30 Απρ 2020

ΤΟ ΘΕΡΚΟΠΟΥΛΛΙΝ

Ίυγξ
Ένα φιλί σού ζήτησα τζ' εγίνης θερκοπούλλιν

Στο τελευταίο τεύχος του εξαίρετου περιοδικού μικροφιλολογικά [τ.47, άνοιξη 2020] δημοσιεύτηκαν 17 ερωτικοί δεκαπεντασύλλαβοι μου στην κυπριακή διάλεκτο, μεταξύ αυτών και το παραπάνω, που τέθηκε ως επικεφαλίδα. Άλλοι δύο από αυτούς είναι οι πιο κάτω:

Έναν τζυβέρτιν μέλισσες κρούζουν μου τζ' εν το νώθω
Αγρέλλιν εν ο έρωτας, χωσμένον μες στη μάζαν

Το πουλί, που σήμερα ονομάζουμε στην Κύπρο θερκοπούλλιν και στην Ελλάδα στραβολαίμη, για το ερωτικό κάλεσμα περιστρέφει τον λαιμό του κατά έναν ολόκληρον κύκλο και η φωνή του λες και βγαίνει από αυλό. Δεκάχρονος στην Καρπασία, είχα δει και θαυμάσει ένα θερκοπούλλιν σε ξόβεργο και πραγματικά είναι εκπληκτική η ικανότητά του να περιστρέφει το κεφάλι του. Έχει τέτοια ευελιξία που δεν μπορείς να το πιάσεις. Αυτή την εικόνα είχα στο μυαλό μου όταν έγραψα τον δεκαπεντασύλλαβο. Είναι η Ίυγξ των αρχαίων Ελλήνων και σύμφωνα με τη μυθολογία σχετίζεται με την ερωτική μαγεία. Ήταν νύμφη, κόρη του Πάνα και της Πειθούς, η οποία με τα μάγια της προκάλεσε τον ερωτικό πόθο του Δία για την Ιώ. Η Ήρα όμως, δεν έμεινε άπρακτη∙ την μεταμόρφωσε σε πουλί.
 ΕΔΩ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΑΚΙ 

[Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο "Τα πουλιά της Ελλάδας της Κύπρου και της Ευρώπης" της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας]
 

15 Απρ 2020

Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ για τον "ΦΥΣΟΡΡόΟ"

Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
 για τον "ΦΥΣΟΡΡόΟ"
  "επιλογές από την πεζογραφία" 
στην ιστοσελίδα fractal.

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "Φυσορρόος", Βακχικόν, 2019

«Του σπαραγμού» και «Της αθωότητας», τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται η συλλογή διηγημάτων με τον παράξενο τίτλο Φυσορρόος. Ο σπαραγμός του πρώτου μέρους έρχεται πίσω από τις εικόνες και τις λέξεις, δεν κραυγάζει, μόνο υπόκωφος ξεχειλίζει από τις ιστορίες. Όλες με αναφορά στην τραγική μοίρα της Κύπρου μετά την εισβολή του ’74. Όχι, δεν πρόκειται για μια ακόμη καταγραφή των γεγονότων ούτε για ένα ακόμη δείγμα γραφής των Κύπριων λογοτεχνών με εστίαση στην ανοιχτή πληγή. Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αφορά στη θεματική που επιλέγει ο συγγραφέας αλλά στον τρόπο που αφηγείται. Σε ρόλο σκηνοθέτη καθοδηγεί την κάμερα και αιχμαλωτίζει το τοπίο έξω από το κεντρικό πλάνο. Για παράδειγμα, ο εγκαταλελειμμένος παπαγάλος στη στοιχειωμένη πόλη της Αμμοχώστου δίνει τον σπαραγμό της ερήμωσης και της απώλειας των οικείων καλύτερα από τη δυνατότερη αφήγηση των γεγονότων. Μέσα στη μοναδική φράση που πεισματικά επαναλαμβάνει (την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα), έρχεται στην επιφάνεια όλο το δίκιο της Κύπρου. Στιγμιότυπα που υπαινικτικά δείχνουν όλο το τοπίο χωρίς ίχνος λυρισμού. Με απλή, λιτή αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος στο προσκήνιο είναι η αθωότητα των χρόνων πριν να συμβεί το κακό. Μνήμες από την παιδική και εφηβική ηλικία, αφηγήσεις που άκουσε ο συγγραφέας και εδώ μεταφέρει με τον τρόπο του· λιτή η γραφή και σ’ αυτές τις ιστορίες χωρίς νοσταλγικές υπερβολές. Τα δύο μέρη της συλλογής δένουν μεταξύ τους όχι μόνον από τον τρόπο της γραφής αλλά και ως αντιστικτικές συνθήκες. Η τραγική πραγματικότητα και η αθωότητα της άγνοιας πριν να συμβούν όλα αυτά. Το κακό και η αποφόρτισή του. Τέλος η λέξη με τις μαγικές ιδιότητες, φυσορρόος, ικανή άραγε να αποσείσει το κακό; Μια γραφή αξιοπρόσεκτη, διαφορετική.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΕ:
1. Χαρά Νικολακοπούλου, Μπαμ! (μαύρη κωμωδία),ΑΩ 2020
2. Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός Ενεστώς, Πόλις 2020
3. Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, Ψωμί, Γκοβόστης 2017
4. Βερονίκη Δαλακούρα, Ένα απόγευμα, η ομίχλη, Κουκκίδα 2018
5. Γιώργος Πετράκης, Όλα τα κακά σκορπά, Γαβριηλίδης 2019
6. Βαγγέλης Γονιδάκης, Μη το γελάς, Ταξιδευτής 2019
7. Ευσταθία Δήμου, Κλέφτες κι αστυνόμοι, Γκοβόστης 2020
8. Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Φυσορρόος, Βακχικόν 2019


FRACTAL: https://www.fractalart.gr/epiloges-apo-tin-pezografia/

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956 αλλά ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Αξιοποίησε τις σπουδές της σε Ιστορία και Αρχαιολογία διδάσκοντας σε δημόσια λύκεια. Γράφει ποιήματα αλλά και πεζά (λογοτεχνικά και δοκιμιακά) και ασχολείται με τα γραπτά των άλλων κάνοντας επιμέλειες εκδόσεων και δημοσιεύοντας άρθρα κριτικής λογοτεχνίας σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Έργα: "Εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου", "Το ύφος και το ήθος" (δοκίμια), "Το ατελιέ" (διηγήματα), "Ο χώρος ανάμεσα" (νουβέλα), "Τα κοινά και τα ιδιωτικά" (διηγήματα),"Λέξεις απόκρημνες" (ποιήματα), "Σύμη, με τα μάτια της ψυχής" (συλλογικό έργο). Ποιήματά της και πεζά έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις ("Ετερότητα" και άλλες ανθολογίες), και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Διατηρεί στο διαδίκτυο το ιστολόγιο (blog) "Με ανοιχτά βιβλία".

9 Απρ 2020

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΦΥΣΟΡΡόΟ"



Ο Κώστας Σερέζης για τον «Φυσορρόο»

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, διηγήματα, εκδόσεις Βακχικόν 2019

Η αμαρτία μας βαριά, όταν ξεχνάμε. Ο Χατζημιχαήλ τη μνήμη την κάνει τέχνη και την παραδίδει μέσα από το σήμερα στους καιρούς που έρχονται, γιατί έχουν την προοπτική να αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου, να ζήσουν∙ και θα ζήσουν.

Παγωνιά παντού, πέφτει χιονόνερο, τα βουνά γύρω κάτασπρα, κι ένας αέρας που τρυπάει τα κόκαλα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα περιμένει υπομονετικά στην πλατεία ώσπου να έρθει το λεωφορείο που θα την πάρει στο κατεχόμενο χωριό της. Σαν να μην υπήρξε εισβολή, σαν να μην χάθηκε ο μισός μας κόσμος, σαν να μην είναι αγνοούμενος ο γιός της, νέος, γεροδεμένος και ψηλός σαν κατάρτι, όλα τα βλέπει όπως κάποτε ήταν. Με αφηγηματική υποβολή ο διηγηματογράφος μάς μεταφέρει αβίαστα στο κατά φαντασίαν ταξίδι της επιστροφής, μάς βάζει στα μάτια, στην όραση και στην ψυχή της. Βλέπουμε μαζί της να τρέχουν ανάποδα τα πάντα από το παράθυρο του λεωφορείου, τα δένδρα, ο κάμπος, τα λουλούδια, η εκκλησία, η θάλασσα. Κι εκείνη να ξαναζεί όσα από το παρελθόν κρατούν ζωντανή τη μνήμη, μια ανάγκη που συνέχει όλους τους ανθρώπους σε παρόμοιες καταστάσεις. Ζωντανεύει αυτά που της πήραν, τα δυσάρεστα διαγράφονται, ο χρόνος που μεσολάβησε μηδενίζεται. Η ηλικιωμένη γυναίκα, σαν τον “κυρ Αντώνη” στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι περνά στην άλλη όχθη, με τον σταθμάρχη να τη βρίσκει το άλλο πρωί με το πρόσωπο γαλήνιο να ακουμπά ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά “λες και ήταν ακουμπισμένο σε αναπαυτικό κάθισμα ενός λεωφορείου, κοιτάζοντας το τοπίο έξω”.  
Είναι μια εικόνα από τις πολλές που έχει θησαυρίσει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ στη συλλογή διηγημάτων του “Φυσορρόος”, με την οποίαν θέτει τον οποιονδήποτε αναγνώστη μπροστά στη μοίρα ενός τόπου, που αντιμετώπισε τη δύναμη του ισχυρού που τον θυματοποίησε με κάθε έννοια, δράμα προαιώνιο που κρατά από την εποχή του Ομήρου, με την καταστροφή της Τροίας και την προσφυγοποίηση των κατοίκων της. Ο Κύπριος αναγνώστης στη θέση της ηλικιωμένης γυναίκας, που ταυτίζει το χωριό της με τον παράδεισο στον οποίο ονειρεύεται να ξαναζήσει, βλέπει τον εαυτό του, η ψυχολογία της αγγίζει το βαθύτερο συναίσθημά του, αναγνωρίζει σε κείνην τον δικό του ψυχισμό. Η απώλεια του γενέθλιου τόπου αποτελεί μια αρχέγονη πληγή για κάθε άνθρωπο, σαν να κόβεται ο ομφάλιος λώρος που τον δένει με ό,τι πιο αγαπημένο έχει, είναι η ακατανίκητη εκείνη εξάρτηση που τον συνδέει με τη γη του η οποία ταυτίζεται με την έννοια της μάνας, είναι σαν το σκοινί  που συνδέει τον αστροναύτη με το διαστημόπλοιο, αν κοπεί θα χαθεί, ενδεχομένως, στο χάος. Δεν είναι απλά ένα αφήγημα για μια εκτοπισμένη, για τη μάνα ενός αγνοούμενου. Μέσα από τα κυπριακά χαρακτηριστικά η εμβέλεια του διηγήματος διευρύνεται, παίρνει πανανθρώπινες διαστάσεις, είναι η κατάσταση του ανθρώπου που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, που είναι μετέωρος, αποξενωμένος, χωρίς εσωτερικό στήριγμα, σ’έναν κόσμο που κοιτάζει αλλού.
Τα 13 διηγήματα  της πρώτης από τις τρεις ενότητες της συλλογής τα στεγάζει κάτω από τον τίτλο, “του σπαραγμού”, γιατί δεν τα απολείπει επ’ουδενί η έννοια της ψυχικής οδύνης. Συγκρατημένη, στωική αλλά υπάρχει εκεί, και ξύνει, σαν αιχμηρή ακίδα, το μυαλό και το σώμα.
Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ φαίνεται να υποστηρίζει, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, χωρίς να το έχει βάλει ως στόχο, κατά κάποιο τρόπο ορμέμφυτα, τη μια από δυο αποφθεγματικές ρήσεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου, αντίθετες μεταξύ τους, με την κάθε μια, όμως, να έχει τη σημασία της. Τις συνδέει απλώς μια κοινή σχέση ως προς την ουσία. Η μια υποδηλώνει την ανάγκη του ανθρώπου ν’αφήσει πίσω τα δυσάρεστα για να προχωρήσει πλέον ανεπηρέαστα για επιβίωση, γι’ αυτό και αποφαίνεται πως “πρέπει να ξεχνάμε για να ζούμε”. Ο διηγηματογράφος αγκιστρώνεται πιο πολύ στην άλλη φράση του ίδιου διανοούμενου, από τους κορυφαίους της νεοελληνικής σκέψης, πως “Η αμαρτία μας βαριά, όταν ξεχνάμε”. Δυο καταστάσεις τις οποίες ζει ο άνθρωπος κάθε εποχής, όταν δοκιμάζεται από ανάλογες σκληρές περιπέτειες. Στα διηγήματα αυτά ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ όχι μόνο δεν ξεχνά, αλλά αυτή τη μνήμη την κάνει τέχνη και την παραδίδει μέσα από το σήμερα στους καιρούς που έρχονται, γιατί έχουν την προοπτική να αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου, να ζήσουν και θα ζήσουν.
Αυτό το δέσιμο με τη γη το έχει κι ένα πουλί, ο παπαγάλος, στο διήγημα “Η πόλη όλη”, από τα πιο συναρπαστικά του βιβλίου. Θα μπορούσα αυθόρμητα να πω ότι είναι από τα καλύτερα, αλλά δεν το διατυπώνω στα σοβαρά γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μειώσω τ’άλλα κι αυτό θα ήταν άδικο. Ένας παπαγάλος στο κλουβί του, στην αυλή του σχολείου, ξεχνιέται από τους δικούς του, οι οποίοι πανικόβλητοι εγκαταλείπουν την πόλη. Μένει μόνος, απορεί, προβληματίζεται, μιλά σε πρώτο πρόσωπο, κάνει αναδρομή στο παρελθόν σαν το flashback των κινηματογραφικών ταινιών, και δίνει μια τρισδιάστατη συγκλονιστική εικόνα της πόλης, με ήρεμη αφήγηση, σαν τον γιατρό που έχει βάλει τον ασθενή στο χειρουργείο και ψύχραιμα κάνει την επέμβαση. Χωρίς να θυμίζει παιδικό παραμύθι, αφού είναι ένα πουλί που συλλογίζεται και μιλά, αντίθετα, μέσα από τους μονόλογούς του ξεπροβάλλει όλη η τραγικότητα που ζει η πόλη, αβίαστα αλλά λαχανιασμένα από την αγωνία. Τρεις περιγραφές, τρεις διαστάσεις, προβάλλουν μέσα από την αφήγηση του παπαγάλου, που αντιδρά ως λογικό όν. Η ώρα του φευγιού κατά τον βομβαρδισμό της Αμμοχώστου, οι ευτυχισμένες στιγμές της πόλης πριν την καταστροφή και οι εικόνες της ορφάνιας, που επικράτησαν στην πόλη μετά την εγκατάλειψή της. Δεν είναι μόνο ο τρόπος αφήγησης που καθηλώνει το ενδιαφέρον, είναι και η πλοκή και η ανάπτυξη της ιστορίας, οι λεπτομέρειες και οι συμβολισμοί που συνάπτονται με το πριν και το μετά, όταν, στην κορύφωση πια, το πουλί παπαγαλίζει, σαν επίκληση από το βάθος των χιλιετιών, τη φράση: “την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα…”.
Τα διηγήματα, που σελιδοποιήθηκαν υπό τον παράδοξο γενικό τίτλο “Φυσορρόος”, αποτελούν την τοιχογραφία μας εποχής και μιας ριζικής ιστορικής καμπής με διάφορες προεκτάσεις και ψυχολογικές διακυμάνσεις, ως βιώματα και ως συμπτώματα πείρας και συμπεριφοράς, στο αβέβαιο παρόν και στο άδηλο μέλλον της κυπριακής κοινωνίας. Η λέξη “φυσορρόος” είναι σύνθετη από το “φυσώ” και το “ρέω” και  προκύπτει από την τελετουργικού ύφους επίκληση ενός πρώην αγροφύλακα, που ως γητευτής ξόρκιζε το κακό να φύγει από το χωριό του. Γέρος πια και πρόσφυγας δεν ξεχνά την παλιά του “τέχνη” και επαναλαμβάνει την ίδια επίκληση στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος», για να εξαφανίσει τα σύμβολα της κατοχής, ως δια μαγείας.
Ομοίως από το διήγημά του “Η κόρη του δραγουμάνου” βγήκε, θαρρώ, η ιδέα για το εξώφυλλο της έκδοσης που παριστάνει μια λαϊκού τύπου ζωγραφιά, έργο του ιδίου, που παριστάνει κλωνάρια από ένα βάζο, με φύλλα, λουλούδια και πουλιά, στολίδι ενός καθρέφτη που αποτέλεσε το δώρο αγάπης ενός τεχνίτη προς την ωραία Ελένη του χωριού, για να καμαρώνει την ομορφιά της. Την διεκδικούσε με απειλές κι ένας Οθωμανός, γι’αυτό και πήρε μέτρα για να τον αποφύγει, τα οποία αφηγείται στα γεράματά της. Πολυτάλαντος ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με ποίηση, πεζό, ζωγραφική και φωτογραφία στο ενεργητικό του, έχει την ικανότητα να εποπτεύει αποτελεσματικά τα δημιουργήματά του στην κάθε λεπτομέρεια, με τρόπο μάλιστα που η μια ιδιότητα να εισχωρεί συμπληρωματικά μέσα στην άλλη.
Ο σπαραγμός της πρώτης σειράς δημιουργεί την προϋπόθεση στον συγγραφέα να πάει πίσω, στα χρόνια “της αθωότητας”, με την οποίαν τιτλοφορεί τα 12 διηγήματα της δεύτερης ενότητας. Στις δύσκολες ώρες, ιδιαίτερα όταν τις δημιουργεί σκληρά και απάνθρωπα ο ξένος, πάντα προβάλλουν, οι ανεπηρέαστες ώρες από τη βαναυσότητα του εισβολέα. Και σ’ αυτά τα διηγήματα υπάρχει η συναισθηματική φόρτιση, σε επίπεδα, όμως, διαφορετικά, όπως και στα 8 «άλλα διηγήματα» της τρίτης και τελευταίας ενότητας, όπου η μαθηματική ιδιότητα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, είναι ένα επιπλέον προσόν, που τον οδηγεί στη δημιουργία πρωτότυπων κειμένων, με έξυπνη και ευρηματική ανάπτυξη, που κατευθύνεται στο θυμικό και στο νοητικό του αναγνώστη, δημιουργώντας μέσα του μια πολυμορφία προσλήψεων.
Γενικά τα διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι από τις καλύτερες στιγμές της κυπριακής λογοτεχνίας σ’αυτό το είδος, τα οποία διεκδικούν μια θέση στην ελληνική γραμματεία γιατί αντλούν την προέλευσή τους από ιστορικά γεγονότα που έχουν σχέση μ’ένα κομμάτι του ελληνισμού.
Ο άνετος και πλούσιος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας, η ακριβής διατύπωση, το ελεγμένο συναίσθημα, η σαφήνεια, η αρχιτεκτονική δομή των επί μέρους στοιχείων που οδηγούν στην κορύφωση, εν πολλοίς απροσδόκητη, πρωτότυπη και εντυπωσιακή, η απέριττη αφηγηματικόητα που παραπέμπει σε μαθηματικές εξισώσεις, η ελλειπτική γραφή χωρίς παράταιρα στοιχεία, οι εικόνες που καταφέρνει να μεταδώσει λεκτικά με τη χρωματική ικανότητα ενός εικαστικού, όλα, συντείνουν στην κατάθεση ενός χυμώδους λογοτεχνικού έργου, μαρτυρία μιας εποχής κι ενός λαού. Θα ήταν παράλειψη να μην εξάρω το πρώτο κείμενο της συλλογής με τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται», στο οποίο, η ποιητική φύση του συγγραφέα δημιουργεί ένα ευαίσθητο διηγηματικό ρεφραίν, λυρικό και αισθαντικό μαζί, για το αυτονόητο: πως υπεράνω των οποιωνδήποτε εμποδίων η ζωή αποδεικνύεται και είναι πιο δυνατή, γι’ αυτό και συνεχίζεται. Είναι σαν τον σπόρο που βλαστάνει και στην πιο σκληρή επιφάνεια, στη σχισμή ενός βράχου, ακόμη και πάνω στην πέτρα.

Αθήνα, Μάρτιος 2020

 
Βιογραφικό Κώστα Σερέζη

Κώστας Σερέζης, 2002. Φωτογραφία:Μάκη Σκιαδαρέση
Ο Κώστας Σερέζης έχει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων τα οποία υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος του ΡΙΚ επί 15 χρόνια (1960-1974) και της ΕΡΤ για άλλα 25 χρόνια (1975-1999). Ως δημοσιογράφος κάλυψε γεγονότα σε πολλές χώρες και στις πέντε ηπείρους, κυρίως για την ΕΡΤ. Στην έντυπη δημοσιογραφία διετέλεσε ειδικός συνεργάτης της εφημερίδας “Ο Φιλελεύθερος” (1963-1964, 1968-1971, 1982-1991). Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα άλλα έντυπα στην Κύπρο και την Ελλάδα. 
Ουσιαστική ήταν η δραστηριότητά του στο χώρο της Τέχνης με την ίδρυση της Γκαλερί Αργώ στη Λευκωσία (1970-1989) και στην Αθήνα το 1976, που λειτουργεί ως σήμερα, όπως και με κείμενα με εικαστικό περιεχόμενο σε αυτοτελείς εκδόσεις και σε διάφορα έντυπα. Συνολικά έχει εκδόσει πάνω από 12 βιβλία.
Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1937. Ζει στην Αθήνα από το 1974. Σπούδασε σε δραματική σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία και στην παραγωγή και σκηνοθεσία τηλεοπτικών προγραμμάτων στη Γλασκώβη της Σκωτίας και στο BBC στο Λονδίνο με βρετανική υποτροφία. Παρέδωσε μαθήματα τηλεόρασης στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα και σε σεμινάρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οργάνωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της “Επιτροπής Ενημερώσεως για τα Εθνικά Θέματα” που είχε συστήσει ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλος και υπηρέτησε ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος στην Κυβέρνηση του Γλαύκου Κληρίδη το 1999.
Τιμήθηκε από την Ενωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (1998) για τη συστηματική προβολή των ευρωπαϊκών ιδεωδών στα Μ.Μ.Ε. με τα οποία συνεργάστηκε, την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Αθήνα (2004) για τη συγγραφική του δραστηριότητα, και την Κυπριακή Πρεσβεία στην Ελλάδα (2008) για το σύνολο της προσφοράς του. 


8 Απρ 2020

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΦΥΣΟΡΡόΟ"

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ 
ΓΙΑ ΤΟΝ 
ΦΥΣΟΡΡόΟ
Ευχαριστώ από καρδιάς τον κύριο Αράγη, που διάβασε το βιβλίο μου. Μπορεί να είναι μικρό το κείμενό του αλλά είναι περιεκτικό. Συμφωνώ με όσα λέει. Ναι, σκοπός μου με αυτό το βιβλίο είναι να φέρω πιο κοντά στον ελλαδικό χώρο όσα συνέβησαν το 1974 στην Κύπρο, και να υπενθυμίσω ότι πρέπει να είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση γιατί, δυστυχώς, έχουμε έναν παράφρονα γείτονα ο οποίος έβαλε στο μυαλό του να ξαναγίνει Οθωμανική αυτοκρατορία και δεν θα διστάζει να μας "χτυπά" παντού (στο Αιγαίο, στον Έβρο, στα νησιά) για να μας διαλύσει, με κάθε τρόπο που νομίζει ότι θα επιτύχει. Αυτά έγραφα και στον εκδότη μου τον περασμένο Σεπτέβριο, και τον ευχαριστώ και αυτόν γιατί πίστεψε σε τούτα τα κείμενα και έγινε μια υπέροχη έκδοση.

Γιῶργος Ἀράγης: ανάρτηση στο facebook, 8 Απριλίου 2020:
«Ἀργία μήτηρ...» Σημείωμα Νο 5. Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Φυσορρόος».

Εἶναι μιά συλλογή μέ διηγήματα, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τρεῖς ἑνότητες: «Τοῦ σπαραγμοῦ», «Τῆς ἀθωότητας», «Ἄλλα διηγήματα». Μολονότι θεωρῶ αἰσθητικά ἀνώτερη τή δεύτερη ἑνότητα, θά σταθῶ στήν πρώτη.

Ὁ τίτλος, «Τοῦ σπαραγμοῦ», ἀναφέρεται στήν τουρκική εἰσβολή στήν Κύπρο τό 1974 μέ τίς γενικές καί τίς προσωπικές συνέπειες. Σκοτωμοί, βασανισμοί, ξεριζωμοί, κατοχή, σπαραγμός.

Διανοητικά ὅλοι καταλαβαίνουμε πως ἐκειπέρα ἐκτυλίχτηκε ἕνα δράμα. Καταλαβαίνουμε ὅμως γενικά καί ἀπό ἀπόσταση. Κάτι πού δέν σημαίνει ὅτι αἰσθανόμαστε ὡς μάρτυρες, στό πετσί μας, τά γεγονότα. Δέν ἔχουμε λ.χ. τή μνήμη τοῦ σωματικοῦ πόνου ἤ τή μνήμη ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ ξεριζωμοῦ ἤ τήν ἐμπειρία τῆς ἐπιστροφῆς στό πατρικό μας σπίτι πού κατοικεῖται τώρα ἀπό ξένους. Οὔτε μᾶς συμβαίνουν ἀπρόοπτα, ὅπως τό νά περνάει σέ εἰρηνικές μέρες ἕνα ἀερπλάνο χαμηλά, καί γιά μιά στιγμή νά σφίγγεται ἡ καρδιά σου ὅπως τότε πού ἀμολοῦσε τίς μπόμπες.

Λοιπόν, σκοπός τοῦ διηγηματογράφου εἶναι νά σπάσει τήν ἀπόσταση. Νά φέρει τόν ἀναγνώστη κοντά, πολύ κοντά, σέ ἀπευθείας ἐπαφή μέ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων πού παρουσιάζει. Ἔτσι δέν μιλάει γενικά, ἀποφεύγει κάθε νοητικό σχῆμα, καί μένει μέσα στά καθημερινά τεκμήρια τῆς προσφυγιᾶς. Κάποτε ἀπό δρόμους πού δέν τούς βάνει ὁ νοῦς. Ὅπως μέ τόν γεροδραγάτη, τόν ἄτεγκτο ἀγροφύλακα στά κατεχόμενα μιά φορά καί τώρα σ' ἕνα καλυβάκι στή Λευκωσία, πού κοίταζε μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά διώξει ἐκεῖνα τά κόκκινα σημάδια (τουκικές σημαῖες) ἀπό τόν Πεναταδάκτυλο. Ἕνα ἀπό τά καλύτερα διηγήματα τοῦ τόμου. Ἀλλά ἀντί νά συνεχίσω νά μιλάω ἐγώ προτιμῶ ΄νά ἀντιγράψω ἕνα σχετικά μικρό κείμενο τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ἐπιγραφεται «Ἡ κιθάρα»:

«Δέν ἤθελε νά ἐπισκεφθεῖ τό σπίτι του. Ἤθελε νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του. Καί γιά τόν μοναδικό αὐτόν λόγο δέν δοκίμασε ποτέ νά περάσει τά ὁδοφράγματα. Προτιμοῦσε νά ζεῖ μέ τήν εἰκόνα του χαραγμένη μέσα του, τήν ἄφθορη, τήν ἄχραντη, τήν ἁγνή εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ του, πού καμιά δύναμη δέν θά μποροῦσε νά χαλάσει. Ἡ συρρίκνωση πού ὑπέστη ὁ τόπος, οἱ δρόμοι πού εἶχαν γίνει στενότεροι, τά σπίτια καί οἱ πόρτες πού χαμήλωσαν ξαφνικά καί ἔπρεπε νά σκύψεις γιά νά μπεῖς, καί τόσες ἄλλες ἀλλαγές πού εἶχαν ἐπισημάνει ὅσοι πήγαιναν ἐκεῖ, δέν τόν ἄγγιζαν. Ὅταν γύριζαν ἀπό κεῖ οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς, τοῦ ἔφερναν φωτογραφίες, μά αὐτός ἀδιαφοροῦσε παντελῶς. Ξεκινοῦσαν νά τοῦ περιγράψουν τόν τόπο, κι αὐτός ἀπομακρυνόταν ἤ ἄκουγε ἀδιάφορα, λές καί ἦταν περιγραφή κάποιου ἄγνωστου τόπου ἀπό ἕναν μακρινό πλανήτη σέ κάποιον μακρινό γαλαξία.

Δέν συμμετεῖχε, ζοῦσε στό δικό του παραμύθι. Καί τά πάντα στό παραμύθι του εἶχαν ὄνομα: τό κάθε δέντρο, τό κάθε χωράφι, ὁ γιαλός, τά τζιτζίκια, τά σγαρτίλια, τό ποδήλατό του, ἡ σκυλίτσα τοο, ἡ μηχανή τοῦ νεροῦ. Ἀκόμα καί ἡ ἀγαπημένη τοῦ κιθάρα, δῶρο ἀπό τή μάνα του, πού τῆς ἔδωσε τιμητικά τ᾿ ὄνομά της.

Ὁ γιός του σεβάστηκε τήν ἐπιθυμία του καί ποτέ δέν τόν πίεσε νά τόν συνοδεύσει σέ ἕνα ταξίδι πού θά ἦταν τόσο ὀδυνηρό γι᾿ αὐτόν, μά μιά φωνή μέσα του τοῦ ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε νά γνωρίσει τόν τόπο πού γεννήθηκε ὁ πατέρας του καί νά τόν συνδέσει μέ τίς ἱστορίες πού τοῦ ἔλεγε κάθε φορά ὅταν τόν ρωτοῦσε.


Στό σπίτι τώρα ἔμεναν ἄλλοι ἄνθρωποι, ξένοι, πού τούς ἔφεραν ἐδῶ γιά νά ζήσουν σέ σπίτια ἀνθρώπων πού ἔδιωξαν μέ ἐκβιασμούς. Τό σπίτι δέν τούς ἀνήκει, κι οὔτε τούς κόφτει ἄν στούς τοίχους κρέμονται οἱ φωτογραφίες ἄλλων ἀνθρώπων. Ὑπάρχει δίκαιο; Ἀλλά ποιός ἐνδιαφέρεται πιά γιά τό δίκαιο.


Αὐτές καί ἄλλες πολλές σκέψεις περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό του, καθώς προχωροῦσσαν στόν στενό δρόμο. Ὁ θεῖος πού τόν συνόδευε εἶπε νά σταματήσουν. Τό διαισθάνθηκε κι ὁ ἴδιος ὅταν ἦταν κοντά. Κατέβηκαν ἀπό τό αὐτοκίνητο καί στάθηκαν μπροστά στό σπίτι. Ἀκριβῶς ὅπως τοῦ τό εἶχε περιγράψει ὁ πατέρας του. Ἡ μαυρομάτα ἔγινε πελώρια ὅπως καί ἡ ἀκακία κι ἡ ζαμπουκιά· τά κυπαρίσσια στή θέση τους· δέν ὑπῆρχαν ὅμως οἱ μουριές καί ἄλλα δέντρα. Βγῆκαν κάποιοι ἄνθρωποι ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ καί κοιτοῦσαν μέ ἀπορία στήν ἀρχή, μά γλήγορα κατάλαβαν γιά τί ἐπρόκειτο. Ἕνας γέρος κούνησε τά χέρια του καί ἀπό τίς κινήσεις του φαινόταν ὅτι δέν εἶχαν ἐχθρική διάθεση. Χαιρέτησε, μά δέν τούς ἔδωσε σημασία, προχώρησε ἀμέσως πρός τό παράθυρο. Τό δωμάτιο τοῦ πατέρα του κάτω ἀπό τή μαυρομάτα· τό σκαλιστό ἑρμάρι· ἡ φωτογραφία τῆς ἐκκλησιᾶς. Ἀπίστευτο! Ὅλα στή θέση τους, καί τό μόνο πράγμα πού φαινόταν ἀλλαγμένο ἦταν ἡ κουρτίνα. Καθώς τό βλέμμα του σάρωνε κάθε τετραγωνικό ἑκατοστό ἀπό τό χῶρο τοῦ δωματίου, καρφώθηκε ξαφνικά σέ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο· μεταξύ τοῦ τοίχου καί τοῦ ἑρμαριοῦ φαινόταν τό κεφαλάκι της καί ἕνα μέρος ἀπό τόν λαιμό της. Φώναξε αὐθόρμητα: «ἡ ἀγγελοῦ» κι ἔδειξε μέ τό χέρι πρός τό μέρος πού ἔβλεπε. Ἕνας μεσόκοπος Τοῦρκος πού εἶχε μπεῖ λίγο πρίν στό δωμάτιο, εἶδε τήν κίνηση καί, χαμογελώντας, ἔβαλε τό ἀριστερό του χέρι, ἔπιασε τήν κιθάρα, καί μέ τό δεξί πέρασε μιά φορά τά δάχτυλα πάνω ἀπό τίς χορδές. Αὐτό πού ἀκούστηκε ὅμως δέν ἦταν μουσικός ἦχος· ἀναστεναγμός ἤτανε καί παράπονο. «Ἡ κιθάρα τοῦ πατέρα μου» εἶπε δυνατά. Ἀμέτρητες ἦταν οἱ ἱστορίες πού εἶχε ἀκούσει γι᾿ αὐτήν τήν κιθάρα. Πρόσεξε στό σῶμα της τά ἀρχικά τοῦ πατέρα. Χαμογέλασε καί τά χέρια του κινήθηκαν μηχανικά μπροστά, σέ μιά κίνηση ὅπως ὅταν προσμένει κάποιος νά πάρει κάτι πού τοῦ προσφέρουν ἤ κάτι πού τοῦ ἀνήκει.


«Ἡ κιθάρα εἶναι δική μου τώρα!» ἀκούστηκε μέσα ἀπό τό δωμάτιο. Σάν ἀστροπελέκι ἔπεσε στό κεφάλι του αὐτό πού ἄκουσε, χάθηκε τό χαμόγελο ἀπό τά χείλη του καί πρίν ἀκόμα συνέλθει ἀπό τό ξάφνιασμα, ἦρθε ἕνα δεύτερο: ἡ «κουρτίνα» τραβήχτηκε γιά νά κλείσει καί στά ἔκπληκτα μάτια ξεδιπλώθηκε μιά ἑλληνική σημαία. Πάγωσε. Τή σημαία τήν εἶχαν κάνει κουρτίνα.

Συνῆλθε μόνο ἀπό τόν θόρυβο πού ἔκανε τό αὐτοκίνητό τους, καθώς ξεκινοῦσε. Ὁ θεῖος του ἦταν ἤδη μέσα καί τόν περίμενε. 

Στόν γυρισμό δέν εἶπε οὔτε μιά λέξη. Κοιτοῦσε ἀνέκφραστος, στό βάθος τοῦ δρόμου, χωρίς νά βλέπει τίποτε, σχεδόν χωρίς νά ἀναπνέει. Μέσα του ὅμως , στήν ὀθόνη τῆς ψυχῆς του, προβαλλόταν σάν κινηματογραφική ταινία ἡ ἱστορία τοῦ τόπου του. Ἔκανε σχέδια...»


Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Φυσορρόος», Βακχικόν, Ἀθήνα 2019, σ. 75, καί το διήγημα «Ἡ κιθάρα».


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ: Σπούδασε στην Αθήνα ιατρική και σκηνοθεσία κινηματογράφου.
Εργάστηκε ως νοσοκομειακός γιατρός και αργότερα ελεύθερος επαγγελματίας.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 από το περιοδικό Ηπειρωτική Εστία Ιωαννίνων.
Μέλος της εκδοτικής ομάδας στο περιοδικό Ενδοχώρα (1962-1967). Βασικός συνεργάτης στο περιοδικό Εκηβόλος. Κριτικός λογοτεχνίας στα περιοδικά Πλανόδον και Νέα Εστία.
Μέλος της κριτικής επιτροπής Λογοτεχνικῶν Βραβείων του περιοδικού Διαβάζω (2007-2008).
Συνεργάτης στις τρεις σειρές (Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία μας, Η παλαιότερη Πεζογραφία μας) των εκδόσεων Σοκόλη.
Συνεργασίες σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες. Συμμετοχή σε φιλολογικά συνέδρια, ημερίδες, στρογγυλά τραπέζια.


4 Απρ 2020

ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ;




ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ;
σαν χρονογράφημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 
Σε σημερινό άρθρο του, ο κ. Άριστος Μιχαηλίδης, Διευθυντής της εφημερίδας ο Φιλελεύθερος ενημερώνει τους αναγνώστες της εφημερίδας διερωτώμενος με έντονη ανησυχία αν τώρα με την διαμορφούμενη νέα τάξη πραγμάτων λόγω κωρονοϊού  ήρθε το τέλος της έντυπης δημοσιογραφίας. Όχι αν ΘΑ έρθει∙ ήρθε γράφει: η καταστροφή για τις εφημερίδες ήρθε και φοβάται πως αυτή η πραγματικότητα δεν έχει ελπίδα επιστροφής κι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση τότε το οριστικό τέλος θα είναι πάρα πολύ κοντά. Και πολύ σωστά επισημαίνει ότι ο κίνδυνος είναι τελικά κίνδυνος για τη δημοκρατία και τον έγκυρα ενημερωμένο πολίτη. Τέλος, καλεί την κυβέρνηση να πάρει διάφορα μέτρα όπως έχουν κάνει και άλλα κράτη ώστε να καλλιεργηθεί και η φιλαναγνωσία, πράγμα που θα ενίσχυε και την προσπάθεια που γίνεται για να κρατηθεί ο κόσμος όσο το δυνατόν πιο πολύ στο σπίτι.

Συμφωνώ με τον κ. Μιχαηλίδη. Είμαι κι εγώ παραδοσιακός αναγνώστης εφημερίδων και λυπούμαι πολύ γιατί είναι σωστές οι διαπιστώσεις του. Μου λείπει η χαρά της ανάγνωσης της εφημερίδας μου, συνήθεια που έχω από τα μαθητικά μου χρόνια. Θυμάμαι τον γραφικό εφημεριδοπώλη μου στο Βαρώσι, με την ειδικά διαμορφωμένη σκάρα τού ποδηλάτου του, στην οποία τοποθετούσε το δισάκι με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Έκανε την παρουσία του γνωστή στη γειτονιά με την εκφώνηση των κυριοτέρων ειδήσεων, «ο αθεόφοος επείραξεν την κοπελούα τζαι βάλαν τον φυλακήν» ή «ετέλειωσεν η δίκη, επέψαν τους τζαι τους δκυο στην κρεμμάλαν». Αργότερα, λίγο μετά την εισβολή, επειδή έμεινα για λίγο καιρό σε χωριό κοντά στη Λεμεσό, πάλι είχα έναν γραφικό εφημεριδοπώλη, αλλά αυτός είχε μικρό μοτοσακό με μια θαυμάσια δερμάτινη τσάντα δισάκι στην διαμορφωμένη πάλι σκάρα. Είχαν μια ξεχωριστή χάρη αυτοί οι άνθρωποι. Μας ήταν όλως διόλου συμπαθείς. Ακόμα και οι άνθρωποι που μοίραζαν στα σπίτια τα χρωματιστά διαφημιστικά φυλλάδια για τα προσεχή έργα στους κινηματογράφους είχαν την ιδιαίτερη χάρη τους. Αυτοί έρχονταν πεζή και σιωπηλοί και με μια αριστοτεχνική κίνηση έπαιρναν τα ανάλογα φυλλάδια, που κρατούσαν στο αριστερό τους χέρι, τα τύλιγαν χωνάκι και χωρίς να μπουν στο χώρο του σπιτιού τα κάρφωναν σαν σαΐτες κάτω από τις πόρτες. Το ίδιο έκαναν κι οι ποιητάρηδες στα πανηγύρια: ενόσω ήταν ανεβασμένοι κάπου για είναι λίγο πιο ψηλά από τον κόσμο γύρω τους και απάγγελλαν τα ποιήματά τους, με αριστοτεχνική κίνηση έπαιρναν τρεις τέσσερις φυλλάδες που περιείχαν το κύριο ποίημά τους και τα τελευταία σουξέ τραγούδια και τα έδιναν σε απλωμένα χέρια που κρατούσαν έτοιμο το σελίνι αντίτιμο. Ο κόσμος αυτός έχει οριστικά εκλείψει προ πολλού.  
                       
Δεν γνωρίζω πια μέτρα θα ληφθούν για να δώσουν στις εφημερίδες παράταση ζωής, δεν γνωρίζω πόσο θα κρατήσουν τα μέτρα κατά του κωρονοϊού ένα όμως είναι το σίγουρο, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, και αυτό δεν μπορεί να γίνει γρηγορότερα από τουλάχιστον έναν χρόνο, τα πάντα θα έχουν αλλάξει. Ο κόσμος έτσι κι αλλιώς συνεχώς αλλάζει∙ απλώς κάποια γεγονότα επιταχύνουν την αλλαγή. Για την ώρα όμως, πολύ θα χαιρόμουν αν ξανάρχιζε η διανομή εφημερίδων στο σπίτι. Η τεχνολογία καλπάζει. Κανένας δεν θα γελάσει αν του έλεγα πώς κάθε πρωί βρίσκω την εφημερίδα μου: ένα drone εφοδιασμένο με τις ακριβείς συντεταγμένες ή καθοδηγούμενο από κάποιον στο αυτοκίνητό του, κάθε πρωί αφήνει την εφημερίδα στο μπαλκόνι μου, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Λευκωσία. Αλλά και χωρίς drone πάλι θα ήμουν ευχαριστημένος αν με κάποιο τρόπο η εφημερίδα βρισκόταν στα χέρια μου.

Θα ήθελα να προτείνω και κάτι άλλο: επειδή η οικονομική κρίση έπληξε και τους λογοτέχνες, αφού οι εκδοτικοί οίκοι αρνούνται ακόμα ή το κάνουν πολύ επιλεκτικά, να εκδίδουν πια βιβλία, δεν θα ήταν άσχημα οι εφημερίδες, για όσο καιρό θα εκδίδονται για να συμβάλουν κι αυτές στην προσπάθεια να μένει απασχολημένος ο κόσμος στο σπίτι του, που είναι το μοναδικό ασφαλέστατο φάρμακο κατά του κωρονοϊούνα διαθέτουν λίγες σελίδες τους για τη δημοσίευση διηγημάτων, όχι κατ’ ανάγκη για την πανδημία, ώστε οι αναγνώστες να βρίσκουν μια ευχάριστη απασχόληση, με γλώσσα ευχάριστη και διαφορετική από την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών. Θα διαφωνήσουν, βέβαια, τα οικονομικά επιτελεία των εφημερίδων, όπως πάντα. Ίσως όμως, αυτό θα έσωζε τις εφημερίδες: διανομή κατ’οίκον και ποιοτική αναβάθμιση της ύλης. Θα έσωζε κι εμάς γιατί θα μέναμε σπίτι!