29 Δεκ 2015

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ


Χριστουγεννιάτικη εικόνα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Τούτα δω τα φώτα της τροχαίας στην Ακρόπολη έχουν μόνιμο πρόβλημα: αργοπορεί να ανάψει το πράσινο στην κατεύθυνση της Λευκωσίας. Έτσι, χωρίς προφανή λόγο. Σήμερα κόλλησαν για τα καλά στο κόκκινο. Περιφέρω το βλέμμα μου τριγύρω. Στο οπτικό μου πεδίο παρεμβάλλεται μια μεγάλη πινακίδα στο καμπαναριό της εκκλησίας τ΄ Άι Δημήτρη, που πληροφορεί ότι το μεγάλο ρολόι δίπλα είναι δωρεά μιας συγκεκριμένης τράπεζας. Ποιος χοντροκέφαλος το σκέφτηκε αυτό άραγε; Η ματιά μου σαρώνει τον χώρο. Στο καθρεφτάκι μου φαίνεται μια απαστράπτουσα λιμουζίνα, που με ακολουθεί, με ένα ζευγάρι μεσόκοπων μέσα. Η ωραία, καλοχτενισμένη γυναίκα, που φαίνεται πως μιλούσε στο τηλέφωνο χαμογελά, κατεβάζει το χέρι από το αυτί, κάτι λέει στον συνοδό της και γελούν. Ξαφνικά όμως, το γέλιο τους χάνεται καθώς γυρίζουν κι οι δυο το κεφάλι τους προς τα δεξιά και κοιτάζουν κάτι, σχεδόν έντρομοι. Αυτό όμως δεν διαρκεί πολύ, μόνο λίγα δευτερόλεπτα, γιατί πάλι ξαφνικά γυρίζουν συντονισμένα το κεφάλι με μια απότομη κίνηση και κοιτάζουν μπροστά σοβαροί, εντελώς ακίνητοι, χωρίς να κουνάνε ούτε τα βλέφαρά τους. Μετατοπίζω το κεφάλι μου προς τα αριστερά περίεργος. Τότε εμφανίζονται στο καθρεφτάκι μου δυο τεντωμένα χέρια: το ένα κρατάει ένα τενεκεδάκι, το άλλο είναι χωρίς παλάμη… 



22 Δεκ 2015

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΝΥΧΤΑ



Απόψε η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου... περιμένοντας την πανσέληνο των Χριστουγέννων!
Και μη ξεχνάτε... 
είτε το βλέπουμε το φεγγάρι
 είτε δεν το βλέπουμε η ομορφιά του υπάρχει!  












17 Δεκ 2015

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

[ΝΝ-Χ: Η εκκλησία της Παναγίας της Κανακαρίας, 1983, ακρυλικό, 90Χ90 εκ.]

Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα
ευτυχισμένο και δημιουργικό
τον καινούργιο χρόνο 2016




Καρπασία


Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.

Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…

Προσπαθῶ νὰ ταιριάξω φωνήεντα
Στὰ ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθὼς στὸν ἥλιο διάπλατα
Ἡ μάνα ψιθυρίζοντας
Τὸ σπίτι ἀνοίγει.

Στὴν πρωινὴ καταχνιὰ
Τριάστρι, Ποαλέτρικα καὶ ἄλλοι ἀστερισμοὶ
Δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τὴ σκιά μας ἀνάμεσα στὰ καπνόφυτα
Μὲ τὴν πίσσα στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα μας
Ἀποχωρίζουμε τσὰκ τσὰκ τὰ νοτισμένα φύλλα
Κι ἐνῶ τὸ χρυσαφὶ ρουφάει τὸ πράσινο
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
Καὶ οἱ μακριὲς αὐλακιὲς
Μικραίνουν στὸ μέτωπο τοῦ πατέρα
Μετρώντας τον μὲ κοντάρια.

Μὰ ἕνας ρόδακας
Ὁλοένα γυρίζει μιὰ μπροστὰ καὶ μιὰ πίσω
Ἐπιστρέφοντας εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Καὶ δείχνοντας τὶς ἄλλες
Ποὺ συνθέτουν οἱ μέρες ποὺ θά ᾿ρθουν.
Ἂς ἀρχίσει λοιπὸν ὁ ἀγῶνας
Κι ἂς μὴν εἶναι διὰ τὴν δόξαν
Ἂς εἶναι γιὰ τὰ καπνολούλουδα
Καὶ τὶς σκορπισμένες ψηφίδες
Τῆς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


[Από τη ποιητική μου συλλογή Διθαλάσσου, εκδόσεις Κάρβας 2012]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Καρπασία

Ἡ χερσόνησος Καρπασία (ἡ ἀρχαία Βοὸς Οὐρά) καὶ ἡ ἀρχαία πόλη Καρπασία (κοντὰ στὸν Ἅγιο Φίλωνα) πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ φυτὸ κάρπασος ποὺσήμαινε τὸ βαμβάκι, ἀλλὰ ἦταν καὶ εἶδος λιναριοῦ ἐκλεκτῆς ποιότητας.

Ποαλέτρικα: ἡ ἀλετροπόδα, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνα,τριάστρι: τὰ τρία φωτεινὰ ἀστέρια ποὺ ἀποτελοῦν τὴζώνη τοῦ Ὠρίωνα. Στὶς 20 Ἰουλίου 1974, τὴν ὥραἀκριβῶς ποὺ ξεκινοῦσε ἡ βάρβαρη εἰσβολή, μόλις είχαν ἀνατείλει τὰ τρία ἀστέρια τῆς ζώνης τοῦ Ὠρίωνα, σημάδι γιὰ ξεκίνημα τῆς ζωῆς στὴν Καρπασία.

μὰ ἕνας ρόδακας: τὸ κόσμημα στὸ εξώφυλλο, ρόδακας σὲ μαρμάρινο πάτωμα στὸν Ἅγιο Φίλωνα στὴν Καρπασία. Κοσμοῦσε τὸ χαρτονόμισμα τῆς κυπριακῆς λίρας.

διὰ τὴν δόξαν: Ἀνδρέα Κάλβου, Ὠδὴ Β΄, Εἰς Δόξαν, κε’.

σκορπισμένες ψηφίδες: Ἀναφορὰ στὰ περίφημα ψηφιδωτὰ τῆς Παναγίας Κανακαριᾶς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. ποὺ τοῦρκοι ἀρχαιοκάπηλοι ἔκλεψαν καὶ ἐμπορεύτηκαν. Ὁ Διευθυντὴς Ἀρχαιοτήτων εἶχε καταγγείλει τοὺς βανδάλους, στὶς 12 Ἰουλίου 1980, στὰ ἁρμόδια ὄργανα τῆς UNESCO [Ζυγός, Ἀρ. 42, Ἰούλιος-Αὔγουστος 1980]. Τὰ ψηφιδωτὰ ἐντοπίσθηκαν καὶ μετὰ ἀπὸ δίκη στὴν Ἰνδιανάπολη τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τὸ 1991 ἐπιστράφηκαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τώρα βρίσκονται στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στὴ Λευκωσία.Ἡ περιπέτεια τῶν ψηφιδωτῶν περιγράφεται στὸ βιβλίο τοῦ Dan Hofstadter, Goldberg’s Angel, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Farrar Straus Giroux, New York, 1994.

Παναγία ἡ Κανακαριά: Μοναστήρι στὴν Καρπασία. Ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ προπυλαίου, ὑπάρχει μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιὰ τὴν ὁποία ἡ παράδοση λέγει ὅτι ἕνας Ἀγαρηνὸς ἢ Σαρακηνὸς ποὺ περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐξετόξευσε τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ τὸ βέλος ἐπέστρεψε καὶ τὸν τραυμάτισε στὸ γόνατο. Αὐτός, ἔντρομος, πῆγε σὲ μιὰ βρύση ἐκεῖ κοντά, τὰ πλυντήρκα, γιὰ νὰ πλύνει τὴν πληγὴ καὶ ξεψύχησε ἐκεῖ. Σύμφωνα, ὅμως, μὲ μιὰν ἄλλη μαρτυρία, αὐτὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ ὁσιοδιακόνου καὶ στουδίτου τὸν ιστ’ αἰῶνα, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ αἱμορραγοῦσε.


"ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΛΑΙΝΕ"



ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΛΑΙΝΕ

διήγημα
του
Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ

 [από τη συλλογή "20 Διηγήματα", 2014, εκδόσεις Κάρβας]

Βρισκόμουν σε απόγνωση, γιατί παρά τις προσπάθειές μου δεν κατάφερνα να βρω δουλειά. Κόντευε ένας ολόκληρος χρόνος από τη μέρα που είχα γυρίσει από τις σπουδές μου και βρισκόμουν σε μαύρη απελπισία. Όπου και να πήγαινα, με έβρισκαν είτε ακατάλληλο είτε ανειδίκευτο. Το όνομά μου, βέβαια, συμπεριλαμβανόταν στις λίστες για διορισμό στο δημόσιο αλλά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, μέχρι να διοριστώ θα περνούσαν σαράντα δύο χρόνια. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι, δηλαδή. Την έβγαζα στο κατάστημα ενός ξαδέλφου μου βοηθώντας τον λίγο και παρατηρώντας την κίνηση στη λεωφόρο. Έτσι περνούσαν οι μέρες μου. 

Μιαν ωραία πρωία, καθώς ήμουν στην είσοδο του καταστήματος, σταμάτησε μπροστά μου, στο φαρδύ πεζοδρόμιο, ένα εμπορικό βαν από το οποίο κατέβηκε κάποιος και μπήκε μέσα στο κατάστημα. Παρατηρούσα το παράξενο σήμα που ήταν στο πλάι και προσπαθούσα να κατανοήσω τι είδους επιχείρηση ήταν το «Πρότυπο Πτηνοσφαγείον». Ενώ έκανα διάφορες υποθέσεις, ο οδηγός είχε γυρίσει και άκουσα τον εξάδελφό μου να στέλνει χαιρετισμούς στον κύριο Φώτη. Υπολόγισα ότι ο κύριος Φώτης ήταν ο κύριος «Φ», της εταιρείας «Φ. Δ. Φωτίου και Υιός», που έβλεπα στο αυτοκίνητο. Τον ρώτησα για επιβεβαίωση και η απάντηση ήρθε καταπέλτης: «ξάδελφε, έχασες τη μνήμη σου; Δεν θυμάσαι τον Φώταρο; Τώρα είναι μεγάλος και τρανός. Να στο ξαναπώ; Μεγάλος και τρανός» και τόνισε μια μια τις λέξεις. Φυσικά δεν χρειάστηκε άλλη επεξήγηση. Ένας Φώταρος υπήρχε στον κόσμο. 

Είχα ήδη επιστρέψει πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν. Ο Φώταρος ήταν τέσσερα με πέντε χρόνια μεγαλύτερός μας. Δύο χρόνια σε κάθε τάξη. Στο σχολείο ερχόταν για να γλιτώνει τις σκληρές αγροτικές δουλειές, με τις οποίες καταγινόταν η οικογένειά του. Ήταν ήσυχος χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα, κάποτε εξαφανιζόταν για καμιά εβδομάδα και το μόνο που έμαθε ήταν να γράφει το όνομά του κι αυτό ανορθόγραφα. Οι δάσκαλοι δεν του θύμωναν και τον άφηναν να περνά τον καιρό του ευχάριστα στο σχολείο. Η παραφθορά στο όνομά του οφειλόταν, ασφαλώς, στον όγκο του. Ήταν τεράστιος, αλλά κανένας δεν κινδύνευε από αυ¬τόν. Ήταν άκακος. 

Κάποτε μας είχε ανάγκη. Όταν ετοίμαζε τα ξόβεργά του, μας φώναζε για βοήθεια. Και ήταν μια ιεροτελεστία που ενδιέφερε και μας. Ο Φώταρος γύριζε στο χωριό, στα μέρη όπου υπήρχαν ιξιές, μάζευε τους καρπούς, κάτι κίτρινες μπίλιες, τις έπλενε και τις ξανάπλενε και τις άφηνε να στεγνώσουν. Στη συνέχεια έβγαζε τα σέπαλα με επιδέξιες κινήσεις των χεριών, τις έβαζε μια μια στο στόμα του και, αφού έσπαγε με τα δόντια το μαλακό τους περίβλημα, τις έφτυνε σε μια σκάφη, κουνώντας με ρυθμό δεξιά αριστερά το κεφάλι αγκομαχώντας, μέχρι που έσπαγε και την τελευταία μπίλια. 

Άρχιζε τότε το ζύμωμα. Έβαζε νερό στη σκάφη και χρησιμοποιούσε τα χέρια του σαν μεγάλες κουτάλες και χτυπούσε τους σπασμένους καρπούς, όπως χτυπούν τα αυγά για την αυγολέμονη σούπα. Ήταν το πιο δύσκολο σημείο που ήθελε υπομονή. Ανακάτευε ώρα πολλή, μέχρι να βγει όλη η κολλώδης ουσία και να μείνουν τα κουκούτσια και η φλούδες που τις πέταγε προσεχτικά έξω από τη σκάφη. Ήταν μεγάλος τεχνίτης. Γνώριζε τις σωστές αναλογίες των υλικών, που έδιναν το καλύτερο αποτέλεσμα. Ο Φώταρος ήταν άσος σ’ αυτό. Μετά μας ζητούσε το μέλι. Άνοιγε τη χούφτα και του ρίχναμε ακριβώς την ποσότητα που ζητούσε και ανακάτευε γρήγορα το υλικό του, που είχε ήδη αρχίσει να αφρίζει. Κάθε τόσο έπαιρνε μια χουφτιά από το υλικό και το άφηνε να γλιστρά από ψηλά για να καταλάβει αν είχε δέσει. Έδειχνε την ικανοποίησή του από την εργασία και συνέχιζε χωρίς σταμάτημα το ζύμωμα. Όταν διαπίστωνε ότι το μίγμα ήταν έτοιμο, ζητούσε τα ξυλίκια∙ ξυλίκια ευλύγιστα και μεγάλα όσο το χέρι του, διαλεγμένα με υπομονή από αγριελιές και αγριόθαμνους, για να έχουν πολλά ζαρώματα κι έτσι να συγκρατείται η υγρή κόλλα. 

Ήταν η κυριότερη βοήθεια που ήθελε από μας και μάς έδειχνε πρώτα πώς να χειριζόμαστε τα ξυλίκια. Παίρναμε τη μια τους άκρη και χρησιμοποιώντας και τις δύο μας παλάμες τα στριφογυρνούσαμε τραβώντας τα ταυτόχρονα προς τα πάνω, ενώ αυτός στις τεράστιες χούφτες του είχε το κολλώδες υλικό. Κάθε ένα που τελείωνε το τοποθετούσαμε σε ειδικές θήκες από καλάμι που ήταν στη σειρά. Ακολουθούσαν πολλά χέρια τις επόμενες μέρες, μέχρι που η κόλλα να αποκτήσει ικανοποιητικό πάχος και να πάρουν ένα σκούρο καφέ χρώμα. Όταν στέγνωναν, μαζεύονταν όλα σ’ ένα μάτσο κι ήταν έτοιμα για χρήση.

Ο Παντελής, ένας συμμαθητής μου, που βρισκόμαστε κάθε μέρα στην αυλή τής εκκλησίας για παιχνίδι, είπε ότι έπρεπε να μας πάρει μαζί του στο στήσιμο, διαφορετικά θα ήταν η τελευταία φορά που τον βοηθούσαμε. Συμφώνησα μαζί του κι αυτός δεν μας χάλασε χατίρι∙ την Κυριακή πρωί πρωί πήγαμε στο συγκεκριμένο τόπο που μας υπέδειξε. Αυτός ήταν ήδη εκεί και μας περίμενε. Χωρίς χρονοτριβή, με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου που ήταν στερεωμένο σε ένα μακρύ καλάμι, κατέβαζε επιλεγμένα κλαδιά από τις χαρουπιές και στην άκρη τους στερέωνε ένα καλάμι δεκαπέντε είκοσι πόντων μέσα στο οποίο έβαζε ένα ξόβεργο. Αφού τα τοποθέτησε όλα, αποσυρθήκαμε πίσω από τους θάμνους. 

Άρχισε μετά η αγωνία. Θα έρθουν; Δεν θα έρθουν; Κάθε τόσο κοίταζε ανυπόμονα τον ουρανό κι έστηνε αυτί για να τους ακούσει. Κοίταζε την αποξηραμένη τσιλιά, που είχε ανάψει και πετάξει προς το μέρος των χαρουπιών και με σμιχτά φρύδια το διερευνητικό του βλέμμα ακολουθούσε την άσπρη γραμμή που δημιουργούσε ο καπνός ανεβαίνοντας ψηλά, προσπαθώντας να διακρίνει τα γαλάζια σημαδάκια. Αυτό ήταν ένα άλλο μυστικό που ήξεραν μόνο οι ειδικοί. Αυτή η μυρωδιά τού καπνού τραβούσε τους μελισσοφάγους. Όλα ήταν ήσυχα, όπως αυτή η παράξενη άπνοια που παρατηρείται πριν την καταιγίδα. Κάποτε το πρόσωπό του έλαμψε κι ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Ακούστε! Ακούστε! Ήρθαν. Επιτέλους ήρθαν, είπε, κι ανάβοντας ένα τσιγάρο τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Τέντωσε το λαιμό του και φύσηξε τον καπνό ψηλά βήχοντας και μουρμουρίζοντας δυσνόητες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του τυλιγμένες μέσα στον καπνό.

Τα πουλιά ακούγονταν καθαρά και όσο πλησίαζαν στην περιοχή, ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Έδιναν μεγάλους κύκλους πάνω από τον χαρουπιώνα μας και ξαφνικά, μόλις ο αρχηγός τους έδωσε το παράδειγμα, έσκισαν σαν καταδιωχτικά πάνω στις χαρουπιές, με το χαρακτηριστικό τους κρώξιμο να μας ξεκουφαίνει, σαν ξέσπασμα ξαφνικής καταιγίδας∙ εκατοντάδες μελισσοφάγοι, πολλοί από τους οποίους κάθονταν στα ξόβεργα του Φώταρου και το κρώξιμό τους τότε γινόταν σπαρακτικό, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι είχαν παγιδευτεί. Αυτό ήταν. Σαν αστραπή ξεχύθηκε τότε ο Φώταρος προς τις χαρουπιές και με τη βοήθεια του άγκιστρου κατέβαζε γρήγορα τα κλαδιά, ξεκολλούσε τους μελισσοφάγους και με μια επιδέξια κίνηση του αντίχειρα ξεχώριζε το κεφάλι από το σώμα τους και τους πετούσε στο χώμα. Σαν τρελός έκανε. Η γρήγορη κίνηση εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς: τα ξόβεργα δεν θα καταστρέφονταν πέφτοντας στο χώμα, από την προσπάθεια που έκαναν οι μελισσοφάγοι να απελευθερωθούν, και από την άλλη θα ήταν έτοιμα να δεχτούν τα επόμενα θύματα. Κάποτε κουραζόταν ο αντίχειρας και άλλαζε μέθοδο. Έφερνε το πουλί στο στόμα και εν ριπή οφθαλμού αποχώριζε το κεφάλι από το σώμα του πετώντας το προς τα πίσω πάνω από τον ώμο του. Οι μελισσοφάγοι απομακρύνονταν, όσο που ακούγονταν πια, το μακελειό τελείωσε και ακολούθησε το μάζεμα των πουλιών σε μια μεγάλη τσάντα. Η επιχείρηση είχε στεφθεί με επιτυχία κι εμείς που πρώτη φορά λαμβάναμε μέρος σε στήσιμο ξόβεργων, μείναμε με ανοι-χτό το στόμα πραγματικά. Αργότερα, μάθαμε, έγινε ακόμα πιο ειδικός: είχε προμηθευτεί ειδικά δίκτυα για αμπελοπούλια. Εκεί ήταν η μεγάλη σφαγή! 

Ο Φώταρος, ο τέλειος πτηνοσφάκτης, ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο με έναν μόνο προορισμό: να σκοτώνει πουλιά. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που είχε το μεγαλύτερο πτηνοσφαγείο τής πόλης.

Από τη μέρα που είχαμε πάει μαζί του στο στήσιμο των ξόβεργων, είχαμε καταλάβει και κάτι άλλο∙ κάτι που γνωρίζουν μόνο όσοι ζουν στις αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε.


11 Δεκ 2015

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ



Σας εύχομαι φίλοι μου μια υπέροχη Παρασκευή, καλή ξεκούραση και καλό Σαββατοκύριακο. Και μη ξεχνάτε... η πατρίδα μας είναι πανέμορφη...αξίζει να την αγαπήσουμε πιο πολύ! ...χωρίς ανταλλάγματα! το γνωρίζετε, βέβαια...


8 Δεκ 2015

"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ"


ΕΔΩ
Ο σύνδεσμος που οδηγεί στο εξαιρετικό ιστολόγιο για το μικρό διήγημα,
 του ποιητή Γιάννη Πατίλη   


Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ: Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ πιδκιαύλιν



02-KappaΟΥΒΑΛΟΥΣΕ ἀ­πὸ γεν­νη­σι­μιοῦ του μιὰ πά­θη­ση στὴ μέ­ση καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε οὔ­τε νὰ στα­θεῖ ὄρ­θιος, οὔ­τε βέ­βαι­α νὰ περ­πα­τή­σει. Τὶς πιὸ πολ­λὲς ὧ­ρες κα­θό­τα­νε σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ σκα­μνά­κι μὲ τὰ πό­δια τεν­τω­μέ­να μπρο­στά. Τὸ μι­κρὸ σπι­τά­κι του ἦ­ταν πλά­ι στὸ σπί­τι τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν ἄ­ρι­στες σχέ­σεις. Ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α ποὺ εἶ­χε, τὴν εἶ­χε ἐκ­χω­ρή­σει σ’ αὐ­τὸν γιὰ νὰ τὴ δου­λεύ­ει, μὰ κι ὁ ἀ­δελ­φός του, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη του αὐ­τή, θε­ω­ροῦ­σε πὼς ἦ­ταν χρέ­ος του νὰ βο­η­θᾶ ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν κα­λύ­τε­ρα τὸν βα­σα­νι­σμέ­νο ἀ­δελ­φό του. Ἦ­ταν μιὰ ὑ­πό­σχε­ση ποὺ εἶ­χε δώ­σει στὸν πα­τέ­ρα του καὶ τὴν κρα­τοῦ­σε.
       Ἕ­να χα­μη­λὸ τρα­πε­ζά­κι ποὺ ἦ­ταν δί­πλα του εἶ­χε πά­νω μιὰ μι­κρὴ λάμ­πα τοῦ πε­τρε­λαί­ου καὶ μιὰ νε­ρο­κο­λο­κύ­θα. Ἐ­κεῖ ἔ­τρω­γε τὸ λι­γο­στὸ φα­γη­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­φερ­νε ὁ ἀ­δελ­φός, ἡ νύ­φη ἢ τὰ ἀ­νί­ψια του καὶ τοῦ γέ­μι­ζαν τὴ νε­ρο­κο­λο­κύ­θα του μὲ μαῦ­ρο στερ­κὸ κρα­σὶ ποὺ τὸ ἀ­πο­λάμ­βα­νε κά­θε βρά­δυ. Τὸ κρε­βά­τι του, κι αὐ­τὸ χα­μη­λό, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ ξα­πλώ­νει χω­ρὶς βο­ή­θεια. Τί ὕ­πνο ἔ­κα­νε, ἕ­νας Θε­ὸς τὸ ξέ­ρει: σὲ ὀρ­θὴ γω­νί­α πάν­τα κι ὅ­ταν ἤ­θε­λε νὰ γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο πλευ­ρὸ μπερ­δεύ­ον­ταν οἱ κου­βέρ­τες καὶ τὰ σεν­τό­νια καὶ τὸν κού­ρα­ζαν πιὸ πο­λύ. Εἶ­χε πο­λὺ λί­γα ἔ­πι­πλα στὸ μι­κρὸ σπι­τά­κι, ἕ­να ντου­λα­πά­κι, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­ζε τα ροῦ­χα του, ποὺ τὰ μά­ζευ­ε μιὰ φο­ρὰ τὴ βδο­μά­δα χρό­νια τώ­ρα μιὰ γυ­ναί­κα τοῦ χω­ριοῦ καὶ τὰ ἔ­πλε­νε ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ, κι ἕ­να αἰ­ω­ρού­με­νο μι­κρὸ ντου­λα­πά­κι, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο φύ­λα­γε λί­γα χα­λού­μια ποὺ τοῦ ἔ­φερ­ναν οἱ βο­σκοὶ τοῦ χω­ριοῦ. Τὸ ἀ­νε­βο­κα­τέ­βα­ζε μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­νὸς λε­πτοῦ σχοι­νιοῦ ποὺ τὸ στε­ρέ­ω­νε σὲ ἕ­να με­γά­λο καρ­φὶ στὸν τοῖ­χο.
       Ἡ με­τα­κί­νη­σή του γι­νό­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λα καὶ μὲ πο­λὺ με­γά­λη προ­σπά­θεια. Τρα­βοῦ­σε τὴν ἄ­κρη τῆς μαύ­ρης βρά­κας του μπρο­στὰ καὶ τὴν στε­ρέ­ω­νε, ἀ­φοῦ τὴν περ­νοῦ­σε μέ­σα στὴν πο­λύ­φυλ­λη ζώ­στρα του, με­τὰ ἄ­φη­νε τὰ χέ­ρια κά­τω στὴ γῆ, ἔ­βα­ζε δύ­να­μη στοὺς καρ­ποὺς κι ἔ­σπρω­χνε τὸ σῶ­μα του λί­γο μπρο­στὰ μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ τὰ γό­να­τα μπο­ροῦ­σαν νὰ καμ­φθοῦν, πρὶν ἀρ­χί­σει ὁ πό­νος. Ἔ­κα­νε τὸ ἴ­διο ξα­νὰ καὶ ξα­νά, μέ­χρι νὰ φτά­σει στὸν προ­ο­ρι­σμό του. Αὐ­τὸ ὅ­μως τοῦ προ­κα­λοῦ­σε πολ­λὴ κού­ρα­ση, κυ­ρί­ως στὰ χέ­ρια κι ἔ­τσι ἀ­πέ­φευ­γε τὶς με­τα­κι­νή­σεις. Ὅ­ταν συ­ναν­τοῦ­σε κά­ποι­ον στὸ δρό­μο του, κα­θὼς ἦ­ταν χα­μη­λά, ἔ­πρε­πε νὰ βγά­λει τὸ πλα­τύ­γυ­ρο ψά­θι­νο κα­πέ­λο του, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ τὸν δεῖ. Ἀ­γα­ποῦ­σε τοὺς συγ­χω­ρια­νούς του ἀλ­λὰ κι αὐ­τοὶ εἶ­χαν τὰ ἴ­δια συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ πάν­τα ἐκ­δή­λω­ναν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τους γιὰ νὰ τὸν βο­η­θή­σουν, ἂν τοὺς εἶ­χε ἀ­νάγ­κη. Ἦ­ταν καὶ κά­ποι­ες στιγ­μὲς ποὺ ἔ­νι­ω­θε τό­σο ἀ­σή­μαν­τος, ἕ­να ἄ­χρη­στο πλά­σμα στὸν κό­σμο, ποὺ σερ­νό­ταν σὰν σκου­λή­κι στὸ χῶ­μα.
       Ὅ­μως, δὲν ἦ­ταν ἄ­χρη­στος. Κά­θε ἄλ­λο, ἦ­ταν μο­να­δι­κὸς στὴν πε­ρι­ο­χὴ καὶ τὸ πιδ­κια­ύλιν του ξα­κου­στό. Ἔρ­χον­ταν οἱ βο­σκοὶ μα­ζὶ μὲ τὶς κου­δοῦ­νες τους καὶ πα­ράγ­γελ­ναν. Κι αὐ­τὸς ξυ­πνοῦ­σε πρὶν χα­ρά­ξει, καὶ «σύ­ρε καὶ νὰ πᾶς, λά­μνε καὶ νὰ πᾶς», ἔ­φτα­νε στὴ βρύ­ση τοῦ χω­ριοῦ, στὸν κα­λα­μι­ώ­να, δι­ά­λε­γε τὰ κα­λύ­τε­ρα κα­λά­μια καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρο­δάφ­νη δι­ά­λε­γε τὸ κλω­νά­ρι ποὺ θὰ ἔ­βγα­ζε τὶς κα­λύ­τε­ρες πίν­νες. Ὕ­στε­ρα, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, γύ­ρι­ζε στὸ σπι­τά­κι του με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὲς στά­σεις γιὰ ξε­κού­ρα­ση, ἔ­χον­τας δε­μέ­να στὴν πλά­τη κα­λά­μια καὶ ἀ­ρο­δάφ­νη. Τὴν τέ­χνη του, ποὺ εἶ­χε μά­θει ἀ­πὸ τὸν παπ­πού του, πο­λὺ λί­γοι τὴν ἤ­ξε­ραν. Τὰ σύ­νερ­γά του δὲν ἦ­ταν πολ­λά. Ἕ­να κα­λὰ ἀ­κο­νι­σμέ­νο μα­χαι­ρά­κι κι ἕ­να σου­βλί. Ἄ­κου­γε καὶ ξα­νά­κου­γε πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν κου­δού­να ποὺ τοῦ ἔ­φερ­ναν γιὰ νὰ ἐμ­πε­δώ­σει τὸν ἦ­χο της, ὥ­στε τὸ πιδ­κια­ύλιν ποὺ θὰ κα­τα­σκεύ­α­ζε, νὰ βγά­ζει τὸν ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἁρ­μο­νι­κὸ ἦ­χο. Ἔ­κα­νε στὸ μυα­λό του ὑ­πο­λο­γι­σμοὺς κι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­ρι­κὲς μέ­ρες, ὅ­σο κρα­τοῦ­σε αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α καὶ ὡ­ρί­μα­ζαν μέ­σα του τὰ δε­δο­μέ­να, ἄρ­χι­ζε δου­λειὰ καὶ ἤ­ξε­ρε ποι­ό μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ κα­λά­μι θὰ κό­ψει, πό­σο μα­κρὺ καὶ πό­σο χον­τρὸ θὰ ἦ­ταν, πῶς θὰ ἦ­ταν ἡ πίν­να καὶ τέ­λος ποι­ές θὰ ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­στά­σεις στὶς τρύ­πες. Δὲν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τε στὴν τύ­χη. Ἦ­ταν ὅ­λα με­λε­τη­μέ­να σύμ­φω­να μὲ τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τοῦ προ­γό­νου του· καὶ ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ λό­γος ποὺ ὅ­ταν τὰ πα­ρέ­δι­δε, ζη­τοῦ­σε νὰ μα­κα­ρί­ζουν τὸν παπ­πού.
       Εἶ­χε κι ὁ ἴ­διος πολ­λὰ γλυ­κό­λα­λα καὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα ἔ­παι­ζε γιὰ λί­γο, δι­α­λέ­γον­τας τὸ πιὸ κα­τάλ­λη­λο γιὰ κά­θε σκο­πό. Τέ­λος, ἔ­παιρ­νε τὸ πιδ­κια­ύλιν τοῦ παπ­ποῦ του, ποὺ ἦ­ταν ντυ­μέ­νο μὲ δέρ­μα φι­διοῦ, καὶ ἔ­παι­ζε μιὰ δι­κή του σύν­θε­ση.
       Σή­με­ρα δὲν ξύ­πνη­σε. Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὸ λά­δι στὸ καν­τή­λι του. Τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ, χω­ρὶς κα­νέ­να πρό­βλη­μα, κοι­μή­θη­κε κα­νο­νι­κά, μὰ ἔ­μελ­λε αὐ­τὸς νὰ εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος του ὕ­πνος, ὁ αἰ­ώ­νιος. Ἡ εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε σὲ ὅ­λο το χω­ριὸ μὲ ἕ­να συν­θη­μα­τι­κὸ σφύ­ριγ­μα ποὺ ἀ­κού­στη­κε μέ­χρι τὸ για­λὸ καὶ με­τέ­φε­ρε στοὺς ἀ­γροὺς καὶ στὰ λαγ­κά­δια τὸ δυ­σά­ρε­στο νέο.
       Ἡ κη­δεί­α ἔ­γι­νε τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἦ­ταν ὅ­λο τὸ χω­ριό. Τὸ φέ­ρε­τρο το­πο­θε­τή­θη­κε σὲ ἕ­να εἰ­δι­κὰ κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο τρο­χή­λα­το καὶ τὸν συ­νό­δευ­αν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ φαί­νον­ταν πιὸ λυ­πη­μέ­νοι ἀ­π’ ὅ­λους γιὰ τὸν θά­να­τό του: οἱ βο­σκοί, φυ­σι­κά, ποὺ ἔ­χα­ναν τὸν μο­να­δι­κό τους τε­χνί­τη, τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο τους φί­λο.
       Ἡ πομ­πὴ προ­χω­ροῦ­σε ἀρ­γὰ πρὸς τὸ κοι­μη­τή­ριο τοῦ χω­ριοῦ καὶ ἕ­νας ἕ­νας ἔ­βγα­ζε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια ἀ­πὸ τὸν κόρ­φο του τὸ πιδ­κια­ύλιν του καὶ ἔ­παι­ζε ἕ­ναν σκο­πό. Μέ­χρι τὸ κοι­μη­τή­ριο πρό­λα­βαν κι ἔ­παι­ξαν ὅ­λοι. Ἔ­βγαι­νε λυ­πη­τε­ρὸς ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὰ ὄρ­γα­να ποὺ ὁ ἴ­διος εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει. Κι ὅ­ταν τὸν κα­τέ­βα­σαν, ἔ­παι­ξαν ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ τὸν τρό­πο ποὺ αὐ­τὸς ἔ­παι­ζε.
       Τὸν ἔ­θα­ψαν κα­θι­στό. Σὰν ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο. Δὲν μπο­ροῦ­σαν, ἄλ­λω­στε, νὰ κά­νουν καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἔ­τσι μό­νο θὰ εἶ­χε αἰ­ώ­νια ξε­κού­ρα­ση.


πιδ­κια­ύλιν · αὐ­λός.
πίν­να· τὸ γλωσ­σί­δι τοῦ αὐ­λοῦ (ἀ­πὸ τὸ ἄρχ. πίν­να).

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: ἀπὸ τὸν τόμο "20 διηγήματα", Κάρβας ἐκδόσεις, Λευκωσία, 2014.

Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ (Βασίλι Κύ­πρου, 1948). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἑλ­λα­δι­κὰ καὶ κυ­πρια­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ χει­ρό­γρα­φο ποί­η­μα «Καρ­πα­σί­α» (1984). Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἡ κό­ρη τοῦ Δρα­γου­μά­νου (Με­ταίχ­μιο, 2003) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ πρῶ­το κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος.



6 Δεκ 2015

ΝΥΧΤΩΝΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ....


Νυχτώνει σιγά σιγά στη Λευκωσία, με τις ευχές των φίλων να έρχονται με κάθε ηλεκτρονικό ή άλλο μέσο και να δίνουν κουράγιο για τα δύσκολα που μας περιμένουν... με την αγωνία για το τι θα ξημερώσει όχι μόνο για την πατρίδα μας αλλά και για όλο τον κόσμο.

Ας κάνουμε ακόμα μια ευχή: 


ΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΚΑΘΕ ΑΙΜΑΤΟΚΥΛΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.