γνώρισα καθώς είχε πεθάνει στα είκοσι εφτά του χρόνια- και που είχε γεννηθεί πριν από το 1900, άνθρωπος που δούλευε τη γης, όπως και τ’ αδέλφια του, ζούσε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως έζησαν οι δικοί του παππούδες και προπάπποι δεν ξέρω κι εγώ πόσους αιώνες πριν.  

Όταν αλώνιζε, μας ανέβαζε στη «βουκάνη» και όταν όργωνε μας επέτρεπε να βάλουμε το χέρι στον "άθθρωπο" του αρότρου για να οδηγήσουμε για λίγο. Έτσι, μια μέρα, που έτυχε να οργώνει κοντά στο σπίτι μου και όχι στους κάμπους, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μου έμαθε τα μέρη του αρότρου: «αυτό εδώ που κρατάς είναι ο «άθθρωπος», ετούτα είναι τα «φτερά», μέσα στο χώμαν εν΄ το «’νιν», εκείνος είναι ο «ζυός» κι ετούτο δώ το «ύλαντρον» του αλέτρου». Και λέγοντας τα τελευταία λόγια χτύπησε με τη βουκέντρα του δυο φορές το μακρύ ξύλο που σήμερα αναφέρεται σαν σταβάρι. Ο παππούς αυτός, ασφαλώς ούτε είχε διαβάσει ούτε είχε ακούσει για τον Βασίλη Μιχαηλίδη και αμφιβάλλω αν είχε ακούσει, ακόμα, και ραδιόφωνο.    

Για μένα δεν υπάρχει άλλη εξήγηση: «ύλαντρον» είναι ο κομμένος κορμός της λεύκας. Ο κομμένος κορμός της λεύκας για να γίνει το σταβάρι στο ησιόδειο άροτρο των παππούδων μας είτε κάτι άλλο για παρεμφερή χρήση. Το θεωρώ πολύ λογικό αυτό, γιατί το σταβάρι έπρεπε να ήταν ευθύ, στέρεο και ελαφρύ ξύλο και ο κορμός της λεύκας προσφέρεται θαυμάσια για τον σκοπό αυτό.

Στην εξήγηση αυτή οδηγεί και η σύνταξη του στίχου. Δηλαδή, το ύλαντρον είναι ουσιαστικό και όχι επίθετο της λέξης «καβάτζιν». Έτσι, η ερμηνεία των στίχων δεν πρέπει να είναι άλλη παρά η πιο κάτω:

να ξέρεις, πως όταν η λεύκα κόβεται για να γίνει ύλαντρον,
τριγύρω της ξεπετάγονται τριακόσια παραπούλια.

Αν η λέξη «ύλαντρον» ήταν επίθετο στη λέξη «καβάτζιν» ο Βασίλης Μιχαηλίδης πολύ εύκολα θα μπορούσε να γράψει τον στίχο κάπως έτσι: «αμμά ξερε όντας κοπεί το ύλαντρον καβάτζιν», που ομοιοκαταληκτεί θαυμάσια με προηγούμενον στίχο ή θα έγραφε κάτι άλλο παρόμοιο και δεν θα άλλαζε τη σύνταξη για να προσθέσει ενδιάμεσα εκείνο το «όντας κοπεί».

Και τέλος, κάτι που ενισχύει την άποψη ότι «ύλαντρον» είναι ο κομμένος κορμός της λεύκας για να γίνει μέρος του αρότρου, είναι και το γεγονός ότι οι επόμενοι δύο στίχοι αναφέρονται πάλι στο ησιόδειο άροτρο και πιο συγκεκριμένα στο «υνί». Τι πιο φυσιολογικό ο ποιητής να εμπνέεται από το «ύλαντρον» και να στιχουργεί, αλλά η σκέψη του να μην απομακρύνεται και να τριγυρίζει και σε άλλα μέρη του αρότρου όπως το «’νιν».
 

Εφημερίδα Αλήθεια, 18 Δεκεμβρίου 2017, πολιτισμός, σ.19

18 Δεκ 2017

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ

Χριστουγεννιάτικο διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 Το χριστουγεννιάτικο δώρο
                                                                                   
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο εγγονός μου είχε κλείσει την πρώτη επταετία της ζωής του κι ανάμεσα στα πολλά κουτιά με δώρα που πήρε, και που τελικά δεν του έκαναν καμιά αίσθηση, ήταν και το δώρο της νονάς του, το πιο φανταστικό δώρο, όπως μου είπε αργότερα, που τον έκανε ευτυχισμένο. Ήμουν εκεί και είδα με τι χαρά το δέχτηκε. Ξέσχισε το περιτύλιγμα κι όταν έκπληκτος αντίκρισε την εικόνα που ήταν τυπωμένη στο κουτί, το χάιδευε και δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν η σανίδα με τα τέσσερα τροχάκια των ονείρων του. Αμέσως, αναζήτησε με το βλέμμα τον πατέρα του, για να διερευνήσει ποια εντύπωση είχε κάνει σ΄εκείνον, γιατί μπροστά του εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βρισκόταν αυτό που είχε ζητήσει λίγους μήνες πριν και ο πατέρας επίμονα τού είχε αρνηθεί. Η θετική όμως εικόνα που αντίκρισε και το χαμόγελό του, διέλυσαν την αγωνία του και τον χαροποίησαν. Έσφιξε τις γροθιές του και τις κουνούσε πάνω κάτω βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Έβγαλε τη σανίδα από το κουτί και την έβαλε στην αγκαλιά του με αγάπη.

Τις επόμενες μέρες, με την καθοδήγηση του πατέρα του, με μεθοδικότητα και υπομονή, κατακτούσε το παιχνίδι σωστά, και μάθαινε όλα τα μυστικά και τις εντυπωσιακές φιγούρες του. Αργότερα, τα απογεύματα, συνέχισε να κάνει την εξάσκησή του πότε στο πάρκο και πότε στο πλάτωμα του αδιεξόδου. Μαζί με τον εξάδελφό του και άλλα δύο παιδιά της γειτονιάς συγκρότησαν την παρέα του skateboard. Τα παιδιά έπαιζαν, ευτυχώς, ήσυχα χωρίς φωνές και έτσι κανένας από τις γύρω πολυκατοικίες δεν ενοχλείτο.

Από την πρώτη μέρα που άνοιξαν τα σχολεία μπήκα κι εγώ στη ρουτίνα μου και κάθε μεσημέρι βρίσκομαι στο σχολείο. Στη μία και πέντε ακριβώς χτυπά το κουδούνι και τα παιδιά ξεχύνονται έξω από τις τάξεις σέρνοντας τις τσάντες-καροτσάκια, και σε δυο τρία το πολύ λεπτά βλέπω τον εγγονό μου να με εντοπίζει και να μου δίνει σήμα σηκώνοντας το χέρι. Την ίδια  ακριβώς κίνηση κάνω κι εγώ, φουσκώνοντας από περηφάνια. Είναι καλό παιδί, και είμαστε φιλαράκια. Θέλει συνέχεια να ρωτά και να μαθαίνει. Με ακούει με προσοχή και ποτέ δεν κάνει ζαβολιές. Κι αυτός ανυπομονεί να μου πει όλα όσα τον απασχολούν, τι έγινε στο σχολείο του, τι είπαν οι φίλοι του και γενικά να μου εξιστορήσει όλα τα γεγονότα της ημέρας. Κυρίως όμως, μόλις μπαίνει στο αυτοκίνητο αρχίζει τις απίστευτες περιγραφές για το νέο του παιχνίδι και κάποτε μου υποβάλλει κάποιες ερωτήσεις που με ξαφνιάζουν, ερωτήσεις που δεν περιμένει ποτέ κανένας ν΄ακούσει.

-Παππού τι είναι το «χαρμπ»; Τι σημαίνει «ισούρια»; Παππού ξέρεις τι είναι το τικ-τακ;

Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή κι εγώ ο καημένος απαντώ πως δεν ξέρω τι είναι αυτά τα παράξενα πράγματα που μου λέει. Δεν είχαμε στην εποχή μας τέτοια παιχνίδια. Το μοναδικό δώρο που πήρα στο Δημοτικό ήταν μια μπάλα και αργότερα λίγα βιβλία. Τα παιχνίδια μας ήταν δικής μας επινόησης και κατασκευής. Θυμήθηκα που είχα φτιάξει κάποτε κι εγώ ένα παιχνίδι. Ήταν ένα αεροδυναμικό όχημα με ένα και μοναδικό τροχό από τενεκεδάκι του «γάλα βλάχας» καρφωμένο σ΄ένα λεπτό πηχάκι, μακρύ ένα περίπου μέτρο. Το οδηγούσα με ταχύτητα στα μονοπάτια και τα στενά δρομάκια του χωριού και δεν ήθελα να σταματήσω το τρέξιμο∙ ήμουν ακούραστος. Ένα μικρό κομμάτι κομμένο από το ίδιο κουτί που ήταν καρφωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να εφάπτεται στον τροχό δημιουργούσε θόρυβο, που όσο πιο γρήγορα έτρεχα γινόταν και πιο γλυκός∙ σαν αληθινό αυτοκίνητο. Βέβαια, όλη αυτή τη φασαρία που γινόταν συμπλήρωνε ο ήχος που δημιουργούσε η γλώσσα και τα χείλη μου, προσπαθώντας να μιμηθώ τη μηχανή. Στη γειτονιά μου είμαστε τρεις φίλοι και υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός στην κατασκευή των οχημάτων μας. Τη διαφορά την έκανε ο θόρυβος που δημιουργούσε το μικρό κομματάκι του τσίγκου καθώς χτυπούσε στις εγκοπές που δημιουργούσαμε στον τενεκεδένιο τροχό αφού πρώτα τις γυρνούσαμε προς τα έξω με μια πένσα.

-Παππού θέλεις να σου πω τι είναι το τικ-τακ; συνέχιζε ο αγαπημένος μου εγγονός, είναι ένα κόλπο που κάνω με το skateboard. Όταν στρίβω βάζω το πόδι μου, όχι το καλό, το άλλο, πατάω πίσω, ανασηκώνεται η σανίδα και τότε πατώ με δύναμη με το καλό, μια εδώ και μια εκεί, και χτυπάνε κάτω οι τροχοί και κάνουν τικ-τακ, τικ-τακ. Όταν ήσουν μικρός είχες σανίδα παππού; Ο μπαμπάς μού είπε πως δεν υπήρχαν σανίδες όταν ήταν μικρός, αλλά τώρα που ο κόσμος έγινε καλύτερος, υπάρχουν πολλά παιχνίδια για όλα τα παιδιά, και κάθε παιδί βρίσκει το παιχνίδι που του αρέσει.

-Σου είπε ο μπαμπάς ότι ο κόσμος έγινε καλύτερος; τον ρωτώ μα, δεν περιμένω απάντηση και τον οδηγώ αλλού με μια άλλη ερώτηση που μπορεί ν΄απαντήσει: ποιο είναι το πόδι το καλό και ποιο το άλλο πόδι που δεν είναι το καλό; Αυτός έχει έτοιμη την απάντηση.

-Παππού, το καλό πόδι είναι αυτό που πατά πάντα μπροστά στη σανίδα. Το άλλο μπορούμε να το μετακινούμε όπου θέλουμε και μας βοηθά να κρατάμε ισορροπία, να σταματάμε ή να κάνουμε το τικ-τακ. Έχει κι άλλα κόλπα αλλά θα σου τα πω άλλη φορά.    

Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές, τον περίμενα ως συνήθως στα σκαλάκια, μα εκείνη την ημέρα δεν είχε κέφι να μου μιλήσει, ήταν σκεφτικός κι ήτανε φανερό πως κάτι τον βασάνιζε. Οι διερευνητικές ερωτήσεις μου περιστράφηκαν γύρω από το σχολείο, ωστόσο δεν διαπίστωσα κάτι που να πήγε στραβά. Όμως, καιγόμουν να μάθω τι συνέβαινε, και συνέχισα λίγο ανήσυχος τις ερωτήσεις μα, τις απαντήσεις του τις έβγαζα με το τσιγκέλι.

Επειδή κάθε μέρα μου περιέγραφε και ένα κόλπο που έκανε με τη σανίδα του, και σήμερα δεν μου είχε πει ακόμα τίποτε, αποφάσισα να τον ερωτήσω ευθέως πώς πάνε τα κόλπα με τη σανίδα. Και η απάντηση ήρθε χωρίς καθυστέρηση.

-Παππού θα σου πω τι έγινε. Εκεί που κατεβαίνουμε στην πλατεία μας, μένει ένα παιδάκι και μας βλέπει που παίζουμε, κάποτε σηκώνει τα χέρια του ψηλά όταν κάνουμε κάτι δύσκολο και κουνά το κεφάλι του και τα χέρια του προσπαθώντας να κάνει κι αυτός ό,τι κάνουμε κι εμείς. Μια μέρα που έκανα ένα κόλπο, κι ανέβηκα με το skateboard σ’ ένα τοιχάκι με χειροκρότησε γιατί του άρεσε πολύ το κόλπο μου. Του είπαμε να έρθει μαζί μας αλλά δεν καταλάβαινε, τον ρωτήσαμε πώς τον λένε μα πάλι δεν καταλάβαμε τι μας είπε, του μιλούσαμε αλλά αυτός όλο «χαρμπ» και «ισούρια» μας έλεγε και έκανε το κεφάλι έτσι, μια εδώ και μια εκεί. Μιαν άλλη μέρα πάλι με χειροκρότησε κι ύστερα βάζει τα χέρια του έτσι, ακουμπά το κεφάλι του επάνω και μας παρακολουθεί από το μπαλκόνι. Σκέφτηκα ότι για να μην θέλει να έρχεται μαζί μας μπορεί να μην έχει skateboard και είπα στη μάμα μου ότι επειδή εγώ έχω δύο να του δώσω το ένα και η μάμα μου με φίλησε και μου είπε μπράβο Κωνσταντίνε μου, να του το δώσεις γιατί σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και όλα τα παιδάκια πρέπει να έχουν δώρα. Όμως η μάμα αγόρασε ένα καινούργιο τυλιγμένο με χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα και την άλλην ημέρα που κατέβηκα για να παίξω με τους φίλους μου πήρα και το δώρο μαζί μου, του έδειξα ότι θέλω να του το δώσω και φώναξε τη μάμα του και μου άνοιξε∙ μπήκα με το κουτί και προχώρησα στο μπαλκόνι που καθόταν για να του το δώσω, αλλά στεναχωρήθηκα παππού, το άφησα κάτω και έτρεξα στο σπίτι και δεν ήθελα να παίξω και πήγα στο δωμάτιό μου.

Τον έβλεπα από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου που ήταν φανερά λυπημένος. Τι ήταν αυτό που σε στενοχώρησε τόσο πολύ Κωνσταντίνε μου, τον ρώτησα, πες μου να καταλάβω κι εγώ, κι εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι από τα ματάκια του που ήταν κόκκινα έτρεχαν δάκρυα που τα σκούπιζε με την ανάποδη του χεριού του.

- Παππού, το παιδάκι δεν είχε πόδια! Δεν είχε πόδια!        



Στα αραβικά η λέξη χαρμπ σημαίνει πόλεμος και η λέξη ισούρια σημαίνει Συρία.