28 Ιουλ 2017

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ και ΚΑΤΟΧΗ



ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΛΙΝΟΒΑΜΒΑΚΟΙ

Ο πατέρας μου δεν ζει πια. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, στις 20 Ιουλίου πριν δέκα ακριβώς χρόνια, μην αντέχοντας την απώλεια τής αγαπημένης του, της αγαπημένης μας μητέρας. Τα φρικτά βασανιστήριά του από τον τουρκικό στρατό τα έχω περιγράψει στο διήγημά μου "Κομπολόϊ από κουκούτσια ελιάς", στη συλλογή μου "Η κόρη του δραγουμάνου". Κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού του, είχε αποστείλει, με έξυπνο τρόπο, μερικά μηνύματα, αποσπάσματα των οποίων διαβάστηκαν στην Κυπριακή Βουλή. Με τα μηνύματα αυτά περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στην Καρπασία και τις μεθόδους των Τούρκων για την εκδίωξή τους, πράγμα που τελικά κατάφεραν. Οι Τούρκοι συνεχίζουν να μας στήνουν παγίδες κι εμείς σαν χάνοι πέφτουμε μέσα. 

Το ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, τα σπίτια όλων των προσφύγων, που εκδιώχθηκαν με τόσο βάναυσο τρόπο, ακόμα και από το πιο μικρό χωριό της πατρίδας μας, πρέπει να έχουν, την ΙΔΙΑ αξία. Κάποιοι όμως, συμπατριώτες μας, από προσωπικό συμφέρον, που -εν γνώσει τους- εξυπηρετούν και τα συμφέροντα του εισβολέα  -που έχει δείξει ποιος είναι ο στόχος του- νομίζουν ότι το δικό τους σπίτι έχει μεγαλύτερη αξία, σπέρνοντας, με  τον τρόπο αυτό, το σπόρο της διχόνοιας μεταξύ μας. Ντροπή τους. Ντροπή τους, Ντροπή τους. Είναι οι σύγχρονοι λινοβάμβακοι... Ντροπή τους. Ντροπή τους. Ντροπή τους. 
      

Η μάνα του Παναγιώτη Φωτίου. 
Αβάσταχτος ο πόνος για τον χαμένο της γιο, που έπεσε ηρωικά, υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, στην περιοχή της Αμμοχώστου.

 Για τον Παναγιώτη γράφτηκε το ποίημα "ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ". 
[από τη συλλογή μου ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ, ΚΑΡΒΑΣ 2016]


Το Πηγάδι

μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμέναξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.


ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας * της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.


γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε

Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο

σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει;* γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;


άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι

Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
                                                                
Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν

ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δενέμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός  * καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών * σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισε

Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί


το χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.

ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
      








































21 Ιουλ 2017

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 
ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[από το περιοδικό ΑΝΕΥ, τ.63, Άνοιξη - Καλοκαίρι 2017]

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο αείμνηστος φίλος μου Φοίβος Σταυρίδης, γνωρίζοντας πως ετοιμαζόμουν για ταξίδι στην Αθήνα, μού έδωσε μια σπουδαία πληροφορία: "μη ξεχάσεις να επισκεφτείς το αρχείο του ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) και να δώσεις τους θερμούς μου χαιρετισμούς στον Διευθυντή του, τον Μάνο Χαριτάτο. Πηγαίνοντας προς το γραφείο του, στα ράφια που είναι στο αριστερό σου χέρι είναι κάτι που σε ενδιαφέρει". 

Καιγόμουν από περιέργεια να μάθω τι ήταν αυτό που υπήρχε στο Αρχείο και είχε ενδιαφέρον για μένα. Μόλις έφτασα στην Αθήνα η πρώτη μου δουλειά ήταν να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Μπήκα, και πριν κάνω ούτε πέντε βήματα πρόσεξα τις φωτογραφίες. Το χέρι μου έτρεμε όταν παίρνοντας κάποιες από τον σωρό πρόσεξα πως ήταν παλιά σχολεία από την Αμμόχωστο. 

Ο αείμνηστος Μάνος Χαριτάτος -­ο δημιουργός του Αρχείου- ευγενέστατος με παρότρυνε να τις δω με την ησυχία μου και να ξεχωρίσω ποιες θα ήθελα να μου αντιγράψει. Ήταν εκατοντάδες φωτογραφίες σχολείων της Μικράς Ασίας και της Κύπρου των αρχών του αιώνα, και φαίνεται πως ήταν το υλικό για μια έκθεση που είχε γίνει στην Αθήνα την εποχή εκείνη ή αργότερα. Οι δεκατέσσερεις φωτογραφίες που είχα επιλέξει, όλες από τα κατεχόμενα μέρη μας, σχολεία της Αμμοχώστου και δύο της Κερύνειας, έφτασαν στο σπίτι μου με το ταχυδρομείο, στο ίδιο μέγεθος με τις πρωτότυπες, πριν επιστρέψω ακόμα. Το λέω με συγκίνηση γιατί ο ευγενέστατος Μάνος, ο σημαντικότατος αυτός άνθρωπος έφυγε πολύ πρόωρα και ήταν πολύ άδικο.  

Η δημοσίευση του σπουδαίου αυτού υλικού γίνεται στη μνήμη των δύο φίλων, προσθέτοντας, έτσι, ένα μικρό λιθαράκι στην ιστορία των φωτογράφων, των δασκάλων και των Σχολείων της Αμμοχώστου και άλλων περιοχών της Κύπρου.

Όλες οι φωτογραφίες είναι τοποθετημένες σε πλαίσια που φέρουν εκτυπωμένο το ίδιο διακοσμητικό σχέδιο με χειρόγραφη καλλιγραφημένη την ονομασία του σχολείου και άλλα στοιχεία όπως πιο κάτω: σε δύο φωτογραφίες υπάρχει η υπογραφή του Ε. Λοΐζου, που αναφέρεται ως Πρόεδρος της σχολής. Ο Ε.[υαγγέλης] Λοΐζου υπήρξε Δήμαρχος Αμμοχώστου και για πολλά χρόνια Πρόεδρος της Σχολικής Εφορίας Αμμοχώστου, θέση από την οποία συνέβαλε στην προώθηση της εκπαίδευσης στην πόλη. Όλες οι φωτογραφίες φέρουν επί του πλαισίου τη σφραγίδα των δύο φωτογράφων, του Γεωργίου Α. Κιλικίτα στον οποίο ανήκουν και οι περισσότερες φωτογραφίες (14), και του Θ. Ν. Τουφεξή (2). Επίσης μια φωτογραφία φέρει επί του πλαισίου της την ημερομηνία 13.1.1904. Σε μία περίπτωση αναφέρεται και το όνομα του διδασκάλου. Στη φωτογραφία αυτή εκτός από τον δάσκαλο υπάρχει και ένας ιερέας στη φωτογραφία και δεν αναφέρεται ότι είναι δάσκαλος. Την παρουσία ενός ηλικιωμένου ιερέα έχουμε σε μια ακόμα φωτογραφία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις μισές σχεδόν περιπτώσεις έχουμε την εμφάνιση της ελληνικής σημαίας που κρατούν μαθητές ή ο ιερέας.

Σε όλες τις περιπτώσεις η ψάθα είναι απαραίτητη για τις πρώτες σειρές των μαθητών. Απαραίτητο είναι και το τραπεζάκι με βιβλία επάνω, αλλά και στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει τραπεζάκι το βιβλίο το κρατά ο δάσκαλος.

Κατά κανόνα υπάρχει ομοιομορφία στη στολή, σε μια περίπτωση δε, οι μαθητές φέρουν λευκή πλατιά λωρίδα διαγωνίως στο στήθος τους.

Ο κατάλογος των Σχολείων
 1. Δημοτική Σχολή Λιμνιών
 2. Δημοτική Σχολή Αγ. Σεργίου
 3. Η Α' & Β' τάξις της Δημοτικής Σχολής Βαρωσίων
 4. Παρθεναγωγείον Κυρηνείας
 5. Σχολείον Πραστειού Μεσαορίας
 6. Αρρεναγωγείον Λαπήθου
 7. Η Ελληνική Σχολή μετά των μαθητών της Ε' & Στ' τάξεως
            της Δημοτικής Σχολής Βαρωσίων (Κύπρου)
 8. Παρθεναγωγείο Βαρωσίων (1)
 9. Παρθεναγωγείο Βαρωσίων (2)
10. Αρρεναγωγείον Περιστερονοπηγής
11. Παρθεναγωγείον Περιστερονοπηγής
12. Αρρεναγωγείον Τρικώμου
13. Παρθεναγωγείον Τρικώμου

14. Σχολείον Λευκονοίκου








19 Ιουλ 2017

Ο ΘΑΛΑΜΟΣ

Ο   Θ Α Λ Α Μ Ο Σ
διήγημα 
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Mου αρέσει να ξαπλώνω στο πάνω κρεβάτι, γιατί από τη θέση αυτή μπορώ να βλέπω τους δυο λόφους μέσα από το μικρό παράθυρο. Είναι ώρα ανάπαυσης, μα κανένας από τους υπόλοιπους δεν είναι στο θάλαμο. Άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο, άλλοι είναι σκοποί κι άλλοι κουβεντιάζουν στο Κέντρο Ψυχαγωγίας της Μονάδας.

Το μικρό παράθυρο απέναντί μου είναι μπλε βαθύ. Σε πολλά όμως σημεία είναι ξεφλουδισμένο το στρώμα της μπογιάς και, αν το προσέξει κανένας καλύτερα, εκεί που πέφτει πολύ φως, δημιουργεί πράσινες ανταύγειες. Όταν τα τζαμόφυλλα είναι κλειστά, τότε χωρίζεται σε τέσσερα ίσα μέρη, σε τέσσερα τετράγωνα. Στο πάνω δεξιά τετράγωνο, δεν υπάρχει τζάμι και το χειμώνα το κλείναμε μ' ένα χαρτόνι. Μέσα από τα δυο κάτω τετράγωνα, φαίνονται δυο γυμνοί, κατάξεροι λόφοι, ένας σε κάθε τετράγωνο. Τελευταία, φύτεψαν πολλά δεντράκια για να δημιουργηθεί πράσινο. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια όμως. Εμείς δεν θα βρισκόμαστε εδώ. Παρά την προσπάθειά μου, δεν μπορώ να διακρίνω ούτε ένα πράσινο δεντράκι ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι για την ώρα. Η μοναδική ζωντανή ύπαρξη στους λόφους είναι μια μικρή αμυγδαλίτσα, δίπλα ακριβώς από το φυλάκιο. Ξεγελάστηκε και πέταξε τους ανθούς της στις δώδεκα του Δεκέμβρη. Σκαρώνω κάποιους στίχους για τη μικρή μου αμυγδαλιά:

 νεμος στριφογυρνοσε μανιασμένα
Μέσα στος κλώνους τς μικρς μυγδαλις
Κα τος λευκος νθος σκορποσε
Στ τέσσερα σημεα∙ καταχνιά!

Μολύβι  ορανς περνοσε
Χιλιάδες τ᾿ νθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι σο χαμήλωνε ατ ποθοσαν
Τ θέση τους ν πάρουνε πάνω στ κλαδιά.

 νεμος φυσοσε, πιασε μπόρα
Κα σν τ δάκρυα νθη κα στάλες
Πάνω στ σμα τς μυγδαλις κυλοσαν
Κα φτάναν στ ριζ γι ν γεμίσουν
Σκαμμένο κα μ νούμερο ναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

Στο πάνω αριστερά τετράγωνο του παραθύρου, προβάλλονται δυο σημαίες. Η μια είναι γαλανόλευκη και η άλλη λευκή, με δυο κλωνάρια δάφνης στο κέντρο. Δυσκολεύομαι ν' αναγνωρίσω το σχεδίασμα στο κέντρο της. Έχασε το λευκό της χρώμα, και στο πάνω μέρος της έχουν ρίξει κόκκινη μπογιά. «Από απροσεξία!» μας είπαν. Εγώ όμως γνωρίζω πως δεν είναι από απροσεξία. Αυτοί που έριξαν την μπογιά γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Ήθελαν να τη λερώσουν και το κατάφεραν ανεπανόρθωτα, νομίζω. Καθόμαστε τώρα και ξύνουμε το ξηραμένο χρώμα προσπαθώντας να μην κάνουμε ζημιά στο πανί. Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως ξύνω αποξηραμένο αίμα.

Η καθεμιά από τις δυο σημαίες είναι στερεωμένη σε ξεχωριστό σχοινί, έτσι που οι άκρες των δυο σχοινιών να φτάνουν σ' ένα μικρό κοντάρι, που είναι στερεωμένο κάθετα σ' ένα άλλο, πιο μακρύ. Oι κάτω άκρες των σχοινιών είναι δεμένες στο κάτω μέρος του μεγάλου κονταριού. Γύρω γύρω από τη βάση, είναι φυτεμένα λουλούδια, που περικλείονται μ' ένα τοιχάκι, νομίζω δυο πόδια ύψος, γιατί από τη θέση που είμαι δεν μπορώ να διακρίνω. Το μόνο που βλέπω είναι οι σημαίες.

Όταν φυσά βοριάς, η σημαία με τα κύματα φαίνεται ολόκληρη μέσα στο πάνω αριστερά τετράγωνο και την ίδια στιγμή καλύπτει ένα μέρος από την άλλη σημαία, που φαίνεται στο τετράγωνο δίπλα, ενώ, όταν φυσά νοτιάς, φαίνεται η λευκή σημαία, με το κίτρινο σχεδίασμα στο κέντρο, ενώ η άλλη δείχνει μόνο μια κάθετη λωρίδα: γαλάζιο – λευκό, γαλάζιο – κύμα, γαλάζιο – λευκό, γαλάζιο – κύμα. Όταν κλείσω το δεξί μου μάτι, η λωρίδα εξαφανίζεται, όταν το ανοίξω, εμφανίζεται. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές το δεξί και το αριστερό μου μάτι. Εμφανίζεται, εξαφανίζεται, εμφανίζεται, εξαφανίζεται... Όταν κλείσω και τα δυο μου μάτια, δεν βλέπω τίποτα. Αναρωτιέμαι μονάχα για ποιο λόγο βρίσκομαι σ' αυτόν εδώ τον άθλιο θάλαμο.

Πάνω ακριβώς από το παράθυρο, βρίσκεται η φωτογραφία του ήρωα. Η κορνίζα είναι από φτηνό ξύλο πεύκου, με πολλούς ρόζους. O τοίχος, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένη, είναι κίτρινος-φάβα, αλλά μόνο ως το πάνω άκρο της κορνίζας, γιατί απ' εκεί και πέρα αρχίζουν τα τούβλα. Μετρώ την πρώτη σειρά: Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Τα χάνω στο έβδομο. Ξαναμετρώ, προεκτείνοντας το δεξί μου χέρι για οδηγό. Μετρώ τη δεύτερη σειρά και βρίσκω πως έχει ένα τούβλο λιγότερο από την πρώτη σειρά. Αυτό είναι φυσικό γιατί το πρώτο τούβλο της δεύτερης σειράς κάθεται στο μισό πρώτο και στο μισό δεύτερο της πρώτης σειράς. Η τρίτη πάλι σειρά έχει ένα λιγότερο από τη δεύτερη και η τελευταία μόνο δύο. Είναι πάνω σ' αυτά που κάθεται μια μεγάλη δοκός, πάλι από πεύκο, νομίζω, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της είναι πασαλειμμένο με κατράμι, ίσως για να διατηρείται στο χρόνο. Πάνω στη δοκό αυτή είναι στερεωμένα, κάθετα, πολλά δοκάρια, και πάνω σ' αυτά είναι καρφωμένοι οι τσίγκοι. Είναι πολύ εκνευριστικό, αργά το βράδυ, ν' ακούς αυτά τα «τσακ τσακ» όταν οι τσίγκοι αρχίζουν πια να κρυώνουν και να συστέλλονται. Περιμένεις πότε θ' ακούσεις το τελευταίο «τσακ» για να κοιμηθείς επιτέλους. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο είναι το τελευταίο λυτρωτικό «τσακ» και στριφογυρίζεις και στριφογυρίζεις και δεν ησυχάζεις.

Αυτή την ώρα δεν φυσά. Όταν, όμως, φυσά από τη θάλασσα, βλέπω καλύτερα τη σημαία με τα κύματα, όταν φυσά από το δάσος, βλέπω τη σημαία με τα κλωνάρια της δάφνης. Όταν φυσά Κάρβας, τότε οι σημαίες κυματίζουν προς το μέρος μου, ξεκαθαρίζει το παράθυρο και τότε μπορώ να βλέπω μακριά, πέρα από τους λόφους ―και με κλειστά μάτια ακόμα― και να συνειδητοποιώ για ποιο λόγο βρίσκομαι σ' αυτό τον άθλιο θάλαμο με το μικρό παραθυράκι.


ΘΕΟΜΗΝΙΑ...


Θεομηνία στον Κόκκινο Βράχο
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Όλο το πρωινό το ράδιο μετέδιδε μια πολύ άσχημη είδηση: το απόγευμα στις πέντε περίπου θα περνούσε από την πόλη μας ανεμοθύελλα και έπρεπε όλοι να πάρουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα προφύλαξης. Η ανεμοθύελλα θα σάρωνε πρώτα την παραλία και μετά θα προχωρούσε προς το κέντρο της πόλης και μπορούσε να ξεριζώσει δέντρα, να σηκώσει στέγες σπιτιών και να κάνει πολλές καταστροφές.

Ο παλιός φίλος –είχαμε να συναντηθούμε από τότε που τελειώσαμε το γυμνάσιο– ήταν ανένδοτος. Επέμενε πως η συνάντηση έπρεπε να πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε, αλλά αδιαφορούσε για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα γινόταν. Έκλεισα λυπημένος το τηλέφωνο με μια μικρή ανησυχία για τον παλιό φίλο γιατί θα ερχόταν από άλλη πόλη.

Συναντηθήκαμε στην παραλία, σε μια μικρή ξύλινη προσφυγική ταβερνούλα λίγο πιο μπροστά από τις πέντε. Δεν αγκαλιαστήκαμε. Μου πρότεινε μόνο το αριστερό του χέρι για χειραψία κι εγώ αμήχανος τον χτύπησα ελαφρά στην πλάτη. Η τελευταία μου προσπάθεια να τον παρασύρω μακριά από την παραλία που ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο απέτυχε. Έτσι, καθίσαμε σε μια γωνιά και αμέσως ήρθε και ο ταβερνιάρης για την παραγγελία. Δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα γιατί ήταν κάπως νωρίς αλλά σίγουρα οι ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο για την επερχόμενη θύελλα έπαιξαν το ρόλο τους.

Κάθισα με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το παράθυρο που βλέπει στη θάλασσα ακριβώς απέναντι μου ανκαι η πλάτη μου έμενε κατά κάποιο τρόπο ακάλυπτη πράγμα που ποτέ δεν συνηθίζω. Δεν ξέρω, ήμουν πολύ ανήσυχος αλλά δεν ήταν και του χαρακτήρα μου να φοβάμαι. 

«Ώστε ανεμοθύελλα» άρχισε την κουβέντα πρώτος, γυρίζοντας λίγο το κεφάλι του δεξιά προς το ανοικτό παράθυρο. Μιμητικά γύρισα κι εγώ στο ίδιο μέρος όπου φαινόταν ο παραλιακός δρόμος με τα πολυτελή ξενοδοχεία και τις πισίνες τους. Εκείνη τη στιγμή μια μαύρη γάτα εμφανίστηκε ξαφνικά στο παράθυρο κουνώντας ανήσυχα το κεφάλι της. Προφανώς προτίμησε αυτό το σύντομο δρόμο για να μπει μέσα παρά να δώσει το γύρο και να μπει από την είσοδο. Ασυναίσθητα έκανα μια κίνηση προς τα πίσω και παραλίγο να κτυπήσω τον άνθρωπο που μας έφερνε το φαγητό μας. Για να πω τη αλήθεια ντράπηκα, αλλά εξακολουθούσα να έχω ένα αδιόρατο φόβο μέσα μου που γινόταν μεγαλύτερος βλέποντας τα μαύρα σύννεφα προς τη μεριά της θάλασσας να πυκνώνουν. Γεμίσαμε τα ποτήρια μας με το ωραίο κρασί της Οράς, η γάτα νιαούρισε παράξενα στριφογυρίζοντας το κεφάλι της και μ’ ένα σάλτο χάθηκε κάτω από τα τραπέζια. «Στην υγειά σου», της είπε ο φίλος μου χαμογελώντας, «στην υγειά μας» είπαμε μετά σχεδόν ταυτόχρονα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και φέρνοντας τα στα χείλη.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε ένα βουητό και σχεδόν αμέσως ένας τρομερός διαπεραστικός κρότος. Τα ποτήρια έπεσαν από τα χέρια μας, έσβησαν τα φώτα και το σκοτάδι απλώθηκε στη στιγμή παντού. Πετάχτηκα αμέσως έξω αφού παρέσυρα καρέκλες και τραπέζια. Σεισμός, σεισμός, ακούστηκε. Διέκρινα σιλουέτες να κινούνται γρήγορα δεξιά αριστερά, οι φωνές δυνάμωναν και ακούγονταν κλάματα μωρών. Οι στύλοι του ηλεκτρικού και τα καλώδια κουνιόντουσαν ακόμα. Αναζήτησα τον φίλο μου μα δεν τον εύρισκα. Τον φώναξα με το όνομά του μα δεν πήρα καμιά απάντηση. Μέσα στη σύγχυση δεν ήξερα τι να κάνω. Γύρισα στην ταβέρνα και τον είδα στο φως του κεριού να κάθεται στη θέση του και να πίνει το κρασί του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. 

«Κάθισε» μου είπε, μη φοβάσαι και γέμισε το ποτήρι μου. Έξω ακουγόντουσαν συνομιλίες και σχόλια για το σεισμό αλλά τίποτα για την ανεμοθύελλα. Η θάλασσα ήταν πίσσα κατάμαυρη, δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι λεπτά και τα γεγονότα δεν μας είχαν αφήσει να ολοκληρώσουμε μια κουβέντα. Δεν ήξερα και τι να πω. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου και αγωνίας και όλα ήταν παράξενα. Πιο πολύ με φόβιζε η αταραξία του φίλου μου που αδιαφορούσε για τα πάντα.

«Την κάθε στιγμή πρέπει να την χαίρεσαι», είπε κάποτε, «γιατί είναι ανεπανάληπτη. Κοίταξε το φεγγάρι που βγαίνει από τη θάλασσα», συνέχισε. Ναι; είπα ξαφνιασμένος και κοίταξα προς τη θάλασσα από το ανοιχτό παράθυρο. Πράγματι το φεγγάρι ήταν τεράστιο και ολοστρόγγυλο. «Πόσοι άραγε χαίρονται αυτή την ομορφιά; Πάντα υπάρχει κάτι που μας αποσπά την προσοχή. Οι άνθρωποι είναι συνεχώς απασχολημένοι. Κατασκευάζουν τις πλατειές λεωφόρους για να κυκλοφορούν τη μοναξιά τους μέσα στα πολυτελή αυτοκίνητά τους. Δεν μένει χρόνος για το φεγγάρι. Πάντως είτε το βλέπουν είτε δεν το βλέπουν η ομορφιά του υπάρχει.» Συμφώνησα αμέσως μαζί του και παρατήρησα, «φαίνεται πως η σοφία σου είναι ανάλογη με την άσπρη γενειάδα σου», δίνοντας έτσι ένα άλλο τόνο στη συζήτηση. «Αλήθεια πώς έγινε και η γενειάδα σου και τα μαλλιά σου έχουν ασπρίσει τόσο πολύ παρά το γεγονός ότι η ηλικία σου δεν δικαιολογεί τέτοια απότομη μεταβολή».

Πέρασε μηχανικά το χέρι στα μαλλιά του κουνώντας το κεφάλι ενώ διαγραφόταν στα χείλη του ένα χαμόγελο σαν κούρος και γέμισε τα ποτήρια με κρασί. «Πραγματικά, άσπρισαν πολύ ενωρίς, σχεδόν μέσα σε μια μέρα» είπε, και έμεινε για μερικές στιγμές αμίλητος. «Δεν είναι μεγάλη ιστορία αλλά αξίζει πραγματικά τον κόπο να σου τη διηγηθώ. «Πραγματικά είμαι περίεργος», είπα «ν’ ακούσω την ιστορία σου. Πάντως δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μπορούν τα μαλλιά ν’ ασπρίσουν μέσα σε μία μόνο μέρα». Χαμογέλασε, και άρχισε την ιστορία του.

«Ασφαλώς θα γνωρίζεις εκείνο το μικρό βυζαντινό εκκλησάκι που φαίνεται στα αριστερά του δρόμου καθώς πηγαίνουμε στη Λευκωσία από τον παλιό δρόμο. Από κει και πέρα το δάσος είναι πολύ πυκνό και συνεχίζει ως την κορφή του βουνού που είναι ένας κόκκινος βράχος. Αυτό τον βράχο τον λένε ακριβώς έτσι, κόκκινο βράχο και δεν υπάρχει όμοιός του στην περιοχή. Είναι μάταιο όμως να προσπαθήσεις να τον προσεγγίσεις με αυτοκίνητο γιατί δεν υπάρχει δρόμος. Είναι δύσκολο το μέρος και εύκολα μπορεί κάποιος να χαθεί χωρίς οδηγό. Πίσω από το βουνό είναι το χωριό αλλά και πάλι είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον βράχο γιατί υπάρχει ένα πολύ μεγάλο φαράγγι. Εγώ στάθηκα τυχερός γιατί γνώρισα τον ιερέα του χωριού, έναν έξυπνο άνθρωπο, που μόλις έμαθε ότι είμαι ζωγράφος επέμενε πως αν δεν ζωγράφιζα το τοπίο από τον κόκκινο βράχο θα έχανα την ευκαιρία της ζωής μου. Κάθισε μαζί μου για αρκετή ώρα και με κάθε λεπτομέρεια μου αποκάλυψε τον μοναδικό ίσως δρόμο που οδηγεί στον κόκκινο βράχο».

«Με έτρωγε η περιέργεια να επισκεφθώ αυτό το μέρος. Ο ιερέας μιλούσε με τόσο ενθουσιασμό που δεν μπορεί, κάτι σημαντικό ή μοναδικό έπρεπε να υπάρχει εκεί. Εγώ ήμουν πολυταξιδεμένος είχα γνωρίσει πολλά μέρη σε όλο τον κόσμο και μου φαινόταν πολύ απίθανο να υπάρχει κάποιο μέρος σ’ αυτό το μικρό νησάκι που να το κάνει μοναδικό και αξιοθέατο. Περίμενα να ζεστάνουν λίγο οι μέρες και μετά το Πάσχα φόρτωσα στο μικρό μου αυτοκινητάκι τα απαραίτητα και κάποια μέρα πρωί - πρωί τράβηξα για το ταξίδι μου. Είχα μαζί μου όλα τα απαραίτητα για να μπορώ να επιβιώσω για μερικές μέρες. Τη χρονιά εκείνη είχαμε πολλές βροχές και η άνοιξη ήταν μοναδική. Δεν χόρταινες να βλέπεις τόση ομορφιά παντού. Τράβηξα εκατοντάδες φωτογραφίες. Η χρονιά ήταν ανεπανάληπτη. Δεν θυμόμουνα να είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν». 

«Ήταν Τετάρτη 7 Μαΐου ημερομηνία ούτε σημαδιακή ούτε με κανένα άλλο νόημα. Απλώς είχα τελειώσει μια εργασία για το νέο κτήριο του Δήμου. Ήμουν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και είχα πολλή όρεξη για δουλειά. Το σαραβαλάκι μου αγκομαχούσε μα στο τέλος τα κατάφερε. Είχα φτάσει στο μικρό εκκλησάκι σε λιγότερο από μια ώρα. Τώρα άρχιζε το δεύτερο μέρος της αποστολής. Κάθισα κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστώ και να συμβουλευτώ τους αυτοσχέδιους χάρτες που είχα ετοιμάσει με τη βοήθεια του ιερέα. Πρώτη φορά επισκεπτόμουν το μέρος μα οι υποδείξεις ήταν ακριβέστατες. Ετοίμασα λοιπόν τα σακίδια μου και κλείδωσα το σαραβαλάκι μου για καλό και για κακό, παρόλο που δεν υπήρχε και τίποτα αξιόλογο για να κλέψουν, αλλά και οι πιθανότητες επισκέψεων ήταν πολύ λίγες. Ποιος θα τολμούσε να έρθει σ’ αυτό το μέρος χωρίς κανένα λόγο». 

«Πήρα βαθιά αναπνοή και ξεκίνησα για τη δεύτερη φάση του σχεδίου. Θα χρειαζόμουν το πολύ σαρανταπέντε με πενήντα λεπτά για να φθάσω στον προορισμό μου. Είχα λίγο βάρος με τις προμήθειες και το καβαλέτο αλλά καλά τα πήγαινα. Έκανα ένα μόνο σταθμό για να ελέγξω ξανά το σχέδιο. Όλα δούλευαν ρολόι».

«Το πέρασμα στην άλλη πλευρά γινόταν από ένα στενό μονοπάτι σίρριζα του βράχου όπου η άγρια βλάστηση με δυσκόλευε αφάνταστα και δεν μπορούσα να περάσω έτσι όπως ήμουν φορτωμένος και τα χέρια μου ήταν γεμάτα. Αναγκαζόμουν να αφήνω κάτω ό,τι κρατούσα και να κόβω μερικά κλαδιά». 

«Η κούραση κόντεψε να με καταβάλει, αλλά αυτό που αντίκρισα όταν πέρασα στην πίσω πλευρά του βράχου μ’ έκανε να ξεχάσω τα πάντα και να γίνω άλλος άνθρωπος. Δεν υπάρχουν λέξεις που μπορεί κάποιος να περιγράψει το τοπίο. Δεν υπάρχουν χρώματα σε παλέτα ζωγράφου που να συγκριθούν με αυτά που έβλεπαν τα μάτια μου. Στεκόμουν στη βάση του Κόκκινου Βράχου σαν χαμένος. Όταν γύρισα το κεφάλι μου ψηλά κι αντίκρισα το δυσθεόρητο ύψος του ένιωσα τιποτένιος, εκμηδενίστηκα. Όλες οι αποχρώσεις του κόκκινου ήταν απλωμένες σε επίπεδες και μη επιφάνειες και τα πιο παράξενα σχήματα είχαν διαμορφωθεί σ’ αυτόν εδώ το βράχο. Αχ! και να βρισκόμουν στην κορφή του και πιο ψηλά ακόμα, για να μπορέσω να δω όλο το τοπίο. Στριφογύρισα ζαλισμένος και προχώρησα ακόμα μερικά βήματα. Τότε ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν καθώς μπροστά μου ξετυλιγόταν ο πιο ωραίος πίνακας ζωγραφικής που είχαν δει τα μάτια μου. Μια φανταστική λουλουδιασμένη κοιλάδα που λουζόταν στις πρωινές ακτίνες του ήλιου. Προς τα δεξιά ήταν το φαράγγι και πίσω απλωμένο το χωριό. Τώρα κατάλαβα πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση από το μέρος του χωριού. Ακριβώς μπροστά μου πρόσεξα το χάσμα που υπήρχε. Ήταν η προέκταση του φαραγγιού». 

«Μελέτησα το τοπίο και άρχισα να σκέφτομαι από που θα αρχίσω να ζωγραφίζω. Έψαχνα για πέρασμα προς την κοιλάδα. Ευτυχώς από τα αριστερά εκατόν περίπου μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν δεν ήταν πυκνή η βλάστηση και υπολόγισα ότι θα μπορούσα να περάσω. Πήρα τα πιο απαραίτητα σύνεργα και προχώρησα με στόχο να φθάσω στο κέντρο της κοιλάδας που ήταν μια συστάδα από πεύκα, για να ζωγραφίσω απ εκεί το βράχο. Ήταν καλός συλλογισμός. Όταν έφτασα χαμηλότερα φάνηκε ότι οι αναθρήκες ήταν πιο ψηλές από μένα και διατηρούσαν ακόμα τη ζωντάνια τους. Το κίτρινο χρώμα τους ερχόταν σε αντίθεση με το μπλε του ουρανού. Το καλοκαίρι όταν ζωγραφίζω σε γνωστούς χώρους χρησιμοποιώ την αναθρήκα και φτιάνω σκαμνάκια που είναι ανάλαφρα και μαλακά».

«Όσο πλησίαζα στα πεύκα τόσο πιο μεγάλα μου φαίνονταν. Είχαν χοντρούς κορμούς και πλούσια καταπράσινη φυλλωσιά. Κάθισα στο πτυσσόμενο σκαμνάκι κάτω από τα πεύκα και μελέτησα τις σκιές στο βράχο και γενικά το τοπίο που ήταν απέναντι μου και προσδιόρισα επακριβώς τα όρια που θα ζωγράφιζα. Δεν βιαζόμουνα. Είχα καταλάβει ότι θα περνούσα πολλές μέρες εδώ, όπου και να γύριζα το κεφάλι μου υπήρχε ένας ξεχωριστός πίνακας. Οι κινήσεις μου άρχισαν να περιορίζονται και είχα περιέλθει σχεδόν σε μια κατάσταση διαλογισμού. Άρχισα να δουλεύω με τη ψυχή μου και όχι με τα χέρια. Τα χέρια ήταν απλά τα εργαλεία. Ακολουθούσα το δικό μου τρόπο και είχα εντελώς αποκοπεί από το περιβάλλον. Δεν θυμάμαι πόση ώρα ήμουν σε αυτή την κατάσταση, αυτό που θυμάμαι είναι ότι σε κάποια στιγμή το καβαλέτο μαζί με το τελάρο παρασύρθηκε από τον αέρα που φύσηξε ξαφνικά. Η πρώτη αντίδραση μου ήταν να τρέξω να σηκώσω το τελάρο για να το προστατεύσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να πέσω κι εγώ μπρούμυτα αφού δεν υπολόγισα σωστά τη δύναμη του ανέμου. Αιφνιδιάστηκα και στριφογύρισα το κεφάλι για να καταλάβω καλύτερα τι συνέβαινε. Ένα απόμακρο βουητό έφθασε στ΄αυτιά μου και πιο πέρα έβλεπα τα μικρά δένδρα να γέρνουν τόσο πολύ που κόντευαν να σπάσουν». 

«Ο άνεμος φυσούσε πιο δυνατά τώρα και κατάλαβα πως ήταν ματαιοπονία να τρέξω για το καβαλέτο και το τελάρο. Εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια σύρθηκα προς το μέρος όπου τα πεύκα ήταν πιο πυκνά και πιάστηκα από μια ρίζα. Ξανακοίταξα προς το μέρος του χωριού και είδα πολλά κλαδιά δέντρων, μεγάλα χαρτόνια, και άλλα αντικείμενα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν, να παρασύρονται και να στροβιλίζονται». 

«Ο ουρανός θόλωσε και το βουητό ακουόταν τώρα πιο έντονο. Ένιωσα πως δεν μπορούσα πια να κρατηθώ από τη ρίζα, ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και τ’ αγκάθια ενός μεγάλου θάμνου σαν μεγάλα καρφιά χώθηκαν στα πλευρά και γενικά σε όλο μου το σώμα εκτός από το κεφάλι, κάνοντάς με να ξεφωνήσω από τον πόνο. Το κεφάλι μου ευτυχώς προστατεύθηκε από τον κορμό του πεύκου. Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόμουν σε απελπιστική θέση και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να προστατευθώ, κυρίως φέρνοντας τα χέρια από ένστικτο προς το μέρος του κεφαλιού. Με τα στροβιλίσματα βρέθηκα να έχω αγκαλιάσει τον κορμό ενός πεύκου μα ήμουν σε θέση ακόμα να βλέπω και διέκρινα ότι η κατάσταση προς το μέρος του χωριού ήταν ακόμα χειρότερη. Ο ουρανός έγινε ακόμα πιο θολός και πιο σκοτεινός. Κάθε είδους αντικείμενα βρίσκονταν σε κίνηση και καταλάβαινα ότι το επίκεντρο γύρω από το οποίο γινόταν η καταστροφή ήταν μετακινούμενο και με πλησίαζε επικίνδυνα». 

«Δεν ακουγόταν ένα απλό βουητό πια αλλά ένα πανδαιμόνιο από κρότους και η κατάσταση χειροτέρευε τόσο γρήγορα που δεν μου έδινε την ευκαιρία ούτε να σκεφτώ ούτε να δράσω. Και τι μπορούσα να κάνω άλλωστε. Σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν πιο ψηλά από το έδαφος και να στριφογυρίζω αγκαλιασμένος με τον κορμό του πεύκου. Είδα ένα τεράστιο πεύκο να ξεριζώνεται και στη συνέχεια άλλο και άλλο και να σηκώνονται προς τον ουρανό λες και ήταν παιχνιδάκια». 

«Έβλεπα πολύ θολά τώρα και ήμουν τραυματισμένος άσχημα και σφηνωμένος μέσα στα πυκνά κλαδιά του πεύκου. Κάτω απλωνόταν το χωριό που το έβλεπα σε κάθε στριφογύρισμα από διάφορες γωνίες. Μου φάνηκε για μια στιγμή ότι είδα τον ιερέα και τους χωρικούς αλαφιασμένους να έχουν υψωμένα τα χέρια ποιος ξέρει αν ήταν για ικεσία ή ήταν κινήσεις απελπισίας. Μια στέγη ξεκόλλησε και στροβιλίστηκε λες και ήταν από χαρτόνι. Ένας τσίγκος σα μια τεράστια λεπίδα σφηνώθηκε στην κοιλιά μιας αγελάδας που τη μοίρασε στα δύο». 

«Ήμουν μάρτυρας μιας πραγματικής κόλασης. Όλο το χωριό ήταν ερείπια. Το ωραιότερο τοπίο του κόσμου ήταν πια ένας χώρος από ξεριζωμένα δέντρα και αντικείμενα ατάκτως ερριμένα».

«Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Η τελευταία εικόνα ήταν ένα μαύρο τούνελ, χοάνη στον ουρανό ή στη γη, δεν μπόρεσα να καταλάβω, μέσα στο οποίο εκτινάχθηκα χάνοντας τις αισθήσεις μου».

«Ξύπνησα στο νοσοκομείο όπου πέρασα μετά πολύ καιρό για να συνέλθω. Ήμουν τυχερός που έζησα. Όταν μετά από μήνες είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη ήμουν αγνώριστος. Τα μαλλιά μου ήταν όπως τα βλέπεις τώρα. Ολόασπρα. Πέρασα από το μαύρο το κορακίσιο στο λευκό του χιονιού, από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ομορφιά στην αταξία. Και όλα αυτά μέσα σε μερικά λεπτά της ώρας».

«Α! Ξέχασα να σου πω, το δεξί μου χέρι είναι άχρηστο. Στην αρχή με πείραζε μου δυσκόλεψε τη ζωή αλλά μετά συνήθισα. Στο κάτω - κάτω ο Θεός μας χάρισε τη ζωή για να εμπλουτίζεται η καρδιά μας. Άντε στην υγειά μας. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι χειρότερο. Πρέπει να χαιρόμαστε και να ζούμε την κάθε στιγμή γιατί είναι ανεπανάληπτη».

***

Εκείνη τη στιγμή ο χώρος φωτίστηκε ξαφνικά, αφού φαίνεται είχε αποκατασταθεί η βλάβη και η γάτα πήδηξε και κάθισε στο παράθυρο. Σήκωσα κι εγώ το ποτήρι μου αλλά δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Η ιστορία του ήταν αληθινή και πράγματι είχε συμβεί το 1985, αλλά το μοναδικό, τότε, κρατικό κανάλι είχε αρκεστεί να δείξει μόνο μερικές γενικές εικόνες της καταστροφής χωρίς κανένα σχόλιο λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.

«Στην υγειά σου γατούλα» είπα, κι αυτή ανοιγόκλεισε νωχελικά τα μάτια.

Από το παράθυρο απέναντι φαινόταν μόνο ένα ποτάμι φως πάνω στη θάλασσα γιατί το φεγγάρι είχε ανέβει πιο ψηλά και δεν μπορούσα να το δω.

(1985)

[από τη συλλογή μου Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο 2003, (κρατικό βραβείο διηγήματος)]





17 Ιουλ 2017

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ


Νανούρισμα

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: "Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα. Ήταν δεκατριών μηνών κι έγλειφε τα αίματα της νεκρής μάνας της. Έπιασα το μωρό, το πήγα σπίτι μου, το έλουσα και του φόρεσα καθαρά ρουχαλάκια". Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας εξηνταεξάχρονης γυναίκας για τη βάρβαρη δολοφονία μιας νεαρής μητέρας, της Σ.Π. 26 ετών, η οποία δολοφονήθηκε κρατώντας το βρέφος της στην αγκαλιά της. Το 1974 δόθηκαν πολλές μαρτυρίες για την τούρκικη θηριωδία που εκφράστηκε με βιασμούς, δολοφονίες και εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
α’

κοίταξέ με στα μάτια * κοίταξέ τα καλά προτού κλείσουν * κοίταξε της μανούλας σου την ωραία μορφή * κοίταξέ την προτού η μαύρη της τύχη και το σκοτάδι τη σβήσουν * εσύ πρέπει να ζήσεις μωρό μου * τρόμαξέ τους να φύγουν * εγώ παγώνω και πώς να ζεστάνω το κορμάκι σου η έρμη * πού ν’ ακουμπήσεις το μικρό σου κεφάλι στο στήθος μου χάσκουν από σφαίρες δυο τρύπες * κι αντί εγώ η μάνα σου το γάλα να σου δίνω στο στόμα εσύ βυζαίνεις το μαύρο μου αίμα που τρέχει και ποτίζει το χώμα * εγώ φεύγω μωρό μου, μα εσύ γλυκό μου κοιμήσου * κοιμήσου αγγελούδι μου * κοιμήσου
                                                                    
Άγια Μαρίνα τζαι τζυρά
Που ‘ποτζοιμίζεις τα μωρά
‘Ποτζοίμισ’ το κορούδιν μου
Το πιο γλυτζύν τραούδιν μου
Έπαρ’ το πέρα γύρισ’ το
‘Που τον φονιά μου γλύτωσ’ το.


β’
Άγια Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
‘Ποτζοίμισ’ την μανούλα μου
Την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου

Άγια Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Πάρε την πέρα γύρισ’ την
Τζαι πάλε πίσω φέρ’ μου την

Άγια Μαρίνα τζαι τζυρά 
Παρακαλώ σε έλα δα
Την μάνα μου ‘ποτζοίμισες
Σε κόσμους άλλους ξέχασες

Άγια Μαρίνα τζαι τζυρά
Κοντά μου φέρ’ την πάλι
Τη μάνα μου την πιο γλυτζειάν
Μεσ’ στην δική μου αγκάλη

Κλαίω της τζαι φωνάζω της
Ξύπνα μανά ξύπνα μανά
Δίκλα ‘ποτζεί δίκλα ‘ποδά
Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά
Μα η μάνα μου δεν απαντά
Έσιει τα μάθκια της κλειστά


----------------------------------------
[Από τη ποιητική μου σύνθεση Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας, Κάρβας 2016]