30 Σεπ 2014

ΤΑ ΠΑΛΑΜΑΡΙΑ

σχέδια της Μαρίας Γιαννακάκη
...Δεν ξέρω. Ωστόσο είναι μεγάλη παρηγοριά που οι περισσότεροι ποιητές, πεζογράφοι και φιλόλογοι του Νησιού συντηρούν με πάθος -και ο καθένας κατά τη δύναμή του- τα ζώπυρα, την κληροδοσιά των προπατόρων. Ο ταχυδρόμος φέρνει συχνά [βιβλία και περιοδικά] και γράμματα εγκάρδιων φίλων. Είναι τα παλαμάρια που με δένουν με το Νησί. 

Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος δεν χρειάζεται συστάσεις ούτε στην Κύπρο ούτε στην Ελλάδα. Είναι γνωστός και περιβάλλεται πάντοτε και παντού με εκτίμηση και αγάπη. Δεν έτυχε να τον γνωρίσω, παρόλο που επισκέπτομαι συχνά τις ...Βάσεις που έχω στη Χαλκίδα [η φιλόλογος αδελφή μου είναι παντρεμένη στη Χαλκίδα και ζει μόνιμα εκεί]. Ο Δάσκαλος μου, ο αείμνηστος Θεοδόσης Νικολάου, μου μιλούσε συχνά γι αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο τον Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο γιατί είχαν κάτι κοινό: τη μεγάλη αγάπη τους για το έργο τού Παπαδιαμάντη.   

Με την ευκαιρία της δημοσίευσης ενός μικρού σημειώματος για τέσσερις Κύπριους λογοτέχνες στο εξαίρετο νέο περιοδικό Φρέαρ θέλω, με την ανάρτηση αυτή, να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου τόσο για το σημείωμα αυτό όσο και για το ιδιαίτερο που μου έχει αποστείλει εδώ και καιρό μετά την παραλαβή του βιβλίου μου "20 διηγήματα". Με την άδειά του παραθέτω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από την επιστολή του:

"...διάβασα λίγη ώρα νωρίτερα τα δύο πρώτα [διηγήματα], αλλά πρέπει να σας πω ότι δεν έχω το κουράγιο να προχωρήσω, απόψε τουλάχιστον, πιο πέρα. Και δεν ξέρω, αν πρέπει να τα δώσω και στη γυναίκα μου. Εκείνης βέβαια δεν της πήραν οι Τούρκοι το πατρικό στην Κακοπετριά. Ωστόσο δεν είμαι βέβαιος ότι θα αντέξει να διαβάσει κι άλλες σαν εκείνη της "κιθάρας". 
   
Φοβάμαι πως επαναλαμβάνω λόγια που σας έχω γράψει και άλλοτε: ένας λόγος που δεν θέλω να έλθω ξανά στην Κύπρο είναι η θλίψη ν΄ανεβαίνω από τη Λευκωσία στην Κακοπετριά, βλέποντας μια θάλασσα, με έκσταση κάποτε κολυμπημένη, και τώρα ξένη.

   "Η κιθάρα", λοιπόν, παραήταν πικρή γουλιά. Δεν έχω τη δύναμη να τελειώσω αύριο το απόγευμα τα διηγήματά σας. Θα τα καταπίνω στάγδην..."

Θα ήταν παράλειψη αν δεν εκφράζονταν ευχαριστίες στο πολύ καλό Φρέαρ υπό τη διεύθυνση τού Δημήτρη Αγγελή και που βρίσκεται πάντοτε στο βάθος των περιστάσεων. Πολύ συχνά φιλοξενεί εργασίες Κυπρίων ή άλλων που αναφέρονται στην Κύπρο. 


Το διήγημα "η Κιθάρα" πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Πόρφυρας" με άλλο τίτλο και βρίσκεται στον πιο κάτω σύνδεσμο:
ΕΔΩ
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΕΔΩ
η ποιητική συλλογή

[Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Τα παλαμάρια, Φρέαρ, Ιούλιος -Αύγουστος 2014, αρ.8, σ.523]





17 Σεπ 2014

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ "20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ"

Μαρία Πυλιώτου

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 20 Διηγήματα
εκδόσεις Κάρβας, φιλολογική επιμέλεια Θεοδόση Πυλαρινού

 [Αλήθεια, Πολιτισμός, Μικρά και Μεγάλα Παράθυρα στον Κόσμο, Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014, σ.43]

Καλοκαίρι ακόμα. Η ζέστη με τα σκαμπανεβάσματά της, με την υγρασία της…

Κι εσύ, κόντρα σ’ αυτά, ψάχνεις στα ράφια σου να βρεις ένα καλό βιβλίο να σου δροσίσει τη διάθεση. Η λαχτάρα για ένα καλό βιβλίο υπάρχει βέβαια ολόχρονα, κα τις τέσσερις εποχές. Μα, να, τώρα, πάνω στη ζέστη του Αυγούστου που φτάνει, που νιώθεις το μυαλό σου να μην αντέχει άλλο, πού πάει να κουρκουτιάσει…

Και σου πέφτει ένα βιβλίο και νιώθεις τυχερός… Και κατά που το πιάνεις στα χέρια σου δροσίζεσαι κι ανακουφίζεσαι. Αυτό που προτείνει σήμερα η Σελίδα μας.

Βέβαια, το έχεις εδώ και μήνες δίπλα σου και περιμένεις. Και το ‘χεις από την πρώτη στιγμή διαβάσει και περιμένεις την κατάλληλη στιγμή να το ξαναδιαβάσεις. Περιμένεις τη φωνή του ίδιου του βιβλίου να σε καλεί στα ταξίδια του για δεύτερη φορά. Είκοσι ολόκληρα ταξίδια σου προσφέρει κατακαλόκαιρα σε τόπους αξέχαστους κι αγαπημένους. Και συ βυθίζεσαι στις σελίδες του. Δεν είναι ταξιδιωτικό, όπως τόσα άλλα. Σε ταξιδεύει, βέβαια, σε χώρους των παιδικών, εφηβικών και νεανικών χρόνων, σε χώρους που η ψυχή είναι δεμένη με τους ανθρώπους, τους θρύλους και τις ιστορίες τους σε ηλικία τρυφερή που όλα τα κάνει να ξανάρχονται, να μην ξεχνιούνται.

Ο δροσερός αέρας του Κάρβα τα διαπερνά και τα είκοσι. Είκοσι διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ που σε γεμίζουν νοσταλγία για τους δικούς σου χώρους που έχασες, που μονάχα στα όνειρά σου επανέρχονται για να δίνουν δύναμη στην ψυχή σου ν’ αντέχει.

Η Σελίδα μας έχει παρουσιάσει, πριν δύο χρόνια, ένα ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα, το «Διθαλάσσου». Ένας καλός ποιητής σίγουρα μπορεί να είναι κι ένας καλός πεζογράφος. Αυτό ισχύει απόλυτα στην περίπτωση του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αν θυμηθούμε πως και το βιβλίο του «Η κόρη του δραγουμάνου» (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) ακολούθησε το ποιητικό του έργο «Καρπασία». Σ’ αυτά τα είκοσι διηγήματα ο αναγνώστης θα νιώσει πως, διαβάζοντάς τα, λειτουργούν όλες του οι αισθήσεις: μυρωδιές, ήχοι, χρώματα, γεύσεις, απίστευτες περιγραφές, όλα ανθρώπινα, αγνά, πρωτογενή γιατί η Φύση η ίδια τα έχει κάνει έτσι. Η ιστορία και η παράδοση! Πού άραγε τελειώνουν αυτά και πότε ξεκινάει ο μύθος και ο θρύλος; Θα προσπαθήσω, καλύπτοντας τον χώρο, να επιλέξω όσο πιο πολλά αποσπάσματα από τα όμορφα αυτά διηγήματα. Αξίζει να βρείτε το βιβλίο και να τα διαβάσετε ολόκληρα.

«Μας άφησε σε μεγάλη αγωνία. Έπρεπε κι εμείς να πέσουμε αμέσως στη μελέτη, όμως, παρά τη θλίψη μας, τον θαυμάσαμε, Ήταν πραγματικά μοναδικός και απαράμιλλος γητευτής των μυρμηγκιών» (Ο γητευτής των μυρμηγκιών).

«Δεν ήθελε να επισκεφθεί το σπίτι του. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Και για τον μοναδικό αυτό λόγο δεν δοκίμασε ποτέ να περάσει τα οδοφράγματα. Προτιμούσε να ζει με την εικόνα που ήταν χαραγμένη μέσα του, την άφθορη, την άχραντη, την αγνή εικόνα του σπιτιού του, που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να χαλάσει» (Η κιθάρα).

«Τώρα, μισόν αιώνα σχεδόν μετά, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι γιατί με μεταφέρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθένας από μας θα ήθελε να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε» (Επιστροφή στην Ευτυχία).

«Αν μπορούσε να συνεχίσει να ξεχωρίζει πότε νυχτώνει και πότε ξημερώνει, κι αν επιζούσε τελικά, τότε θα είχε ένα κομπολόι. Ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς. Ένα ενθυμητάρι, για να ξέρει πόσες μέρες έζησε μέσα στη μαύρη αιχμαλωσία του, τον Αύγουστο του ‘74» (Το ενθυμητάριο).

«Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώνει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοιλάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές του Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό» (Η Αγία Ρόδη, η ποιήτρια).

«Ανάπνεα βαθιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις μια βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις, επανέλαβα από μέσα μου και, κλείνοντας τα μάτια, έβλεπα τον εαυτό μου να πετά στα σύννεφα» (Ξέρεις ποδήλατο;)

«Από τη μέρα που είχαμε πάει μαζί του στο στήσιμο των ξόβεργων, είχαμε καταλάβει και κάτι άλλο, κάτι που γνωρίζουν μόνο όσοι ζουν στις αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε» (Τα πουλιά κλαίνε).

«Εκείνη τη στιγμή ένα βραχνό πετεινάρι είχε αναγγείλει την καινούργια μέρα και ο επιθανάτιος ρόγχος δεν ακουγόταν πια. Ο γέρο Ζάχος μέσα είχε σβήσει» (Ο κρατήρας με τις εφτά λαβές).

«Δεν έχασα καιρό, κρατώντας το μαχαιράκι ακόμα στο αριστερό μου χέρι, πάτησα με δύναμη το πετάλι κι έγινα ένα με το σκοτάδι που εν τω μεταξύ έγινε πηχτό. Μα εγώ δεν το φοβόμουνα πια το σκοτάδι» (Τέρας χωρίς κεφάλι).

«Το γοερό της κλάμα ακούστηκε και στο πιο μακρινό σπίτι και μέσα σε λίγα λεπτά είχε μαζευτεί εκεί όλο το χωριό που ρωτούσε για τις λεπτομέρειες» (Η μαύρη μοτοσυκλέτα).

«Τι άρωμα αυτό το αγιόκλημα! είπε η μάνα του βγαίνοντας, μα την ίδια στιγμή, σαν κάτι να φτερούγισε μέσα στο μυαλό της, κοντοστάθηκε, άλλαξε βηματισμό και τον κοίταξε διερευνητικά» (Η γητεύτρα).

«Ήμουν πολύ κοντά κι έτσι άκουγα ολοκάθαρα. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Έλεγε κάτω από το σεντόνι: ω! Καλώς τον Άι Γιώργη μου! Κάθισε να ξεκουραστείς. Έλα, κάθισε εδώ, δίπλα στην Παναγία» (Το θαύμα).

«Τι να πεις πια, για μια χαμένη υπόθεση; Διέκρινα μόνο μέσα από τον καθρέφτη το μούτρο του που χαμογελούσε από ικανοποίηση, σαν αγρότης που απολαμβάνει το φρεσκοθερισμένο του χωράφι» (Η Λάμπουσα).




15 Σεπ 2014

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ "20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ"


Κώστας Λυμπουρής
Η αντίσταση στον «επικαιρισμό», ως πράξη ελευθερίας
Σχόλια για το βιβλίο "20 Διηγήματα" του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[Νέα Εποχή, τ.320, Καλοκαίρι 2014, σ.100]

Όσοι γνωρίζουν καλύτερα τα εκδοτικά πράγματα στην ελλαδική πρωτεύουσα έχουν να λένε για μεγαλοεκδότη, ο οποίος αρνείται καν να δει πεζογραφικά έργα που του υποβάλλονται για έκδοση, αν δεν ανταποκρίνονται θεματολογικά στη δική του συνταγή. Αυτή συμπυκνώνεται σε δυο μόνο λέξεις: αίμα και σπέρμα. Αυτό δηλ. που θεωρεί καλό να εκδοθεί, πρέπει να αποδίδει τη βία της καθημερινότητας και τις, πάσης φύσεως, ερωτικές παρεκτροπές. Πού καιρός για αρχές και αξίες, για αναζήτηση ταυτότητας, για εθνικό προβληματισμό ή, έστω, για ιστορίες που τιμούν το ανθρώπινο ανάστημα.

 Στην Κύπρο είχαμε πρόσφατα παράδειγμα «επικαιρισμού», χωρίς βέβαια ανάλογη σκοπιμότητα, την ατυχή, κατά την άποψή μου απόφαση της εφημερίδας Φιλελεύθερος να προκηρύξει διαγωνισμό διηγήματος στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού, με θέμα την οικονομική κρίση! Από τη μια, όσοι ήξεραν την ξεχωριστή λογοτέχνιδά μας επιμένουν ότι καθόλου δεν θα την εξέφραζε μια τέτοια θεματολογία και, από την άλλη, οι συγκεκριμένες προδιαγραφές που δόθηκαν δεν πιστεύω να συνέβαλαν σε αξιόλογες λογοτεχνικές δημιουργίες.

Ασφαλώς και η λογοτεχνία δεν είναι δυνατό να λειτουργεί ερήμην της πραγματικότητας. Το ερώτημα, όμως, είναι: αυτός ο «επικαιρισμός», όταν μάλιστα λειτουργεί στη βάση προδιαγραφών, είναι δυνατό να δώσει αληθινή τέχνη;

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι από τους συγγραφείς, που δεν ακολουθούν ούτε τον «επικαιρισμό» ούτε τη συνταγογραφική δημιουργία. Ακολουθεί, μάλλον, την άποψη του Ελύτη: «Το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου είναι να μετουσιώσεις γεγονότα χθεσινά, που τις συνέπειές τους υφίστασαι ακόμη, σε έργα τέχνης του λόγου». Η τέχνη του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «γυρίζει πίσω», όπως λέει και πάλι ο ποιητής «στη μοίρα του φορέα της». Προηγήθηκαν, πάντα με τους ίδιους στόχους, Η κόρη του δραγομάνου (κρατικό βραβείο διηγήματος 2003 ) και η ποιητική συλλογή Διθαλάσσου (2012), για να  ακολουθήσουν τώρα τα 20 Διηγήματα (2014). Τα δύο τελευταία έργα έγιναν από τις εκδόσεις «Κάρβας», τις οποίες διαχειρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας.

Η μοίρα του – και μοίρα μας, φυσικά, αφού όσα καταθέτει αποτελούν μέρος της συλλογικής συνείδησης – συντίθεται από ιστορίες (κάποιες μεταξύ μύθου και πραγματικότητας), αναμνήσεις και προσωπικά βιώματα. Όλα όσα διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή μας και συνέβαλαν στη δημιουργία μιας πολιτισμικής ταυτότητας.

Το πρώτο ποδήλατο σημαδεύει ολόκληρη τη ζωή ενός παιδιού. Η «μαύρη μοτοσυκλέτα», στο ομότιτλο διήγημα ήταν το μοναδικό παιχνίδι που έπαιξαν τα παιδιά μόνο μια φορά, όταν μ’ αυτήν ο αστυνομικός μετέφερε στο χωριό την είδηση ενός τραγικού συμβάντος. Τη μαγεία των παιδικών χρόνων μιας άλλης εποχής συνθέτουν ακόμα η προσπάθεια ενός παιδιού να σφυρίξει «μέσα από τα βάθη της καρδιάς του» κι ο ενθουσιασμός του, όταν τα κατάφερε (στο διήγημα «Η Ελβίρα»), «Ο γητευτής των μερμηγκιών», αλλά και η τούρκισσα γητεύτρα, που «έβγαζε τον φόβο», «Η κόρνα», που η πλανόδια πωλήτρια παιδικών ρούχων έβαλε στο καροτσάκι της, « Ο άνθρωπος με το πιδκιαύλιν», το σπάνιο κομπολόι («Το ενθυμητάριο»). Κοντά σ’ αυτά, θαύματα, παραδόσεις και θρύλοι του λαού μας, που στον «Κρατήρα με τις εφτά λαβές» φτάνουν ώς τον Μεγαλέξαντρο.

Η αναφορά στην κατεχόμενη γη μας παίρνει στη συλλογή του Νίκου Νικολάου- Χατζημιχαήλ την πιο συγκλονιστική διάσταση. Το κομπολόι από κουκούτσια της ευλογημένης ελιάς, που φτιάχνει ο αιχμάλωτος από τους Τούρκους πατέρας, θεωρείται «ως πυξίδα για την ορθή πορεία της πατρίδας προς το μέλλον».  Η κιθάρα στα χέρια του κατακτητή στο κατεχόμενο σπίτι, δεν αποδίδει μουσική, αλλά αναστεναγμό και παράπονο.  Στο κορυφαίο διήγημα της συλλογής, με τίτλο «Η πόλη όλη», ο αφημένος στην πόλη παπαγάλος, κατά την «προσωρινή» φυγή των Αμμοχωστιανών, βγαίνει από το κλουβί του και υπερίπταται της Αμμοχώστου, βιώνοντας τη βία της κατοχής. Θυμάται τις παλιές, ειρηνικές μέρες και, παρά τις δυσκολίες αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα ότι αυτός δεν θα έφευγε. Εκεί θα ζούσε, για πάντα, για να φωνάζει σ’ όλους, πως την πόλη την έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα.

Το διήγημα αυτό πετυχαίνει να συμπυκνώσει όλη την τραγικότητα της κατοχής, με ξεχωριστή λογοτεχνική αξία. Κατά την άποψή μου, παίρνει μιαν ιδιαίτερη θέση στη «λογοτεχνία της εισβολής», δίνοντας απάντηση και σε όσους είχαν επιφυλάξεις ότι ο συναισθηματισμός γύρω από την τραγωδία δεν επιτρέπει τη δημιουργία λογοτεχνίας, που να μπορεί ν’ αντέξει στον χρόνο.

Εδώ, ακριβώς, προσδιορίζεται και η αξία της όλης συλλογής του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Οι μνήμες είναι  «χωνεμένες» και ως τέτοιες, επιτρέπουν το συναισθηματικό καταστάλαγμα. Έτσι, δεν χρειάζονται, ούτε κραυγές ούτε καν τον εντυπωσιακό λόγο. Η όλη αφήγηση, φαίνεται να ακολουθεί τη σεφερική μέθοδο: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί  τ’ ακούς γλυκότερα». Ο πόνος για τη σκλαβωμένη γη είναι συνεχής, όπως και η έγνοια για την αυθεντικότητα της ταυτότητάς μας. Ο λόγος, όμως, δεν εκπίπτει σε «διακηρυκτικότητα» και «καταγγελτικότητα». Νηφάλια και διεισδυτικά επισημαίνει όλους τους σχετικούς κινδύνους. Το διήγημα «Η Αγία Ρόδη, η ποιήτρια» τελειώνει ως εξής: «Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την εικόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι της Αγίας Ρόδης της ποιήτριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρίσκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό απόκτημα, όπως τόσα άλλα».

Η λιτότητα στο ύφος διέπει τα 20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, με τον ίδιο ακριβώς αφαιρετικό τρόπο, με τον οποίο μια γιαγιά θα αφηγείτο ένα παραμύθι,  μιαν παράδοση ή έναν θρύλο.

Η ίδια αρετή χαρακτηρίζει την έκδοση αυτή συνολικά. Ο συγγραφέας αποφεύγει τον οποιονδήποτε «ελκυστικό» τίτλο. Του είναι αρκετό, όσο πιο απλά γίνεται να προσδιορίσει ότι στη συλλογή του έχουμε 20 διηγήματα. Ακόμα και η  εκδοτική εμφάνιση του βιβλίου χαρακτηρίζεται από λιτότητα. Ο συγγραφέας, γνωστός και για τις εικαστικές του ικανότητες, επιμελήθηκε το βιβλίο του, κατά τρόπο απέριττο. Τόσο το εξώφυλλο όσο και τα διακοσμητικά σχέδια, που συμπληρώνουν τις σελίδες του βιβλίου – όλα διά χειρός του ιδίου – επιτυγχάνουν ένα αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο προσθέτει μιαν νέα αισθητική αντίληψη στα εκδοτικά μας πράγματα, η οποία δεν υπολείπεται των αντίστοιχων ελλαδικών.

Επανέρχομαι στην αρχική σκέψη του κειμένου μου: όποιος αισθάνεται ελεύθερος, έχει και τη δύναμη να αντισταθεί στις προδιαγραφές του συρμού και να δημιουργήσει αξιόλογη λογοτεχνία.