28 Ιαν 2017

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, 2016


ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, 2016, Τ. 1871
"Ο Κύκλος", ο Φοίβος Σταυρίδης, ο Θεοδόσης Νικολάου, ο Γ. Π. Σαββίδης ... 
ο πνευματικός περίγυρος στη Λάρνακα του 1980... 
μια ανάμνηση του 
Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΕΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ 
ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΟΥ 1980
Ιανουάριος του 1980. Ξεκίνημα μιας ακόμα χρονιάς με διάρκεια αιώνα! Εκείνη την εποχή ξυπνούσαμε με την ελπίδα, ακόμα, ότι θα ήταν η τελευταία μας μέρα μακριά από τα σπίτια μας. Πού να φανταστούμε! Απογοήτευση, αγωνία και αβέβαια βήματα, χωρίς ρυθμό, με το βλέμμα και τη σκέψη μας πάντα εκεί. Είχα κλείσει έναν περίπου χρόνο στη Λάρνακα, ζούσα με την οικογένειά μου κοντά στη γραφική εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου του Μακρή που είναι δίπλα στην Αλυκή, και τις ελεύθερες μου ώρες ζωγράφιζα. Εργαζόμουν εκεί κοντά, στο αεροδρόμιο, μετά όμως, βρήκα μια καλύτερη δουλειά…
Ένα πρωί, μπήκε ένας ατημέλητος κύριος με γενειάδα κι έτυχε σε μένα να τον εξυπηρετήσω. Ξεκίνησα τις ερωτήσεις ρουτίνας προσπαθώντας να «δω» το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τα χοντρά γυαλιά και τη γενειάδα, γιατί κάτι μου θύμιζε η φωνή του, μα δεν μπορούσα ακόμα να προσδιορίσω. Καθώς έγραφα σκεφτόμουν την καθαρότητα, την ακρίβεια του λόγου του που δεν είχε καμιά σχέση με την εμφάνισή του.

-Το όνομά σας; είπα στο τέλος. 
-Θεοδόσης Νικολάου, ήρθε αμέσως η απάντηση και έκπληκτος πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο αναγνωρίζοντας τον παλιό μου καθηγητή στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Τον αγαπητό μας Σάκη. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, γιατί εγώ ο άρτι αφιχθείς από την Αθήνα, που ένιωθα συγκίνηση και μόνο που έβλεπα τις πινακίδες που έδειχναν «προς Αμμόχωστο», τώρα για πρώτη φορά, είχα μπροστά μου ένα ατόφιο κομμάτι από την ψυχή της Αμμοχώστου. Ήταν σαν να ζωντάνεψε η αγαπημένη μας πόλη. Και για έναν άλλο λόγο: λίγες μέρες πριν είχα αγοράσει από ένα βιβλιοπωλείο της Λάρνακας το βιβλίο του "Πώς Αναλύουμε Αισθητικά ένα Ποίημα" πράγμα που τον χαροποίησε όταν τον πληροφόρησα. Με προσκάλεσε να συναντηθούμε το ίδιο εκείνο απόγευμα σε κεντρική καφετέρια.

Καθίσαμε ώρες εκεί, μιλώντας μόνο για βιβλία και ζωγραφική. Τέλος, με ρώτησε αν γνώριζα τον Φοίβο Σταυρίδη. Στην αρνητική απάντηση που έδωσα, σηκώθηκε αμέσως και μου είπε: Μα, δεν γνωρίζεις τον Φοίβο Σταυρίδη; Πρέπει να τον γνωρίσεις! Να πάμε αμέσως, τώρα∙ δεν είναι μακριά και σε μερικά, πράγματι, λεπτά φτάσαμε στο φαρμακείο του Φοίβου, στην πλατεία Ακροπόλεως.
Θα αναφερθώ πολλές φορές στον Θεοδόση γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τον Θεοδόση χωρίς τον Φοίβο και τον Φοίβο χωρίς τον Θεοδόση. Είχαν γνωριστεί αμέσως μετά την προσφυγιά, έγιναν φίλοι και η φιλία αυτή γινόταν όλο και πιο δυνατή. Μετά το Γυμνάσιο Παραλιμνίου είχε μετατεθεί σε σχολείο της Λάρνακας. Μια μέρα πρόσεξε πως στην είσοδο του σχολείου είχε ανθίσει μια κάππαρη το πρώτο της λουλούδι. Ένα ωραιότατο κατάλευκο λουλούδι που έλαμπε στο πρωινό φως του ήλιου. Με χαρά το ανακοίνωσε στον καθηγητικό σύλλογο και προέτρεψε τους καθηγητές να πάνε να θαυμάσουν το ωραίο λουλούδι. Δεν πήγε κανένας, είπαν …θα το δούμε όταν θα φεύγουμε. Φυσικά δεν το είδαν ποτέ γιατί το λουλούδι της κάπαρης διαρκεί μόνο για λίγο, μετά μαραίνεται και χάνεται. Αυτό το γεγονός θυμήθηκε ο Φοίβος όταν πήγα να τον δω μια μέρα πριν μας φύγει για πάντα. Ήταν στο Ογκολογικό Κέντρο στη Λευκωσία και μου μιλούσε για τρεις ολόκληρες ώρες με πάθος για το Ίδρυμα που οραματιζόταν. Ήθελε λίγο χρόνο για να μπορέσει να το δει σε λειτουργία μα, δυστυχώς δεν του δόθηκε χρόνος. Όταν τον χαιρέτισα για να φύγω μου είπε τα τελευταία του λόγια: νομίζεις ότι τυχαία με φέρανε σ΄ αυτό το δωμάτιο; Είμαι πιο κοντά στον Θεοδόση μας. Και έδειξε κάτι στον τοίχο πίσω μου. Γύρισα και είδα το κάδρο: μια πανέμορφη ανθισμένη κάππαρη. Ο Θεοδόσης είχε «φύγει» λίγα χρόνια πριν από το ίδιο μέρος.
Φοίβος Σταυρίδης
Πήγαμε, λοιπόν, στο φαρμακείο. Η πρώτη συνάντηση, ήταν πολύ εγκάρδια. Ο Φοίβος, βέβαια, κάθε τόσο σηκωνόταν από το μικρό γραφείο του – το φορτωμένο γραφειάκι του με εκλεκτές εκδόσεις φίλων - για να δώσει κάποιο φάρμακο ή κάποια συμβουλή, μα ήταν διαρκώς μέσα στη συζήτηση. Δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε, αλλά το σίγουρο είναι ότι εκείνη την ημέρα αναπτύχθηκε η χημεία και τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργική συνεργασία που είχαμε τα επόμενα έξη χρόνια που έμεινα στη Λάρνακα.
Οι συναντήσεις μας γίνονταν όλο και πιο πυκνές και σε λίγο έγιναν σχεδόν καθημερινές, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί από ένα τυχαίο γεγονός συνδέθηκα και συνεργάστηκα δημιουργικά με δύο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, σε μια στιγμή που βημάτιζα χωρίς ρυθμό, και ακόμα, μου δόθηκε η ευκαιρία – και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Φοίβο - να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων, και από την Κύπρο και από την Ελλάδα, οι οποίοι έρχονταν για διαλέξεις - πολλές φορές με δική του πρωτοβουλία - και να αναπτυχθούν φιλίες. Ενδεικτικά αναφέρω τον Γιώργο Π. Σαββίδη, Αντώνη Σαμαράκη, Νάσο Βαγενά, Γιώργο Κεχαγιόγλου, τον γιατρό λογοτέχνη Θεόδωρο Μαρσέλλο και τον Αντώνη Μυστακίδη - Μεσεβρινό. Τελικά, ακολούθησα κι εγώ τον δρόμο της λογοτεχνίας και η ζωγραφική μπήκε στο περιθώριο.
Ο Καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης ήρθε για πρώτη φορά στη Λάρνακα τον επόμενο χρόνο, το 1981 δηλαδή, και από τότε, όταν ερχόταν στην Κύπρο προτιμούσε να μένει στη Λάρνακα γιατί έβρισκε το περιβάλλον να του ταιριάζει καλύτερα παρά στην Πρωτεύουσα. Αυτό οφειλόταν βεβαίως, στη φιλοξενία του Φοίβου και στην παρουσία του Θεοδόση Νικολάου με τους οποίους ανέπτυξε μια μεγάλη και δυνατή φιλία, μια αληθινή φιλία που κράτησε για πάντα.
Τους είδα για πρώτη φορά και τους τρεις μαζί στις 16 Σεπτεμβρίου του 1981. Κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι στον κήπο του «Ηράκλη», του περίφημου τότε εστιατορίου της Λάρνακας. Λίγος κόσμος, δύο τρία τραπεζάκια ίσως, όμως η βραδιά θαυμάσια και ο κύριος Σαββίδης φαινόταν πολύ χαρούμενος που απολάμβανε όχι μόνο τους «ειδικούς» μεζέδες του «Ηράκλη» αλλά και τη συντροφιά των εκλεκτών φίλων∙ έδιναν την εντύπωση ότι γνωριζόντουσαν από πολύ παλιά. Πρέπει να ήταν η πρώτη συνάντηση του Γιώργου Σαββίδη με τους φίλους του στη Λάρνακα, αν και ο Θεοδόσης και ο Φοίβος τον είχαν συναντήσει στη διάλεξη για τον Κώστα Μόντη δύο χρόνια νωρίτερα.
Είχα κι εγώ, πρόσκληση για τη βραδιά εκείνη, για να γνωρίσω τον Καθηγητή Σαββίδη, μα κάτι μου έτυχε κι έτσι πέρασα βιαστικά για λίγα λεπτά, μόνο για να τους χαιρετήσω. Συναντηθήκαμε όμως, πιο αργά το ίδιο βράδυ στη βιβλιοθήκη του Φοίβου και ήμουν κυριολεκτικά μαγεμένος.
Οι συναντήσεις μας με τους ανθρώπους αυτούς του πνεύματος στην ξακουστή Βιβλιοθήκη του Φοίβου, με τις υπέροχες αναγνώσεις του Σαββίδη και τις αναλύσεις ποιημάτων του Θεοδόση δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος που τις έζησε να τις ξεχάσει εύκολα.
Με συγκίνηση πρέπει να αναφέρω ότι πολλές φορές, στις 10 Μαρτίου που ήταν τα γενέθλιά τους, ο Σαββίδης κατέβαινε στην Κύπρο για να συνεορτάσει με τον Θεοδόση Νικολάου.

Γιώργος Π. Σαββίδης και Θεοδόσης Νικολάου
Τον Μάρτιο του 1983 συναντηθήκαμε ξανά όλοι μαζί. Το σήμα δίνεται έγκαιρα από τον Φοίβο και τόπος συνάντησης όπως πάντα είναι το φαρμακείο του Φοίβου. Σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε να περπατούμε οι τρεις στην παραλία μπροστά από τις φοινικούδες της Λάρνακας. Εκεί, ξέφυγα από την ομάδα και τους άφησα στον κόσμο τους. Φωτογράφιζα, τα θαλασσοπούλια και τα κύματα της θαλάσσου, αλλά κρυφά τους φωτογράφιζα. Ο Γιώργος με τον Θεοδόση είχαν πιάσει κουβέντα περιπατώντας στην παραλία και φαινόταν ότι απολάμβαναν αυτές τις στιγμές. Κάποια στιγμή που πέρασαν από μπροστά μου, ο Γιώργος γύρισε και χαμογέλασε γεμάτος ικανοποίηση. Ήταν εχθρικός γενικά με τους ενοχλητικούς φωτογράφους, πράγμα που γνώρισα αργότερα, κι αν είχε προηγηθεί το ξέσπασμά του στους φωτογράφους κάποιο βράδυ στην Πύλη Αμμοχώστου* αυτές οι φωτογραφίες δεν θα υπήρχαν.


Πλησιάσαμε στο Κάστρο και γυρίσαμε δεξιά σταυρώνοντας τον παραλιακό δρόμο περνώντας στην παλιά περιοχή της Λάρνακας. Αυτή τη φορά έμεινα λίγο πίσω, φωτογραφίζοντας τα ωραία μπαλκόνια στα παλιά κτήρια με τον Θεοδόση και τον Γιώργο να τα θαυμάζουν. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στο κτήριο που στέγαζε το «Δημητρίειο
Γιώργος Π. Σαββίδης
Πολιτιστικό Κέντρο Λάρνακας». Εκείνη την εποχή εξέθετε εκεί ο Τάσος Στεφανίδης και το πανό με τις σχετικές λεπτομέρειες φαίνεται πολύ καθαρά σε μια φωτογραφία που τράβηξα. Η διάρκεια της έκθεσης ήταν από τις 9 Μαρτίου μέχρι τις 20 Μαρτίου. Ήταν λοιπόν και αυτή η επίσκεψη του Σαββίδη για να συνεορτάσει** τα γενέθλια του με τον αγαπητό του φίλο τον Θεοδόση.


Η περιπλάνηση συνεχίστηκε ώσπου χαθήκαμε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μετά από αρκετή ώρα, ξαφνικά εντοπίσαμε τον Γιώργο στην υπαίθρια λαχαναγορά της Λάρνακας με μια τσάντα πορτοκάλια και το χέρι στο μέτωπο σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Ξαφνικά εξαφανίστηκε και σε λίγο, εμφανίστηκε πάλι χαρούμενος με δύο τσάντες. Του άρεσε πολύ αυτή η γειτονιά και φαίνεται πως είχε έρθει προηγουμένως μόνος του, γιατί μας έδειξε ένα μαγαζί απέναντι απ’ όπου είχε αγοράσει ένα μαχαίρι, προφέροντας όσο πιο κυπριακά μπορούσε τη λέξη «τσιάκκα». Τις φωτογραφίες της μέρας αυτής τις μάζεψα σ’ ένα μικρό άλπουμ ζωγραφίζοντας μια «φοινικούδα» στο εξώφυλλο, έδωσα τον τίτλο «Περίπατος στην Λάρνακα» και του τις έστειλα αργότερα. Το αντίδωρο*** του με χαροποίησε ιδιαίτερα γιατί στην αφιέρωση με είχε κατατάξει ανάμεσα στους φίλους του.

Γιώργος Π. Σαββίδης
Για το περιοδικό «κύκλος» έμαθα πριν ακόμα εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Είχα επισκεφθεί τον Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του, για να του δείξω σχέδια και πίνακές μου, προκειμένου να μου εγκαινιάσει μια έκθεση ζωγραφικής που ήθελα να κάνω στη Λάρνακα και μου μίλησε σχετικά. Μου έδειξε το εξώφυλλο που είχε ετοιμάσει, τον λογότυπο του περιοδικού, με την υπέροχη χαρακτηριστική βυζαντινίζουσα γραφή του, που γνώριζα, βέβαια, από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Τον «κύκλο» τον είχα αγαπήσει πριν εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Δεν έπεσα έξω, με το πρώτο τεύχος – το αφιέρωμα στον Παντελή Μηχανικό - έδειξε την ποιότητά του: ήταν ένα έργο Τέχνης από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, έστω και αν η εκτύπωση γινόταν σ’ ένα μικρό τυπογραφείο με πάρα πολλές δυσκολίες. Ενδιαφέρουσα η ύλη του από το πρώτο ανέκδοτο ποίημα του Μηχανικού μέχρι τη βιβλιοκρισία της τελευταίας σελίδας.
Το δεύτερο τεύχος – με σχέδια και κείμενα του Χριστόφορου Σάββα - έγινε ανάρπαστο. Ήταν φανερό πια ότι είχε τεθεί ένα ορόσημο στα εκδοτικά πράγματα του τόπου, «ο κύκλος» έγραφε ιστορία. Η συνέχεια ήταν όχι μόνο εξίσου καλή, μα και καλύτερη από το ξεκίνημα. Γινόταν προσπάθεια σε κάθε καινούργιο τεύχος να μη επαναλαμβάνονται σφάλματα που εντοπίζονταν σε προηγούμενα.
Ο Φοίβος είχε κάποια εκδοτική εμπειρία, που είχε αποκτήσει από τον Μεσεβρινό, με την έκδοση των Τετραδίων του Ρήγα, και της ποιητικής συλλογής του, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, αλλά ο «κύκλος» δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την εμπειρία. Έχει πιο πολύ την αισθητική του Θεοδόση η οποία διαμορφώθηκε από τη σχέση που είχε με τον Φώτη Κόντογλου και την προσεχτική μελέτη σπουδαίων εκδόσεων που είχε στη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο ή άλλων εκδόσεων. Είναι μια διαφορετική προσέγγιση την οποία ο Φοίβος είχε αποδεχτεί και αφομοιώσει. Στο ιστολόγιό του μιλά για το ψηλό εκδοτικό αισθητήριό του Θεοδόση Νικολάου που μαρτυρείται και από όλες τις εκδόσεις βιβλίων του που φέρουν τη σφραγίδα της δικής του αισθητικής και μνημονεύει την καθοριστική του συμβολή στους προβληματισμούς του στην εκδοτική του πορεία. Ο ίδιος ο Φοίβος είχε επίσης, στη βιβλιοθήκη του σπουδαίες εκδόσεις από τις οποίες μάθαινε. Σε μια έκδοση, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να προσεχτούν: το χαρτί, οι διαστάσεις, το χρώμα, οι αποχρώσεις και οι συνδυασμοί των χρωμάτων, οι γραμματοσειρές κοκ. Όλα αυτά τα συζητούσαμε είτε στο Φαρμακείο είτε το βράδυ στη Βιβλιοθήκη του Φοίβου. Μάθαινα κι εγώ.
Πολλές ιδέες για τεύχη του «κύκλου» γεννήθηκαν μέσα στο φαρμακείο, όπως π.χ. το αφιέρωμα για τον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου. Μαζί κάναμε την πρώτη καταγγελία στην Κύπρο για την καταστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, με κείμενο του Φοίβου, με τα ιδιόγραφα του Θεοδόση και με δύο σχέδια δικά μου. Η ενεργός εμπλοκή μου είχε γίνει από το τρίτο τεύχος με ένα σχέδιο για ένα διήγημα και συνεχίστηκε στα επόμενα τεύχη με το πρώτο μου διήγημα, το σταυρόλεξο που γράφτηκε με παρότρυνση του Φοίβου. Μετά ήταν τα εξώφυλλα για τα αφιερωματικά τεύχη για τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Καβάφη και τον Γ. Πολ. Γεωργίου. Φυσικά, ήταν και τα δύο εξώφυλλα για τα Τετράδια Ποίησης, τα οποία ο Φοίβος θεωρούσε ως τα καλύτερα και για τον λόγο αυτό σε έκθεση που διοργάνωσε ο ίδιος στην Αθήνα τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία.
«Ο κύκλος» καθυστέρησε την έκδοσή του για ένα διάστημα, αλλά συνέχισε αργότερα με την ένδειξη Περίοδος Β’, αλλά μετά από τρία διπλά τεύχη τερμάτισε οριστικά την πορεία του. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του «…το περιοδικό έκλεισε όχι γιατί απέτυχε αλλά απλά επειδή συμπλήρωσε την τροχιά του. Όταν ξεκίνησε ο «κύκλος» το 1980, στόχος ήταν να φέρει στον τόπο μια καινούργια εκδοτική και αισθητική αντίληψη στα φιλολογικά περιοδικά του τόπου».
Ο «κύκλος» πέτυχε τον σκοπό του, πρόβαλε Κύπριους δημιουργούς, έβγαλε στο φως ανέκδοτα κείμενα και πληροφορίες για την πατρίδα του και τους δημιουργούς της. Πέτυχε, γιατί ένας άνθρωπος με όραμα είχε αναλάβει το οικονομικό βάρος και γενικά όλη την ευθύνη της έκδοσής του, εργαζόμενος εξαντλητικά σε ώρες που κανονικά έπρεπε να ξεκουράζεται λόγω του εξουθενωτικού ωραρίου τού φαρμακείου του αλλά και λόγω των πολλών άλλων ευθυνών που ήταν πάντα φορτωμένος. Η χαρά του δεν ήταν μόνο από τον δίκαιο έπαινο που έπαιρνε από τους ελληνιστές στα πέρατα του κόσμου και τα σπουδαστήρια νεοελληνικής φιλολογίας, στους οποίους έστελλε - πάντα με δικά του έξοδα - τον «κύκλο»∙ η χαρά του ήταν γιατί η τιμή αυτή επεκτεινόταν και στην πόλη του με την οποία – είχε μια αμφίδρομη σχέση αγάπης - και ακόμα πιο πλατιά, επεκτεινόταν στην ίδια του την πατρίδα. Η αμφίδρομη αυτή σχέση αγάπης συνοψίζεται πια σε τρεις λέξεις: Ίδρυμα Φοίβου Σταυρίδη, και ελπίζω πως ο Δήμος Λάρνακας θα λάβει όλα εκείνα τα μέτρα για τη διασφάλιση του πολύτιμου και μοναδικού υλικού, και την ομαλή λειτουργία του Ιδρύματος που έχει ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία του.
Εμείς, που τώρα προσπαθούμε με κόπο να φωτίσουμε κάποιες λεπτομέρειες, με οδηγό τα σπαράγματα μιας μνήμης που διαλύεται σε βάθος τριανταπέντε χρόνων, πρέπει, συμπερασματικά, να το δηλώσουμε ξεκάθαρα: ο «κύκλος» τελικά, είναι το … κέντρο του και μόνο! Είναι ένας κύκλος χωρίς περιφέρεια. Είναι μόνο ο εμπνευστής και δημιουργός του με την πολυακτινική δράση και πολυεπίπεδη προσφορά του, που χρησιμοποίησε μόνο λίγα μικρά δικά μας λιθαράκια. Είναι ο Φοίβος Σταυρίδης∙ που για τα λίγα αυτά πετραδάκια που του προσφέραμε, μάς επέστρεψε αμέριστη χαρά μέσω της ποιότητας της δικής του δημιουργικής εργασίας. NN-X 


______________________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Πέμπτη 24 Μαΐου 1984, Πύλη Αμμοχώστου, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, διάλεξη του Γιώργου Σαββίδη: Το τραγικό όραμα του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σαββίδης φανερά ενοχλημένος από τα φλας των φωτογράφων που δεν έλεγαν να σταματήσουν, διέκοψε την ομιλία του και τους έδιωξε.
** Γέννηση Γ. Π. Σαββίδη: 11 Μαρτίου 1929, γέννηση Θεοδόση Νικολάου: 10 Μαρτίου 1930
*** Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής, Ερμής, Νοέμβριος 1983

[Οι φωτογραφίες δεν δημοσιεύονται στο τεύχος της Νέας Εστίας]

26 Ιαν 2017

ISOLAMARA - ΠΙΚΡΟΝΗΣΟΣ


I S O L A M A R A

Ευχαριστώ τον εκδότη μου Dr Velio Carratoni και τις εκδόσεις Fermenti Editrice, τον ποιητή και κριτικό Raffaele Piazza για το κριτικό του σημείωμα στην ιστοσελίδα LITERARY.IT, και τον Δρα Antonio Spagnuolo, βραβευμένο ποιητή, κριτικό και Διευθυντή λογοτεχνικών περιοδικών για τη φιλοξενία του σημειώματος στο ιστολόγιό του POETRYDREAM. Σε λίγες μέρες, ελπίζω, θα έχουμε και τη μετάφραση.


SEGNALAZIONE VOLUMI = N. NIKOLAU CHAZIMICHAIL

Nikos Nikolau – Chazimichaìl – Isolamara  Fermenti Editrice – Roma – 2016 – pagg. 125 - € 16,00



Nikos Nikolau Chazimichaìl è nato a Vassili (Karpassia, Cipro). Esercita l’arte della pittura partecipando ad esposizioni personali e collettive di successo. Ha fatto parte attiva della redazione della Rivista letteraria “Il Cerchio”. Ha all’attivo libri di racconti e di poesia. Sue composizioni poetiche sono state pubblicate in riviste letterarie cipriote e greche.

“Isolamara”, che comprende liriche tratte da “I due mari” (2012) e “Pietramara” con il sottotitolo “Appunti di zattera” (2014), presenta un’introduzione di Crescenzio Sangiglio. Il critico è curatore anche della traduzione della raccolta nella quale è inserito il testo originale a fronte in greco. Si tratta di un libro complesso per i riferimenti ai quali rimanda. Non a caso entrambe le parti sono corredate da note esplicative particolareggiate.

Poetica neolirica tout-court, quella in questione, nella quale sono centrali le immagini naturalistiche idilliache ed elegiache permeate dalla linearità dell’incanto.
Il dettato, connotato da chiarezza e luminosità, è spesso affabulante. 

In “Karpassia”, nome che indica una penisola e un’antica città, nell’incipit il poeta afferma che ogni mattina affila la sua memoria e che un coltello in mezzo a mari che sanguinano lo separa in due. Emerge anche un riferimento all’infanzia e ai collegamenti legati alla madre e al padre. In “La Pietra” si evidenziano immagini e situazioni inquietanti come quella della fatica di portare una pietra in mano, del puntare il dito sulla bestia che urla e della preghiera per cacciare l’ignoto maligno della notte.

I brani sono connotati da eleganza di stile e musicalità raggiunti attraverso il ritmo dei versi suadente e serrato.

A livello strutturale c’è da evidenziare che la maggior parte delle liriche è disposta sulla pagina in maniera tradizionale. Al contrario alcune composizioni di Pietramara sono costituite da sintagmi, unità minime giustapposte senza andare a capo, intervallati da segni grafici simili a quadratini. 

I suddetti testi, caratterizzati da magia e sospensione, sono frutto di un personalissimo sperimentalismo dell’autore.

La prima poesia della scansione I due mari, breve e fortemente verticale, intitolata Luce, è suddivisa in tre strofe e un verso singolo. Si discosta, proprio per la sua struttura, oltre che per i suoi contenuti, da tutte le altre composizioni che fanno parte di Isolamara. In questo testo l’io – poetante si rivolge ad un “tu” presumibilmente femminile del quale ogni riferimento viene taciuto.

Tematica del componimento pare essere quella di un incontro amoroso inserito in uno scenario di vaga bellezza. Infatti vengono detti i cespi d’ulivo e di cipresso e il vermiglio del melograno che fanno da sfondo alla conoscenza dell’amore, simile ad un’epifania, che si fa luce del mondo intero.

L’autore domina la sua materia e in tutte le composizioni le parole si librano sulla pagina a partire dal primo verso senza il minimo apparente sforzo con leggerezza e allo stesso tempo icasticità.

La forma raffinata e ben cesellata diviene elemento fondante del libro che produce un’atmosfera di armonia e compostezza.

Protagonisti di molti testi sono gli uccelli come il gabbiano, il francolino, il fringuello, il cardellino e il passero. In Sinfonia del mattino, che fa parte de I due mari, Nikos li nomina quando viene la luce e si fa giorno nell’oscuro fogliame degli alberi.

Viene manifestata la gioia dei volatili stessi nell’intonare un canto libero e felice insieme all’esplosione della natura nel loro dirigersi verso un nuovo viaggio nell’ignoto. Pare di ascoltare la loro voce, quasi potessero parlare. Il poeta fa una similitudine tra se stesso e gli uccelli, affermando che, mentre questi sono gioiosi con i loro canti festosi, la sua voce è invece amara e infelice.
Il tema del canto è iterativo nelle raccolte e in Invisibile la voce poetante è quella del ginepro che afferma di cantare tra due mari, immagine suggestiva, e di distendere i rami nel vento. A proposito di piante che parlano viene in mente il poeta francese Ponge, che affermava che sarebbe bello se un albero potesse parlare. Il discorso s’inserisce nella tematica della metafora vegetale. 
Cifra essenziale del fare poesia di questo autore è la sua capacità di raggiungere risultati intensi attraverso una parola detta con urgenza avvertita e raffinata. Sospensione e magia sono il risultato che raggiunge spesso con una venatura di dolcezza.

Anche il tema epico è affrontato con scene di battaglie marine e terrestri definite in maniera molto particolareggiata. 

In I Ciottoli si realizza un riflettere della poesia sulla poesia stessa quando è affermato che le liriche vagano come i ciottoli del mare, sono materia malleabile che giungono nelle profondità insieme ai battiti del cuore e ai colori dell’amore. Le poesie propagano nell’abisso silenzioso e sono levigate dall’avventura e sono deposte dalle onde sulle spiagge e nella luce. In questi versi il poeta sembra fare una raffigurazione dell’atto creativo stesso, nella sua genesi, dimostrando una forte predisposizione letteraria. 

Una molteplicità di temi quella affrontata da Chazimichaìl, tra i quali non manca quello religioso. Nel suo esprimere uno stupore di sogno ad occhi aperti, qualsiasi sia l’oggetto del suo poiein, il poeta sa dominare le sue emozioni e i versi, pur spesso debordanti, sono sempre sorvegliatissimi e controllati nel loro dipanarsi. 

Il linguaggio è rarefatto e concentrato, con venature orfiche. Da notare che in larga parte le poesie sono descrittive o espressione dell’effondersi dell’io-poetante molto autocentrato.
Immersione tout-court in un universo composito e visionario è quella che trasmette la lettura di Isolamara, opera non priva di un afflato classicistico.
*
Raffaele Piazza


17 Ιαν 2017

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ (1932-2017)


Χριστόφορος Μηλιώνης

Με βαθιά θλίψη πληροφορήθηκα πριν δυο τρεις μέρες, από μήνυμα του κου Αλέξη Ζήρα, τον θάνατο του αγαπημένου μας δασκάλου Χριστόφορου Μηλιώνη. Στις 26 Δεκεμβρίου αρρώστησε με γαστρεντερίτιδα και –τι σύμπτωση- την ίδια μέρα εμένα με επισκέφτηκε μια ίωση που με κράτησε τέσσερεις μέρες στο κρεββάτι. Πέρασαν αυτά αλλά η συνέχεια ήταν και για τους δυο μας πολύ δύσκολη: -τι σύμπτωση-αρπάξαμε μια γερή πνευμονία. Πυρετός, πόνοι στις κλειδώσεις, αναπνευστικά προβλήματα, πονοκέφαλοι και πολλά άλλα. Ο κύριος Χριστόφορος, δεν άντεξε και στις 5 του Ιανουαρίου, δυστυχώς, κατέληξε. Είχε προλάβει όμως, να δει τα παιδιά και τα εγγόνια του που είχαν έρθει από το εξωτερικό για τα Χριστούγεννα και ήταν πολύ χαρούμενος.

Εγώ, εκείνη τη μέρα, ήμουν στο απόγειο της αρρώστιας μου: πυρετοί, κομμάρες, πονοκέφαλοι, ακτινογραφίες, αξονικός τομογράφος, ορροί, δύο αντιβιώσεις, κάθε τόσο μάσκες υδρατμών… πόσο ήθελα να κοιμηθώ αλλά δεν μπορούσα… σήμερα έκανα ξανά ακτινογραφία: η διπλή αντιβίωση θα συνεχίσει ακόμα για μια βδομάδα και …βλέπουμε.

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, από τους κορυφαίους της λογοτεχνίας μας, μάς έμαθε γράμματα! Εγώ του χρωστώ πολλά γιατί μόνος του πήγε τα διηγήματά μου στο «Μεταίχμιο» και είδαν το φως! Μάλιστα έγραψε και το προλόγισμα χωρίς να το ζητήσω. Και αργότερα ήρθε στην Κύπρο –μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, την κυρία Τατιάνα- μόνο για να τα παρουσιάσει. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο: «Η κόρη του δραγουμάνου».

Μόλις γίνω καλά θα γράψω ένα εκτεταμένο κείμενο για τον Χριστόφορο Μηλιώνη γιατί το αξίζει. Μας αγαπούσε, αγάπησε πολύ την Κύπρο… και δεν είναι τυχαίο που σε βιογραφικό του γράφει: «εργάστηκε ως καθηγητής (1960-1964) σε γυμνάσια της Αμμοχώστου και της άλλης Ελλάδας» … δεν είναι θέμα μόνο τιμής…

Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας Δάσκαλε… δεν θα σε ξεχάσουμε…



Από το ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:http://naenavivlio.blogspot.com.cy/2013/06/blog-post_23.html
Από το ιστολόγιό μου ΛΟΓΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ:http://logosyllektis.blogspot.com.cy/20…/…/blog-post_6.html…
Από το ιστολόγιό μου Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ: http://e-kori.blogspot.com.cy/2012/07/blog-post_8223.html…
Από το ιστολόγιό μου Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ: http://e-kori.blogspot.com.cy/2012/07/blog-post_17.html…

2 Ιαν 2017

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!


1977 …περπατούσα κοντά στην περιοχή του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα… ήθελα να γνωρίσω την πόλη που θα με φιλοξενούσε προσωρινά μέχρι την επιστροφή! Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να περιεργάζομαι τα εκθέματα ενός παλαιοπωλείου και να κουβεντιάζω φιλικά με τον ιδιοκτήτη του. Απαντούσα μηχανικά στις ερωτήσεις του, καθώς προσπαθούσε να προσδιορίσει τα ενδιαφέροντά μου. «Είμαι από την Αμμόχωστο… όχι, όχι δεν έχω δουλειά… θα διοριστώ στη …Δευτέρα Παρουσία… ζωγραφίζω λίγο…». Τα μάτια μου έλαμψαν, καθώς, σαρώνοντας τα αμέτρητα μικροαντικείμενα τριγύρω καρφώθηκαν σ΄ένα πανέμορφο βάζο! «Είναι Κερυνειώτικο» είπε ο γέρος, αναγνωρίζοντας το ενδιαφέρον μου, κι εγώ αστραπιαία το πήρα στα χέρια μου και διάβαζα στη βάση του: «Κεραμεύς»…
… Αυτό το υπέροχο βάζο διάλεξα για τις ευχές μου, φίλοι μου… κάπως καθυστερημένα, καθώς συνέρχομαι με αργό ρυθμό από μια βαριά ίωση…

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!