Μνήμη και Τιμή για τρεις Φίλους
Σήμερα (8 Φεβ 2013) εννιά χρόνια από τον θάνατο του Θεοδόση Νικολάου (8 Φεβ 2004) και έναν χρόνο (6 Μαρ 2012) από τον θάνατο του Φοίβου Σταυρίδη, δυο αγαπημένων φίλων και συνεργατών, που η απώλειά τους άφησε ένα τεράστιο κενό στη ζωή μου που δεν είναι εύκολο να συμπληρωθεί, απροσδόκητα έπεσε σαν κεραυνός και με κτύπησε μια άλλη θλιβερή είδηση. Αυτές οι στιγμές, όμως, δεν μπορούν να περιγραφούν. Λες δεν γίνεται. κάποιο ψέμα θα είναι. Πως είναι δυνατόν. Χθες μιλούσαμε. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Δυστυχώς δεν είναι λάθος. Δεν είναι κακός εφιάλτης. Θρηνώ την αγαπημένη μου φίλη Νίκη Μαραγκού, που σκοτώθηκε σε τροχαίο στην Αίγυπτο χθες το πρωί 7 Φεβ 2013. Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για την Αίγυπτο είχαμε συναντηθεί για να της δώσω μια βιντεοκάμερα που μου είχε ζητήσει για το ταξίδι, γιατί με την ευκαιρία που θα ήταν εκεί θα έπαιρνε και κάποια μαθήματα για βίντεο. Ήταν πολύ χαρούμενη γιατί της άρεσε να ταξιδεύει. Αγαπούσε ιδιαίτερα την Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια. Δυστυχώς αυτό ήταν το τελευταίο της ταξίδι.
Στις 15 Μαρτίου θα παρουσίαζε το τελευταίο της βιβλίο στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα. Πιο πολύ όμως, ήταν χαρούμενη για το νέο της ποιητικό βιβλίο που είναι ακόμα σε τυπογραφείο στην Αθήνα: Προς αμυδράν ιδέαν, αυτός είναι ο τίτλος που του έδωσε. Έχω την πρώτη πρόχειρη έκδοση, όπως ακριβώς την έμαθα να φτιάχνει στον υπολογιστή της και στη συνέχεια να τυπώνει. Πολύ συχνά με έπαιρνε στο τηλέφωνο και με ρωτούσε πώς θα έλυνε κάποιο πρόβλημα με τον υπολογιστή της και φυσικά πάντα της έλυνα το πρόβλημα.
Αντιγράφω ένα ποίημα από την πρόχειρη αυτή έκδοση:
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟΝ ΒΟΡΡΑ
Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σαν μια φέτα καρπουζιού από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας φωνάζει
να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες καρέκλες,
κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες πόρτες,
κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ είναι γραμμένο το όνομά της.
-Τώρα όμως, είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimend*,
έτσι το λένε στα τουρκικά.
ganimend: λάφυρο πολέμου
Έκθεση βιβλίου στην Κωνσταντινούπολη, Οκτ 2005
Από την συλλογή της ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ, εκδόσεις Κοχλίας 1987 είναι το πιο κάτω ποίημα:
ΚΑΘΩΣ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΜΕ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Κι ακόμα θα σας παρακαλούσα με
την ευκαιρία των λίγων γραμμών
που σας στέλνω, να λαβαίνατε τον
κόπο να μου φιλούσατε -με τους
λωτούς και με τις φοινικιές της με τα
νερά της και τα δειλινά της- ολά-
κερη την Αίγυπτο στο στόμα.
Γράμμα του Ν. Λαπαθιώτη
Και ο ύπνος σου γίνεται βαθύς
πάνω από την αρχαία νεκρόπολη
το λαβύρινθο των στοών
με τα σπασμένα αγγεία τ΄αγάλματα τ΄ακόντια
καθώς ξαναβρίσκεις την οδυνηρή ισορροπία
που σου επιτρέπει να είσαι και να μην είσαι
να περπατάς και να μένεις ακίνητη
στην ίδια θέση πάντοτε
ψηλαφώντας τους οικείους χώρους
τους ευκαλύπτους γύρω απ΄το ποτάμι
το σπίτι με τους φοίνικες
που άδειασε με τις φασαρίες του ΄55
τις μυστικές απογευματινές συναντήσεις
χωρίς καμμιά πια αιδώ ή τύψη
μ' ένα σελάνι αιμάτινο στο στήθος
Κι ο ύπνος σου γίνεται βαθύς
πάνω από την αρχαία νεκρόπολη
οι ηδονές πελάγιες
οι χορευτές εξαίσιοι
βαθαίνουν οι ώχρες και τα πράσινα
μέσα στα θαύματα των κήπων
στην παρδαλή παρέλαση της προκυμαίας
η άμαξα σου δίνει μια περιορισμένη μόνο όψη του δρόμου
ακολουθείς το υδάτινο ρέμα
στην κούπα από αλάβαστρο
τα κέρινα ομοιώματα
μετακινούνται ελάχιστα πάνω στην επιφάνεια του νερού
ξυπνάς πρωί στη Λευκωσία
αργοπορημένη.
Ναι, αγαπημένη μου φίλη, ο ύπνος σου έγινε βαθύς, πολύ βαθύς, και δεν θα γυρίσεις με καράβι από την Αίγυπτο. Έχεις περάσει στην άλλη όχθη και δεν θα γυρίσεις πίσω ποτέ.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ
Όποιος περάσει στην άλλη όχθη
δε γυρίζει πίσω ποτέ
με το καράβι που μια ζωή συναρμολογούσε
με σκοινί γερό και ξύλο αρωματικό
θα ταξιδέψει τις δώδεκα ώρες της νύχτας
και το πρωί θα τριγυρνά
σε συνοικίες αράπικες
μικρομάγαζα στολισμένα
με χρωματιστά λαμπιόνια
γλυκά αμύγδαλα ποτά
θα μπαίνει μέσ΄ τα σπίτια τα κτισμένα με πλιθάρι
θα βάζει στα μαλλιά του λάσπη
και θα πενθεί όπως κι αυτοί
τον Άδωνι.
Ανάμεσα στους κίονες
με τα άνθη του λωτού και του παπύρου
θα βλέπει κάποτε αργά το απόγευμα
κάποια ρωμαϊκή επιγραφή
κάποιον άγιο χριστιανό ζωγραφισμένο
ή ένα άλογο ή μια ρομφαία
και θα ξαναθυμάται
μόνο σαν μια σκιά σαν αστραπή
την περασμένη του ζωή
το "γενεαί πάσαι" τους ευκαλύπτους στο κυβερνείο
τον τοίχο τον ψηλό με τα γυαλιά
κάποτε ακόμα και τη θάλασσα
αυτή αλήθεια πια σαν όνειρο
τη θάλασσα.
Έτσι θα εντρυφείς μεσ΄τη σιωπή σου
θα κουβαλείς μια μουσική που πέτρωσε
θ' ακούς τα κρόταλα το φίδι το αιγυπτιακό
μόνη εσύ θα τα ακούς
μόνη εσύ θα τα διηγείσαι.
Αρχή Ινδίκτου, σελ. 32
Μια μέρα πριν το δυστύχημα τής είχα στείλει την πιο κάτω φωτογραφία της που την έβγαλα στο σπίτι του Θεοδόση Νικολάου. Μου απάντησε ότι ήθελε να μου στείλει κάτι μα δεν μπορούσε να χειριστεί τον υπολογιστή εκεί. Η Νίκη εκτιμούσε και αγαπούσε πάρα πολύ τόσο τον Θεοδόση όσο και τον Φοίβο. Όταν ήμουν στην Λάρνακα ερχόταν πολύ συχνά και μας έβρισκε. Τόπος συνάντησης ήταν βέβαια το φαρμακείο του Φοίβου και μετά την επίσκεψή μας σε κάποια γραφική ταβερνούλα της παραλίας καταλήγαμε στη βιβλιοθήκη του Φοίβου. Εκεί περιεργαζόμαστε τις καινούριες παραλαβές σπάνιων βιβλίων που ανακάλυπτε ο Φοίβος ή ακούγαμε σιωπηλοί αναλύσεις ποιημάτων από τον Θεοδόση. Κάποτε, αναγνώσεις από τον Γ. Π. Σαββίδη και άλλους. Οι συναντήσεις αυτές κρατούσαν και μετά τα μεσάνυχτα.
Η Νίκη διαβάζει ένα ποίημα του Θεοδόση, που η γυναίκα του Άντρη (στη φωτογραφία πιο κάτω με την μαθητική ποδιά) έχει βάλει μέσα σε κορνίζα:
Η Νίκη Μαραγκού και η Άντρη Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του Θεοδόση στη Λάρνακα.
Το γραφείο του Θεοδόση Νικολάου
Ας είναι όλα αυτά ένα μικρό αφιέρωμα μνήμης και τιμής στους φίλους μου που όλοι έφυγαν άδικα πολύ νωρίς.
Πιο κάτω η καταγγελία για την καταστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαρίας. Το καταγγελτικό κείμενο είναι του Φοίβου Σταυρίδη και η βυζαντινίζουσα μοναδική γραφή είναι του Θεοδόση Νικολάου. Το σχέδιο της εκκλησίας της Παναγίας Κανακαριάς είναι δικό μου.
Ένα κείμενο μου (ανάμνηση) θα δημοσιευτεί στα τετράδια των μικροφιλολογικών που θα κυκλοφορήσει την άνοιξη αφιέρωμα στον Φοίβο Σταυρίδη.
Η ποιητική σύνθεση του Θεοδόση Νικολάου Ημιτελής Τοιχογραφία
Κλείνω αυτό το μικρό αφιέρωμα με ένα ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη
από τη συλλογή του Τρίτο Πρόσωπο
Η ΒΡΟΧΗ
Τούτη η μαγική βροχή από
μνήμες,
εικόνες,
λέξεις,
μουσική,
καθώς καρφώνεται επάνω σου
πότε σαν ρίγος
πότε σαν προσδοκία επίσκεψης
πώς να την πιάσεις στα δίχτυα
να γίνει θάλασσα του πρωιού
μ' ένα δικό της σύνορο
θανάτου;