6 Νοε 2013

ΚΥΠΡΟΥ ΛΟΓΟΣ


ΚΥΠΡΟΥ ΛΟΓΟΣ (5)
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος 

Το (.poema..) προτείνει τη σειρά «κύπρου λόγος» με την προσδοκία να προσδοθεί η δέουσα σημασία σε σύγχρονα έργα της κυπριακής ποιητικής κοινότητας.

Η παρουσία των νεότερων Κυπρίων δημιουργών στο γίγνεσθαι της ελληνικής ποίησης είναι αδιάλειπτη, και, ακόλουθα, ωφέλιμη για ό,τι αφορά την εξέλιξή της, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πνευματική πορεία του ελληνισμού.

Η φιλοδοξία της σειράς έγκειται στην ανάδειξη και την προβολή σημαντικών πτυχών αυτής της δημιουργικής διάστασης στη Μεγαλόνησο με την παρουσίαση καθιερωμένων όσο και πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών/ποιητριών, με επιμέλεια του ποιητή και μεταφραστή Μιχάλη Παπαντωνόπουλου.

Σ' αυτό το πλαίσιο δημοσιεύονται λογοτεχνικές ειδήσεις, ποιητικές επιλογές, κείμενα και κριτικά σχόλια από τις τρέχουσες κυκλοφορίες βιβλίων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα.

Σε προσεχές στάδιο αναμένεται η κυκλοφορία λογοτεχνικής σειράς από τις(.poema..) εκδόσεις με επικέντρωση στη σύγχρονη ποιητική και τη διαλεκτική δημιουργία του νησιού.




Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Διθαλάσσου, Εκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία, 2012


Δεκαεπτά ποιήματα συνθέτουν το παλίμψηστο της Διθαλάσσου. Δεκαεπτά παραλλαγές του τόπου της Καρπασίας, όπου επιστρέφει ο Νίκος Νικολάου για να τον αφηγηθεί στην απώλειά του. Κατ' ουσίαν, για να μιλήσει τη Διθαλάσσου ως εσωτερική πραγματικότητα -περίπου τρεις δεκαετίες μετά-, όπως ανοίγεται ο τόπος στη διάνοια του δημιουργού.

Ο Νικολάου αξιοποιεί τις παραστάσεις του εξωτερικού κόσμου, τις οικειοποιείται και τις αναπλάθει για να αποδώσει μια νεοπλατωνική Διθαλάσσου, όπου κάθε τι σημαίνει και συνεχίζει να υπάρχει με αυτήν τη σημασία του στην ιστορική εξέλιξη και τις επακόλουθες μεταβολές. Θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει έναν περιηγητικό χάρτη «μαρκάροντας» σημεία στην επικράτεια της Καρπασίας. Κι αποκεί να προσεγγίσει τόπους και πρόσωπα που απογυμνώθηκαν -είτε βιαίως είτε υφιστάμενα τη φυσική φθορά του χρόνου- κι απέμειναν ποιήματα κι αυτόνομες μετωνυμίες ενός χαμένου Παραδείσου που μετρήθηκε όχι στην ιδεατή μορφή του -αποκύημα πιθανώς της δημιουργικής φαντασίας ή του αναγκαίου μύθου-, αλλά στο μέρισμα της απώλειας.

Το ποίημα είναι ο τόπος κι ο τόπος είναι οι άνθρωποι μέσα από σκηνές, φωτογραφίες, τραγούδια - μέσα από τις ψηφίδες που συνταιριάζει μεθοδικά ο Νικολάου για να κτίσει τα επιμέρους ποιήματα και να ανακαλύψει εκ νέου τη Διθαλάσσου με τη συναισθηματική διαύγεια που πλέον τον κυριαρχεί. Η εξωτερική πραγματικότητα -όπως του δόθηκε πριν την εισβολή του '74 και όπως του επιβλήθηκε ύστερα απ' αυτήν, με την περιπλοκή των ιστορικών συνθηκών- μετουσιώνεται σε πνευματικό εφόδιο, το οποίο συνδράμει τον ποιητή ως ιστορικό υποκείμενο για να αντεπεξέλθει στην απώλεια όχι επικαλούμενος αυτήν, αλλά μέσα από την επίγνωση πως μπορεί να μνημονεύει και να αναδημιουργεί τη Διθαλάσσου, ακριβώς επειδή την έχασε.

Ετσι, μολονότι η Διθαλάσσου αποκαλύπτεται σε πρώτο επίπεδο ως τόπος αγωνίας του θανάτου, ουσιαστικά αποτελεί έναν τόπο αγωνίας της ίδιας της ύπαρξης, όπου ο Νικολάου αντιπαραβάλλει στη ρευστότητα των ιστορικών δρώμενων και γεωπολιτικών στρατηγικών μια -τρόπον τινά- αρχετυπική διάσταση των λέξεων που δηλώνουν την υπόσταση της Διθαλάσσου πέρα από τον χρόνο. Ο άνεμος κάρβας ή το δέντρο αόρατος, για παράδειγμα, δεν συνιστούν απλώς αναπόσπαστα κομμάτια της φυσιογνωμίας του τοπίου, αλλά προβάλλονται έξω από το αισθητό πλαίσιο της ανθρώπινης αντίληψης, περίπου ως ιδέες που διατηρούν αναλλοίωτο το συναισθηματικό και πνευματικό φορτίο τους.

Αλλωστε, η φύση προχωρά και δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση. Η εξελικτική της πορεία -εμπεριέχοντας ζωή και θάνατο, ομορφιά και φρίκη- είναι από μόνη της αμείλικτη κι είναι αυτήν ακριβώς τη συνθήκη που μετέρχεται ο Νικολάου για να αφηγηθεί το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της Διθαλάσσου. Προσπαθώντας να μεταδώσει ένα αμετάκλητο νόημα στην κάθε στοιχειακή δύναμη που συνθέτει τον τόπο. Δεδομένου ότι η «δικαιοσύνη» της ανθρώπινης ιστορίας είναι η δικαιοσύνη που αποδίδει ο ισχυρός κι η δικαιοσύνη της φύσης ενέχει τη φθορά, την απώλεια και το τέλος που αναγεννά τον τόπο, ο Νικολάου προβαίνει σε ένα ποιητικό εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών όπου αναδεικνύει τη δικαιοσύνη της τέχνης, όταν δίνει την αίσθηση πως ο χρόνος «αναβάλλεται» και πως αισθήματα, πρόσωπα κι αντικείμενα ανακτούν τη δική τους αιώνια ζωή μέσα από το καλλιτεχνικό έργο. Η ιδεαλιστική ουσία της εν λόγω δικαιοσύνης σίγουρα βρίσκεται πιο κοντά στον στοχασμό και στην ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου που βίωσε την κατοχή του τόπου και τη μοίρα του πρόσφυγα στην πατρίδα του.

Κι όλα αυτά δίνονται μέσα από την καθαρότητα ενός λυρισμού που βρίσκει τη μουσική του στη «σωστή» άρθρωση των στίχων, αλλά και τη συμπερίληψη φράσεων της κυπριακής διαλέκτου στο κυρίως σώμα των ποιημάτων. Αισθητικές εμμονές, μεγαλόπνοα ρητορικά σχήματα και λεκτικοί ελιγμοί που είθισται να λειτουργούν σε βάρος του ποιητικού έργου, της διανοίας που το εμπνέεται και εργάζεται πάνω σε αυτό, αποφεύγονται στη Διθαλάσσου, όπου τα πάντα μοιάζουν δομημένα με γνώση και συνέπεια στην πρωταρχική σύλληψη του Νικολάου: ότι το ποίημα είναι ο τόπος.

Καρπασία

Κάθε πρωί 
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν 
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν...

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα «ξι» και «ζήτα» 
Καθώς στον ήλιο διάπλατα 
Η μάνα ψιθυρίζοντας 
Το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποελάτρικα και άλλοι αστερισμοί 
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου. 
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στα ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες 
Που συνθέτουν οι μέρες που θα 'ρθουν.

Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας

Κι ας μην είναι διά την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


Ο Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στο Βασίλι της Αμμοχώστου. Διηγήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Το 1984 δημοσίευσε εκτός εμπορίου το ποίημα «Καρπασία», ενώ το 2003 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Η κόρη του δραγουμάνου", στις Εκδόσεις Μεταίχμιο και τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο. 

21 Οκτ 2013

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Ηλιοβασίλεμα στη Λευκωσία, πριν λίγο.

Οι δημιουργικές στιγμές μας είναι αυτές που μας δίνουν την πραγματική χαρά.  



7 Οκτ 2013

ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ


Ένας σελιδοδείκτης
από το βιβλιοπωλείο "Κοχλίας" της αξέχαστης Νίκης Μαραγκού,
"Ένα Καφενεδάκι στον Δαυλό", 1952,
 έργο του Γ. Πολ. Γεωργίου, στη συλλογή Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη.

20 Σεπ 2013

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (II)



Με την ευκαιρία επισκεφθείτε το ιστολόγιο της ποιητικής μου συλλογής Διθαλάσσου για να διαβάσετε την κριτική ανάλυση του καθηγητή της Λογοτεχνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο    

Θεοδόση Πυλαρινού

ΕΔΩ

14 Σεπ 2013

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Γιακουμής Ατσίκκος, σχέδιο με στυλό 1985, του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 
Γιακουμής Ατσίκκος (1911-1995)

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙΝ ΤΟΥ ΓΕΝΝΑΡΗ
(Λαϊκή ποίηση)

Λάρνακα 1985, λίγο πριν μετακομίσω μόνιμα στη Λευκωσία. Μόλις είχε εκδώσει το βιβλίο του «Το Φεγγάριν του Γεννάρη» και όταν ήρθε να του εξαργυρώσω την επιταγή του αγόρασα κι ένα αντίτυπο, απαιτώντας όμως, να μου το υπογράψει. Το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση αργά αργά με το στυλό που του είχα προτείνει. Ήταν ένας γραφικός βοσκός που κυκλοφορούσε πάντα με την παραδοσιακή βράκα τη ματσούκα και το πιδκιαύλιν του, ένας γλυκός άνθρωπος με ένα ιδιότυπο σκουφάκι κι ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του: ήταν ο ποιητής Γιακουμής Ατσίκκος.

Πρόσεξα τα έντονα γδαρσίματα στα χέρια του και τον ρώτησα από που προήλθαν. Μου είπε αμέσως τη μικρή του περιπέτεια αλλά πρόσεξα ότι τα μάτια του αμέσως σκοτείνιασαν: «ελίμπισεν ένας κάττος τζαι πείραζεν στη μάντρα. Έκοψά τον μες στη γωνιάν…», σταμάτησε για λίγο και με κοίταξε έντονα και συνέχισε «… έπνιξά τον».

Καθώς απομακρυνόταν, του έκανα ένα πολύ γρήγορο σκίτσο μερικών δευτερολέπτων χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι κοινό χαρτί εκτύπωσης που βρέθηκε μπροστά μου. Αυτό το χαρτί με τις πράσινες ρίγες των υπολογιστών.




Δείγμα της δουλειάς του:

Το νιν τζαι το ξυλάλετρον, η σπάθη με την βούλαν
ο άδρωπος, τα δκυό φτερά, εν ερκαλεία ούλα.
Τζαι δκυο τεμόνια ομπροστά που ζέχνασιν την μούλαν
τζι εμαμμουρεύκασιν την γην ΄πο ούλα να γιωρκίσει
να φα γονιός με τα παιθκιά
γιατί εν τζείνη που τα δκια
του κόσμου της να ζήσει.
Γιατί που πρωτοπλάστηκεν
με τον θεόν σεβάστηκεν
η γη να τον ταΐσει.
Εν χώμαν της, εν μάλιν της τζαι τζείνη να το ρίζει,
να τρω να πίνει ώσπου ζιει τζαι πίσω να γυρίζει,
χώμα πάλε να γίνεται. τζαι κανενού ΄ν χαρίζει.


Γλωσσάρι
νιν, το υνί
σπάθη, εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου
βούλα, η ξύλινη θέση του αρότρου που μπαίνει το υνί
άδρωπος, εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου (το μέρος που κρατεί ο γεωργός)
μαμμουρεύκω, καλλιεργώ καλά
σεβάστηκεν, σεβάζομαι, έρχομαι σε συμφωνία
  



13 Σεπ 2013

ΡΟΔΙΑ, ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ


Ένα καινούριο ιστολόγιο μου βγαίνει στον αέρα από σήμερα με αναμνήσεις μιας άλλης ζωής και σχόλια. Ζούμε μια ιστορική στιγμή: από σήμερα ο Συνεργατισμός με αγώνες ενός αιώνα για τον βασανισμένο λαό της Κύπρου παύει να υφίσταται όπως τον γνωρίζαμε. ΓΙΑΤΙ; Ποιοί οδήγησαν τα πράγματα στη διάλυσή του;

ΕΔΩ

12 Σεπ 2013

ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Σιγά σιγά ξεμουδιάζουμε και σε λίγο θα πάρουμε τους κανονικούς μας ρυθμούς. Το καλοκαίρι έγιναν πολλά και συνταρακτικά δεν θα μείνουν όμως ασχολίαστα. Στα θέματά μου θα προστεθεί και ο Συνεργατισμός. Ε! δεν μπορώ να διαγράψω εύκολα ένα θέμα για το οποίο έδωσα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου. 33 χρόνια είναι πολλά για να τα πετάξει κανένας. 

Οι επισκέψεις στο ιστολόγιο πυκνώνουν μέρα με τη μέρα. Επαναλαμβάνω και σήμερα τις ευχές μου προς τους αγαπητούς μου φίλους: ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ, ΚΑΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ.

30 Ιουν 2013

Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

[Δημοσίευση: Ο ΣΙΣΥΦΟΣ, τεύχος 5, Ιανουάριος -Ιούνιος 2013, σελ.57]  



Το πιο ασυνήθιστο παιδί ήτανε. Ανήσυ­χος πάντοτε και ζωηρός∙ σωστό αεικίνητο. Το ξενικό του όνομα το απέκτησε από τότε που έζησε στο Λονδίνο για μερικούς μήνες κο­ντά σε κάποιον θείο του, θά ’ναι δυο τρία χρό­νια τώρα, γιατί μια ξαφνική και παράξενη ασθένεια που τον είχε χτυπήσει, ανάγκασε τους γονείς του να τον πάνε εκεί, ακολουθώντας τη συμβουλή των για­τρών. Είναι ένα μυστήριο τι ασθένεια ήταν, αλλά όταν γύρισε ήταν καλά, ευ­τυχώς. Πήγε Γιάννης Λοΐζου και γύρισε στο χω­ριό Τζον Λούης και πραγματικά αγνώριστος. Ντυνόταν πια με ωραία πουκάμισα και παντελόνια και, ακόμα, είχε κάτι ωραία μοντέρνα παπούτσια που δεν είχαμε ξαναδεί. Μέσα μέσα, πέταγε και καμιά αγγλική λέξη κι έτσι καθώς ανέμι­ζαν οι ξανθές του μπούκλες, έμοιαζε με εγγλεζάκι και δεν ήταν παράξενο που έγινε αμέσως Τζον. Παρόλο που είχε χάσει εκείνη τη χρονιά, στη συνέχεια έγινε πολύ κα­λός μαθη­τής, γιατί από τότε που είχε αρρωστή­σει, εκτός από τα κανονικά διάβαζε και τα εξωσχολικά βιβλία που ζητούσε∙ ο πατέρας του δεν του χαλούσε χατίρι ποτέ. Είχε εξελιχθεί σε έναν μικρό παντογνώστη, που απα­ντούσε σε οποιοδήποτε ερώτημά μας.

Ο Παντελής ήταν ο τρίτος της παρέας και σχεδόν κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, έπρεπε να συναντηθούμε στην αυλή τής εκκλησίας που ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των παιδιών. Παίζαμε συνήθως ποδόσφαιρο και κρυφά, κυνηγούσαμε πουλιά με τις σφεντόνες μας. Με τη δραστηριότητά μας αυτή δεν συμφωνούσαν οι γονείς μας, όχι γιατί λυπόντουσαν τα καημένα τα πουλάκια που έτσι κι αλλιώς σπάνια χτυπούσαμε, αλλά γιατί είχαμε ένα κακό προη­γούμενο. Ο Παύλος, δύο χρόνια πριν, είχε χά­σει το μάτι του από σφεντόνα. Χτυπήθηκε κατά λάθος από ένα άλλο παιδί και από τότε όλοι οι γονείς ήταν πολύ αυστηροί στο θέμα αυτό. Ο Τζον είχε την καλύτερη σφεντόνα. Ήταν μισή οργιά κόκκινο λάστιχο, στερεωμένο στις δύο άκρες ενός κομματιού δέρματος σε σχήμα οβάλ, όπως και η δική μας, αλλά στη δική του τη διαφορά την έκανε η τρύπα που είχε το δέρμα στη μέση. Σ’ αυτή την τρύπα ήταν εφαρμο­σμένο ένα λεπτότερο κομμάτι από δέρμα και με τον τρόπο αυτό δημιουργείτο μια εσοχή, μέσα στην οποία έβαζε σκάγια αντί στρογγυλά βότσαλα που χρησιμοποιούσαμε εμείς. Σπάνια όμως χτυπούσε κι αυτός κα­νένα πουλί. Απολαμβάναμε πιο πολύ να τα βλέπουμε και να τα ακούμε, παρά να τα σκοτώνουμε. Ποιος μπορούσε, να πλησιάσει αυτά τα παμπόνηρα σπουργίτια και τις σκαλιφούρτες. Αυτές μπαινόβγαιναν μέσα στους θάμνους τόσο γρήγορα, που δεν προλάβαινες να τις δεις, αλλά και τα πιο μεγάλα πουλιά όπως τα μαυροπούλια και οι φραγκολίνες δεν μπορούσες εύκολα να τα πλησιάσεις. Τα όμορφα σγαρτίλια, κά­θονταν στα λεπτά στελέχη των θάμνων, μα ήταν καλύτερα και αυτά να τα ακούς παρά να τα κυνηγάς, όπως και τα χελιδόνια που δεν τα χτυπούσαμε ποτέ. Απολαμβάναμε, πιο πολύ, την περιπέτεια μέσα στο δάσος, τριγυρνούσαμε ώρες πολλές κι επιστρέφαμε μόνο όταν άρχιζε να σουρουπώνει.

Για τρεις μέρες ο Τζον είχε εξαφανιστεί. Μό­λις άκουγε το τελευταίο κουδούνι γινόταν κα­πνός, και στα διαλείμματα ήταν σωστή σφίγγα. Πού να πήγαινε άραγε, και τι ήταν αυτό που δεν γνωρίζαμε κι είχε γι’ αυτόν τόσο ενδιαφέ­ρον; Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε στην αυλή τής εκκλησίας και με συνωμοτικό τρόπο μας έκανε να καταλάβουμε ότι ήθελε να τον ακολουθήσουμε. Σαν αίλουροι τιναχτήκαμε, και σε δευτερόλεπτα εγώ βρέθηκα στη σέλα τού γαλάζιου μου Πήγασου ο Παντελής στη σκάρα και ποδηλατήσαμε για κανένα χιλιόμετρο. Είμαστε περίεργοι να μάθουμε τι καινούργιο είχε ανακαλύψει∙ και δεν αργήσαμε να το μάθουμε. Φτάσαμε κάπου κοντά στο δάσος και ακολουθήσαμε τον Τζον χωρίς τα ποδήλατα για καμιά εκατοστή μέτρα περίπου. Το μέρος εκείνο ήταν πιο χαμηλά και σχηματιζόταν ένας κρατήρας, με διάμετρο δέκα δεκαπέντε μέτρων. Σταμάτησε, έδειξε κάπου μπροστά του και είπε δυνατά: «εκεί, τους βλέπετε;» «Ποιους να δούμε, δεν βλέπω τίποτε φίλε», είπε ο Παντελής κι εγώ έβαλα το χέρι αντήλιο κι ήμουνα περίεργος να δω τι ήταν αυτό που έβλεπε, ενώ αυτός επαναλάβανε πιο δυνατά «δεν βλέπετε τους τούρκους;»

Τότε μόνο τους προσέξαμε. Ήταν τεράστιοι, λαμπεροί «τούρκοι» που προχωρούσαν γρή­γορα ο ένας πίσω από τον άλλο και χάνονταν μέσα στους ψηλούς θάμνους τού δάσους. Έβγαιναν από μια τρύπα στο χώμα και διέσχι­ζαν τον κρατήρα από τη μια άκρη ώς την άλλη. Βλέπαμε αποσβολωμένοι το θέαμα. Πολλοί επέστρεφαν στη φωλιά από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, μα σύγχυση δεν υπήρχε καμιά. Αντάλλασσαν μεταξύ τους χαιρετισμούς, κουνούσαν τις κεραίες τους και εξαφανίζονταν μέσα στη φωλιά. Ήταν από τα σπάνια θεάματα που μόνο οι τυχεροί μπορούσαν να απολαμβάνουν.

Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη, γιατί αμέσως μετά προχώρησε λίγα βήματα πιο πέρα, έδειξε προς ένα άλλο σημείο και συμπλήρωσε: «κι εδώ είναι οι έλληνες, τους βλέπετε; Είναι πιο λίγοι, αλλά γενναίοι». «Ξέρετε πού πηγαίνουν, ξέ­ρετε τι κάνουν; Δεν ξέρετε∙ αλλά αυτό θα το μάθετε κάποια άλλη μέρα». Μετακινηθήκαμε κι εμείς λίγο πιο κάτω και παρατηρούσαμε τη σειρά με τους πιο ευκίνητους κόκκινους «έλληνες» που ξεκινούσαν από τη δική τους τρύπα και χάνονταν κι αυτοί μέσα στο δάσος. Οι περισσότεροι απ’ όσους γύριζαν κουβαλούσαν και κάτι, καμιά φορά πολύ δυσανάλογο με το μέ­γεθός τους και εξαφανίζονταν μέσα στη φωλιά τους.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί παρακολουθώ­ντας τη δραστηριότητά τους, μα σύντομα ανακαλύψαμε ότι συνέβαιναν και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Οι δυο στρατοί δεν κυκλοφορού­σαν μόνο στις ήσυχες σειρές, αλλά υπήρχαν πολλοί στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις που περιπολούσαν παράλληλα, σε όλο το μή­κος τής διαδρομής που έφτανε μέχρι τους θά­μνους. Πού και πού βρίσκονταν ξαφνικά αντιμέτωποι κάποιοι στρατιώτες και τότε άρχιζαν χωρίς χρονοτριβή οι αψιμαχίες μέχρι την υποχώρηση της μιας ομάδας, αλλά καθώς περνούσε η ώρα κι οι ακτίνες τού ήλιου πυρπολούσαν τα σώ­ματά τους, γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι, ζω­ηροί και πολεμοχαρείς. Επικές μάχες διαδέχο­νταν η μια την άλλη, καθώς οι ενισχύσεις τόνωναν τις δύο ομάδες. Κατά διαστήματα οι μάχες κόπαζαν για λίγο και τότε οι χτυπημένοι και οι άψυχοι μεταφέρονταν κοντά στη φωλιά αλλά ποτέ μέσα.

Χωρίς να το καταλάβουμε, αποκτήσαμε κι εμείς την ένταση που επικρατούσε μέσα στο χώρο τού κρατήρα. Οι κανόνες τού παιχνιδιού διαμορφώνονταν αστραπιαία και αυτόματα. Εγώ κι ο Παντελής είμαστε «έλληνες» και ο Τζον «τούρκος». Προσπαθούσαμε να εμψυχώ­σουμε τις ομάδες μας λέγοντας διάφορα «μα­γικά», μα δεν μπορούσαμε να συγκριθούμε με τον Τζον που ήταν πολύ διαβασμένος. Τότε καταλάβαμε γιατί τον είχαμε χάσει για τόσες μέρες. Ήταν σε υπερένταση, μιλούσε μια ακατανόητη γλώσσα που έμοιαζε με κάτι γητειές που έλεγαν οι γριές, αλλά στο τέλος το γύριζε στη γλώσσα μας. Όποια διαταγή και να έδινε στους στρατιώτες του την εκτελούσαν αμέσως με επιτυχία. Κρατούσε δύο μυτερά μακριά ραβδάκια που είχαν καρφω­μένους στην άκρη τους, έναν «τούρκο» και έναν «έλληνα». Τα κουνούσε με έναν παράξενο τρόπο πάνω από τις τρύπες και μετά έκανε διάφορες διαδρομές στον κρατήρα γρατσουνίζοντας το χώμα με τα ρα­βδάκια του. Για έναν περίεργο λόγο οι «τούρκοι» του τον υπάκουαν. Ξαφνικά μια μεγάλη ομάδα ξεκινούσε από τους δικούς του και κύκλω­ναν τους δικούς μας στρατιώτες και τους εξουδετέρωναν. Μά­ταια προσπαθούσαμε να εμψυχώσουμε το στρατό μας με «οδηγίες» που δίναμε φωνα­χτά κουνώντας τα χέρια μας. Ο Τζον ήταν ένας δεξιοτέχνης τής γλώσσας και των ερ­γαλείων του. Οι μάχες χάνονταν η μια μετά την άλλη για τους «έλληνες» και δεν βλέπαμε να υπάρχει σωτηρία. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο τέλος έκανε επιδέξια μια μελετημένη κί­νηση με τα ραβδάκια του. Τα έβαλε προσεχτικά μέσα στις τρύπες λέγοντας τα ακατανόητα μα­γικά του. Και τότε έγινε κάτι συνταρακτικό: άρχισαν να βγαίνουν από τις τρύπες τους δεκάδες στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις, με τα μεγάλα τους φτερά και να εφορμούν σε ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τα σμήνη γίνονταν όλο και πιο πυκνά και κάλυπταν όλο τον εναέριο χώρο τού μικρού κρατήρα. Σαν πραγματικά καταδιωκτικά απογειώνονταν και ο βόμβος που έκαναν όταν πλησίαζαν στ’ αυτιά μας, μάς έκανε να τρομάζουμε. Οι μάχες τώρα μεταφέρθηκαν στον αέρα και ήταν τόσο βίαιες, που κινδυνεύαμε πολύ να γίνουμε εμείς τα θύματα. Προσγειώνονταν ομαδικά και αδιάκριτα επάνω μας, περπατούσαν επάνω στα σώματά μας, άρχισαν να μας τσιμπούν και δεν υπήρχε άλλη λύση από τη φυγή. Τρέξαμε μέχρι τα ποδήλατά μας, αφήνοντας «τούρκους» και «έλληνες» στις αερομαχίες τους, πασκίζοντας να απομακρύνουμε αυτούς που ήταν στο πρόσωπο, στα ρούχα και μέσα στα μαλλιά μας ακόμα. Σπρώξαμε τα ποδήλατά μας στην ανηφόρα και πριν τη στροφή κοντοσταθήκαμε για να ρί­ξουμε μια τελευταία ματιά στο πεδίο τής μά­χης. Ένας ήλιος που χαμήλωνε γρήγορα, έρι­χνε το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο φως του πάνω στα διάφανα φτερά και τα σώματα των μυρμη­γκιών που πετούσαν τριγύρω και τα έκανε να λάμπουν. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Κοιτούσαμε μόνο εκστατικά. «Αύριο να δείτε τι θα γίνει», είπε ο Τζον, κουνώντας κυκλικά το χέρι του, φανερά ικανοποιημένος από το καταστροφικό του έργο∙ «σήμερα δεν είδατε τίποτε».


Μας άφησε σε μεγάλη αγωνία. Έπρεπε κι εμείς να πέσουμε αμέσως στη μελέτη. Έπρεπε να μάθουμε πως κερδίζεται μια νίκη. Όμως, παρά τη θλίψη μας, τον θαυ­μάσαμε∙ ήταν πραγματικά μοναδικός και απαράμιλλος γητευτής των μυρμηγκιών.   

20 Ιουν 2013

ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ

ΠΗΓΗ: Νέα Εποχή, τ.316, Άνοιξη 2013, σελ.59 

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ
διήγημα


Mου έκαναν εντύπωση τα κουδούνια, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα, ανά­μεσα σε φλογέρες, βούρκες, ψαλίδια, μα­τσούκες και άλλα σύ­νεργα της ποιμενικής ζωής που ήταν εκτεθει­μένα σε όλους τους τοί­χους. Μικρά κουδουνά­κια, περασμένα σε δερμάτινα μακριά κορδόνια, ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και κάθε φορά που ανοιγόκλεινε η πόρτα, δημιουργούσε ρεύμα αέρος και τα έκανε να χτυπούν μεταξύ τους και να κουδουνί­ζουν. Κατά τα άλλα, ήταν μια συνηθι­σμένη μικρή ταβέρνα που πρόσφερε τους παρα­δοσιακούς τοπικούς μεζέδες. Ο ιδιοκτή­της φαινόταν πιο πάνω από εβδομή­ντα, σε αντί­θεση με τη γυναίκα του, που φαινό­ταν πολύ μι­κρότερη. Τα άσπρα του μαλλιά και γένια, του πρόσθεταν χρόνια. Πρόσεξε το ενδια­φέρον μου για τα κουδούνια και όταν τε­λειώσαμε το φα­γητό μας, μας πλησίασε κι άφησε στο τραπέζι μια πιατέλα με διάφορα φρούτα και φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο έδειξε προς τα κουδούνια ρωτώντας αν ήταν ενο­χλητικά. Εμείς, φυσικά, αμέ­σως του απαντήσαμε ότι όχι μόνο δεν ήταν ενοχλητικά, αλλά απεναντίας τόσο εγώ όσο κι η γυναίκα μου απολαμβάναμε τη βραδιά μας με τους υπέρο­χους μεζέδες τους και τον ευχάρι­στο γλυκό ήχο των κουδουνιών, που ακου­γόταν κάθε τόσο.

Δεν είχε πάρα πολλή πελατεία και αφού βε­βαιώθηκε ότι η παρουσία του δεν ήταν ενοχλη­τική, προχώρησε στο μπαρ, έβαλε ποτό σ’ ένα μι­κρό στενόμακρο ποτήρι και γύρισε στο τρα­πέζι μας έτοιμος για επεξηγήσεις. Κάθισε και με το χέρι που κρατού-σε το ποτήρι έκανε μια ημι­κυκλική κίνηση μιλώντας αργά και τονίζο­ντας μια μια τις λέξεις:

Αυτά που βλέπετε όλα, είναι του παππού μου του λεβεντόγερου. Να τον εκεί, κι έδειξε μια με­γάλη κορνιζωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο, που πράγματι έδειχνε έναν ψηλό άν­δρα με μαύρη βράκα, ψάθινο καπέλο και ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι. 

Πέθανε στα ενενήντα εφτά του, όταν εγώ ήμουν δέκα χρονών ή λίγο μικρότερος∙ δεν θυμά­μαι τώρα γιατί έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά θυμάμαι τις αμέτρητες ιστορίες που μου έλεγε. Το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε μεσημέρι, ήμουν στο γιαλό. Του πήγαινα το φα­γητό που ετοίμαζε η μάνα μου και με την ευ­καιρία έκανα και το κολύμπι μου κι ύστερα καθό­μαστε κάτω από τις βαθύσκιες χαρουπιές, άκουγα κάμποσες ιστορίες που μου έλεγε κι όταν δειλίνιαζε επέστρεφα στο χωριό, που δεν ήταν πιο πολύ από ένα χιλιόμετρο μακριά. Τον έλεγαν Πα­ναγή, αλλά, αν δεν έλεγες «ο Παγιάτσος» δεν τον έβρισκες. Το παρατσούκλι το πήρε λόγω του μεγέθους του, φυσικά.

Γύρισε και μας κοίταξε, παίρνοντας ύφος που πρόδιδε ότι αυτό που θα έλεγε ήταν κάτι πολύ σημαντικό, μπορεί όμως και να προ­βληματιζόταν αν θα έπρεπε να πει αυτό που είχε στο μυαλό του και, αφού κράτησε για λίγο το χέρι του υψωμένο, τελικά είπε ψιθυριστά: ο γέρος, σκότωσε και δυο Τούρκους. Έκανε μια μι­κρή παύση, για να δει την αντίδρασή μας και, αφού από το ύφος μας διαπίστωσε το ανανεω­μένο μας ενδιαφέρον, συνέχισε: αυτό, δεν μου το είπε ο ίδιος, …το έμαθα από άλλους μετά το θάνατό του. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν δυο τρεις ατσουπάδες, από ένα τούρκικο χωριό δί­πλα, που συνέχεια πείραζαν στο δικό μας χωριό. Έρχο­νταν νύχτα κι έκλεβαν τ’ αρνιά και ό,τι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν. Μια φορά κά­ποιος συγχωριανός, φίλος τού παππού, γύρεψε να προστατέψει την περιουσία του, μα τον σκότω­σαν και τον έριξαν σ’ έναν λάκκο, σκαμ­μένο μέσα σε βράχο, εικοσπέντε πόδια βάθος, λίγο έξω από το χωριό και από πάνω τού έριξαν πέτρες και ξύλα. Ύστερα όμως, μαθεύτηκε ποιοι ήταν οι φονιάδες. Υπάρχει τίποτε στον κόσμο που μένει κρυφό; Ο γέρος στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, μα τι μπορούσε να κάνει. Μια φορά όμως είδε τον έναν από αυτούς, που τριγυρνούσε στην περιοχή και τον αναγνώρισε. Ποιος ξέρει τι κακό σχεδίαζε πάλι, αλλά μόλις τον είδε ο παππούς, του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι και χωρίς να χάσει καιρό τον παγίδεψε, τον άρπαξε με τις χερούκλες του και τον έπνιξε. Μετά τον μετέ­φερε κάτω από μια ελιά και σκηνοθέτησε ένα ατύ­χημα. Έκοψε έναν μεγάλο κλώνο και τον έβαλε από πάνω του, τάχατες ότι είχε πέσει μονα­χός του από την ελιά, στην οποία, προφα­νώς, είχε ανέβει για να κλέψει. Ο φίλος του, που ήρθε σε λίγες μέρες για να πάρει εκδίκηση, είχε την ίδια τύχη. Οι Τούρκοι όμως στο χωριό τους, παραδόξως, δεν έδωσαν συνέχεια, γιατί ήξεραν τι λέσια ήταν οι σκοτωμένοι συγχωριανοί τους και τι είχαν κά­νει.

Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρί­χνοντας το βλέμμα του στα πολύτιμα εκθέ­ματα των τοίχων και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι, συνέχισε:

Όλα τα υπάρχοντά του τα έφερα μαζί μου και είναι όλα παμπάλαια, όπως τα έφτιαχναν την εποχή εκείνη. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν τέ­τοια πράματα. Η τέχνη χάθηκε οριστικά. Θα τα χαρίσω κι εγώ στα παιδιά μου, για να μείνουν εν­θύμιο.

Ένας χάρτης στον τοίχο, είχε σημειωμένο με κόκκινο κύκλο ένα χωριό. Υπολόγισα ότι θα ήταν ο τόπος καταγωγής του και δεν έπεσα έξω: ήταν Βαλιώτης, μια περιοχή προς τα δυτικά των Βασιλικών, δεκαπέντε με εί­κοσι λεπτά με αυτοκίνητο. Θυμήθηκα πως κά­ποτε μια παρέα πήγαμε με βάρκα στην περι­οχή, για να δούμε ένα παλιό καράβι που φαινό­ταν λίγο πάνω από τη θάλασσα. Διερωτήθηκα αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό και τον ρώτησα: «το πλοίο;» Το πρόσωπό του μεμιάς φωτίστηκε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε έκπλη­κτος.

Ξέρεις για το πλοίο; Το είδες; Α! το πλοίο! Έχει καταστραφεί τώρα. Σιγά σιγά το πριόνισαν και το κατάκλεψαν∙ το εξαφάνισαν. Αυτός εκεί ο παπ­πούς, και έδειξε πάλι τη φωτογραφία στον τοίχο, ήξερε ολόκληρη την ιστορία και μου την είπε. Αν έχετε ώρα … την ξέρω από πρώτο χέρι.

Και χωρίς να περιμένει αυτή τη φορά απάντηση, ξεκίνησε να λέει την ιστορία του:

Ο παππούς, όπως είπα πριν, ήταν βοσκός κι έβο­σκε πάντα τα πρόβατά του στο λιβάδι κοντά στο γιαλό. Για πεντέξι και κάποτε οχτώ μήνες του χρόνου, τα βράδια κοιμόταν μέσα στους σπήλι­ους τής θάλασσας. Τριγυρνούσε στην περι­οχή και του άρεσε να κάθεται στους βράχους και να βλέπει τα πλοία, που άλλα έφευγαν από το λι­μάνι τής Αμμοχώστου και πήγαιναν ανατολικά και άλλα κατευθύνονταν προς το λιμάνι της, που φαι­νόταν αχνά στο βάθος προς τα νοτιοδυτικά. Δεν ήταν ναυτικός, ούτε ήξερε να κολυμπά, αλλά του άρεσε ν’ αναπνέει τον καθαρό αέρα τής θάλασσας. Μια μέρα που βρήκε ένα κρανίο στο χωράφι, κι ύστερα κάτι κόκαλα, και δεν ήταν η πρώτη φο-ρά που έβρισκε, ρώτησε έναν γέρο συγχωριανό του, που βρισκόταν κι αυτός στην περιοχή, τι να ήταν εκείνα τα κό-καλα, κι αυτός του είπε την ιστορία του καραβιού:

«Οι Οθωμανοί παλιά φαίνεται ότι είχαν ανακα­λύψει την πηγή για να προμηθεύουν με σκλάβους την Υψηλή Πύλη και τα σκλαβοπά­ζαρα της Τουρκίας και, ακόμα, να γεμίζουν τα χα­ρέμια τους με όμορφα νεαρά κορίτσια. Έτσι, ένα καράβι, που ταξίδευε στη θάλασσα εκεί ανοιχτά, μετέφερε χίλιους διακόσιους σκλάβους Τσερ­κέζους στην Πόλη ή στα λιμάνια τής Μέσης Ανατολής. 

Δεν ήταν ξεκαθαρισμένο ποια ήταν η κατεύ­θυνση του πλοίου μα, όποια και να ήταν, στο μέ­σον τής διαδρομής οι σκλάβοι στασίασαν και απεί­λησαν να σκοτώσουν τον πλοίαρχο και τους άλλους αξιωματικούς. Οπλίστηκαν με ξύλα που αποσπούσαν από το πλοίο, και ό,τι άλλο έβρι­σκαν πρόχειρο κοντά τους, άναψαν φωτιές εδώ κι εκεί και προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο τού πλοίου. Ήταν ενέργειες αυθόρμητες κι ανοργά­νωτες, που δεν οδηγούσαν σε κάποιο αποτέ­λεσμα, αλλά, όταν είσαι σκλάβος, πάνω στη μαύρη απελπισία σου κάνεις πράγματα που δεν έχουν λογική. Ο πλοίαρχος όμως που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις τους, έδωσε εντολή στους μηχανικούς να ανατινάξουν τους λέ­βητες, αφού είχε ήδη γυρίσει το πλοίο που με μεγάλη ταχύτητα καρφώθηκε και ακινητοποιή­θηκε στους βράχους, σχεδόν μισό μίλι μακριά από την ακτή. 

Ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί σώθηκαν και με τη βοήθεια των χωρικών έφτασαν στην Αμμόχω­στο. Από τους υπόλοιπους όμως δεν σώ­θηκε κανένας, γιατί και οι δυο επιλογές που εί­χαν ήταν μάταιες: ή θα έπεφταν στη θάλασσα ή θα καίγονταν με φρικτούς πόνους μέσα στους μαύ­ρους καπνούς που εν τω μεταξύ τύλιξαν το κα­ράβι και τους έπνιγαν. Έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Πνίγηκαν όλοι στην προσπάθειά τους να βγουν στην ακτή, πράγμα που ήταν αδύ­νατο φυσικά, γιατί οι χοντρές αλυσίδες που εί­χαν στα πόδια τους, τούς παρέσυραν όλους στο βυθό. Σώθηκε μόνο ένας, που έμεινε κρυμμένος για μια δυο μέρες στους σπήλιους και όταν τον βρή­καν, παρόλο που ήταν σε ελεεινή κατάσταση, μπόρεσε να εξιστορήσει τα γεγονότα, και σε λίγες μέρες πέθανε κι αυτός».

Ανοίγοντας την πόρτα, φεύγοντας, χτύπη­σαν τα κουδουνάκια, και καθώς έριχνα την τελευ­ταία ματιά στο εσωτερικό, τον είδα που είχε πλησιάσει και κοίταζε τη φωτογραφία τού παππού του. Σίγουρα ο παππούς θα του έλεγε πάλι κάποια παράξενη ιστορία.


14 Ιουν 2013

ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ: Η ΑΡΤΟΥΛΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

[Σύνθεση του ΝΝ-Χ με βάση ένα σχέδιο του Γουναρόπουλου]

του Κώστα Μόντη
Η ΑΡΤΟΥΛΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
διήγημα

 [από τη συλλογή του ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Λευκωσία, 1970]


   Ένα παράξενο λουλούδι μπορεί να φυτρώσει ξαφνικά εκεί που κανείς δεν το περιμένει.
  Το παράξενο λουλούδι ήταν η Αρτούλα. Στο χωριό που τα κορίτσια δου­λεύουν πολύ κι έχουν δυνατά, σφιχτοδεμένα κορμιά, η Αρτούλα δε δούλευε καθόλου και το κορμί της ήταν όσο μπορούσε πιο αδύνατο. Στο χωριό που τα κορίτσια δεν ανοίγουν βιβλίο, η Αρτούλα κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο να διαβάσει ό,τι έβρισκε. Στο χωριό που τα κορίτσια βάνουν την Κυριακή τα γιορτινά τους και παν΄ στο γιο­φύρι, στην αυλή της εκκλησιάς, στο γάμο, η Αρτούλα έμενε μονάχη στο σπίτι να μελαγχολήσει.
    Κι έπεφταν τα κακά απάνω στο λουλούδι.
  —Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; (—Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, οι αδερφές της, ακόμα και τα παιδάκια).
   Έλεγαν όλοι εχτός απ' τη γιαγιά της. Η γιαγιά δεν έλεγε «μωρή καταραμέ­νη». Έλεγε: «Δεν τους έπρεπε αυτούς τέτοια κόρη».
   Τέτοια κόρη;
   —Μωρή, κάθισε στον αργαλειό να δούλεψης! (—Μωρή, κάθισε στον αργα­λειό να δούλεψης, έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, όλοι).
  Το λουλούδι στέναζε — η Αρτούλα στέναζε σκυμμένη στον αργαλειό.
   Και στέναζε κι η γιαγιά:
   —Ειν' αυτή κόρη για τον αργαλειό;
  —Πού ήσουνα πάλι κρυμμένη, μωρή; Διάβαζες; Θα τα κάψω εκείνα τα παλιοβιβλία σου (—Πού τάχεις; Δε λες; Θα τα κάψω).
  —Θα σε σκοτώσω, μωρή (—Θα σε σκοτώσω, μωρή, έλεγε η μητέρα, ο πατέ­ρας, τα παιδιά).
   Ούτε το χέρι δε σήκωνε να φυλαχτεί απ' το ξύλο η Αρτούλα.
  
    —Παναγιά μου, σώσε την, έλεγε η γιαγιά κι έκλαιε.
   —Παναγιά μου, σώσε την, παρακαλούσε η γιαγιά. Είναι κορίτσι για γάμο;
    —Να παντρευτείς, μωρή, να ησυχάσουμε, έλεγαν όλοι.
  Και το λουλούδι τ' αρραβώνιασαν. Τ' αρραβώνιασαν μ' ένα όμορφο, μελαψό, δυνατό παλληκάρι του κάμπου. Ήταν κι η Αρτούλα όμορφη μά ΄ταν χλωμή κι αδύ­νατη και δεν ήταν του κάμπου.

   Και το παλληκάρι αγάπησε την Αρτούλα. Και την έβγανε απ' τον αργαλειό και δεν άφηνε κανένα να της κακομιλήσει και παρατούσε τις δουλειές του κι έτρεχε στη Χώρα να της αγοράσει βιβλία (-Ό,τι θες, Αρτούλα). Καθόταν μαζί της, έσκυβε μαζί της απάνω στα γράμματα του βιβλίου που δεν τα καταλάβαινε (—Ναι, ναι).
   —Δόξα νάχεις, Παναγιά μου μεγαλοδύναμη, έλεγε η γιαγιά.

   Όμως το παλληκάρι είχε αγαπήσει ένα πολύ παράξενο λουλούδι.
  Ούτε μια φορά δεν τού ΄δειξε ευγνωμοσύνη η Άρτούλα. Κι όχι μονάχα αυτό μα πέθανε κιόλας μια μέρα. Έγειρε έτσι και πέθανε.

  Κι εκείνος τη φιλούσε, τη φιλούσε, φιλούσε τα βιβλία της, τ' αγκάλιαζε κλαίον­τας και τα φιλούσε.

(1940)


13 Ιουν 2013

2013, ΕΤΟΣ ΚΑΒΑΦΗ

"Ο Καβάφης προ χρόνων", σχέδιο Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ, 21/4/1985
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 150 χρόνων από τη γέννηση του Κ. Π. Καβάφη, το 2013 ανακηρύχθηκε σε έτος Καβάφη. Το 1986, το περιοδικό "ο κύκλος" είχε δώσει ένα διπλό αφιερωματικό τεύχος για τον μεγάλο αλεξανδρινό ποιητή με εξώφυλλο ένα από τα σχέδια που είχα την τιμή να φιλοτεχνήσω. Το πιο πάνω είναι ένα από αυτά.  


ΠΕΤΡΑ


10 Ιουν 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ


Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ
διήγημα

Δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, Μάιος - Ιούνιος 2013, τέυχος 17, σελ. 297
  
Κουβαλούσε από γεννησιμιού του μια πάθηση στη μέση και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί όρθιος, ούτε βέβαια να περπατήσει. Τις πιο πολλές ώρες καθότανε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι με τα πόδια τεντωμένα μπροστά. Το μικρό σπιτάκι του ήταν δίπλα από το σπίτι του αδελφού του με τον οποίο είχαν άριστες σχέσεις. Όλη την περιουσία που είχε, την είχε εκχωρήσει σ’ αυτόν για να τη δουλεύει, μα κι ο αδελφός του, από την άλλη, ανεξάρτητα από την πράξη του αυτή, θεωρούσε πως ήταν χρέος του να βοηθά όσο το δυνατόν καλύτερα τον ανήμπορο και βασανισμένο αδελφό του. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του και την κρατούσε.
     Ένα χαμηλό τραπεζάκι που ήταν δίπλα του είχε πάνω μια μικρή λάμπα του πετρελαίου και μια νεροκολοκύθα. Εκεί, έτρωγε το λιγοστό φαγητό –κατ’ απαίτησή του‒ που του έφερνε ο αδελφός, η νύφη ή τ’ ανίψια του και του γέμιζαν τη νεροκολοκύθα με μαύρο στερκό κρασί που το απολάμβανε κάθε βράδυ. Το κρεβάτι του κι αυτό χαμηλό, για να μπορεί να ξαπλώνει χωρίς βοήθεια. Τι ύπνο έκανε, ένας Θεός το ξέρει: σε ορθή γωνία πάντα κι όταν ήθελε να γυρίσει από το άλλο πλευρό μπερδεύονταν οι κουβέρτες και τα σεντόνια και τον κούραζαν πιο πολύ. Είχε πολύ λίγα έπιπλα στο μικρό σπιτάκι, ένα ντουλαπάκι στο οποίο έβαζε τα ρούχα του, που τα μάζευε μια φορά τη βδομάδα χρόνια τώρα μια γυναίκα του χωριού και τα έπλενε επί πληρωμή, κι ένα αιωρούμενο μικρό ντουλαπάκι μέσα στο οποίο φύλαγε λίγα χαλούμια που του έφερναν οι βοσκοί του χωριού. Το ανεβοκατέβαζε με τη βοήθεια ενός λεπτού σχοινιού που το στερέωνε σε ένα μεγάλο καρφί στον τοίχο.