6 Νοε 2013

ΚΥΠΡΟΥ ΛΟΓΟΣ


ΚΥΠΡΟΥ ΛΟΓΟΣ (5)
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος 

Το (.poema..) προτείνει τη σειρά «κύπρου λόγος» με την προσδοκία να προσδοθεί η δέουσα σημασία σε σύγχρονα έργα της κυπριακής ποιητικής κοινότητας.

Η παρουσία των νεότερων Κυπρίων δημιουργών στο γίγνεσθαι της ελληνικής ποίησης είναι αδιάλειπτη, και, ακόλουθα, ωφέλιμη για ό,τι αφορά την εξέλιξή της, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πνευματική πορεία του ελληνισμού.

Η φιλοδοξία της σειράς έγκειται στην ανάδειξη και την προβολή σημαντικών πτυχών αυτής της δημιουργικής διάστασης στη Μεγαλόνησο με την παρουσίαση καθιερωμένων όσο και πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών/ποιητριών, με επιμέλεια του ποιητή και μεταφραστή Μιχάλη Παπαντωνόπουλου.

Σ' αυτό το πλαίσιο δημοσιεύονται λογοτεχνικές ειδήσεις, ποιητικές επιλογές, κείμενα και κριτικά σχόλια από τις τρέχουσες κυκλοφορίες βιβλίων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα.

Σε προσεχές στάδιο αναμένεται η κυκλοφορία λογοτεχνικής σειράς από τις(.poema..) εκδόσεις με επικέντρωση στη σύγχρονη ποιητική και τη διαλεκτική δημιουργία του νησιού.




Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Διθαλάσσου, Εκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία, 2012


Δεκαεπτά ποιήματα συνθέτουν το παλίμψηστο της Διθαλάσσου. Δεκαεπτά παραλλαγές του τόπου της Καρπασίας, όπου επιστρέφει ο Νίκος Νικολάου για να τον αφηγηθεί στην απώλειά του. Κατ' ουσίαν, για να μιλήσει τη Διθαλάσσου ως εσωτερική πραγματικότητα -περίπου τρεις δεκαετίες μετά-, όπως ανοίγεται ο τόπος στη διάνοια του δημιουργού.

Ο Νικολάου αξιοποιεί τις παραστάσεις του εξωτερικού κόσμου, τις οικειοποιείται και τις αναπλάθει για να αποδώσει μια νεοπλατωνική Διθαλάσσου, όπου κάθε τι σημαίνει και συνεχίζει να υπάρχει με αυτήν τη σημασία του στην ιστορική εξέλιξη και τις επακόλουθες μεταβολές. Θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει έναν περιηγητικό χάρτη «μαρκάροντας» σημεία στην επικράτεια της Καρπασίας. Κι αποκεί να προσεγγίσει τόπους και πρόσωπα που απογυμνώθηκαν -είτε βιαίως είτε υφιστάμενα τη φυσική φθορά του χρόνου- κι απέμειναν ποιήματα κι αυτόνομες μετωνυμίες ενός χαμένου Παραδείσου που μετρήθηκε όχι στην ιδεατή μορφή του -αποκύημα πιθανώς της δημιουργικής φαντασίας ή του αναγκαίου μύθου-, αλλά στο μέρισμα της απώλειας.

Το ποίημα είναι ο τόπος κι ο τόπος είναι οι άνθρωποι μέσα από σκηνές, φωτογραφίες, τραγούδια - μέσα από τις ψηφίδες που συνταιριάζει μεθοδικά ο Νικολάου για να κτίσει τα επιμέρους ποιήματα και να ανακαλύψει εκ νέου τη Διθαλάσσου με τη συναισθηματική διαύγεια που πλέον τον κυριαρχεί. Η εξωτερική πραγματικότητα -όπως του δόθηκε πριν την εισβολή του '74 και όπως του επιβλήθηκε ύστερα απ' αυτήν, με την περιπλοκή των ιστορικών συνθηκών- μετουσιώνεται σε πνευματικό εφόδιο, το οποίο συνδράμει τον ποιητή ως ιστορικό υποκείμενο για να αντεπεξέλθει στην απώλεια όχι επικαλούμενος αυτήν, αλλά μέσα από την επίγνωση πως μπορεί να μνημονεύει και να αναδημιουργεί τη Διθαλάσσου, ακριβώς επειδή την έχασε.

Ετσι, μολονότι η Διθαλάσσου αποκαλύπτεται σε πρώτο επίπεδο ως τόπος αγωνίας του θανάτου, ουσιαστικά αποτελεί έναν τόπο αγωνίας της ίδιας της ύπαρξης, όπου ο Νικολάου αντιπαραβάλλει στη ρευστότητα των ιστορικών δρώμενων και γεωπολιτικών στρατηγικών μια -τρόπον τινά- αρχετυπική διάσταση των λέξεων που δηλώνουν την υπόσταση της Διθαλάσσου πέρα από τον χρόνο. Ο άνεμος κάρβας ή το δέντρο αόρατος, για παράδειγμα, δεν συνιστούν απλώς αναπόσπαστα κομμάτια της φυσιογνωμίας του τοπίου, αλλά προβάλλονται έξω από το αισθητό πλαίσιο της ανθρώπινης αντίληψης, περίπου ως ιδέες που διατηρούν αναλλοίωτο το συναισθηματικό και πνευματικό φορτίο τους.

Αλλωστε, η φύση προχωρά και δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση. Η εξελικτική της πορεία -εμπεριέχοντας ζωή και θάνατο, ομορφιά και φρίκη- είναι από μόνη της αμείλικτη κι είναι αυτήν ακριβώς τη συνθήκη που μετέρχεται ο Νικολάου για να αφηγηθεί το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της Διθαλάσσου. Προσπαθώντας να μεταδώσει ένα αμετάκλητο νόημα στην κάθε στοιχειακή δύναμη που συνθέτει τον τόπο. Δεδομένου ότι η «δικαιοσύνη» της ανθρώπινης ιστορίας είναι η δικαιοσύνη που αποδίδει ο ισχυρός κι η δικαιοσύνη της φύσης ενέχει τη φθορά, την απώλεια και το τέλος που αναγεννά τον τόπο, ο Νικολάου προβαίνει σε ένα ποιητικό εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών όπου αναδεικνύει τη δικαιοσύνη της τέχνης, όταν δίνει την αίσθηση πως ο χρόνος «αναβάλλεται» και πως αισθήματα, πρόσωπα κι αντικείμενα ανακτούν τη δική τους αιώνια ζωή μέσα από το καλλιτεχνικό έργο. Η ιδεαλιστική ουσία της εν λόγω δικαιοσύνης σίγουρα βρίσκεται πιο κοντά στον στοχασμό και στην ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου που βίωσε την κατοχή του τόπου και τη μοίρα του πρόσφυγα στην πατρίδα του.

Κι όλα αυτά δίνονται μέσα από την καθαρότητα ενός λυρισμού που βρίσκει τη μουσική του στη «σωστή» άρθρωση των στίχων, αλλά και τη συμπερίληψη φράσεων της κυπριακής διαλέκτου στο κυρίως σώμα των ποιημάτων. Αισθητικές εμμονές, μεγαλόπνοα ρητορικά σχήματα και λεκτικοί ελιγμοί που είθισται να λειτουργούν σε βάρος του ποιητικού έργου, της διανοίας που το εμπνέεται και εργάζεται πάνω σε αυτό, αποφεύγονται στη Διθαλάσσου, όπου τα πάντα μοιάζουν δομημένα με γνώση και συνέπεια στην πρωταρχική σύλληψη του Νικολάου: ότι το ποίημα είναι ο τόπος.

Καρπασία

Κάθε πρωί 
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν 
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν...

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα «ξι» και «ζήτα» 
Καθώς στον ήλιο διάπλατα 
Η μάνα ψιθυρίζοντας 
Το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποελάτρικα και άλλοι αστερισμοί 
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου. 
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στα ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες 
Που συνθέτουν οι μέρες που θα 'ρθουν.

Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας

Κι ας μην είναι διά την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


Ο Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στο Βασίλι της Αμμοχώστου. Διηγήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Το 1984 δημοσίευσε εκτός εμπορίου το ποίημα «Καρπασία», ενώ το 2003 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Η κόρη του δραγουμάνου", στις Εκδόσεις Μεταίχμιο και τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο.