26 Απρ 2016
19 Απρ 2016
16 Απρ 2016
Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Νίκος Νικολάου - Χατζημιχαήλ
Η Αγία Ρόδη η ποιήτρια
διήγημα
Zούσε
μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη τού δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη.
Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι την θυμόντουσαν: μια σταλιά
ύπαρξη, ντυμένη στα μαύρα, πάντα με ένα μεγάλο μαύρο τριγωνικό μαντήλι στο
κεφάλι, που το έλεγε τσίπα, και στο αριστερό της χέρι το μπαστούνι της,
κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προστασία παρά για βοήθημα
στο περπάτημα. Προστασία από τα σκυλιά, βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους
που την αγαπούσαν και ανησυχούσαν όταν αργούσε να κάνει την εμφάνισή της. Το
σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πάνινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον
δεξί της ώμο και περιείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν∙ δεχόταν μόνο εκείνα
που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βάρος που κουβαλούσε. Το μαντήλι
της ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινό σχεδόν
ανύπαρκτο και μόνο τα μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν ασταμάτητα στο
ρυθμό τού δεξιού πάντα τανυσμένου χεριού της∙ είχε κι αυτό ένα παράξενο περιστροφικό
τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχόταν είτε από κάποια
πάθηση, είτε από γηρατειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κατάσταση
ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρωμένα χείλη της ήταν τραβηγμένα προς τα μέσα
κι έκαναν το μικρό της πηγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στις
λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέναν μια και το νόημα των
λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προσπάθεια.
Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε δραπετεύσει
από κάποιο παραμύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώνει το δάσος και
ξεκινά μια απέραντη κοιλάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές τού
Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα
για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις τέσσερεις σανίδες ενωμένες
και τέσσερα χαμηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κατασκευή, στην οποία
φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπεζάκι που
είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι
κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν
αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχοντρης καντήλας.
Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηραμένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι
ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτόταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν
στα δύο, από τη βάση τού κεντημένου σταυρού ώς κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί
είχε προτιμήσει να ζει σ’ εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς∙
ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο
έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκαναν.
Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντούσε
αμέσως: Χατζηροδού.
Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χωριά τής
περιοχής∙ ήταν η Χατζηροδού, η ποιήτρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά.
Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία
στα γύρω χωριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε
διαφορετική διαδρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να πουλήσει τα ποιήματά
της. Και δεν ήταν σε τυπωμένα βιβλία ή φυλλάδες∙ ήταν ποιήματα που έφτιαχνε
και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό
βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.
Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρομάκι προς το
σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πάρουμε
δεκάρες από το συρτάρι τού μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτό το σκοπό ο πατέρας κι η
μητέρα. Όταν πλησίαζε αρκετά, χαιρετούσε τραγουδιστά. Αν βρισκόταν κάποιο
κάθισμα δίπλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρκούσε και πολύ∙ μόνο όσο
χρειαζόταν, για να ταιριάξει μερικά στιχάκια και να πάρει την ανταμοιβή της.
Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε, και λέγαμε μια
λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπροστά
μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές
φορές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος μερικών
δευτερολέπτων που μεσολαβούσε της ήταν αρκετός για να συντάξει το ποίημά της,
που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες
λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη
συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκαταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο
χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή μας απάγγειλε τη σύνθεσή της:
Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν
Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους
εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανόνες τού σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα
απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, καθώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι
έξω από την εκκλησία τού χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαξε και τους τελευταίους
της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:
Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου
Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή
στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρήκαν ένα μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομίσματα,
σκεπασμένο με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν, κυρίως, χιλιάδες δεκάρες,
ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντίδωρα για τον αμητό τής σοφίας της, που πρόσφερε
στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.
Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό
εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την εικόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό
σαν το ξωκλήσι τής Αγίας Ρόδης τής ποιήτριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια
ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή
στην Αμερική θα βρίσκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό απόκτημα, όπως τόσα άλλα.
[Από το βιβλίο μου 20 Διηγήματα, Κάρβας 2014]
14 Απρ 2016
11 Απρ 2016
10 Απρ 2016
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
στη
Μερόπη Μωυσέως
της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ
1. Η ιστορία της ζωής σας σε 20 λέξεις.
Ἐδῶ γεννήθηκα / Σ΄ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ / Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα / Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ / Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα / Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.
2. Η ποίηση ξεκινά... και τελειώνει …
Η ποίηση γενικά, ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μέσα στην αέναη ροή του χρόνου και όταν ακόμα εμείς δεν θα υπάρχουμε. Σε μένα, τον θνητό και ασήμαντο ανθρωπάκο, Ήρθε / ανάμεσα από τα φυλλώματα / της ελιάς / κι εγνώρισα / το ασημί / την απλότητα / και την αγάπη. / Ανάμεσα από τα φυλλώματα / του κυπαρισσιού / και γνώρισα το πράσινο / την πάλη / την παλληκαριά. / Της ροδιάς / κι εγνώρισα / το κόκκινο / την τρέλα / και τον έρωτά της. / Κι ο κόσμος όλος φως.
3. Γιατί γράφετε;
Για να μαλακώσω το άλγος του νόστου για τον ξεχασμένο και πολύπαθο γενέθλιο τόπο μου. Για να μπορώ να περπατώ όρθιος. Για να αναπνέω.
4. Για τι γράφετε;
Γράφω για σγαρτίλια, τζιτζίκια και ανέμους. Τραγουδώ τον τρυπομάζη, τη σκαλιφούρτα και το κρινάκι του γιαλού. Τραγουδώ τις αγριελιές, τις μοσφιλιές και τις αφτοτζηνάρες. Μόνο που πολλές φορές αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά, θαρκούμαι ανακαλιούμαι.
5. Η παρουσία ελληνικής και κυπριακής στα ποιήματά σας...
Υποθέτω ότι εννοείτε «κυπριακή γλώσσα». Μα, δεν υπάρχει κυπριακή γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία. Η ελληνική γλώσσα, που μιλιέται στον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρίς διακοπή. Χρησιμοποιώ λοιπόν, στα ποιήματά μου αρκετές φορές το κυπριακό ιδίωμα για να δροσίσω και να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου, και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων.
6. Οι σημειώσεις | παράλληλες ιστορίες των ποιημάτων σας στο τέλος της έκδοσης...
Η ποίηση δεν έχει ανάγκη από σημειώσεις. Ούτε ο ποιητής επεξηγεί ποτέ τι εννοεί με τους στίχους του. Το ζητούμενο είναι η χαρά της αποκρυπτογράφησης και κατανόησης του ποιήματος, από τον επαρκή αναγνώστη, μετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις και μελέτη. Οι σημειώσεις μου στο τέλος της συλλογής, επέχουν θέση παράλληλων ιστοριών και έχουν σκοπό να φωτίσουν τον τόπο από μια διαφορετική γωνία. Να τον κρατήσουν ζωντανό στη μνήμη. Αλλά ο τόπος τον οποίο φωτίζω έχει ενδιαφέρον για όλο τον κόσμο. Είναι τα ψηφιδωτά της Κανακαρίας. Η πόλη της Αμμοχώστου. Και αυτά δεν χαρίζονται σε κανένα εισβολέα κατακτητή.
7. Ποιον/α Κύπριο/α λογοτέχνη ξεχωρίζετε και γιατί;
Τον Θεοδόση Νικολάου που είχα πολύ μεγάλη τύχη να συνδεθώ φιλικά μαζί του από το 1980 μέχρι το τέλος της ζωής του. Μέσα στις τρεις ποιητικές συλλογές του, συμπύκνωσε την αγάπη του για τον τόπο και την ιστορία του, μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Με γνησιότητα.
8. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε και πώς ήταν;
Ο Ολισθηρός Ιστός, ένα δίτομο έργο με δοκίμια και μελέτες, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη: Η σχέση του με τους ανθρώπους και τα πράγματα που τον άγγιξαν για σχεδόν μισό αιώνα.
ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ:
http://dithalassou.blogspot.com.cy/2012/04/blog-post_08.html#more
8 Απρ 2016
7 Απρ 2016
5 Απρ 2016
ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Αγαπημένε μου θείε [ Panayiotis Michel ] ξέρω ότι θα με συγχωρέσεις που έγραψα σε άλλη μορφή το ποίημά σου. Πάντα καταφέρνεις και μας συγκινείς. Φυλάγω όλα τα βιβλία που μου χάρισες όταν ήμουνα μικρούλης, τα γραμματόσημα, τις φωτογραφίες που βγάλαμε στο Ιωβηλαίο, μνήμες από τον Καραγκιόζη στον Παρνασσό....
ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
του
Παναγιώτη Μιχαήλ
Το Πάσχαν πάλε βρίσκει μας μες στα χωρκά τα ξένα
Ύψιστέ μου βοήθα με στην προσφυγιά τζ' εμένα
Ως την επόμενη Λαμπρά να πάω στο Καρπάσι
Βοήθα τους, τους πρόσφυγες στα σπίτια τους να πάσει
Ποιά εν η αμαρτία τους που κάμαν τζιαι ΄εν το ξέρουν
Τζαι μόνοι τους στην ξενιθκιάν τη σταύρωσήν τους φέρουν
Θεέ μου που σταυρώθηκες τζιαι πάλε αναστήθεις
Παρακαλώ βοήθα μας για να βρεθεί μια λύση
Τζαι κάθε Τούρκος τζιαι Ρωμιός να παν’ να κατοικήσουν
Στην πόλη που γεννήθηκαν τζ’ οι λεμονιές θ’ ανθίσουν
Τζιαι τότε τα χωράφκια τους να σπείρουν να θερίσουν
Τζ’ όσοι αμπέλια έχουσιν να πα’ να τα τρυγήσουν.
Ύψιστέ μου βοήθα με στην προσφυγιά τζ' εμένα
Ως την επόμενη Λαμπρά να πάω στο Καρπάσι
Βοήθα τους, τους πρόσφυγες στα σπίτια τους να πάσει
Ποιά εν η αμαρτία τους που κάμαν τζιαι ΄εν το ξέρουν
Τζαι μόνοι τους στην ξενιθκιάν τη σταύρωσήν τους φέρουν
Θεέ μου που σταυρώθηκες τζιαι πάλε αναστήθεις
Παρακαλώ βοήθα μας για να βρεθεί μια λύση
Τζαι κάθε Τούρκος τζιαι Ρωμιός να παν’ να κατοικήσουν
Στην πόλη που γεννήθηκαν τζ’ οι λεμονιές θ’ ανθίσουν
Τζιαι τότε τα χωράφκια τους να σπείρουν να θερίσουν
Τζ’ όσοι αμπέλια έχουσιν να πα’ να τα τρυγήσουν.
Το σπίτι μας για να κτιστεί νομίζω εσού το ξέρεις
Πόσα μια οικογένεια βάσανα υποφέρει
Του κάθε νου το σπίτιν του τό ΄σιει μιάλο καμάρι
Όσον τζαι να ΄ναι άχρηστο θέλει το να το πάρει
Στον τόπο που γεννήθηκε να πα΄ να κατοικήσει
Την τελευταίαν του πνοή στο σπίτιν του ν' αφήσει.
Πόσα μια οικογένεια βάσανα υποφέρει
Του κάθε νου το σπίτιν του τό ΄σιει μιάλο καμάρι
Όσον τζαι να ΄ναι άχρηστο θέλει το να το πάρει
Στον τόπο που γεννήθηκε να πα΄ να κατοικήσει
Την τελευταίαν του πνοή στο σπίτιν του ν' αφήσει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)