Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
20 Διηγήματα
εκδόσεις Κάρβας, φιλολογική επιμέλεια Θεοδόση Πυλαρινού
[Αλήθεια, Πολιτισμός, Μικρά και Μεγάλα Παράθυρα στον Κόσμο, Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014, σ.43]
Καλοκαίρι ακόμα. Η ζέστη με τα
σκαμπανεβάσματά της, με την υγρασία της…
Κι εσύ, κόντρα σ’ αυτά, ψάχνεις
στα ράφια σου να βρεις ένα καλό βιβλίο να σου δροσίσει τη διάθεση. Η λαχτάρα
για ένα καλό βιβλίο υπάρχει βέβαια ολόχρονα, κα τις τέσσερις εποχές. Μα, να,
τώρα, πάνω στη ζέστη του Αυγούστου που φτάνει, που νιώθεις το μυαλό σου να μην
αντέχει άλλο, πού πάει να κουρκουτιάσει…
Και σου πέφτει ένα βιβλίο και
νιώθεις τυχερός… Και κατά που το πιάνεις στα χέρια σου δροσίζεσαι κι ανακουφίζεσαι.
Αυτό που προτείνει σήμερα η Σελίδα μας.
Βέβαια, το έχεις εδώ και μήνες
δίπλα σου και περιμένεις. Και το ‘χεις από την πρώτη στιγμή διαβάσει και περιμένεις
την κατάλληλη στιγμή να το ξαναδιαβάσεις. Περιμένεις τη φωνή του ίδιου του
βιβλίου να σε καλεί στα ταξίδια του για δεύτερη φορά. Είκοσι ολόκληρα ταξίδια
σου προσφέρει κατακαλόκαιρα σε τόπους αξέχαστους κι αγαπημένους. Και συ
βυθίζεσαι στις σελίδες του. Δεν είναι ταξιδιωτικό, όπως τόσα άλλα. Σε
ταξιδεύει, βέβαια, σε χώρους των παιδικών, εφηβικών και νεανικών χρόνων, σε
χώρους που η ψυχή είναι δεμένη με τους ανθρώπους, τους θρύλους και τις ιστορίες
τους σε ηλικία τρυφερή που όλα τα κάνει να ξανάρχονται, να μην ξεχνιούνται.
Ο δροσερός αέρας του Κάρβα τα διαπερνά
και τα είκοσι. Είκοσι διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ που σε γεμίζουν
νοσταλγία για τους δικούς σου χώρους που έχασες, που μονάχα στα όνειρά σου
επανέρχονται για να δίνουν δύναμη στην ψυχή σου ν’ αντέχει.
Η Σελίδα μας έχει παρουσιάσει,
πριν δύο χρόνια, ένα ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα, το «Διθαλάσσου». Ένας καλός
ποιητής σίγουρα μπορεί να είναι κι ένας καλός πεζογράφος. Αυτό ισχύει απόλυτα
στην περίπτωση του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αν θυμηθούμε πως και το βιβλίο
του «Η κόρη του δραγουμάνου» (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) ακολούθησε το
ποιητικό του έργο «Καρπασία». Σ’ αυτά τα είκοσι διηγήματα ο αναγνώστης θα
νιώσει πως, διαβάζοντάς τα, λειτουργούν όλες του οι αισθήσεις: μυρωδιές, ήχοι,
χρώματα, γεύσεις, απίστευτες περιγραφές, όλα ανθρώπινα, αγνά, πρωτογενή γιατί η
Φύση η ίδια τα έχει κάνει έτσι. Η ιστορία και η παράδοση! Πού άραγε τελειώνουν
αυτά και πότε ξεκινάει ο μύθος και ο θρύλος; Θα προσπαθήσω, καλύπτοντας τον
χώρο, να επιλέξω όσο πιο πολλά αποσπάσματα από τα όμορφα αυτά διηγήματα. Αξίζει
να βρείτε το βιβλίο και να τα διαβάσετε ολόκληρα.
«Μας άφησε σε μεγάλη αγωνία. Έπρεπε
κι εμείς να πέσουμε αμέσως στη μελέτη, όμως, παρά τη θλίψη μας, τον θαυμάσαμε,
Ήταν πραγματικά μοναδικός και απαράμιλλος γητευτής των μυρμηγκιών» (Ο γητευτής
των μυρμηγκιών).
«Δεν ήθελε να επισκεφθεί το σπίτι
του. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Και για τον μοναδικό αυτό λόγο δεν δοκίμασε
ποτέ να περάσει τα οδοφράγματα. Προτιμούσε να ζει με την εικόνα που ήταν
χαραγμένη μέσα του, την άφθορη, την άχραντη, την αγνή εικόνα του σπιτιού του,
που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να χαλάσει» (Η κιθάρα).
«Τώρα, μισόν αιώνα σχεδόν μετά, κάθε
φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι
γιατί με μεταφέρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθένας από μας θα ήθελε
να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα
χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε» (Επιστροφή στην Ευτυχία).
«Αν μπορούσε να συνεχίσει να ξεχωρίζει
πότε νυχτώνει και πότε ξημερώνει, κι αν επιζούσε τελικά, τότε θα είχε ένα
κομπολόι. Ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς. Ένα ενθυμητάρι, για να ξέρει πόσες
μέρες έζησε μέσα στη μαύρη αιχμαλωσία του, τον Αύγουστο του ‘74» (Το
ενθυμητάριο).
«Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα
που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί
που τελειώνει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοιλάδα, η οποία φτάνει μέχρι
τις παρυφές του Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό» (Η
Αγία Ρόδη, η ποιήτρια).
«Ανάπνεα βαθιά κι η καρδιά μου
χτυπούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις μια βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις,
επανέλαβα από μέσα μου και, κλείνοντας τα μάτια, έβλεπα τον εαυτό μου να πετά
στα σύννεφα» (Ξέρεις ποδήλατο;)
«Από τη μέρα που είχαμε πάει μαζί
του στο στήσιμο των ξόβεργων, είχαμε καταλάβει και κάτι άλλο, κάτι που γνωρίζουν
μόνο όσοι ζουν στις αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε» (Τα
πουλιά κλαίνε).
«Εκείνη τη στιγμή ένα βραχνό
πετεινάρι είχε αναγγείλει την καινούργια μέρα και ο επιθανάτιος ρόγχος δεν
ακουγόταν πια. Ο γέρο Ζάχος μέσα είχε σβήσει» (Ο κρατήρας με τις εφτά λαβές).
«Δεν έχασα καιρό, κρατώντας το μαχαιράκι
ακόμα στο αριστερό μου χέρι, πάτησα με δύναμη το πετάλι κι έγινα ένα με το σκοτάδι
που εν τω μεταξύ έγινε πηχτό. Μα εγώ δεν το φοβόμουνα πια το σκοτάδι» (Τέρας
χωρίς κεφάλι).
«Το γοερό της κλάμα ακούστηκε και
στο πιο μακρινό σπίτι και μέσα σε λίγα λεπτά είχε μαζευτεί εκεί όλο το χωριό
που ρωτούσε για τις λεπτομέρειες» (Η μαύρη μοτοσυκλέτα).
«Τι άρωμα αυτό το αγιόκλημα! είπε
η μάνα του βγαίνοντας, μα την ίδια στιγμή, σαν κάτι να φτερούγισε μέσα στο μυαλό
της, κοντοστάθηκε, άλλαξε βηματισμό και τον κοίταξε διερευνητικά» (Η γητεύτρα).
«Ήμουν πολύ κοντά κι έτσι άκουγα ολοκάθαρα.
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Έλεγε κάτω από το σεντόνι: ω! Καλώς τον Άι Γιώργη
μου! Κάθισε να ξεκουραστείς. Έλα, κάθισε εδώ, δίπλα στην Παναγία» (Το θαύμα).
«Τι να πεις πια, για μια χαμένη
υπόθεση; Διέκρινα μόνο μέσα από τον καθρέφτη το μούτρο του που χαμογελούσε από ικανοποίηση,
σαν αγρότης που απολαμβάνει το φρεσκοθερισμένο του χωράφι» (Η Λάμπουσα).