15 Μαρ 2011

ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ, διήγημα από τη συλλογή "Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ"


ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ





Φορούσε χακί, φαρδύ παντελόνι μέχρι το γόνατο. Αποκεί και κάτω, τα πόδια του τυλιγμένα με τις πάτες ―λωρίδες στο ίδιο χρώμα― μέχρι τον αστράγαλο και χωμένα σε μαύρα στιβάλια* με χακί, πάλι, γκέτες. Το σκούρο πουκάμισό του από κυπριακή αλατζιά* και πάνω απ’ όλα μια στρατιωτική χλαίνη. Μια παραφουσκωμένη βούρκα* κρεμόταν πάντα στον ώμο του, που τη συγκρατούσε ένα μαυρισμένο από τον καιρό και τη χρήση λουρί. Στο δεξί του χέρι πάντα η ματσούκα* του, που στην κορφή ήταν σφαιρική και σχηματιζόταν το κεφάλι ενός αετού. Αυτό το ρόπαλο ήταν γι’ αυτόν το σκήπτρο του Αρχιεπισκόπου, ένα έργο τέχνης που το δούλεψε πολλά χρόνια κι έτσι, καθώς η παλάμη και τα δάχτυλα χρόνια τώρα το έτριβαν ―το χάιδευαν, καλύτερα!―, είχε αποχτήσει γυαλάδα και φυσικότητα. Τα μάτια του αετού, από κατράμι και άλλα μυστικά υλικά, ήταν μαύρα και λαμπερά, σε κοίταζαν και γίνονταν ακόμα πιο βαθιά και σκοτεινά, αληθινά. Βλέμμα όπως του αφεντικού του, του Θεοφιλή, που, ενόσω μας έλεγε τις ιστορίες του, τα μάτια του αετού φαίνονταν ζωντανά, ανοιγόκλειναν ανάλογα με την ιστορία και έπαιρναν την έκφραση που χρειαζόταν για τη συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι όπως χάιδευε αυτό το ξύλο στο ύψος του λαιμού του αετού και το στριφογυρνούσε και το ανέβαζε πάνω κάτω και κουνούσε τους αγκώνες του, μας φαινόταν ότι ο αετός από στιγμή σε στιγμή θα πετούσε σαν αληθινός.

Περπατούσε αργά και με σταθερά βήματα, έχοντας στραμμένο λίγο δεξιά το κεφάλι του, για να βλέπει καλύτερα τον κόσμο μέσα από τα παράξενα γυαλιά του. Γυαλιά από μεταλλικό σκελετό, μ’ ένα μόνο τζαμάκι, και αυτό μαύρο, για να κρύβει το χαλασμένο του μάτι. Στο καλό μάτι, τίποτα! Μα αυτό το μοναδικό του μάτι ήταν τόσο ζωηρό και μαύρο, σαν αυτό του αετού στη μαγκούρα του. Μικροί προσπαθούσαμε να δούμε τι κρυβόταν πίσω από το μοναδικό μαύρο τζάμι των γυαλιών του. Ποτέ όμως δεν ρωτήσαμε και ποτέ δεν μάθαμε. Αυτός μας κοίταζε πάντα με καλοσύνη κι ένα πικρό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του. 

Όλη μέρα τριγυρνούσε στους αγρούς για να τους φυλάει ―αυτό ήταν το κύριο επάγγελμά του: αγροφύλακας― κι αλίμονο σε όποιον παράκουε στις υποδείξεις του! Αλίμονο σ’ αυτόν που είχε την ατυχία ν’ ακούσει το σφύριγμά του! Έπρεπε να μαζέψει τα ζώα του από την ξένη περιουσία και να μην το ξανακάνει, διαφορετικά ήταν χαμένος. Κάποτε όμως σφύριζε και χωρίς να υπάρχει λόγος. Ήθελε να γνωρίζουν όλοι ότι ήταν εκεί και δεν θα συγχωρούσε καμιά παρανομία. Όλοι τον σέβονταν γιατί ήταν δίκαιος. Η περιουσία του καθενός ήταν προστατευμένη και η εμπιστοσύνη που του έδειχναν οι συγχωριανοί του ήταν απεριόριστη. 

Στους αγρούς, χαιρόταν η ψυχή του. Τριγυρνούσε από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ήλιου και μάζευε μανιτάρια, αγρέλια* και ό,τι άλλο πρόσφερε η κάθε εποχή του χρόνου. Κυρίως όμως φρόντιζε τις περναριές* γιατί ήταν μέρος της ζωής του. 

Τον συνάντησα να περιφέρεται στη γειτονιά μου. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα. Δεν φορούσε τη χλαίνη, η βούρκα δεν ήταν κρεμασμένη στον ώμο του, φορούσε κανονικό παντελόνι και παπούτσια, μόνο που κρατούσε ακόμη τη μαγκούρα του. Τα γυαλιά του ίδια κι απαράλλαχτα. Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγη ώρα μήπως επρόκειτο για καμιά παρεξήγηση. Όχι, αυτός ήταν! Τον πλησίασα με επιφύλαξη και τον χαιρέτησα με το όνομά του. Γύρισε το κεφάλι λίγο λοξά και το μοναδικό του μάτι πίσω απ’ τον γυμνό σκελετό με κοίταξε επίμονα προσπαθώντας να θυμηθεί. Δεν φαίνεται να του θύμισα τίποτε και με ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα, και το μάτι του έλαμψε ακούγοντας το όνομα του χωριού του. Πρόσφυγας τώρα, τον ταχτοποίησαν σε ένα σπιτάκι, με ένα μόνο δωμάτιο, στο συνοικισμό «Άσπρη». Τον έθαψαν κανονικά, δηλαδή, και δεν είχε πλέον κανένα νόημα η ζωή του. Αυτός, που πάντα ήταν ελεύθερος να τριγυρνά μέσα σ’ ένα τεράστιο πάρκο, μέσα στη φύση, τώρα ήταν θαμμένος ανάμεσα σε χτίσματα και ανθρώπους που δεν του ταίριαζαν. Έπαιρνε κάποτε τη σφυρίχτρα του και την κοίταζε λυπημένος. Δεν είχε νόημα πλέον να σφυρίξει. 

Του πρότεινα να επισκεφθούμε το σπίτι μου, μια και ήταν δίπλα, για να μιλήσουμε. Δέχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό. Και μόνο που βρήκε κάποιον από το χωριό του του έδωσε τόση χαρά, που, έτσι όπως χειρονόμησε και ανεβοκατέβασε τη μαγκούρα του, είδα την ίδια χαρά και στα μάτια του αετού, που φτερούγισε μια δυο φορές. 

Το σπίτι μου, ένα διαμέρισμα στη Δασούπολη, στον τέταρτο όροφο, βλέπει προς το βορρά. Από τις δυο τεράστιες μπαλκονόπορτες του σαλονιού, μπορεί κανένας να δει όλη τη Λευκωσία και όλη την οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Αυτό ήταν που του έκανε εντύπωση. Μόλις μπήκε, τράβηξε κατευθείαν στο μπαλκόνι κι έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ανασήκωσε λίγο και τον αετό, λες και ήθελε να του δείξει το θέαμα που αντίκριζε για πρώτη φορά. Τον άκουσα που μούγκρισε. Κουνούσε ανήσυχα το κεφάλι, δε χόρταινε το θέαμα, και μου έδωσε αρχικά την εντύπωση πως αναζητούσε να δει το χωριό του. 

Τον άφησα για λίγο μόνο, αποτραβήχτηκα για να βρω κάτι να τον φιλέψω, μα, όταν γύρισα, ήταν ακόμη στο μπαλκόνι και κοίταζε προς το βουνό. Μου φάνηκε πως κάτι ψιθύριζε και πράγματι, όταν πλησίασα, σιγομουρμούριζε κάτι και αυτά τα λόγια με πήραν στο παρελθόν, πολλά χρόνια πριν...

Η γιαγιά με είχε φωνάξει, εφτάχρονο τότε παιδί, και με σταθερή φωνή μού είπε: «Θα πας αυτό το χρυσό φλουρί και αυτή την κόκκινη κλωστή στον παππού Θεοφιλή και θα του πεις πως σε στέλνει η γιαγιά σου, γιατί το αδελφάκι σου είναι άρρωστο, έχει κοκκινάδια στο σωματάκι του. Αυτός ξέρει τι θα κάνει».

Ήταν η πρώτη φορά που τον γνώριζα και ομολογώ ότι με φόβισε η εικόνα του. Την επόμενη φορά όμως, ύστερα από οχτώ ακριβώς μέρες, μου φάνηκε πιο οικείος. Μόλις με είδε, αναζήτησε και βρήκε ένα κλωνάρι, που αργότερα έμαθα ότι ήταν κλωνάρι από περναριά, και μου το έδωσε για να το παραδώσω στη γιαγιά μου. Το κλωνάρι είχε σχεδόν ξεραθεί, μα πάνω του ήταν τυλιγμένη η κόκκινη κλωστή. Η κλωστή μετρημένη στο σώμα της Αλεξάνδρας, να είναι ακριβώς στο ύψος της. Μου το έδωσε μουρμουρίζοντας κάποια ακατανόητα λόγια: «Ως τρέχει ο ήλιος*, ως τρέχουσιν οι αστέρες...». Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μα αυτή τη στιγμή, όπως άκουα το γέρο να μονολογεί στο μπαλκόνι, θυμήθηκα τα λόγια του. Θυμάμαι ακόμη το χαμόγελο στα χείλη της γιαγιάς καθώς έπαιρνε το κλωνάρι με το περνάριν*. Τα κόκκινα στίγματα από το σωματάκι της Αλεξάνδρας είχαν εξαφανισθεί. Η γιαγιά όμως, καλού κακού, πήρε τα αποξηραμένα φυλλαράκια και τα έτριβε στο χέρι της ώστε να πέφτουν στο σώμα του μωρού.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και συνάντησα ξανά το γέρο στην ίδια θέση που βρεθήκαμε την πρώτη φορά. Λες και με περίμενε. Δεν έχασα την ευκαιρία και τον οδήγησα ξανά στο σπίτι μου. Ήταν τόσο όμορφες οι ιστορίες του, που κρεμόμουν κυριολεχτικά από το στόμα του. Σε στιγμές όμως που απομακρυνόμουν, τον τσάκωνα στο μπαλκόνι, στην ίδια θέση, να μουρμουρίζει τα ίδια ακατανόητα λόγια. 

Τελευταία, τον έχασα. Περίμενα ώρες πολλές στο σημείο που τον συνάντησα τις προηγούμενες φορές μήπως και φανεί. Μάταια, ο γέρος είχε εξαφανισθεί. Λυπόμουνα γιατί οι ιστορίες του ήταν ατελείωτες και πάντα είχαν ενδιαφέρον. Κάποια μέρα, όμως, ένα τηλεφώνημα έδωσε τέλος στην εξαφάνιση του γέρου. Το τηλεφώνημα ήταν από έναν άγνωστό μου γείτονά του. Για να μην πολυλογώ, με ψάχνανε για αρκετές μέρες, μα στο τέλος με βρήκαν. O άγνωστος γείτονας με ανακούφιση μου ανακοίνωσε πως ο γέρος με ήθελε. «Ήταν ετοιμοθάνατος» είπε «αλλά δεν έλεγε να παραδώσει». Είχαν φθάσει μέχρι και στην αστυνομία για να με ανακαλύψουν. «Έλα, τώρα! Σε αναζητά». 

Ήταν ξαπλωμένος σε ένα απλό κρεβάτι στο φτωχικό του δωμάτιο και η βούρκα του ήταν πεταμένη σε μια γωνιά. O αετός, δίπλα στο στρώμα, τον έβλεπε με παράπονο. Δυο τρεις γέροι και γριές κάθονταν τριγύρω. Όταν τον άγγιξα με το χέρι, το μάτι του φωτίστηκε προς στιγμή. Πρώτη φορά τον έβλεπα χωρίς τα γυαλιά του. Μια τρύπα μόνο, λες και είχαν ράψει τα βλέφαρά του, που δεν είχαν καμιά διάθεση για την παραμικρή κίνηση. Ήθελε να μου μιλήσει και το κατάλαβα. Με κοίταξε με το σβησμένο βλέμμα του καλού του ματιού. Πλησίασα κοντά στο πρόσωπό του, μα η φωνή του δεν έβγαινε. Προσπάθησε ξανά, κινώντας λίγο το χέρι του, σαν να ήθελε να μου δώσει κάτι. Έβαλα το αυτί μου πιο κοντά και άκουσα τα λόγια του: «Γιε μου, έφυγε αυτό το κόκκινο σημάδι από το βουνό; Να λες αυτά τα λόγια όταν βγαίνουν τ’ άστρα, όταν γεμίζει το φεγγάρι. Πού θα πάει, θα σβήσει!». Δεν είπε τίποτε άλλο. Έτσι όπως ήμουν γυρισμένος για να ’χω το αυτί κοντά του, η ματιά μου έπεσε στον αετό. Το μάτι του ήτανε θολό και μου φάνηκε πως κάποια στιγμή έκλεισε τα μάτια. Ναι! O γέρος έφυγε, το κατάλαβα γιατί το χέρι του ήταν πια παγωμένο. Έβαλα το τσαλακωμένο χαρτί στην τσέπη μου. Γύρω μου είχαν μαζευτεί τα γεροντάκια της γειτονιάς και με κοίταζαν. Τον θάψαμε την άλλη μέρα το απόγευμα. 

Τώρα τα ήξερα όλα. O γέρος ήθελε να χρησιμοποιήσει την τέχνη του ―την τέχνη του Γόη― για να εξαφανίσει αυτά τα κόκκινα στίγματα, αυτές τις κόκκινες σημαίες στον Πενταδάκτυλο. Δεν του χαλάω χατίρι. Κάθε φορά που γεμίζει το φεγγάρι και φαίνονται τα πρώτα αστέρια, ανοίγω το τσαλακωμένο χαρτί και διαβάζω την ανορθόγραφη γραφή του: «Σουρουπάτ σελάμ σαραχετέμε, κυπτού φιλουτουχάμ βεηνέζι βερβισολύν βεσφισούν*. O Θεός, ο Θεός, ο την βάτον φυτεύσας, σβέσον παν πύρωμα, εχεντροπύρωμα, όφεων πύρωμα, σκοταδοπύρωμα, αλλά προπάντων κοκκινοπύρωμα, χαλίνωσον και εξολόθρευσον αυτά από του βουνού τούτου. Φύσαρρος, Φυσορρόος*. Ως τρέχει ο ήλιος, ως τρέχουσιν οι αστέρες, ως τρέχει το ύδωρ, έτσι να τρέξει το κακόν από το Βουνό τούτο. Έτσι να τρέξει το κακόν και να χαθεί από την Νήσον μας».




Γλωσσάρι
Στιβάλια, μπότες.
Αλατζιά, ποικιλόχρωμο ύφασμα του αργαλειού.
Βούρκα, ο σάκος του βοσκού.
Ματσούκα, το ρόπαλο του βοσκού.
Αγρέλια, σπαράγγια.
Περναριά, το φυτό πρίνος, το πουρνάρι.
Ως τρέχει ο ήλιος, καθώς δύει ο ήλιος.
Περνάριν, παιδική ασθένεια.
Σουρουπάτ κτλ., λέξεις αραβοπερσικές για γητειές.
Φύσαρρος, Φυσορρόος, λέξεις συνθηματικές, που λέγονται από γητευτή για εκδίωξη κάποιου κακού.