22 Ιουν 2015

ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΗ ΑΝΑΤΑΣΗ


του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ
Πατριδογνωσία
 και επική ανάταση
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
 "Πικρόλιθος", εκδόσεις Κάρβας, 2014
[Ο Φιλελεύθερος, 22 Ιουνίου 2015, Πρώτη Γραμμή, Κυπριακή Ποίηση, σελ. 25]  

Το νέο βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι μια ευσύνοπτη ποιητική σύνθεση που συνδυάζει την αρχαιογνωσία με την πατριδογνωσία και το λυρισμό με ψήγματα επικής ανάτα­σης. Στο πρώτο σκέλος του βιβλίου ο ποι­ητής ταυτίζεται και συνοδοιπορεί με τον προϊστορικό άνθρωπο. Ανακαλύπτει μαζί του την πέτρα και την χρηστική της αξία, τη φωτιά, το νερό στο ποτάμι και τελικά τη θάλασσα. Εκπλήσσει και εκπλήττεται σ' αυτή τη μαγευτική πορεία της γνώσης, με συγκίνηση αλλά και δέος.

Μόνο στα μέσα του βιβλίου ξεκαθαρί­ζει ότι ο ποιητής παρακολουθεί την εξέλι­ξη του ανθρώπινου γένους στην αρχαιότη­τα από κυπριακό έδαφος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η ματιά του είναι πανανθρώπινη και καθολική. Η πρώτη υπόμνηση που παρα­πέμπει στη γη της πατρίδας μας γίνεται μόλις στο ποίημα «Παλιό καράβι» που ανα­φέρεται στα πρώτα βήματα της ναυσιπλο­ΐας στον τόπο μας: «Γιατί όταν ήρθε ο και­ρός και φύσηξε Απηλιώτης / Στ' αμέτρητα ταξίδια μου σ' ατέλειωτο γιαλό / Σκορπού­σα μύγδαλα κι ολόγλυκο κρασί κερνούσα / Καθώς τον κόσμο θάμπωνε ο αστραφτε­ρός χαλκός /...». (σελ. 30)

Μοιραία, αλλά και αισθητικά ωραία, η περιπλάνηση του Ν.Ν-Χ. στον αρχαίο κό­σμο γενικά και στην αρχαϊκή Κύπρο ειδικά, καταλήγει στην αρχαία ιστορία του νησιού μας και τις ελληνικές του ρίζες, απ' όπου ο ποιητής επιχειρεί ν' αντλήσει διδάγματα και παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγή για τη σύγχρονη εποχή και τις μέρες μας: «... δοκιμάστε απ' το δικό μου, της προδο­σίας το πικρόμελο / που στάζει απ' το κρα­νίο μου για να θυμάστε / πως πρέπει πάντα να φυλάγεστε απ' τους αισχρούς Στασάνορες μα, πιο πολύ απ' τους προδότες Γόρ­γους». (σελ. 31)

Με το συγκεκριμένο ποίημα θα έλεγα ότι αναπτύσσεται και μιας μορφής διακει­μενικός διάλογος με το ομόθεμο ποίημα του Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλος» από τη συλλογή «Κατάθεση», 1975 -όπου η μορφή του Βασιλιά της Σαλαμίνας χρησι­μοποιείται ως εγερτήριο σάλπισμα κατά της παχυδερμίας, της αδιαφορίας και της αταραξίας, πνευματικής, πατριδολατρικής ή άλλης: «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος / κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα / χωρίς τίποτα να νιώσου­με...».

Βέβαια, παραδείγματα - φωτεινοί φά­ροι για το μέλλον -άμεσο, μακροπρόθεσμο ή διαχρονικό- μπορούν ν' αντληθούν και από τη σύγχρονη ιστορία του νησιού. Π.χ. από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, όπου δεσπόζει η θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου. Τη διαχρονικότητα αυτής της θυσίας υμνεί ο ποιητής: «... οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη / καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά / καίνε μονά­χα το σώμα / κι ένα μικρό τρυπομάζη - δί­πλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά / όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν / την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι...». (σελ. 34)

Από τις κορυφαίες στιγμές του βιβλίου θεωρώ το ποίημα «Το πηγάδι» (σελ. 36) όπου επιχειρείται μια παρώδηση και μια παράλληλη συνανάγνωση του γνωστού παραδοσιακού κυπριακού τραγουδιού «Τέσσερα τζιαι τέσσερα» με τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία του 1974 και τον χαμό ενός αγνοούμενου, που μικρός άκουγε με δέος και απορία τον παππού του να τού τραγουδά το πιο πάνω άσμα. Ο μύθος πε­ριπλέκεται περίτεχνα με την ιστορία και οι παραλληλισμοί λειτουργούν με αισθητική επάρκεια: «... ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού / κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε / δεν έμαθε πως στρατιώ­της στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης / ο εγγονός του ο πιο μικρός / καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών σ' ένα χωριό, την Αγιά / θυμήθηκε τον παπ­πού του και το τραγούδι του / και πικραμέ­νος σιγοψιθύρισε: "Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί / Γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί"...». (σελ.37)

Ανάλογο εγχείρημα με το αμέσως προ­ηγούμενο επιχειρείται και στο προτελευ­ταίο ποίημα της συλλογής, «Νανούρισμα» (σελ. 38), όπου και πάλι συνυφαίνεται ένα κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι με την τραγωδία του 74. Αυτή τη φορά το βρέφος «νανουρίζει» τη νεκρή μάνα του ευρισκό­μενο πάνω στο άψυχο στήθος της: «Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά / Παρακαλώ σε έλα δα / Ποτζοίμισ' τη μανούλα μου / την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου /... Κλαίω της τζαι φωνάζω της / Ξύπνα μανά ξύπνα μανά / Δίκλα 'ποτζεί δίκλα 'ποδά / Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά /Μα η μάνα μου δεν απαντά έσιει τα μάθκια της κλειστά». (σελ. 39)

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο και αρκούντως εύγλωττο βρίσκω το γεγονός ότι στις πιο δραματικές στιγμές της ποίησης του ο Ν.Ν-Χ. καταφεύγει στους πυκνόρρευστους κι ευωδιαστούς χυμούς της κυπριακής δι­αλέκτου. Αυτό συμβαίνει τόσο στο υπό παρουσίαση βιβλίο, όσο και σε προηγούμενα έργα του ποιητή.

Ολοκληρώνοντας θέλω να σημειώσω ότι η νέα ποιητική συλλογή του Ν.Ν-Χ. χα­ρακτηρίζεται και από μια ιδιαίτερη αφηγηματικότητα. Τα ποιήματα του είναι το ίδιο γλαφυρά και παραστατικά όπως εκείνα της προηγούμενης συλλογής του, «Διθαλάσσου», 2012, αλλά το πρόσθετο στοιχείο της αφηγηματικότητας, κατά την άποψή μου, καθιστά τη νέα δουλειά περισσότερο ευά­λωτη σε πεζολογικές ατραπούς, τις οποίες ο ποιητής δεν καταφέρνει ν' αποφεύγει πάντα. Η αφήγηση, η εξιστόρηση ενός μύ­θου ή ενός γεγονότος, μέσω της ποίησης, πάντοτε ελλοχεύει κινδύνους διολίσθησης σε πεζολογίες. Έχω την αίσθηση ότι ο Ν.Ν-Χ. θα μπορούσε να ελέγξει περισσό­τερο αυτό τον κίνδυνο, μέσω αυξημένης εσωτερικής ροής και μουσικότητας των στίχων του.


βιογραφικά Γιώργου Φράγκου

Ο Γιώργος Φράγκος γεννήθη­κε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1962. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές από τα μαθητικά του χρόνια. Σπούδασε δημο­σιογραφία στο Πανεπιστήμιο Φιλίας των Λαών της Μόσχας και το 1989 παρακολούθησε στο ίδιο Πανεπιστήμιο με­ταπτυχιακά μαθήματα στην έδρα της λογοτεχνίας. Από το 1990 εργάζεται στη Λευκωσία ως δημοσιογράφος στον ημε­ρήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και διετέλεσε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτρο­πής Κρατικών Βραβείων Λο­γοτεχνίας.

Ποιήματα του δημοσιεύονται κατά καιρούς, ως επί το πλεί­στον, στα λογοτεχνικά περι­οδικά Νέα Εποχή και Άνευ, ενώ έχει συμμετοχή και σε ορισμένες ποιητικές ανθολογίες. Εκτός από την ποίηση ασχολείται και με την κρι­τική λογοτεχνίας. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, βουλγάρικα και ρωσικά.





ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ


ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Π Ι Κ Ρ Ο Λ Ι Θ Ο Σ

[ΑΚΤΗ, έτος ΚΣΤ΄, τ. 103, Καλοκαίρι 2015, σελ. 362]

Από τη «Διθαλάσσου», την εμποτισμένη με τα μύρα της θαλασσοφίλητης γενέτειράς του Καρπασίας, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κομίζει στα κάνιστρα της ποιητικής του ψυχής το αρχέγονο σύμβολο ολάκερης της γης του και μαζί βαρύτιμο φυλαχτό της πατρογονικής του κληρονομιάς: τον «Πικρόλιθο» της δεύτερης ποιητικής του συλλογής, που τον έφερε πρόσφατα ο καλοτάξιδος άνεμος Κάρβας των προσωπικών του εκδόσεων. Και αν με τους πρώτους του στίχους ανάστησε στο «Φως» ανάγλυφες «…Εικόνες» από ενδημικά πουλιά, θάμνους και δέντρα, διάβηκε μέσα από μια νοερή «Μικρή Περιήγηση» γνώριμους τόπους και νεκροπόλεις με «Τα Άλογα» της Σαλαμίνας,  συνομίλησε στην ντοπιολαλιά τους με ανθρώπους των περασμένων χρόνων κι ανιστόρησε τα δεινά της «Παναγίας της Καναριάς» και του Μεγάλου Αγγέλου, έρχεται τώρα  να επισφραγίσει τις προηγούμενες «Παλιές σφραγίδες» με νέα εμφαντικότερα χαράγματα.

Ταυτίζοντας την αλληγορική προσωποποίηση της πατρίδας του με την υπαρκτή Καρπασιτοπούλα «Ελένη» του ομώνυμου ποιήματος της «Διθαλάσσου», που απαθανάτισε με τις πέτρες στην πλάτη  μοναδικό φωτογραφικό στιγμιότυπο του «Νational Geographic» το 1928, καταφέρνει να εισχωρήσει τούτη τη φορά στα μεγαλύτερα της βάθη, για ν’ ανασύρει από τα χαλκολιθικά  στρώματα της Ιστορίας και του πολιτισμού της τον κατ’ εξοχήν ενδογενή της «πικρόλιθο». Την ακριβολογική τεχνουργική του ιδιότητα για την κατασκευή των δημοφιλών σταυρόσχημων ειδωλίων του Κυπριακού Μουσείου επεξηγεί στις «Σημειώσεις», που μαζί με τον σελιδοδηγό των αρχαιολογικών «εικόνων» και το διαλεκτικό «Γλωσσάρι» επιτάσσονται της συλλογής. Τόσο, όμως, ο τίτλος της «Πικρόλιθος» όσο και ο υπότιτλός της «σημειώσεις σχεδίας» παραπέμπουν σε μεταφορικά νοήματα και συμβολισμούς πολυσημίας, όπου κατά μία συνεκδοχική σύζευξη τα οιονεί Σολωμικά σχεδιάσματα του ποιητή συνταξιδεύουν πάλι με τον ούριο Κάρβα της μνήμης, αλλά και της πικρής θύμησης πάνω στην Οδυσσεακή σχεδία, πανομοιότυπη με την πανάρχαια σχεδία, τη χαραγμένη σε κάποιο πικρό βράχο της Κύπρου. Και οι άνθρωποί της να περιμένουν την επιστροφή στο μισό της ακροθαλάσσι, δεόμενοι με ανοικτά τα χέρια σ’ ανάμνηση των γηγενών ειδωλίων του «πικρόλιθού» της.

Από τις 14 ποιητικές συνθέσεις, που κατατίθενται στην παρούσα συλλογή, είτε ως αυτοτελή ποιήματα είτε επιμερισμένες σε αριθμημένες θεματικές ενότητες, μερικές εξ αυτών στιχηδόν και άλλες μορφικώς καταλογάδην, στεκόμαστε κατ’ αρχήν στα εμβληματικά δύο πρώτα ποιήματα, που απηχούν ονοματολογικές παραλλαγές ή παραπληρωματικές προεκτάσεις του τίτλου. Έτσι, «Τα Βότσαλα», κατά τον ποιητή, παραλληλίζονται ευστόχως με τα ποιήματα, αποτυπώνοντας τις ιδέες της ποιητικής του βιοθεωρίας σε ευφάνταστες εικονοπλαστικές συλλήψεις: «Τα ποιήματα / Ως εύπλαστη ύλη / Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν / Της θάλασσας» πότε «Σε βυθούς σιωπής», πότε «Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο» μέχρι να έλθουν «στο φως». «Η  Πέτρα», ωστόσο, που κρατεί ιερό φυλακτό στις πέντε ποιητικές του διαδρομές ή στις επώδυνες αναβάσεις για τις ανατάσεις των πέντε του αισθήσεων, δεν είναι άλλη από εκείνη τη ριζιμιά της γης του, που δεν μπορεί «να ξεχάσ[ει]» όποιο «ποτάμι» ή «μονοπάτι» κι αν πάρει. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του α΄ και ε΄ μέρους είναι δυναμικά ενδεικτικοί του αναπόσπαστου ομφάλιου λώρου, που δένει στα σπλάχνα της στο πρόσωπο του ποιητή τους συμπατριώτες συνοδοιπόρους του: «Περπατώ με  μια πέτρα στο χέρι / Μα πάντα μένω στα ίδια δάση / Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ». «Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα / Και παίρνω στα χέρια μια κώπη». Αυτήν, προφανώς, της παλιννόστησης, όπως, ακριβώς, «Τα Πουλιά» του επόμενου ποιήματος, που «βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;» κι ας διερωτάται με απορία Σωκρατικής ειρωνείας.

Στα αμιγώς, θα λέγαμε, θαλασσινά ή ναυτικά ποιήματα «Η Σχεδία», «Το Τραγούδι του Ναύτη της Σχεδίας», «Το Ακρογιάλι» και «Παλιό Καράβι» αποτυπώνεται μαζί με τις αεικίνητες αναζητήσεις και τη φιλοτάξιδη έφεση του ψυχισμού του το  στίγμα του φυλετικού κυττάρου του αιώνιου Έλληνα ταξιδευτή των μακρινών οριζόντων του Καββαδία, αλλά και του Ομηρικού νόστου ή της αμετατόπιστης Καβαφικής «πόλης». Έτσι, ντύνοντας με τα «βαθυκύανα» χρώματα του Ελύτη τα δικά του «δελφίνια», καταγράφει τις αποδράσεις και τις επανόδους του: «Πάνω απ’ τα κύματα πετούν / Ύστερα χάνονται· ξαναγυρνούν». Και καθώς ο Ποιητής του Αιγαίου ομολογεί πως «Τα ανώτερα Μαθηματικά του τα έκανε στο Σχολείο της θάλασσας» ο ίδιος, όντας Μαθηματικός με τα γεωμετρικά σχήματα των λυρικών επαναφορών του μεταστοιχειώνει τον «μικρό Ναυτίλο» στη μουσική κλίμακα του δικού του «Ναύτη», τονίζοντας μέσα από το «Τραγούδι» του το δυσεπίτευκτο του γυρισμού του: «Ναύτη μου / Ναύτη / Όποιος σε θάλασσα αρμενίσει / Με θαλασσόμελο ξεδιψάσει / Πίσω στο σπίτι του δεν θα γυρίσει / Την πρώτη αγάπη του θα ξεχάσει». Για να ομολογήσει, εντούτοις, αλλού, ανακρούοντας «αλίδρομος θαλασσομάχος» την πρύμνη του «καραβιού» του, που υπενθυμίζει από τους συμφραζόμενους στίχους το φυλακισμένο καράβι της Κερύνειας και την ελπίδα της επιστροφής: «Κι ύστερα γύριζα με το καράβι φορτωμένο ελπίδα / Γύριζα με το καράβι φορτωμένο φως».

Τους επικούς αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού συνοψίζει ο ποιητής μέσα από τα ποιήματά του «Πικρόμελο», «Η Σκήτη», «Διάλογος» και «Το Πηγάδι». Σε μιαν αντιστικτική σύνθεση αρχαίας και νέας τραγωδίας ή εν είδει συνοπτικού ποιητικού χρονικού της «γλυκείας» αλλά και πικρής «χώρας Κύπρου» ανιστορεί την επανάσταση του Ονήσιλου εναντίον των Περσών, τη θυσία του Αυξεντίου και του Μάτση για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, καθώς και του ομοχώριού του Παναγιώτη, που έπεσε πολεμώντας τους Τούρκους το 1974. Ενώ στο «Νανούρισμα», μεταπλάθοντας αριστοτεχνικά σε μοιρολόι το γνωστό κυπριακό τραγούδι, μνημειώνει μιαν από τις πολλές τραγικές ιστορίες της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Για τούτο και ο ποιητής, σαν άλλος δυνατός «Σπουργίτης», που επιβιώνει των κακουχιών και των κατατρεγμών μονολογεί: «μα εγώ, εδώ θα ζήσω …να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
 ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΔΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ


Η Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, Φιλόλογος, Συγγραφέας, Κριτικός Λογοτεχνίας, γεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1948 και μετά την αποφοίτησή της από το Γυμνάσιο Θηλέων τής υπό τουρκική κατοχή πόλης της, σπούδασε Ελληνική Κλασική Φιλολογία, καθώς και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε, επίσης, Δημοσιογραφία στο Κέντρο Σπουδών Δημοσιότητας και θεατρικές σπουδές στο Εθνικό Θέατρο.

Υπηρέτησε ευδόκιμα τη Μέση Εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία της Κύπρου, απ’ όπου αφυπηρέτησε ως Λυκειάρχις το 2008.

Έχει δημοσιεύσει μελέτες, κριτικά δοκίμια, βιβλιοπαρουσιάσεις, χρονογραφήματα, άρθρα και κείμενα ποικίλου περιεχομένου στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο, όπου κατά καιρούς συνεργάστηκε συστηματικά και συνεργάζεται μέχρι σήμερα με δικές της εβδομαδιαίες στήλες. Εκτός από ποίηση, νουβέλες και διηγήματα, συνέγραψε θεατρικά έργα για το σχολικό, κυρίως, θέατρο και ανέβασε με επιτυχία πολλές μαθητικές παραστάσεις. Μετέφρασε, επίσης, μελέτες και ποιήματα από τα Γαλλικά και τα Αγγλικά. Είναι ενεργό μέλος σε διοικητικά συμβούλια πνευματικών σωματείων του τόπου μας.

Το πολυσέλιδο ποιητικό και πεζογραφικό της έργο, σημαντικό μέρος του οποίου παραμένει ανέκδοτο, διαπνέεται από λυρική ευαισθησία, βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό και ευρύτερο κοινωνικό προβληματισμό. Η κατεχόμενη πατρίδα της δεν είναι μόνο οδυνηρή πηγή δημιουργικής έμπνευσης, αλλά και μνησιπήμων πόνος του νόστου της.