31 Μαΐ 2011

ΒΟΤΣΑΛΑ




[Φωτό: ΝΝ-Χ]

ΠΙΑΤΟ



Το κουβαλάω μισό αιώνα. Κάθε φορά που ψάχνω κάτι και το βλέπω μπροστά μου θυμάμαι τα λόγια μιας γιαγιάς στο χωριό: "Πάρε αυτό για να με θυμάσαι και να μου ανάβεις κανένα κεράκι. "Σ΄αυτό, εκεί ψηλά" κι έδειχνε το πιάτο που ήταν πάνω από την πόρτα του νότου, "είναι ο Άγγελος που σαλπίζει για τη Δευτέρα Παρουσία." Εγώ ρωτούσα: "τι είναι Δευτέρα Παρουσία γιαγιά;" κι αυτή απέφευγε να μου απαντήσει και μου έλεγε "φέρε μου γιε μου ένα ποτήρι νερό που νάχεις την ευχή μου."

ΑΜΑΘΟΥΣ




[Φωτό: ΝΝ-Χ]

Η ΓΑΤΟΥΛΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ



[Φωτό: ΝΝ-Χ]

17 Μαΐ 2011

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΝΑΚΑΡΙΑ




[Η εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη, χαρακτικό του ΝΝ-Χ]  

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΝΑΚΑΡΙΑ' 

Εμείς τα γνωρίζαμε όλα αυτά από πρώτο χέρι· είπε
Κοιτάζοντας τη ξακουστή, σεπτή τοιχογραφία
Κι έκανε μια κίνηση του κεφαλιού
Δήθεν πως αμφισβήτηση το θέμα δεν χωράει.

Τίποτα δεν γνωρίζετε, είπε ο άλλος μέσα του
Και τον ένιωσε στα μάτια επιτιμητικά να τον κοιτά.
Υπήρξατε ανιστόρητοι και πάντοτε τυφλοί
Ποτέ σας δεν προσέξατε την ανοιχτή πληγή
Που ανέβλυζε και έτρεχε ασταμάτητο το αίμα.

Αυτή, σάς κοίταγε με μάτια πονεμένα
Και σεις νομίζατε πως ο Αγαρινός ήταν αυτός
Που είχε την πληγή· και στα πλυντήρκα τρέχατε
Της ιστορίας τη συνέχεια για να δείτε.

Τώρα, στα μάτια τ΄αδιάφορα με αγωνία σάς κοιτά
Με ύφος αυστηρό πολύ και πάντα πονεμένο
Καρτερώντας· και είναι σαν να σας ρωτά:
Μήπως σκοπεύετε την άλλη μου πληγή να ψηλαφίσετε
Αυτή που υπάρχει μέσα μου κι είναι ακόμα ανοιχτή;


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Μοναστήρι στην Καρπασἰα. Έξω από τον Ναό, υπό την προστασία του προπυλαίου υπάρχει μια εικόνα της Παναγίας, για την οποία η παράδοση λέγει ότι ένας Αγαρηνός ή Σαρακηνός που περνούσε απ’εκεί εξετόξευσε την εικόνα, αλλά το βέλος επέστρεψε και τον τραυμάτισε  στο γόνατο. Αυτός έντρομος, πήγε σε μια βρύση εκεί κοντά, τα «πλυντήρκα» [πλυντήρια] για να πλύνει την πληγή και ξεψύχησεν εκεί. Σύμφωνα όμως, με μια άλλη μαρτυρία, αυτή του Δαμασκηνού του οσιοδιακόνου και στουδίτου τον ιστ’ αιώνα, είναι η εικόνα της Παναγίας που αιμορραγούσε. 



ΕΠΙ ΤΩ ΕΡΓΩ



[Φωτό:ΝΝ-Χ]

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ



ΜΕΛΙΣΣΑ ΣΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΚΑΚΤΟΥ




[Φωτό:ΝΝ-Χ]

16 Μαΐ 2011

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΠΟΡΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ





[Φωτό:ΝΝ-Χ]

Η ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ ΑΝΘΟΦΟΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ




ΑΝΟΙΞΗ
Η ξερολιθιά στον τόπο μας ανθοφορεί την άνοιξη 
Και τραγουδά με χίλια χρώματα.
Το φίδι προβάλλει το κεφάλι
Αναδιπλώνει τη φρίκη της μελανής ομορφιάς του
Και κάθε τόσο αλλάζει το πουκάμισο του
Καθώς γίνεται βαρύ από το φορτίο των αρωμάτων.
Η ανεμώνη με σοφία επιμηκύνει το λιγνό στέλεχός της
Βρίσκει το δρόμο της μεσ΄ από το λαβύρινθο του
      ακανθώδους θάμνου
Και διαστέλλει τα πέταλά της στον γλυκό αγέρα της ζωής.


Και συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε κι εμείς
Να βρούμε τον δικό μας δρόμο
Μέσ΄ από τον σκοτεινό λαβύρινθο της αιχμαλωσίας μας
Χτισμένο με τόση μαστοριά και ακανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε καμμιά φορά
Να σηκωθούμε πιο ψηλά από το χώμα
Και να χαιρετίσουμε την ανατολή της Άνοιξης.


[Θεοδόσης Νικολάου, Πεπραγμένα, ποιήματα, Κύπρος 1980, σελ. 45]




[Φωτογραφίες: ΝΝ-Χ]



ΜΕΤΑ ΤΗ ΞΑΦΝΙΚΗ ΜΠΟΡΑ



[Φωτό:ΝΝ-Χ]

ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ




[Φωτό:ΝΝ-Χ]

ΠΡΩΙΝΟ ΚΕΦΙ



[Φωτό:ΝΝ-Χ]

13 Μαΐ 2011

Η ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ, παραμύθι





Ένα μικρό κυπριακό παραμύθι:

Οι αδελφές ζήλεψαν τη μικρή αδελφή τους και θέλησαν να της κάνουν κακό. Οι καλοί όμως, στο τέλος ανταμείβονται: Την αγάπησε ένα Βασιλόπουλο και την έκανε γυναίκα του. Την έκανε βασίλισσα.

Στα παλιά χρὀνια, τα χειμωνιάτικα βράδια που ξεκαρύδιζαν, συνήθιζαν να προσκαλούν και κανένα παραμυθά για να μαζεύονται πιο πολλοί εθελοντές για τη δουλειά. Οι παραμυθάδες παρατραβούσαν το παραμύθι και προσπαθούσαν να δώσουν περισσότερο ενδιαφέρον. Πολλές  φορές σταματούσαν το παραμύθι. Και ήξεραν σε πιο σημείο για ν΄αφήσουν σε αγωνία το κοινό τους μέχρι το επόμενο βράδυ. Την ίδια τακτική ακολουθούσαν και οι παραμυθάδες των καφενείων. 


Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην τηλεόραση με τις σειρές.






10 Μαΐ 2011

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΙΑΤΟ




Το πιάτο του ανατολικού δωματίου του σπιτιού μας. Πάνω από την πόρτα που βλέπει στο νότο.
[βλέπε και ανάρτηση 18 Απριλίου 2011, "Το Πιάτο"]    

4 Μαΐ 2011

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ"



ΑΟΡΑΤΟΣ

Εδώ γεννήθηκα
Σ’ αυτήν εδώ την άκρη τραγουδώ
Ανάμεσα σε δυο πέλαγα
Αείφυλλος, αόρατος μοσχοβολώ
Κι απλώνω τα κλωνάρια μου στον Κάρβα
Και τους άλλους ανέμους που φυσούν.

Κι ο ήλιος που βλέπει από ψηλά
Κοντοστέκεται για λίγο
Και μ’ απορία με ρωτά
Πώς  έμαθα να τραγουδώ
Τις ουράνιες τούτες νότες.

Κι εγώ του απαντώ απλά
Βρίσκω γοργόνες τζιαι φιλώ τες.




ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Αόρατος: Είναι δέντρο ή θάμνος, αρωματικός, κωνοφόρος, αειθαλής με πυκνή κωνική κόμη, τεφροκαστανό φλοιό και τα φύλλα του μοιάζουν με αυτά του κυπαρισσιού. Το ξύλο του θεωρείται πολύ ανθεκτικό, είναι ένα δέντρο παλλικάρι. Τα δάση του Αόρατου βρίσκονται σε όλα τα παράλια της Κύπρου, από το ακρωτήριο Κάβο Γκρέκο μέχρι τη Σαλαμίνα, τις Ακράδες, τις αρχαίες πόλεις Καρπασία και Ουρανία.


«βρίσκω γοργόνες τζιαι φιλώ τες»: Από συνέντευξη σε κυπριακή καθημερινή εφημερίδα, παιδιών που ζουν στη σκλαβωμένη Καρπασία, γιατί το 1974 οι γονείς τους είχαν παραμείνει και συνέχισαν τη ζωή τους εκεί. Στα σπίτια και τις περιουσίες τους.


ΕΔΩ

Η ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΥ, Άνω Αρόδες





[Φωτό:ΝΝ-Χ, Στην νότια πλευρά του Αγίου Καλανδίωνα στις Αρόδες της Πάφου -της μοναδικής εκκλησίας στον κόσμο που είναι αφιερωμένη στον Άγιο- είναι η μαρμάρινη λάρνακα του Αγίου Αγαπητικού.] 

ΠΑΡΚΟ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΚΡΟΠΟΛΗ























[Φωτό: ΝΝ-Χ, Στο πάρκο του Αγίου Δημητρίου στην Ακρόπολη, με iPhone 4]

3 Μαΐ 2011

PERSONAL CINEMA





Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Personal Cinema
διήγημα 

[από τη συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του Δραγουμάνου", Μεταίχμιο, 2003]

«Eίδα άλογο που τρέχει» είπε ο Παντελής, κάνοντας μια κίνηση σαν να ήταν το άλογο ή ο αναβάτης του, και, με μάτια που λάμπανε από χαρά, με κοίταζε για να δει τη δική μου αντίδραση. 

Στην περιοχή μας δεν είχαμε άλογα. Προτιμούσαν τα γαϊδουράκια, που άντεχαν στις σκληρές δουλειές. Oύτε είχαμε δει ποτέ. Απίστευτο και όμως αληθινό! Είχαμε δει μόνο φωτογραφίες σε διάφορα βιβλία και στα Kλασσικά Eικονογραφημένα τον Βουκεφάλα. 

«Τρέχει, τρέχει, τρέχει και δεν σταματά ποτέ» είπε ξανά το ίδιο ενθουσιασμένος, συνεχίζοντας να δίνει πληροφορίες για το άλογο που τρέχει. 

Δεν έχασα ούτε λεπτό. Πήγαμε επιτόπου για να διαπιστώσω του λόγου το αληθές και, πράγματι, όλα τα παιδιά μιλούσαν για το άλογο, για ένα παράξενο παιχνίδι, επαναλαμβάνοντας μια καινούργια λέξη, που μπήκε αμέσως στο λεξιλόγιό μας: «σινεμά». 

Ήταν λίγο ακριβούτσικο, χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά ο παππούς ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι. Αρκούσε μόνο μια λέξη να πω: «πανηγύρι» και να κάνω τη χαρακτηριστική κίνηση των δαχτύλων, του αντίχειρα που τρίβει το δείχτη. Μου χρωστούσε άλλωστε για το «δέκα άριστα με θαυμαστικό» που είχα πάρει και το είχαμε ξεχάσει. 

Το πανηγύρι ήταν από τα μεγαλύτερα στην περιοχή και διαρκούσε τρεις ολόκληρες μέρες. Έρχονταν οι ξενομερίτες πραματευτάδες και γέμιζαν τους πάγκους με τις πραμάτειες τους. Στον μεγάλο, ειδικά διαμορφωμένο περίβολο της εκκλησίας ήταν τα ρούχα, τα παπούτσια, είδη για το σπίτι, αλλά κυρίως ήταν τα παιχνίδια. Πιο έξω, ήταν τα οπωρικά και λίγο πιο μακριά οι ταβέρνες και τα καφενεία, που τέτοιες μέρες πρόσφεραν «κλέφτικο της χαρουπιάς». 

Τη ζωντανή μουσική από τα βιολιά και τα λαγούτα συμπλήρωναν οι ερασιτέχνες τραγουδιστές και οι φωνές των πραματευτάδων, που ο καθένας διαλαλούσε τα δικά του εμπορεύματα, οι μικροί που δοκίμαζαν τις φυσαρμόνικές τους, αυτοί που έκλαιαν γιατί δεν εξασφάλιζαν τα παιχνίδια που επιθυμούσαν, οι γονείς που θύμωναν στα παιδιά τους για τα καινούργια παπούτσια ή τις παράλογες απαιτήσεις τους και τέλος τα μουγκανητά των ζώων, που τα έφερναν εδώ για να πουληθούν. 

Πιο κάτω, ένας γέρος, ανεβασμένος σε μια καρέκλα, κρατώντας στο ένα του χέρι ένα μάτσο φυλλάδες, τραγουδούσε μ’ έναν περίεργο τρόπο ένα λυπητερό τραγούδι. Κάθε τόσο σταματούσε για να δώσει σε ενδιαφερόμενους αγοραστές, που είχαν τεντωμένα τα χέρια, τρεις τέσσερις, που τις διάλεγε εύκολα, γιατί είχαν διαφορετικά χρώματα, αφού πρώτα σάλιωνε το δάχτυλο. Ήταν και μια ευκαιρία για να πληροφορηθούν κάποιοι, που μόλις είχαν πλησιάσει, ότι τραγουδούσε «τον τραγικό θάνατο της Αιμιλίας» και δεν παρέλειπε να προσθέτει ότι «πρέπει να πάρουν μάθημα/οι νέοι π’ αγαπιούνται/σ’ όλες τις υποσχέσεις τους/ψεύτες να μην φαινούνται» και, αν υπήρχαν ακόμη χέρια τεντωμένα, συνέχιζε την ενημέρωση για το «θαύμα της Παναγίας της Τήνου, όπου εθεράπευσεν τη δεκαπεντάχρονη, όπου έπασχεν από αγιάτρευτην ασθένειαν». 

Όλα αυτά δημιουργούσαν μια υπέροχη ατμόσφαιρα, για μένα όμως αυτή τη στιγμή δεν είχαν καμιά σημασία. Κρατούσα σφιχτά στην τσέπη τα χρήματα και, σπρώχνοντας και τρυπώνοντας στον στενό διάδρομο, προσπαθούσα να φτάσω στο συγκεκριμένο περίπτερο, με αγωνία που μ’ έκανε να ιδρώνω, φοβούμενος ότι το άλογο θα είχε ήδη τρέξει μακριά, θα είχε πουληθεί. 

Η αγωνία έπαψε σε λίγο, όταν στα χέρια μου, που έτρεμαν από συγκίνηση, κρατούσα το πιο φανταστικό παιχνίδι όλων των εποχών! Για μένα, το πανηγύρι είχε τελειώσει εκείνη τη στιγμή και με πολλή προσοχή απομακρύνθηκα, γιατί άρχιζε το δικό μου πανηγύρι. Σε λίγη ώρα βρισκόμουν κάτω από τον μεγάλο ευκάλυπτο της αυλής μας, έτοιμος για τις μεγάλες συγκινήσεις. 

Με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό, περιεργαζόμουνα το παιχνίδι μου. Λίγο πιο μεγάλο από ένα γλειφιτζούρι, μόνο που στο πάνω μέρος της ξύλινης χειρολαβής στηριζόταν ένα μαγικό κουτάκι, που μέσα του είχε ένα ολόκληρο άλογο. 

Πλησίασα το κουτάκι στο μάτι και γύρισα τη μικρή μανιβέλα που είχε στο πλάι. Ένα άσπρο άλογο τότε ξεκίνησε και κάθε τόσο σήκωνε τα μπροστινά πόδια ψηλά και πηδούσε πάνω από ένα ποταμάκι. Φυσικά, το άλογο ήταν αποτυπωμένο σε μια μικρή ταινία από ζελατίνη, σαν βραχιόλι, που ήταν περασμένη από μια σχισμή μέσα στο κουτάκι και έβγαινε στο κάτω μέρος. Με το γύρισμα της μικροσκοπικής μανιβέλας, γυρνούσε η ταινία και, κλείνοντας το ένα μάτι και βάζοντας το άλλο στον μικρό φακό, έβλεπα την κίνηση του αλόγου. 

Δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποια αρχή στηριζόταν αυτό, το μόνο που ήξερα ήταν ότι, μόλις γυρνούσα τη μανιβέλα πιο γρήγορα, τότε το άλογο γινόταν πιο ζωηρό, έτρεχε όσο πιο γρήγορα ήθελα και πηδούσε και ξαναπηδούσε πάνω από το μικρό ποταμάκι. Μετά, άφηνα το χέρι μου να κινείται πιο αργά και το κάτασπρο περήφανο άλογο άρχιζε τον κανονικό του καλπασμό. 

Δεν χόρταινα και δεν κουραζόμουνα να τρέχω και να ξανατρέχω μαζί του, γιατί στο τέλος νόμιζα ότι ήμουν αναβάτης στον Βουκεφάλα σαν άλλος Αλέξανδρος. 

Το βράδυ, στο αμυδρό φως της λάμπας του πετρελαίου, το άλογο γινόταν τριανταφυλλί. Του μιλούσα σιγανά και αυτό πάντα με υπάκουε και εκτελούσε με ακρίβεια τις εντολές μου. Γίναμε οι πρώτοι φίλοι. 

Καμιά φορά, του έκανα και αστεία. Το σταματούσα και το άφηνα να αιωρείται πάνω ακριβώς απ’ το ποτάμι για κάμποση ώρα, αλλά ποτέ του δεν έπεφτε. Συνέχιζε την πορεία του με το πρώτο πρόσταγμα. Κάποτε, τη στιγμή που με όλη του τη δύναμη σήκωνε τα πόδια και βρισκόταν πάνω απ’ το ποτάμι, γυρνούσα τη μανιβέλα ανάποδα και το ανάγκαζα να κάνει την αντίθετη κίνηση. Ποτέ του όμως δεν παραπονέθηκε, με αγαπούσε όπως το αγαπούσα κι εγώ. Δεχόταν όλα τα πειράγματά μου και ζούσαμε ευτυχισμένοι. 

Κάθε μέρα, ανακάλυπτα κάτι καινούργιο στη διαδρομή, αλλά παράλληλα εμπλούτιζα τις γνώσεις μου για τα άλογα με βιβλία που ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του σχολείου ή με βιβλία που μου έφερνε ο πατέρας από την πόλη. Μάθαινα για τις ευαισθησίες και το τρομερό ένστιχτο και την αντίληψη που έχουν, για την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την ύπαρξη νερού και φωτιάς από μεγάλη απόσταση, την εξαιρετική όραση και ακοή τους, κυρίως όμως για τη φιλία, την εμπιστοσύνη και την τρυφερότητα που χαίρονται να δέχονται, αλλά και να δίνουν. 

Έμαθα να βάζω τη γλώσσα στον ουρανίσκο και να μιμούμαι τον ήχο που κάνουν τα πέταλα όταν χτυπούν στη γη. Έτσι, όταν τρέχαμε, πιάναμε εκείνον το ρυθμό που θέλαμε. 

Ήμουν ευτυχισμένος με τον Βουκεφάλα, αλλά ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι πολύ σύντομα θα έμπαινε στη ζωή μου ένα άλλο άλογο. Ήταν άσπρο κι αυτό και θα γινόταν ένας δεύτερος φίλος, κι όταν πια έλεγα «Βουκεφάλας», εννοούσα και τα δύο. 

Ήταν αρχές του Μάη κι ο πατέρας, εντελώς απροειδοποίητα, το έφερε και το έδεσε σ’ ένα μεγάλο δέντρο στο χτήμα, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μας. Μέχρι κι ο τεμπέλης ο Φοξ, ο σκύλος μας, σήκωσε το κεφάλι και παρακολουθούσε τη σκηνή της άφιξής του. Για την ακρίβεια, το έφεραν κάποιοι ξένοι με φορτηγό κι ήταν επιταγμένο στις ανάγκες του Aγώνα. Αυτό βέβαια το έμαθα το απόγευμα, που είχαν μαζευτεί γύρω του κάμποσοι και κουβέντιαζαν προσπαθώντας να το σελώσουν, αλλά δεν τα κατάφερναν γιατί το άλογο φαινόταν πολύ τρομαγμένο κι ανήσυχο. Σήκωνε το κεφάλι και τα πόδια του ψηλά και δεν τολμούσε κανένας να το πλησιάσει. 

Όταν έφυγαν όλοι, πήγα κοντά του. Πλησίασα ως το σημείο που έφθανε το σχοινί που ήταν δεμένο, του χαμογέλασα και του μίλησα γλυκά. Δεν έκανε τίποτα, με κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια και τίναξε λίγο τη χαίτη του. Ήταν ακόμη πολύ φοβισμένο, σήκωσε μετά τα πόδια ψηλά και τίναξε τη χαίτη, αλλά εγώ συνέχισα να του μιλώ γλυκά μέχρι που φρούμαξε σκύβοντας το κεφάλι. Αυτό ήθελα! Ήταν σημάδι πως ήθελε κι αυτό να γίνουμε φίλοι, αλλά δεν μου είχε ακόμη εμπιστοσύνη. 

Τις επόμενες μέρες, τ’ απογεύματα, με κάθε επίσκεψή μου, οι σχέσεις μας γίνονταν καλύτερες. Του πήγαινα κριθάρι σ’ έναν κουβά, αλλά του έδινα και λίγη ζάχαρη, που έβαζα σ’ ένα χαρτόνι. Με άφησε και το χάιδεψα στο κεφάλι, λίγο πιο κάτω από τα μάτια, που τώρα με κοίταζαν γαληνεμένα. Εξακολουθούσε όμως να μην συνεργάζεται με τους άλλους, που ανυπομονούσαν να το δαμάσουν, και τώρα ήξερα και το λόγο της ανυπομονησίας τους: «Oι Eγγλέζοι είχαν αυξήσει τις περιπολίες και τις έρευνες και η αλληλογραφία και η μεταφορά επαναστατικών φυλλαδίων και μηνυμάτων μεταξύ των χωριών έπρεπε πια να γίνεται με το… ιππικό από ανύποπτα και ασφαλή δρομολόγια». 

Δεν το φοβόμουνα πια, του μιλούσα γλυκά και το χάιδευα, κι αυτό γύριζε το κεφάλι και το έτριβε στην πλάτη μου. Κάποτε, ανέβηκα σ’ ένα κομμένο, αναποδογυρισμένο βαρέλι και βρέθηκα απαλά στην πλάτη του. Δεν φοβήθηκα, το χτύπησα ελαφρά και το έτριψα στο λαιμό και τη χαίτη. Τι αίσθηση! Δεν ήταν όπως η σκληρή πλάτη των γαϊδουριών, περπάτησε ολόγυρα κι εγώ νόμιζα ότι βρισκόμουν σε μια βάρκα που την παρασύρει το ανάλαφρο κύμα. Την άλλη μέρα, τόλμησα και το παράλογο: Στριφογυρνούσα μια φανταστική μανιβέλα στο μακρύ λαιμό του κι αυτό, υπακούοντας, ταυτιζόταν με το ρυθμό μου και με εκπληκτικό καλπασμό δίναμε γύρους στο χτήμα, μεταξύ Γρανικού και Γαυγαμήλων! Είχε ξεμουδιάσει κι αυτό τόσες μέρες δεμένο! 

Τα νέα κυκλοφόρησαν βέβαια, τέτοια γεγονότα δεν μένουν μυστικά, και τις επόμενες μέρες εξετέλεσα και τις πρώτες αποστολές που μου είχαν αναθέσει, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα· δυστυχώς μόνο για λίγες μέρες. Μια βόμβα έπεσε κάποιο βράδυ σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και την πλήρωσε ο Βουκεφάλας. Τον γάζωσαν με ριπές οι λυσσασμένοι. 

Κι ο λόγος που δάκρυσα, όταν πήρα την Καθημερινή του Σαββάτου, δεν είναι γιατί βρήκα ότι το ένθετο ήταν «O Μεγαλέξανδρος» των Κλασσικών Εικονογραφημένων, ούτε γιατί θυμήθηκα ένα άσπρο φοβισμένο άλογο, που ίσως ακόμη με περιμένει, ακίνητο και παραπονεμένο, κρυμμένο σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι ή κάποια γωνιά της αυλής μας. Είναι γιατί, έπειτα από τόσα χρόνια, αυτοί που το σκότωσαν εξακολουθούν να ρίχνουν ριπές το δηλητήριό τους με την ίδια λύσσα.



[Από τη συλλογή Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο, 2003]




ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ