15 Ιαν 2022

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ (μια επιστολή σήμερα 15/1/2022 στην Καθημερινή)




ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ 
ΝΙΚΟΥ Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
(Σήμερα 15 Ιανουαρίου 2022 στην Καθημερινή)
 
Γιὰ τὸν Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο μοῦ μιλοῦσε συχνὰ ὁ ἀείμνηστος φίλος καὶ Δάσκαλός μου Θεοδόσης Νικολάου, τὸν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε πολὺ γιατί εἶχαν καὶ οἱ δύο μεγάλην ἀγάπη γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Τοῦ ἔστελνα τὰ βιβλία μου στὴ Χαλκίδα, ὅπου ζεῖ καὶ πάντα μοῦ ἀπαντοῦσε μὲ ἐπιστολὲς ἢ μικρὰ κείμενα σὲ περιοδικά. Ἔτυχε νὰ γνωριστοῦμε ἀπὸ κοντὰ πρὶν λίγα χρόνια στὴ Χαλκίδα, σὲ μιὰ παρουσίαση βιβλίου στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ φίλου καὶ ἐκδότη Θεόδωρου Παντούλα. Μετὰ τὸ τέλος τῆς παρουσίασης τοῦ συστήθηκα καὶ χάρηκε κι αὐτὸς ποὺ μὲ γνώρισε ἀπὸ κοντά. Ἄρχισε νὰ μοῦ μιλᾷ γιὰ τὴν Κύπρο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ὑπηρέτησε στὸ γυμνάσιο τῆς Σολέας. Εἶχε κάποιες κακὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἐπιθεωρητῶν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ πραγματικὰ λυπήθηκα. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἤμουν μαθητὴς στὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου, καὶ οἱ ἐξ Ἑλλάδος καθηγητές μας, ὅπως διαπίστωσα ἀργότερα, ἀπὸ τὴ φιλία μου μὲ τὸν Χριστόφορο Μηλιώνη, ἦταν πολὺ εὐχαριστημένοι. Ἡ ἀφήγησή του κράτησε ὥρα πολλὴ καὶ ὅταν ἀπεχώρησε ὅλοι ἤθελαν νὰ μάθουν γιὰ ποιά πράγματα μοῦ μιλοῦσε τόση ὥραν, τὴ στιγμὴ ποὺ ἤξεραν ὅτι πάντα ἀποχωροῦσε ἀμέσως ὅταν τελείωνε μιὰ ἐκδήλωση. Νομίζω ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἑτοιμαζόταν τὸ βιβλίο του «Ποιός Φοβᾷται τὸν Κύριο Ἐπιθεωρητή;» Κουκούτσι 2018. Στὸ βιβλίο αὐτὸ παρουσιάζει καὶ τὴν κυπριακὴ ἐκπαιδευτική του ἐμπειρία.
 
Ἡ ἐπιστολή του -καὶ κυπριακοῦ ἐνδιαφέροντος- ποὺ δημοσιεύεται σήμερα (15/1/2022) στὴν Καθημερινή, εἶναι ἡ σύνοψη μιᾶς ἱστορίας ποὺ περιγράφεται στὸ βιβλίο του. Διαβάστε ὁλόκληρη τὴν ἱστορία στὶς πέντε σελίδες τοῦ βιβλίου πι
ό κάτω.
 
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ: 
Ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και οι μαθητές μου
 
Κύριε διευθυντά
 
Η τελευταία παράγραφος του άρθρου «Κι ύστερα ήρθαν οι Λατίνοι» του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου («Κ», 11 Δεκεμβρίου) μου θύμισε μια «λατινική τάξη» τελειοφοίτων του εξαταξίου Γυμνασίου της ορεινής Σολέας Κύπρου. Έχω αλλού αφηγηθεί τη σχετική ιστορία, αλλά θα την επαναλάβω συνοπτικά διότι πιστεύω πως δίνει κάποιαν απάντηση στο ερώτημα τού κ. Τ.Θ.: πώς μπορεί ο έφηβος ν’ακούει «λατινικά» δίχως να του σηκώνεται η τρίχα;
 
Υπενθυμίζω ότι ο κύριος Τ.Θ. υπερμαχεί της διδασκαλίας των λατινικών, λοιπόν συμπαρατάσσομαι και εξιστορώ συνοπτικά το χρονικό της «λατινικής τάξης».
Σχολικό έτος 1961-1962. Στο σχολείο καταφθάνει ένας καθηγητής γεωπονικών, αρκετά μυστηριώδης και καταφερτζής. Κουβαλάει από το Γραφείο Ελληνικής Παιδείας μια διαταγή που ισχύει μόνο για το δικό μας Γυμνάσιο. Ο φετφάς ορίζει ότι οι τελειόφοιτοι μπορούν να επιλέξουν τα γεωπονικά αντί των λατινικών. Ο κομιστής της διαταγής τάζει λαγούς με πετραχήλια στους τελειόφοιτους, θα κάμουν, λέει, σπουδαίες καλλιέργειες και, χάρη στα χρήματα που θα εισπράξουν από τα προϊόντα τους, θα ταξιδέψουν στο Ισραήλ για να δουν τα κιμπούτς.
Οι τελειόφοιτοι ψηφίζουν γεωπονικά. Μόνο πέντε μαθήτριες τού άριστα και του λίαν καλώς, κι ένας ισάξιός τους μαθητής επιλέγουν τα λατινικά. Καθηγητής τους ελόγου μου - και ευτυχώς τους είχα και στα λατινικά των δυο προηγουμένων τάξεων.
 
Δεν είδαμε ποτέ τα προϊόντα των μαθητευόμενων γεωπόνων, όπως δεν είδαν κι εκείνοι το Ισραήλ. Εμείς όμως οι επτά το γλεντήσαμε. Ο Βιργίλιος και ο Οράτιος περπάτησαν στην τάξη ανάλαφρα, όπως δα ταιριάζει σε ποιητές. Στην απολυτήρια εξέταση τούς προέτρεψα να μεταφράσουν έμμετρα τα κείμενα.
Πήρα έξι κεφάτα γραφτά. Οι ακροατές μου ήταν 18 χρονώ, εγώ 29 και τα λατινικά μας πανάρχαια αλλά φρέσκα.
 




 
το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη
 

 

14 Ιαν 2022

ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΜΑΡΜΑΡΑ

 

ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΜΑΡΜΑΡΑ

Μια εικόνα από το αέτωμα του Παρθενώνα των Αθηνών, από ένα ωραιότατo βιβλίο, που κοσμεί τη βιβλιοθήκη μου: «Greek Pictures», drawn with pen and pencil by J. P. Mahaffy, M.A., D.D., London 1890. Το μέρος αυτό του αετώματος βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου για τη νέα θέση που πήρε η εφημερίδα Times του Λονδίνου. Πιστεύω πως η επανένωση των κλεμμένων μαρμάρων θα επιτελεστεί. 

Κάποτε είχα επισκεφτεί το Λονδίνο και το Βρετανικό Μουσείο: έγραψα ένα διήγημα από την επίσκεψή μου εκείνη: ο τίτλος του είναι «Δύκι όκο - έκε νάκα», δηλαδή «Δύο-ένα» στα… κατσιβέλικα, και είναι από την εξαντλημένη συλλογή μου «Η κόρη του Δραγουμάνου», Μεταίχμιο 2003. Πρώτη φορά το παρουσιάζω στο διαδίκτυο. Αν θέλετε διαβάστε το πιο κάτω:

Όξφορντ Στρητ και Τότναμ Κώρτ Ρόουντ γωνία, με το δισάκι στο ώμο, κουρασμένος μετά την πρώτη μου πολύωρη επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο. Πρώτη φορά βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη και το μυαλό επεξεργάζεται τις εικόνες που είναι ακόμα μπερδεμένες μέσα μου. Όλες οι φυλές του κόσμου στη σειρά, σαν ένα τεράστιο φίδι που το κεφάλι του διαλύεται στις μεγάλες αίθουσες, ενώ το σώμα του αργοσέρνεται στο πλακόστρωτο και η ουρά του, που φθάνει ως έξω στο δρόμο, κτυπιέται πέρα δώθε στο πεζοδρόμιο αφού οι αργοπορημένοι που μόλις έχουν φθάσει, δεν αποφασίζουν εύκολα αν πρέπει να σταθούν στη σειρά ή ν’ αλλάξουν πρόγραμμα. Μετά, η ανυπομονησία μέχρι να βρεθεί ο δρόμος προς τα Μάρμαρα και η συγκίνηση. Το μουσείο είναι ο πιο ακατάλληλος τόπος για να θαυμάσει κανένας ένα έργο τέχνης. Καθώς χαιρετάς την «Κόρη» και προσπαθείς νοερά να την τοποθετήσεις στο χώρο της, ξεπροβάλει από πίσω ένα γιαπωνεζάκι και σε φέρνει στην πραγματικότητα, ενώ τα αιγυπτιακά, τα ρωμαϊκά και τα άλλα εκθέματα που κουβάλησαν εδώ απ’ όλο τον κόσμο, δεν έχουν παρά να σου προσφέρουν μια απέραντη θλίψη. Τα αγάλματα στις γωνιές σε κοιτάζουν και έχουν το βλέμμα του σκυλιού που βρέθηκε σε ξένη γειτονιά. Αναρωτιέσαι τι πραγματικά έχει κερδίσει αυτός ο λαός ή τι έχει χάσει τελικά. 

Στέκομαι τώρα σε μια άλλη ουρά και χαζεύω τις φωτογραφίες στους τοίχους που δείχνουν τα διαθέσιμα προϊόντα. Τρεις σειρές μπροστά στον πάγκο και τρία ολόδροσα κορίτσια με τις στολές και τα κόκκινα σκουφάκια τους παίρνουν τις παραγγελίες από τους βιαστικούς περαστικούς που μιλούν στα κινητά τους σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και την ώρα ακόμα που δίνουν την παραγγελία τους. Πραγματική Βαβέλ. Γρήγορα γρήγορα ετοιμάζουν τους δίσκους πληρώνονται, δίνουν ρέστα και ο καθένας πια ψάχνει για τραπεζάκι.

Πανδαιμόνιο. Ενώ πλησιάζω και δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα πάρω, προσπαθώ να δω τι τρώνε, προσπαθώ ν’ ακούσω τι παραγγέλλουν οι πρώτοι στη γραμμή, ρίχνοντας ακόμα τις τελευταίες ματιές στις φωτογραφίες. Mac cheese coke, mac chicken coke, mac fish coke mac etsi coke, mac allios coke, φτάνει η σειρά μου και στο yes please της κοκκινοσκουφίτσας, παραγγέλνω κι εγώ ένα «Μπίκι-φτέκι κόουκ, με πάκα-τάκα-τάκα, πλιζ».

Θεέ μου τι είπα. Πώς μου ξέφυγε αυτή η βλακεία. Αλλά και αυτή, χωρίς διαμαρτυρία χωρίς να ξαναρωτήσει, χωρίς ίχνος απορίας, δίνει την παραγγελία πάρα κάτω κι αρχίζει να ετοιμάζει το δίσκο μου. Κατάλαβε τι της έχω πει; Δεν περνούν πέντε λεπτά και είμαι έτοιμος. Πληρώνω και απομακρύνομαι ψάχνοντας για τραπεζάκι αναλογιζόμενος τι μακσκαραλίκια θα έτρωγα. 

Μωρέ μπράβο! Εδώ όλα τα καταλαβαίνουν. Δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Το μπιφτέκι μου αχνίζει και η παγωμένη κόκα κόλα σβήνει τη δίψα μου.
 
Άραγε είχαν καταλάβει και τότε; Πάντα με βασάνιζε αυτό το ερώτημα, αλλά σήμερα είχα βρει την απάντηση. Είχαν καταλάβει και πολύ καλά μάλιστα. Μιλώ για τα χρόνια της «Ανεμοθύελλας».
 
Όταν παίζαμε στην έδρα του «Ανέμου» τα πράγματα ήταν καλύτερα, γιατί χρησιμοποιούσαμε κανονικό γήπεδο. Οι εγγλέζοι είχαν στρατώνα εκεί κοντά και βέβαια δεν μπορούσε να λείπει το γήπεδο. Πηγαίναμε πολύ συχνά, δεν τους πείραζε, άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς -σκόπιμα- γιατί πολλές φορές εκτελούσαμε και κάποιες αποστολές. Κάναμε τους κατασκόπους και μαθαίναμε τι αυτοκίνητα και πόσα μπαινόβγαιναν στο στρατόπεδο, τι ώρα και άλλα και αν μπορούσαμε γράφαμε και τα νούμερα ακόμα.
 
Η έδρα της «Θύελλας» ήταν η αυλή της εκκλησίας. Μικρό το γήπεδο αλλά τη δουλειά του την έκανε.
 
Όταν δεν παίζαμε ποδόσφαιρο, κάναμε ό,τι περνούσε από το μυαλό μας. Παίζαμε τις γλώσσες. Σπάζαμε τις λέξεις σε συλλαβές και τις ανασυνθέταμε προσθέτοντας σε κάθε συλλαβή ένα «κε», ένα «κι», ένα «κο» ανάλογα με το φωνήεν που προηγείτο. Δηλαδή, όταν μικι λούκου σακα μεκε μεταξύ μας, οι λέξεις διαλύονταν σε συλλαβές γίνονταν εικονίτσες στο μυαλό μας, κι ανάλογα με την ευστροφία του καθενός έπεφτε και η μετακινούμενη καρτελίτσα με το «κάππα» και οι λέξεις αποκτούσαν πια μια άλλη αξία.
 
Μερικοί από μας μιλούσαν και... γαλλικά, στην περίπτωση αυτή όμως, το σύστημα δούλευε διαφορετικά. Όταν θέλαμε να πούμε «βούτυρο» λέγαμε βουλεβού-βουλετύ-βουλεγό.
 
Κάποιοι άλλοι μπορούσαν να μιλήσουν και κινέζικα αρκεί να έβαζαν ένα «τσι» ή ένα «τσογκ» και δυο πολύ προχωρημένοι μπορούσαν να εναλλάσσουν τα φωνήεντα με τα σύμφωνα. Δεν ήταν τυχαίο που η ομάδα στο τέλος, έβγαλε τρεις φιλόλογους, δυο δασκάλους κι ένα ποιητή.
 
Ένα απόγευμα λοιπόν, στο γήπεδο του «Ανέμου» ενώ παίζαμε αμέριμνοι, εμφανίστηκαν τρέχοντας, μια ομάδα από εγγλέζους που για πρώτη φορά ακολουθούσαν αυτή τη διαδρομή. Διέσχισαν το γήπεδο και ξεφεύγοντας από τη γραμμή τους σταμάτησαν στο κέντρο. Σταματήσαμε κι εμείς γιατί δεν ξέραμε τις προθέσεις τους.
 
Ο επικεφαλής άρχισε να μιλά αλλά δεν καταλαβαίναμε τι ήθελε να μας πει. Κάποιοι στρατιώτες είπαν κάτι άλλο, αλλά μάταια Δεν υπήρχε επικοινωνία. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα. Πήρα τη μπάλα και τοποθετώντας την στο σημείο του κέντρου φώναξα δυνατά:
Παίκε ζέκε τέκε μπάκα λάκα μάκα λάκες;
 
Οι δικοί μου, που εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν κοντά μου ξαφνιάστηκαν από την κίνησή μου, έβαλαν αυθόρμητα τα γέλια και το γέλιο μεταδόθηκε και στους εγγλέζους.
 
Κάποιος απ’ αυτούς, έβγαλε αμέσως ένα νόμισμα και το γύρισε μπροστά μου για να διαλέξω τέρμα. Δεν έδειξα «κορώνα», έδειξα «γράμματα» και ο αγώνας άρχισε. Ό «Άνεμος» και η «Θύελλα» έγιναν αμέσως «Ανεμοθύελλα» και σε λίγο σημειώναμε και το πρώτο μας τέρμα. Εμείς είμαστε καμιά δεκαπενταριά κι αυτοί μόνο εφτά, ήταν και κουρασμένοι από το τρέξιμο και σε λίγο σημειώναμε και το δεύτερο μας τέρμα. Ο αγώνας έληξε σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, μόλις κατάφεραν κι αυτοί με κόπο να σημειώσουν ένα τέρμα. Μπήκαν πάλι στη γραμμή και χειροκροτώντας μας, αποχωρούσαν.
 
Απομακρύνθηκαν λίγο και τότε όλοι μαζί, συμφωνημένα αρχίσαμε να φωνάζουμε με όλη μας τη δύναμη για να μας ακούσουν:
 
Άκα -νεκε -μοκο -θύκι -έκε -λλάκα
Δύκι- όκο Έκε-νάκα Δύκι- όκο Έκε-νάκα
 
Αλλά αμέσως μας έπιασε και το εθνικό μας και τολμήσαμε να φωνάξουμε και το άλλο.
 
Ζήκι τώκο όκο, Μακα κάκα ρικι όκος
Ζήκι τωκο ήκι Έκε όκο κάκα
 
Αυτοί σήκωσαν τα χέρια και μας χαιρετούσαν ώσπου χάθηκαν στη στροφή επιστρέφοντας στο στρατόπεδό τους.
 
***
 
Μια κοπελίτσα με κόκκινο σκουφάκι με ρώτησε ευγενικά αν είχα τελειώσει.
Θένκεν –γιούκου της είπα χαμογελαστός, σπρώχνοντας ελαφρά το δίσκο προς το μέρος της.
 
Αυτή, επιστρέφοντας το χαμόγελο και δείχνοντας δυο σειρές από κάτασπρα δόντια, μου είπε στα... ελληνικά: Καλό σας απόγευμα κύριε. Καλά να περάσετε!
 
 

7 Ιαν 2022

ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΝΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ




 
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΝΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ ΤΟΥ 1957


Μου έκανε τρομερή εντύπωση εκείνο το πανέμορφο σπιτάκι κι έμεινα να το κοιτάω σαν χαζός. Λες κι είχε ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι! Προβαλλόταν στον καταγάλανο λαμπερό ουρανό σαν ζωγραφιά, που τη συμπλήρωναν στο βάθος οι πινελιές με τα καταπράσινα περιβόλια. Και τι όμορφη αυτή η πέτρινη σκάλα του! Και τα χρώματα, τόσο ταιριαστά: πράσινη η πόρτα και τα παράθυρα, στο ανοιχτό χρώμα της φάβας οι τοίχοι. Τη χρωματική πανδαισία συμπλήρωνε το ξύλινο μπαλκονάκι του με τις πολλές γαρουφαλλιές, τα σκυλάκια και το αγιόκλημα. Ποιοι άραγε να ζούσαν σε τούτο το σπιτάκι; Οι εφτά νάνοι; Κάποια εξορισμένη και μαγεμένη βασιλοπούλα; Η απορία μου όμως, λύθηκε αμέσως: άνοιξε η πράσινη πόρτα κι εμφανίστηκε αργά αργά μια μορφή, στα σκούρα ντυμένη, με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, να κοιτάει ερευνητικά κάτω, προσπαθώντας να αναγνωρίσει πρόσωπα, μα σαν άκουσε τη φωνή του θείου «ο εγγονός σου» τότε κινήθηκε σβέλτα και άρχισε να κατεβαίνει ανυπόμονα, στηριζόμενη με το δεξί της χέρι στην κουπαστή της σκάλας. Την επόμενη στιγμή δεν έβλεπα τίποτε. Με είχε εξαφανίσει στην αγκαλιά της.

Το σπιτάκι –στο κάτω Βαρώσι– ανήκε στην οικογένεια Τουμάζου, που αργότερα συνδέθηκα με σταθερή φιλία με αρκετά από τα μέλη της. Ο Παναγιώτης ήταν στα βουνά τότε. Λίγα μόλις χρόνια μετά, όταν είδα τη φωτογραφία του στην «Αγωγή», το περιοδικό του σχολείου, ένιωσα περηφάνια γιατί αξιώθηκα κι εγώ να φορέσω το ίδιο θρυλικό πηλίκιο του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, με την κεντημένη κίτρινη κουκουβάγια, του σχολείου που μας έμαθε ποιοι είμαστε, από πού καταγόμαστε, μας έκανε ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους, και το πιο σπουδαίο, μας έμαθε πως η λευτεριά ενός τόπου κερδίζεται μόνο με αγώνες και αίμα!

Παντού υπήρχε πολλή άμμος∙ μόνο στον γιαλό μας, στο χωριό, είδα τόσο πολλή άμμο. Απέναντι, ήταν μια σειρά από βαθύσκιες συκαμιές μπροστά από μερικά καταλύματα –εκεί καθίσαμε– κι ένα τσούρμο παιδιά που έσερναν ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, που το είχαν δεμένο με σπάγκο. Ήταν το αυτοκίνητό τους και ο ήχος της μηχανής του έβγαινε από τα χείλη τους, κάποτε με αγκομαχητά γιατί σκάλωνε σε καμιά πέτρα κι αυτά πάσχιζαν να το απαγκιστρώσουν. Ο θείος έλεγε τα νέα του στη γιαγιά, εξήγησε ότι θα έμενα στην Αμμόχωστο για δυο εβδομάδες για διακοπές και ότι θα με ξανάφερνε για να περάσω μια δυο μέρες κοντά της. Εγώ έλεγα τα νέα της οικογένειάς μου στο χωριό, πώς πέρασε η σχολική χρονιά, και απαντούσα σε ό,τι με ρωτούσαν.

Η πρώτη μου μέρα πέρασε με βόλτες στην πόλη και επισκέψεις στους συγγενείς, οι επόμενες όμως, είχαν πολλή θάλασσα. Ο θείος Παναγιώτης, εφευρετικός μάστορας με τέσσερις σιδερόβεργες κι ένα σεντόνι έστηνε μια σκιερή καλύβα μπροστά ακριβώς από το κέντρο «Ακταίον», λίγο αριστερά, μόλις κατέβουμε τα σκαλιά. Η θεία Γεωργία καθόταν στη σκιά σε μια αναπαυτική καρέκλα, έπλεκε, χωρίς ωστόσο να με χάνει από το οπτικό της πεδίο, κι ο θείος κάθε τόσο αντάλλασε λίγες κουβέντες με γνωστούς του, που κοντοστέκονταν όταν τον αναγνώριζαν. Μαζί μας, βέβαια, είχαμε παγωμένο νερό και σάντουιτς αλλά απολάμβανα και το παγωτό μου από τον υπαίθριο πωλητή, που έσπρωχνε με πολύ κόπο το ποδήλατό του στην άμμο διαλαλώντας το «τριανταφύλλου και γαλάτου» παγωτό του. Πλατσούριζα στο δροσερό κυματάκι και μελετούσα με προσοχή την κίνηση σε όλη την παραλία και την απέραντη γαλάζια θάλασσα της Αμμοχώστου μέχρι εκείνο τον βράχο που έμοιαζε με την καμπούρα μιας καμήλας, και πιο πέρα ακόμα, εκεί που τα πλοία φαινόντουσαν ακίνητα και μικρά σαν βάρκες. Πού να φανταστώ πόσο μεγάλα ήταν. Ο θείος πρόσεξε το ενδιαφέρον μου για τα καράβια και την επόμενη μέρα το πρωί επισκεφτήκαμε το λιμάνι της Αμμοχώστου. Μου έκαναν στην αρχή εντύπωση τα ψηλά τείχη και ο κόσμος που πηγαινοερχόταν στην προβλήτα με γρήγορους ρυθμούς, άλλοι πεζοί, άλλοι σπρώχνοντας καρότσια, άλλοι με ποδήλατο κι άλλοι μεταφέροντας στην πλάτη ένα γεμάτο σακί. Μόνο όταν είδα ψηλά σε μια πλατφόρμα ένα αυτοκίνητο να το φορτώνουν με κιβώτια συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μπροστά σε ένα τεράστιο πλοίο. Θεέ μου πόσο μεγάλο ήταν! Νόμιζα ότι τα πλοία ήταν το πολύ δυο τρεις φορές πιο μεγάλα από τις βάρκες που βλέπαμε στην Κώμα του Γιαλού. Άντε πέντε φορές. Όχι όμως τόσο μεγάλα όπως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Απίστευτο μεγαθήριο!

Κάθε μέρα και μια έκπληξη. Την επόμενη επισκεφτήκαμε το Δασούδι στην είσοδο της Αμμοχώστου, κοντά στα τείχη. Εκεί, στο Ιωβηλαίον, όπως λεγόταν, ένας φωτογράφος είχε στήσει το υπαίθριο φωτογραφείο του και ήταν η δεύτερη φορά που πηγαίναμε εκεί. Τον αναγνώρισα αμέσως: ήταν ο χαμογελαστός φωτογράφος που ήρθε στο σχολείο μας και μας έβγαλε ομαδική φωτογραφία. Ήταν ο φωτογράφος Ευάγγελος, που είχε καταγωγή από τη Σμύρνη. Η περιοχή έξω από τα τείχη προς τη Σαλαμίνα λεγόταν Νέα Σμύρνη∙ στην περιοχή πρώτος, κατοίκησε και ονομάτισε ο πατέρας του, ο Μανώλης Ζαννετής, που ήρθε από τη Σμύρνη γύρω στο 1910.

Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν οι πρώτες μέρες τόσο γρήγορα κι ευχάριστα, μα είχαμε κι άλλες εκπλήξεις: Το Σάββατο, αργά το απόγευμα, πήγαμε στον «Παρνασσό». Ο Παρνασσός ήταν ένα ξεχωριστό δροσερό σημείο στο Κάτω Βαρώσι, κάτι σαν καφενείο, εστιατόριο, οικογενειακό κέντρο, δεν ξέρω πώς να το πω. Όταν άρχισε να σουρουπώνει όλα τα τραπεζάκια ήταν κατειλημμένα. Πολλοί κάθονταν ακόμα και στο χαμηλό τοιχάκι της περίφραξης του χώρου κι άλλοι σε μικρές συντροφιές, πηγαινοέρχονταν απ΄ έξω. Τα παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί όσο οι γονείς τους απολάμβαναν ό,τι είχαν παραγγείλει. Υπήρχε μια ευθυμία παντού. Όλων τα πρόσωπα ήταν χαρούμενα∙ ποτέ στη ζωή μου δεν συνάντησα πιο ευτυχισμένη κοσμοσυρροή. Όταν όμως έσβησαν τα φώτα, όλα τα παιδιά επέστρεψαν κοντά στους γονείς τους. Όλα τώρα ήταν ήσυχα. Από ένα παλιό γραμμόφωνο ακουγόταν η κλασσική μουσική των παραστάσεων του καραγκιόζη, ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ και μετά η βραχνή χαρακτηριστική φωνή του καραγκιοζοπαίχτη «έεειιι όπα! Όπα όπα, μανούλα μου, όπα κολλητήριιι»... θα φάααμεεε θα πιούμεεε και νηστικοί θα κοιμηθούμε»…

…και άρχιζαν τα γέλια, που συνεχίζονταν μέχρι το τέλος της παράστασης, μέχρι να ακουστεί από τη βραχνή φωνή «κυρίες μου και κύριοι, παιδιά μου, εδώ τελείωσε η παράστασις ο Καραγκιόζης γιατρός. Γεια σας… γεια σας» και να ανάψουν τα φώτα, και ν’ αρχίσει πάλι η μουσική από το παλιό γραμμόφωνο: ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ! ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ!

Υπήρξαν εποχές, που οι άνθρωποι ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι∙ με τα ελάχιστα! 
 
 

2 Ιαν 2022

"ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΒΑΖΟ": ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ


1977… τρία χρόνια μετά την τραγωδία... περπατούσα κοντά στην περιοχή του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα… ήθελα να γνωρίσω την πόλη που θα με φιλοξενούσε προσωρινά μέχρι την πολυπόθητη ημέρα της επιστροφής! Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να περιεργάζομαι τα εκθέματα ενός παλαιοπωλείου και να κουβεντιάζω φιλικά με τον ιδιοκτήτη του. Απαντούσα μηχανικά στις ερωτήσεις του, καθώς προσπαθούσε να προσδιορίσει τα ενδιαφέροντά μου. "Είμαι πρόσφυγας", απάντησα, "όχι, όχι δεν έχω δουλειά…ναι σπούδασα". Τα μάτια μου έλαμψαν, καθώς, σαρώνοντας τα αμέτρητα μικροαντικείμενα τριγύρω καρφώθηκαν σ΄ένα πανέμορφο βάζο! «Είναι χειροποίητο Κερυνειώτικο» είπε ο γέρος, αναγνωρίζοντας το ενδιαφέρον μου, κι εγώ αστραπιαία το πήρα στα χέρια μου και διάβασα στη βάση του: «Κεραμεύς»… Καλή επιστροφή, είπε ο γέρος, καθώς το τύλιγε σε μια εφημερίδα... 
 
...κι εγώ σκέφτομαι πως εφέτος έχουμε μπει από χθες στον τεσσαρακοστό όγδοο χρόνο!