16 Απρ 2016

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Νίκος Νικολάου - Χατζημιχαήλ
Η Αγία Ρόδη η ποιήτρια
διήγημα

Zούσε μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη τού δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη. Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι την θυμόντουσαν: μια στα­λιά ύπαρξη, ντυ­μένη στα μαύρα, πάντα με ένα με­γάλο μαύρο τριγωνικό μαντήλι στο κεφάλι, που το έλεγε τσίπα, και στο αριστερό της χέρι το μπα­στούνι της, κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προ­στασία παρά για βοή­θημα στο περπάτημα. Προ­στασία από τα σκυ­λιά, βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους που την αγαπούσαν και ανησυ­χούσαν όταν αρ­γούσε να κάνει την εμφά­νισή της. Το σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πά­νινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον δεξί της ώμο και πε­ριείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν∙ δεχόταν μόνο εκείνα που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βά­ρος που κουβαλούσε. Το μα­ντήλι της ήταν δε­μένο με τέτοιο τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινό­ταν σκοτεινό σχεδόν ανύ­παρκτο και μόνο τα μικροσκοπικά της μά­τια στριφογύριζαν αστα­μάτητα στο ρυθμό τού δεξιού πάντα τανυ­σμένου χεριού της∙ είχε κι αυτό ένα παράξενο πε­ριστροφικό τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχό­ταν είτε από κάποια πάθηση, είτε από γηρα­τειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κα­τάσταση ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρω­μένα χείλη της ήταν τρα­βηγμένα προς τα μέσα κι έκαναν το μικρό της πηγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκο­λευόταν στις λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέ­ναν μια και το νόημα των λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προ­σπάθεια.  

Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παρα­μύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώ­νει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοι­λάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές τού Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις τέσσερεις σανίδες ενωμένες και τέσσερα χα­μηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κα­τασκευή, στην οποία φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπε­ζάκι που είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχο­ντρης καντήλας. Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηρα­μένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτό­ταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν στα δύο, από τη βάση τού κεντημένου σταυρού ώς κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί είχε προτι­μήσει να ζει σ’ εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς∙ ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκα­ναν. Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντούσε αμέσως: Χατζηροδού.

Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χω­ριά τής περιοχής∙ ήταν η Χατζηροδού, η ποιή­τρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά. Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία στα γύρω χω­ριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε διαφορετική δια­δρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να που­λήσει τα ποιήματά της. Και δεν ήταν σε τυπω­μένα βιβλία ή φυλλάδες∙ ήταν ποιή­ματα που έφτιαχνε και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.

Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρο­μάκι προς το σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πά­ρουμε δεκάρες από το συρτάρι τού μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτό το σκοπό ο πατέρας κι η μη­τέρα. Όταν πλησίαζε αρκετά, χαιρετούσε τραγου­διστά. Αν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δί­πλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρ­κούσε και πολύ∙ μόνο όσο χρειαζόταν, για να ταιριά­ξει μερικά στιχάκια και να πάρει την αντα­μοιβή της.

Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε, και λέ­γαμε μια λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπρο­στά μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές φο­ρές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος μερικών δευτερολέπτων που μεσολα­βούσε της ήταν αρ­κετός για να συντάξει το ποίημά της, που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκα­ταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή  μας απάγγειλε τη σύν­θεσή της:

   Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
   Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν

Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανό­νες τού σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, κα­θώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι έξω από την εκκλησία τού χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαξε και τους τελευταίους της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:

   Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
   Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου

Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρή­καν ένα μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομί­σματα, σκεπασμένο με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν, κυρίως, χιλιάδες δεκά­ρες, ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντί­δωρα για τον αμητό τής σοφίας της, που πρό­σφερε στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.

Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την ει­κόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι τής Αγίας Ρόδης τής ποιή­τριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρί­σκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό από­κτημα, όπως τόσα άλλα.

[Από το βιβλίο μου 20 Διηγήματα, Κάρβας 2014]




10 Απρ 2016

ΚΑΜΠΑΝΟΥΛΕΣ


ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ


ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
στη 
Μερόπη Μωυσέως 
της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ


1. Η ιστορία της ζωής σας σε 20 λέξεις.

Ἐδῶ γεννήθηκα / Σ΄ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ / Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα / Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ / Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα / Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.

2. Η ποίηση ξεκινά... και τελειώνει …

Η ποίηση γενικά, ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μέσα στην αέναη ροή του χρόνου και όταν ακόμα εμείς δεν θα υπάρχουμε. Σε μένα, τον θνητό και ασήμαντο ανθρωπάκο, Ήρθε / ανάμεσα από τα φυλλώματα / της ελιάς / κι εγνώρισα / το ασημί / την απλότητα / και την αγάπη. / Ανάμεσα από τα φυλλώματα / του κυπαρισσιού / και γνώρισα το πράσινο / την πάλη / την παλληκαριά. / Της ροδιάς / κι εγνώρισα / το κόκκινο / την τρέλα / και τον έρωτά της. / Κι ο κόσμος όλος φως.

3. Γιατί γράφετε;

Για να μαλακώσω το άλγος του νόστου για τον ξεχασμένο και πολύπαθο γενέθλιο τόπο μου. Για να μπορώ να περπατώ όρθιος. Για να αναπνέω.

4. Για τι γράφετε;

Γράφω για σγαρτίλια, τζιτζίκια και ανέμους. Τραγουδώ τον τρυπομάζη, τη σκαλιφούρτα και το κρινάκι του γιαλού. Τραγουδώ τις αγριελιές, τις μοσφιλιές και τις αφτοτζηνάρες. Μόνο που πολλές φορές αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά, θαρκούμαι ανακαλιούμαι. 

5. Η παρουσία ελληνικής και κυπριακής στα ποιήματά σας...

Υποθέτω ότι εννοείτε «κυπριακή γλώσσα». Μα, δεν υπάρχει κυπριακή γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία. Η ελληνική γλώσσα, που μιλιέται στον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρίς διακοπή. Χρησιμοποιώ λοιπόν, στα ποιήματά μου αρκετές φορές το κυπριακό ιδίωμα για να δροσίσω και να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου, και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων. 

6. Οι σημειώσεις | παράλληλες ιστορίες των ποιημάτων σας στο τέλος της έκδοσης...

Η ποίηση δεν έχει ανάγκη από σημειώσεις. Ούτε ο ποιητής επεξηγεί ποτέ τι εννοεί με τους στίχους του. Το ζητούμενο είναι η χαρά της αποκρυπτογράφησης και κατανόησης του ποιήματος, από τον επαρκή αναγνώστη, μετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις και μελέτη. Οι σημειώσεις μου στο τέλος της συλλογής, επέχουν θέση παράλληλων ιστοριών και έχουν σκοπό να φωτίσουν τον τόπο από μια διαφορετική γωνία. Να τον κρατήσουν ζωντανό στη μνήμη. Αλλά ο τόπος τον οποίο φωτίζω έχει ενδιαφέρον για όλο τον κόσμο. Είναι τα ψηφιδωτά της Κανακαρίας. Η πόλη της Αμμοχώστου. Και αυτά δεν χαρίζονται σε κανένα εισβολέα κατακτητή. 

7. Ποιον/α Κύπριο/α λογοτέχνη ξεχωρίζετε και γιατί;

Τον Θεοδόση Νικολάου που είχα πολύ μεγάλη τύχη να συνδεθώ φιλικά μαζί του από το 1980 μέχρι το τέλος της ζωής του. Μέσα στις τρεις ποιητικές συλλογές του, συμπύκνωσε την αγάπη του για τον τόπο και την ιστορία του, μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Με γνησιότητα. 

8. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε και πώς ήταν;

Ο Ολισθηρός Ιστός, ένα δίτομο έργο με δοκίμια και μελέτες, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη: Η σχέση του με τους ανθρώπους και τα πράγματα που τον άγγιξαν για σχεδόν μισό αιώνα. 



ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ:
http://dithalassou.blogspot.com.cy/2012/04/blog-post_08.html#more

8 Απρ 2016

ΕΚΡΗΞΗ ΦΩΤΟΣ!


Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ΄αγνάντεμα
Ζωή-

[Ελύτης, Προσανατολισμοί]

5 Απρ 2016

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ


Αγαπημένε μου θείε [ Panayiotis Michel ] ξέρω ότι θα με συγχωρέσεις που έγραψα σε άλλη μορφή το ποίημά σου. Πάντα καταφέρνεις και μας συγκινείς. Φυλάγω όλα τα βιβλία που μου χάρισες όταν ήμουνα μικρούλης, τα γραμματόσημα, τις φωτογραφίες που βγάλαμε στο Ιωβηλαίο, μνήμες από τον Καραγκιόζη στον Παρνασσό....

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
του 
Παναγιώτη Μιχαήλ

Το Πάσχαν πάλε βρίσκει μας μες στα χωρκά τα ξένα
Ύψιστέ μου βοήθα με στην προσφυγιά τζ' εμένα
Ως την επόμενη Λαμπρά να πάω στο Καρπάσι
Βοήθα τους, τους πρόσφυγες στα σπίτια τους να πάσει
Ποιά εν η αμαρτία τους που κάμαν τζιαι ΄εν το ξέρουν
Τζαι μόνοι τους στην ξενιθκιάν τη σταύρωσήν τους φέρουν
Θεέ μου που σταυρώθηκες τζιαι πάλε αναστήθεις
Παρακαλώ βοήθα μας για να βρεθεί μια λύση
Τζαι κάθε Τούρκος τζιαι Ρωμιός να παν’ να κατοικήσουν
Στην πόλη που γεννήθηκαν τζ’ οι λεμονιές θ’ ανθίσουν
Τζιαι τότε τα χωράφκια τους να σπείρουν να θερίσουν
Τζ’ όσοι αμπέλια έχουσιν να πα’ να τα τρυγήσουν.
Το σπίτι μας για να κτιστεί νομίζω εσού το ξέρεις
Πόσα μια οικογένεια βάσανα υποφέρει
Του κάθε νου το σπίτιν του τό ΄σιει μιάλο καμάρι
Όσον τζαι να ΄ναι άχρηστο θέλει το να το πάρει
Στον τόπο που γεννήθηκε να πα΄ να κατοικήσει
Την τελευταίαν του πνοή στο σπίτιν του ν' αφήσει.