26 Οκτ 2021

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟ

 


 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟ

[Αλήθεια, 25 Οκτωβρίου 2021, σ.17]

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι λογοτέχνης. Μυαλό πυ­ρετώδες. Ψυχή φλογισμένη, Καρδιά φιλόξενη ‒σαν την Καρπασία. Με τη γραφή του, αλλά και με τη ζωή του, αντιστέκεται στην πνευματική απονέκρωση, στην κοινωνική αταραξία, στον εθνικό Μιθριδατισμό, Οι λέξεις και οι στίχοι του ξεκλειδώνουν, ή προ­σπαθούν έστω να ξεκλειδώσουν, τις πόρτες της αφύπνισης. Κακά τα ψέ­ματα: είμαστε ένας λαός παραδομένος στην τρυφηλότητα, υποταγμένος στον υλισμό, φυλακισμένος στη δημοσιό­τητα. Ξέρουμε ποιος βλάκας κέρδισε το Survivor, αλλά δεν ξέρουμε ποιος Έλληνας κέρδισε το Νόμπελ Λογοτε­χνίας. Περνάμε απέναντι, στα βουρ­κωμένα κατεχόμενα, γιατί θα αγορά­σουμε φτηνότερα φάρμακα, φτηνό­τερα μπλουζάκια, φτηνότερα καύσιμα. Δεν θα γράψω περισσότερα, όχι μόνο επειδή ο πλατειασμός είναι επικίνδυ­νος, αλλά και γιατί τα λέει τόσο μεστά, τόσο φιλοσοφημένα, μα και τόσο αν­θρώπινα, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ ώστε οποιαδήποτε περαιτέρω προσθήκη θα αποτελούσε περιττολογία. Από τα έργα του, πάντως, επι­τρέψτε μου να σας συστήσω τη συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του Δραγουμάνου". Θα σας καταπλήξει με την αλήθεια και την αμεσότητά της. 

Α.Κ: Πώς θα ήταν ο κόσμος γενικώς χωρίς τη λογοτεχνία;

Ν.Ν-Χ: Πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια, ένα πρωτόγονο ανθρωποειδές, στην καθημερινή του περιδιάβαση για αναζήτηση τροφής, παρατηρούσε τα κοχύλια, τα όστρακα και κάθε τι που είχε παράξενο σχήμα, ιδιάζουσα επιφάνεια και πρωτόγνωρο χρώμα. Τα έπαιρνε στο χέρι του, τα παρατηρούσε με μεγάλη περιέργεια και κάποτε τα κουβαλούσε στη σπηλιά του. Κάθε μέρα τα περιεργαζόταν, άπλωνε τα χέρια δείχνοντάς τα στους αδιάφορους συγκατοίκους του, μα κάποια μέρα, μετά από πολύν καιρό, τα έβαλε στη σειρά και με πολλές προσπάθειες βρήκε τρόπο και τα κρέμασε στον λαιμό του. Τότε μια παράξενη χαρά τον πλημμύρισε. Ένα ψέλλισμα ευχαρίστησης βγήκε από τα σωθικά του, καθώς στα χείλη του χαρασσόταν ένα χαμόγελο. Κάτι είχε αλλάξει: από τροφοσυλλέκτης κι ύστερα κυνηγός έγινε και κυνηγός της ομορφιάς… έγινε άνθρωπος… και τότε, κάθε πράγμα, κάθε σχήμα, κάθε χρώμα αποκτούσε πια το όνομά του και όπως είπε ο Σεφέρης στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα∙ είναι νομίζω και η πιο μεγάλη χαρά του. Έτσι γεννήθηκε η λογοτεχνία. Και από τότε, ο άνθρωπος κονταροχτυπιέται όχι μόνο για την εξασφάλιση της τροφής του, αλλά κονταροχτυπιέται και με τον ίδιο τον εαυτό του ακόμα∙ κονταροχτυπιέται για ό,τι τον ανεβάζει. Χωρίς τη λογοτεχνία, λοιπόν, ο κόσμος απλώς θα αποτελείτο μόνο από ανθρωποειδή.

Και ο δικός σου κόσμος; 

Όταν γράφω κι όταν διαβάζω λογοτεχνία πετώ. Με πλημμυρίζει εκείνη η παράξενη χαρά, που ένιωσε το ανθρωποειδές. Κάποτε, στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού μας διάβασε η δασκάλα το γνωστό ποίημα Αεροπόρος θα γινώ / στη γη να μην αγγίζω / να’ μαι ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα να σχίζω κτλ. Με ενθουσίασε αυτό το ποίημα, πλημμύρισα με χαρά και το αποστήθισα αμέσως. Γράφτηκε μέσα μου όπως το είπε η δασκάλα και μόλις σχολάσαμε έτρεξα με λαχτάρα στο σπίτι, ανέβηκα σε έναν ψηλό τοίχο στην αυλή και άρχισα με αγαλλίαση να το απαγγέλλω δυνατά. Ευτυχώς πρόλαβε ο πατέρας και με άρπαξε. Θα πετούσα σαν αητός ή σαν χελιδόνι! 

Από πού αντλείς, συνήθως, τις εμπνεύσεις σου;

Γράφω διηγήματα ή ποίηση για τον γενέθλιο τόπο μου, όπου πολύ συχνά κάνω βουτιές στην παιδική μου ηλικία, αλλά πιο γενικά γράφω για την πατρίδα μας και τη θάλασσά που την περιβάλλει. Περιγράφω, με τη δική μου οπτική γωνία, τις πιο όμορφες εικόνες που είδαν τα μάτια μου σε τούτο τον πανέμορφο τόπο. Γράφω όμως και για τα πράγματα που μας πλήγωσαν βαθιά. Τη δεύτερη μεγάλη συμφορά που έπληξε τον ελληνισμό, δηλαδή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 74. Γράφω για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του. Γράφω για το άδικο και την οδύνη της απώλειας. Γράφω για να «σώσω» τον τόπο μου.

Ως προς το Κυπριακό, ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι, από τον Σεπτέμβριο κιόλας του ’74, έπρεπε “να σώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί”. Πώς θα με αντικρούσεις; 

Το ’74 είναι συμφορά που πλήγωσε τον τόπο πολύ βαθιά. Μια μεγάλη προδοσία. Μια πισώπλατη μαχαιριά στο πολύπαθο σώμα της πατρίδας, που παραμένει ακόμα ανεπούλωτη. Χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και φεύγουν από τη ζωή με την πίκρα αυτής της απώλειας. Η προσπάθεια «να σωθεί ό,τι μπορεί να σωθεί» με όποια μέσα έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται αυτονόητη. Κρύβει όμως και κινδύνους. Αν ένας τρόπος «να σωθούμε» είναι να αποδεχτούμε ότι τα σπίτια και οι περιουσίες μας που χάσαμε στον πόλεμο είναι οριστική απώλεια, τότε διαπράττουμε μέγα σφάλμα, γιατί απλούστατα δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα έναντι των προγόνων μας που έζησαν σε τούτο τον τόπο για τρεις χιλιάδες χρόνια. Αν ένας άλλος τρόπος «να σωθούμε» είναι τα διάφορα διχοτομικά σχέδια που μας παρουσιάζουν, τότε διαπράττουμε ακόμα μεγαλύτερο σφάλμα. Είναι παράδοση άνευ όρων, με μηδενική προοπτική για το μέλλον μας ως ελληνισμός.

Ανεξαρτήτως τούτου, δεν φοβάσαι πως, εδώ που φτάσανε τα πράγματα, εγκυμονεί ο κίνδυνος να τα χάσουμε όλα;

Βεβαίως και φοβάμαι. Και πολύ λυπούμαι γιατί ο κίνδυνος προέρχεται από διάφορες άλλες, κυρίως, καταστάσεις, που συμβαίνουν στον τόπο, μεγαλώνουν τον φόβο μας και όχι από την αποδοχή ή μη, μιας όποιας λύσης. Μιλώ για τη διαφθορά, που έχει απλώσει τα πλοκάμια της παντού, και δυστυχώς προέρχεται από τους ανθρώπους, που μέλημά τους έπρεπε να ήταν η σωτηρία του τόπου, η άριστη λειτουργία του κράτους και όχι η δίψα του χρυσαφιού. Μιλώ για το ρουσφέτι, για την Παιδεία, που έχει πάρει τον κατήφορο και την εκπαίδευση την αγραμματοσύνη, καλύτερα. Παρακολουθήστε πως μιλούν κάποιοι δημοσιογράφοι. Είδατε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στα ελληνικά; Και δεν φταίνε τα παιδιά. Μιλώ για την ανικανότητα των κομμάτων, για τον διχασμό, για την κούραση του κόσμου, που, έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία. Πέστε μου κάτι, που συνέβηκε στην πατρίδα τα τελευταία χρόνια και μας έκανε να χαρούμε.

Τι είναι για σένα η πατρίδα, είναι γεωγραφική ή συναισθηματική έννοια;

Πατρίδα, για μένα, είναι ο τόπος που γεννήθηκα, ο τόπος που γεννήθηκε ο πατέρας μου, οι πρόγονοί μου και έχει ουρανό του τη γλώσσα. Είναι ο τόπος που στεκόμαστε, δημιουργούμε και ανεβάζουμε τον άνθρωπο. Γι αυτό πρέπει να πολεμούμε για την πατρίδα. Να δίνουμε και τη ζωή μας ακόμα, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι μέσα στους αιώνες που πέρασαν.  

Εάν μπορούσαμε, εμείς οι δυο, να πάμε στα κατεχόμενα, δίχως να δείξουμε στον κατακτητή έγγραφα, σε ποιο μέρος θα με ξεναγούσες αρχικά;

Δεν μπόρεσα να πάω εκεί και μάλλον δεν θα πάω ποτέ και ο λόγος είναι απλός. Δεν θέλω να επισκεφτώ το σπίτι μου. Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου. Τι έννοια θα έχει να σας ξεναγήσω εκεί, αφού ούτε η πρόσχαρη μάνα μου θα μας προϋπαντήσει τρέχοντας για να μας φιλοξενήσει, ούτε ο πατέρας μου με το αιώνιο χαμόγελό του θα φιλοσοφήσει μαζί μας. Έφυγαν κι οι δυο με την πίκρα της απώλειας, την πίκρα της εξορίας –ο πατέρας, μάλιστα, είχε υποστεί και φρικτά βασανιστήρια από τους βάναυσους Αττίλες, γράφοντας έτσι τις δικές του σελίδες στην ιστορία του τόπου.

Η Ιστορία είναι αντικειμενική ή υποκειμενική; Υπάρχει κάποια ιστορική περίοδος της ανθρωπότητας η οποία σε συγκινεί ιδιαίτερα;

Η ιστορία γράφεται από πολλούς, παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων ή σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή. Με την οπτική γωνία του νικητή ή του ηττημένου. Με σκοπιμότητες ή με συμφέροντα. Θα θυμηθώ τον Δάσκαλό μου, τον Θεοδόση Νικολάου, που έγραψε ένα σπουδαίο ποίημα, για το θέμα που μιλάμε. Θα αναφέρω μόνο κάποιους στίχους γραμμένους υπό μορφή πεζού: «Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η ιστορία, μα η ιστορία είναι απασχολημένη τριγυρίζοντας μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους που ανοίγει η άβυσσος του νου. Τα βήματά της συγχύζονται σε δρόμους, που πήρε παραπλανημένη από οδόσημα, που δεν οδηγούν πουθενά. Κι όταν έρθει η ώρα να μιλήσει, μιλά με γενικότητες και η λεπτομέρεια μηδενίζεται. Κι όταν έρθει η ώρα να μιλήσει, εμείς δεν είμαστε εκεί για ν’ακούσουμε. Κι αυτοί που ακούν δεν ενδιαφέρονται», π.χ. ποιος ενδιαφέρεται τώρα για τη μάχη του Ματζικέρτ. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου απαντώ θετικά. Η περίοδος της ελληνικής επανάστασης του 1821 με συγκινεί ιδιαίτερα. Με την ευκαιρία των διακοσίων χρόνων από την έναρξή της, έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία. Εκτός από τα απομνημονεύματα των ηρώων, την ιστορία του Γόρδωνος, διαβάσαμε και τα ημερολόγια του φιλέλληνα Σάμιουελ Χάου ο οποίος έδωσε μια καταπληκτική και πολύ ζωντανή εικόνα της καθημερινής ζωής, αλλά και της πολεμικής ατμόσφαιρας. Ζεις στο ’21 διαβάζοντάς τα.

Ποια είναι, κατά την άποψή σου, η σπουδαιότερη ανθρώπινη αρετή;

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να απαντήσω, υπάρχουν τόσες πολλές αρετές, αλλά η δικαιοσύνη, είναι κάτι που τοποθετώ πολύ ψηλά, κρίνοντας από τις πράξεις των γονιών μου. Αλλά και η ενσυναίσθηση, δηλαδή η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση και η κατανόηση ενός άλλου ατόμου, χρειάζεται πολύ μόχθο για να κατακτηθεί. Ωστόσο νομίζω, είναι καλύτερα να μιλούμε γενικά για την αρετή, την έφεση, δηλαδή, προς το καλό. Ο Αριστοτέλης έχει γράψει και έναν ύμνο προς την Αρετή,  δυστυχώς όμως, σώζονται μόνο ένας δυο στίχοι: Αρετά πολύμοχθη γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω. Δηλαδή, Η Αρετή, που θέλει πολύ κόπο, από το θνητό γένος των ανθρώπων, για να αποκτηθεί, είναι το καλύτερο θήρευμα που μπορεί κάποιος να θέσει ως στόχο της ζωής του. Αυτό το μότο διάλεξα να έχω στις ιστοσελίδες μου, για να μη το ξεχνώ, κυρίως, εγώ.    

 

 

23 Οκτ 2021

ΕΝΑ ΓΕΝΝΑΙΟ ΚΥΠΡΙΟΠΟΥΛΟ ΤΟΥ '21


 

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

 ΕΝΑ ΓΕΝΝΑΙΟ ΚΥΠΡΙΟΠΟΥΛΟ ΤΟΥ ’21

[Αφιερωματικός τόμος για τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Ταμασού και Ορεινής, Λευκωσία 2021, σελ. 147-162]

Η Κύπρος ήταν παρούσα σε όλους τους αγώνες που έδωσε η Ελλάδα για την ελευθερία της, παρόλο που τη συμμετοχή της αυτή την πλήρωνε πάντα πολύ ακριβά∙ αυτό έδειξε η ιστορική έρευνα. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, αποκεφαλίστηκαν τρεις Επίσκοποι και σφαγιάστηκαν εκατοντάδες προεστοί του τόπου. Παράλληλα όμως, πολλές εκατοντάδες Κύπριοι έφυγαν για την Ελλάδα και πολεμούσαν στο πλευρό των συνελλήνων για λευτεριά από τον τουρκικό ζυγό, και πολλοί από αυτούς έδωσαν, τελικά, και τη ζωή τους ακόμα, μένοντας για πάντα θαμμένοι στα ιερά της χώματα.     

Στα απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, αναφέρεται δύο φορές σε έναν γενναίο Κύπριο στρατιώτη του. Την πρώτη φορά, όταν του είχε αναθέσει μια επικίνδυνη αποστολή στο Νιόκαστρο της Πυλίας, αποστολή την οποία ολοκλήρωσε επιτυχώς, και τη δεύτερη φορά, στη διήγησή του για τη Μάχη των Μύλων, όπου αναφέρεται στο γεγονός ότι ο γενναίος στρατιώτης του, ο Μιχάλης, τραυματίστηκε βαριά στη μάχη κι ύστερα πέθανε. Ας δούμε όμως, πώς εξελίχτηκαν τα γεγονότα στις δύο περιπτώσεις.

Η Επανάσταση για μια τριετία, από το 1823 μέχρι το 1825, κινδύνευσε να οδηγηθεί σε διάλυση λόγω της συνεχιζόμενης εμφύλιας διένεξης μεταξύ των Ελλήνων. Οι μάχες εναντίον των Τούρκων χάνονταν η μια μετά την άλλη και οι στρατιωτικές επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο τον έδειχναν αήττητο και, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, «έκανε την Πελοπόννησο γης μαδιάμ».

Ο Μακρυγιάννης ενώ βρισκόταν στην Αρκαδία έμαθε ότι ο Ιμπραήμ πλησίασε στο Νιόκαστρο και απειλούσε να το καταλάβει. Παρόλο που μπορούσε να ενισχυθεί η περιοχή με πολυάριθμο στράτευμα, η εμφύλια διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων ακύρωνε κάθε προσπάθεια για να δοθεί βοήθεια. Ο ίδιος όμως, αποφασίζει, να ανταποκριθεί θετικά σε πρόσκληση για βοήθεια. Ήταν περί τα μέσα Μαρτίου του 1825. Στέλνει μήνυμα στους πολιορκημένους να κρατήσουν μέχρι να φτάσει εκεί, και αφού μάζεψε μόνον αυτούς που ήθελαν να πολεμήσουν, τους οδήγησε στην εκκλησία, μετάλαβαν και ξεκίνησαν. Έφτασαν ξημερώματα και ταμπουρώθηκαν στη μεριά της Σφακτηρίας. Σε μάχη που ακολούθησε, αντιμετώπισαν τους Τούρκους πεζούς και ιππικό με επιτυχία, σκοτώνοντας εβδομήντα από αυτούς. Το Μεγάλο Σάββατο, με μόνον εκατόν δεκαέξι από τους διακόσιους πολεμιστές του, μπαίνει στο Νιόκαστρο. Τη Δευτέρα της Λαμπρής, σε μάχη, τους κατατροπώνει σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους και ο ίδιος τραυματίζεται.

Ο Ιμπραήμ αρχίζει τότε την επίθεσή του όχι μόνο με τα κανόνια των 130 καραβιών που έφτασαν εκεί αλλά και με τα ελληνικά κανόνια της Σφακτηρίας, την οποία είχε καταλάβει, σκορπώντας παντού τον όλεθρο. Το κάστρο δεχόταν συνεχώς κανονιοβολισμούς, και πολύ γρήγορα φάνηκε πως δεν θα άντεχε. Δεν είχαν ούτε νερό και βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Άρχισαν τότε οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μακρυγιάννη και του Ιμπραήμ για την παράδοση του κάστρου. Ένας από τους όρους της συμφωνίας ήταν και η παράδοση ολόκληρου του οπλισμού των Ελλήνων[1]. Ο Μακρυγιάννης προσπαθούσε να βρει τρόπο να αναχωρήσουν με ευρωπαϊκά και όχι με τούρκικα καράβια, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στους Τούρκους. Γνώριζε ότι στο λιμάνι υπήρχε ένα ευρωπαϊκό καράβι. Να πώς περιγράφει τη συνέχεια[2]:

Το βράδυ είχε έρθει μια φεργάδα αγγλική και τα τούρκικα καράβια την είχαν στην μέση να μην ανταποκρινόμαστε εμείς μ’ αυτείνη∙ φοβόνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής[3]. Τον πήραν χαμπέρι τα τούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα∙ και τόπεσαν τα γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα∙ και μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βήκε το νερό∙ και τόβαλαν σπίρτα κι αναστήθη. Και είπε των Άγγλων τον χαμόν των γραμμάτων, οπού του είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραΐμη. Και τον πήρε η φεργάδα και πήγαν εις την Ζάκυνθον και είπαν αυτά του ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι[4]

 …Κι άρχισαν να βαρκαρίσουν τους δικούς μας εις τα ξένα καράβια, οπού ’χαμεν συνφωνήσει να μπούνε οι άνθρωποι. Τότε βήκαν κι από το αγγλικόν οπού ’ρθε από την Ζάκυνθο μ’ εκείνον οπού στείλαμε της πλεγής. Τους ρώτησε ο Μπραΐμης. Του είπανε∙ «Στελμένοι είμαστε από τον ναύαρχον να ιδούμεν αν θα σταθείς με τους Έλληνες σ’ όσες συνφωνίες κάμετε. Τότε αποβαρκαριστήκαμε[5]∙ αλλού στερνά πέρασα εγώ μ’ όσους άλλους είχαμεν τ’ άρματα οπού μας χάρισε. Ευκήθηκα του Μπραΐμη δια την παραλαβήν του κάστρου∙ μπήκα μέσα εις το καράβι∙ ήταν τρία, αγγλικόν, γαλλικόν κι αουστριακόν. Εγώ μπήκα εις το καράβι το αγγλικόν. Πήγαμεν εις Καλαμάτα… <αργότερα> εις την Τροπολιτσά… εις τ’ Ανάπλι…

Πριν προχωρήσουμε στη δεύτερη αναφορά του Μακρυγιάννη, αξίζει να επισημάνουμε ότι το κυπριόπουλο, με την πράξη του, έσωσε[6] από σίγουρο θάνατο τους άνδρες του Μακρυγιάννη∙ δεν υπήρχε περίπτωση να κρατηθεί το «σάπιον» κάστρο, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μακρυγιάννης. Η τόλμη του Μιχάλη να κολυμπήσει όλο το βράδυ στα παγωμένα νερά του Ναβαρίνου, για να μεταφέρει στην αγγλική φρεγάδα το μήνυμα του Μακρυγιάννη, δείχνει τη γενναιότητά του, αλλά και το γεγονός ότι κολύμπησε τόσες ώρες και ξέφευγε οληνύχτα από τους Αιγυπτίους, οι οποίοι τον είχαν επισημάνει και τον πυροβολούσαν, είναι μια ένδειξη ότι ήταν δεινός κολυμβητής, αλλά συνάμα και μια ένδειξη ότι στο μέρος της Κύπρου απ’ όπου καταγόταν γνώριζαν από θάλασσα. Πιθανόν να γνώριζε και αγγλικά, («είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου») αν και τα ξένα καράβια σίγουρα θα είχαν διερμηνείς. Αργότερα ο Μακρυγιάννης μας πληροφορεί ότι ο καπετάνιος του συγκεκριμένου αγγλικού γνώριζε ελληνικά. Δεν γνωρίζουμε κανένα άλλο στοιχείο για την ταυτότητά του, πέρα από το όνοματεπώνυμό του, το οποίο αναφέρει ο Μακρυγιάννης. Και, βέβαια, το επώνυμο Κυπραίος / Κύπριος / Κυπριώτης το έφεραν πάρα πολλοί Κύπριοι αγωνιστές, αντί του πραγματικού τους επωνύμου, ίσως για να μη θέτουν σε κίνδυνο τους συγγενείς τους στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο. Όπως θα δούμε αργότερα, είχε έναν αδελφό αγωνιστή κι αυτόν στην επανάσταση. 

Μετά την παράδοση του Νιόκαστρου, ο Μιχάλης ακολουθεί πάλι, ως απλός στρατιώτης, τον Μακρυγιάννη και φτάνουν μαζί με τ’ άλλα παλληκάρια του στο Ναύπλιο. Πολύ σύντομα θα μετακινηθούν στους Μύλους, ένα μικρό χωριό 30 σπιτιών, κοντά στο Ναύπλιο, με τη λίμνη του τη Λέρνη, το νερό της οποίας κινεί τους αλευρόμυλους. Το μέρος είναι πολύ σημαντικό γιατί εκεί υπάρχουν αποθέματα σιτηρών και αλεύρου σε μεγάλες ποσότητες. Ενόσω ο Ιμπραήμ βρίσκεται στο εσωτερικό, προς την Τριπολιτσά, ο Μακρυγιάννης φτιάχνει οχυρώσεις και επιδιορθώνει τους δύο πύργους, γιατί υπολογίζει πως εκεί σύντομα θα τον αντιμετωπίσει. Ενδυναμώνει συνεχώς τη θέση του γιατί πιστεύει πως αν πέσουν οι Μύλοι σίγουρα θα χαθεί και το Ναύπλιο.

Στους Μύλους άρχισαν να έρχονται ενισχύσεις από τον Χατζημιχάλη, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τον Δημήτριο Υψηλάντη. Τον επισκέπτεται κι ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ, ο οποίος του δηλώνει ότι δεν θα πολεμήσει τον Ιμπραήμ, και στην παρατήρησή του ότι οι θέσεις τους είναι αδύνατες ο Μακρυγιάννης του απάντησε: …είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει∙ και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπον ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε∙ τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδίζουν. Η θέση οπού είμαστε εδώ είναι τοιούτη∙ και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. «Τρε μπιέν», λέγει κι αναχώρησεν ο ναύαρχος.   

Κατά το δειλινό έρχονται κι άλλες ενισχύσεις με τον Χατζηστεφανή. Οι άνδρες του Μακρυγιάννη φύλαξαν καραούλι μέχρι τα μεσάνυχτα και μετά ανέλαβαν άλλοι, οι οποίοι όμως εγκατέλειψαν τις θέσεις σκοπιάς και κοιμήθηκαν. Ο Μακρυγιάννης, συνεχώς ανήσυχος, «βλέπει κι ακούει» στον ύπνο του κάποιον να του φωνάζει «σήκου». Πετάγεται πάνω και όταν κοιτάζει από το παράθυρο διαπιστώνει πως ο τόπος γέμισε Τούρκους οι οποίοι κατέλαβαν το μέρος του περιβολιού που είναι οι δύο πύργοι. Τότε, παίρνει πενήντα παλληκάρια και τους οδηγεί στα νώτα των Τούρκων περνώντας μέσα από τον διπλανό μύλο και μέσα από μεγάλα χόρτα στα τείχη που συγκρατούν το νερό. Τους αιφνιδιάζει και τους διώχνει από το περιβόλι σκοτώνοντας αρκετούς. Αυτοί αποσύρθηκαν περιμένοντας να φτάσει ο Ιμπραήμ, που πράγματι έφτασε με πεζικό και ιππικό και κατέλαβε το παλαιόκαστρο στη ράχη των Μύλων.

Είναι 13 Ιουνίου 1825, μεσημέριασε πια, είναι «κάψη», δηλαδή καύσωνας, και οι Τούρκοι περιμένουν να δροσίσει λίγο για ν’ αρχίσουν την επίθεση. Εν τω μεταξύ ήρθαν δύο ελληνικά καράβια κι έφεραν Κρητικούς. Οι αρχηγοί συμφώνησαν σε ποιο μέρος θα πολεμήσει ο καθένας, διώχτηκαν σκόπιμα τα καράβια και περίμεναν. Όταν δρόσισε, ο Μακρυγιάννης με μερικούς από τους ανθρώπους του ξεκίνησε το τουφεκίδι ξεκινώντας τη μάχη. Ο Ιμπραήμ τότε κινήθηκε και κατέλαβε το περιβόλι με τους πύργους με πρόθεση να προχωρήσει προς το μέτωπο της θάλασσας. Οι Έλληνες όμως, συντονισμένα, αντεπιτέθηκαν και τους απώθησαν για δεύτερη φορά. Ο Ιμπραήμ, που έβλεπε με κιάλια, έστειλε κι άλλους στρατιώτες, με αποτέλεσμα να επιτεθούν ξανά κι αυτοί. Σ’αυτή την φάση της μάχης ο Μακρυγιάννης έχασε ένα από τα καλύτερά του παλληκάρια, τον Κατσούγια (άλλοι τον αναφέρουν ως Κατσούδα). Με τη βοήθεια του Γκούρα πήραν τον νεκρό και τον μετέφεραν στα μετόπισθεν, στο πόστο τους. Εκεί κοντά είναι θαμμένος ο γενναίος πατριώτης.

Οι Γάλλοι, που έβλεπαν τη μάχη από τη φρεγάδα τους, ενθουσιάστηκαν και τους πήγαν μια κασέλα ρούμι γιατί ήθελαν να τους βοηθήσουν…

 …τους βάλαμε <τους Γάλλους> στην κούλια <πύργο>. Μοίρασα το ρούμι των ανθρώπων δια να ιδεί κι ο ναύαρχος με τους φίλους του τον πόλεμον. Τότε κάνομε και τρίτο γιρούσι και τους δώσαμεν έναν σκοτωμόν καλόν∙ οι γενναίοι Κρητικοί και οι Ψαριανοί με τα μίστικα –χάριτες χρωστάγει η πατρίδα σ’ αυτούς τους γενναίους ανθρώπους και καλούς πατριώτες. Τότε, εκεί οπού ριχτήκαμεν στο γιρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, οπού ’στειλα της πλεγής και πήγε εις την αγγλική φεργάδα, όταν κιντυνεύαμε εις το Νιόκαστρο[7].  

Στη συνέχεια, ήρθαν λίγες ακόμα ενισχύσεις από το Ναύπλιο, γινόταν συντονισμένα η επίθεση, αλλά πληγώθηκε κι ο Μακρυγιάννης στο δεξί του χέρι με βόλι από μουσκέτο. Η μάχη τελείωσε σε λίγο και τον μετέφεραν με μια φελούκα στη γαλλική φρεγάδα, όπου τον περιποιήθηκαν οι γιατροί και κατά το σούρουπο τον πήγαν στο Ναύπλιο. Ο Ιμπραήμ έφυγε ηττημένος. Η Μάχη των Μύλων[8] υπήρξε πολύ σημαντική, γιατί έδειξε ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν ανίκητος και η μάχη αυτή είχε θετική επίδραση στην εξέλιξη της Επανάστασης.

Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι ο Σκωτσέζος Thomas Gordon, ήταν από τους πρώτους Φιλέλληνες, που πήγαν εθελοντικά το 1821 στην Ελλάδα για να βοηθήσουν την Επανάσταση και έμεινε για μερικούς μήνες. Έναν χρόνο μετά τη μάχη των Μύλων, τον Μάιο του 1826, μετά από πέντε χρόνια δηλαδή, επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα, και συναντήθηκε με τον Μακρυγιάννη, ο οποίος μάλιστα τον πρότεινε στην Κυβέρνηση για να αναλάβει τη στρατιωτική αρχηγία, εισήγηση που εισακούστηκε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, πήρε πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες, και φυσικά από τον ίδιο τον Μακρυγιάννη για τη μάχη των Μύλων και άλλες μάχες και γεγονότα. Το αρχείο του δωρήθηκε αργότερα από τους απογόνους του στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen, στη Σκωτία. Το τμήμα για την Ελληνική Επανάσταση περιέχει 800 αντικείμενα όπως έγγραφα, επιστολές, χάρτες, σχεδιαγράμματα, περιγραφές, συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες των μαχών κτλ., και ίσως να κρύβονται εκεί, κάποιες ακόμα πληροφορίες για τον ηρωικό Κύπριο. Το έργο του για την Επανάσταση το εξέδωσε, σχετικά νωρίς, το 1832 σε δύο τόμους, ενώ ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του στις αρχές του 1829, αλλά εκδόθηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη το 1909.

Στη συνέχεια δίνουμε τα σχετικά με τον Κύπριο στρατιώτη αποσπάσματα και από το βιβλίο του Gordon[9]:

 Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ένας Κύπριος στρατιώτης κολύμπησε με τόλμη μέσα από τα πυρά των Αιγυπτίων, προς μια αγγλική φρεγάδα που διακρινόταν στη θάλασσα, έχοντας μαζί του μια επιστολή που ζητούσε την παρουσία και την παρέμβαση κάποιων ευρωπαϊκών πολεμικών πλοίων∙ και ως συνέπεια αυτού του αιτήματος, μια γαλλική σκούνα, η Αμαράνθη, και μια αυστριακή σκούνα, η Αρέθουσα, έφτασαν στο Ναβαρίνο. Στις 23,  σαράντα Μουσουλμάνοι έλαβαν θέσεις με οπλισμό, και οι Έλληνες ξεκίνησαν την εκκένωσή τους. Αλλά όταν 200 από αυτούς μπήκαν στη σειρά για να αποσυρθούν πριν τα τάγματα του Πασά συνταχθούν σε θέσεις μάχης, προέκυψε ένας συναγερμός για μπαμπεσιά, έκλεισαν τις πύλες και απειλούσαν τη ζωή των Τούρκων οι οποίοι μπήκαν στον χώρο. Ωστόσο, οι Γάλλοι και Αυστριακοί καπετάνιοι, πάτησαν στην ξηρά με τον Κύπριο στρατιώτη, για τη μοίρα του οποίου οι σύντροφοί του μέχρι στιγμής δεν γνώριζαν τίποτε, όλα διευθετήθηκαν, και οι πολιορκημένοι, με τις αποσκευές τους, αποβιβάστηκαν στην Καλαμάτα…

Ο Μακρυγιάννης, εκτός από τα απομνημονεύματά του, και άλλα κείμενα, μας άφησε ένα ακόμα μεγάλο μνημείο: τις πέντε σειρές με τις ζωγραφιές του Παναγιώτη Ζωγράφου και των δύο παιδιών του για το «Μέρος των πολέμων της Ελλάδος, σχεδιασθέντων κατά στοχασμόν, υπαγόρευσιν και δι’ ιδίων εξόδων του Συνταγματάρχου Μακρυγιάννη προς ευχαρίστησιν των Ελλήνων και ευεργετών μας Φιλελλήνων». Επειδή γνώριζε ότι πολλοί όπως και ο ίδιος ήταν αγράμματοι, θέλησε με τις ζωγραφιές να κάνει πιο ζωντανές και κατανοητές σ’ αυτούς, τις σπουδαιότερες, τουλάχιστον μάχες. Οι ζωγραφιές έγιναν από το 1836 μέχρι το 1839, ενώ από το 1829 είχε αρχίσει ήδη να γράφει τα απομνημονεύματά του, τα οποία ολοκλήρωσε το 1850.

Μεταξύ των σπουδαίων αυτών ζωγραφικών έργων, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο της σειράς[10], παρουσιάζουν τις μάχες των Ναβαρίνων και των Μύλων αντίστοιχα. Ο Μακρυγιάννης, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια περιγράφει τις μάχες και ο Παναγιώτης Ζωγράφος μετατρέπει τον λόγο του σε εικόνα και υποσημειώνει τις βασικές πληροφορίες του Μακρυγιάννη για τις μάχες για τις αντίστοιχες αριθμητικές ενδείξεις που σημειώνονται, επίσης σε κάθε ζωγραφικό έργο.

 Η Μάχη του Ναυαρίνου

 Στον πίνακα για τη «Μάχη στο Νιόκαστρο της Πυλίας», δεν υπάρχει κάτι που να φωτίζει περισσότερο την περιπετειώδη νυχτερινή διαδρομή του Μιχάλη μέχρι την αγγλική φρεγάδα, όμως στον πίνακα που παρουσιάζει τη «Μάχη των Μύλων» υπάρχουν στοιχεία, τα οποία μας βοηθούν να σχολιάσουμε για να φωτιστούν, έστω λίγο, οι τελευταίες στιγμές του Κύπριου αγωνιστή της Ελευθερίας.

Η Μάχη των Μύλων

Με τη σημερινή τεχνολογία και με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορούμε να δούμε το πεδίο της μάχης, από πολλές γωνίες και να συγκρίνουμε τη σημερινή εικόνα της περιοχής, με την εικόνα του Παναγιώτη Ζωγράφου. Είναι συγκινητικό να βλέπει κανένας πόση ομοιότητα υπάρχει. Τα βουνά, η λίμνη Λέρνη και τα ποτάμια στη θέση τους, το Παλαιόκαστρο στη θέση του, στη θέση τους όρθιοι οι πύργοι, κι η αποβάθρα ακόμα, στο ίδιο σημείο. Δεν έχουμε παρά να φανταστούμε τη μάχη, στηριζόμενοι στις σημειώσεις του πίνακα και στις περιγραφές των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.


 Οι Μύλοι σήμερα

Βλέποντας, λοιπόν, τον πίνακα και συμβουλευόμενοι τις σημειώσεις, βαδίζουμε στα βήματα του Μιχάλη στις τρεις φάσεις της μάχης και ιδιαίτερα στην τελευταία επίθεση, που ήταν γι’ αυτόν πορεία προς τον θάνατο. Γνωρίζουμε το πόστο του Μακρυγιάννη, γνωρίζουμε ακριβώς τις τρεις διαδρομές στις τρεις επιθέσεις εναντίον των Τούρκων: στις σημειώσεις του πίνακα ο Μακρυγιάννης, σημειώνει για ακόμα μια φορά ότι υπήρξε ένας νεκρός, ο Κατσούδας, που σκοτώθηκε στη δεύτερη επίθεση. Στην τρίτη επίθεση, πάλι προς τη δυτική πλευρά κοντά στο τείχος του περιβολιού πιο ανατολικά, όπως είπαμε, πολεμούσε ο Υψηλάντης γράφει για έναν τραυματία και σημειώνει ότι τραυματίστηκε κι ο ίδιος. Ο τραυματίας, βέβαια, είναι ο Μιχάλης.

Στη σημείωση με αριθμό 16, του πίνακα, ο Μακρυγιάννης μας πληροφορεί ότι «η φεργάδα του Ντερνή <Δεριγνύ> επεριποιήθη αρκετά τους Έλληνας, και μάλιστα τους πληγωθέντας, οι ιατροί αυτής». Επομένως οι τραυματισμένοι κι ο ίδιος, ακόμα, ο Μακρυγιάννης, που οι γιατροί, ματαίως, ήθελαν να τον κρατήσουν για περαιτέρω περίθαλψη είχαν μεταφερθεί με φελούκες στη γαλλική φρεγάδα. Στον ζωγραφικό πίνακα μπορούμε ακόμα να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή της φελούκας προς τη γαλλική φρεγάδα, και μπορούμε να φανταστούμε πόσο ταλαιπωρήθηκε, πόσο δύσκολες πρέπει να ήταν εκείνες οι στιγμές του Μιχάλη γιατί είναι πολύ πιθανόν, ανάμεσα σ’ αυτούς που μεταφέρθηκαν για περίθαλψη να ήταν και ο Μιχάλης. Ήταν βαριά τραυματισμένος και οι γιατροί θα τον κράτησαν αγωνιζόμενοι να τον σώσουν. Αργότερα, μάλλον μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο γιατί υπάρχει η πληροφορία ότι απεβίωσε στο Νοσοκομείο του Ναυπλίου. Η πληροφορία προέρχεται από τον αδελφό του Αντώνιο Κύπριο, ο οποίος με μια επιστολή[11] του διεκδικεί τετρακόσια γρόσια και μια φορεσιά, περιουσία του αδελφού του την οποία κατακρατεί ο Γεώργιος, αδελφός του καπ.(ετάν) Μιχάλη Κυπρίου, και την οποία απέκτησε εκμεταλλευόμενος τη συνωνυμία του με τον αδελφό του.(Τα έλαβε κηρύξας τον εαυτόν του συγγενήν του αποθανόντος).  

Όπως γνωρίζουμε (δες σημ.1) τα όπλα που είχε ο Μιχάλης στο Νιόκαστρο, μια πιστόλα, ένα μαχαίρι και το τουφέκι του, είχαν παραδοθεί στον εχθρό γιατί ήταν όρος της συμφωνίας του Μακρυγιάννη με τον Ιμπραήμ. Το πιο πιθανό είναι να είχε τον ίδιο οπλισμό και στη μάχη των Μύλων. Όπως όμως και να έδωσε τις μάχες του, τις έδωσε με γενναιότητα και η Κύπρος είναι περήφανη γι’ αυτό το παλληκάρι, είναι περήφανη γι’αυτό το «καβάτζι[12]» γιατί γνωρίζει πως το «…ίλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν / τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια», και η βαθύτερη ουσία τούτων των στίχων του ποιητή της «9ης Ιουλίου 1821…» Βασίλη Μιχαηλίδη είναι ακριβώς η ίδια όπως και η απάντηση του Στρατηγού Μακρυγιάννη προς τον Δεριγνύ: «… ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε∙ τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

Λευκωσία, 20 05 2020

 ----------------------------

Ωδή σε ένα γενναίο Κυπριόπουλο του ’21

 …Το βράδυ είχε έρθει μια φεργάδα αγγλική και τα τούρκικα καράβια την είχαν στην μέση να μην ανταποκρινόμαστε εμείς μ’ αυτείνη∙ φοβόνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τον πήραν χαμπέρι τα τούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα∙ και τόπεσαν τα γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα∙ και μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βήκε το νερό∙ και τόβαλαν σπίρτα κι αναστήθη. Και είπε των Άγγλων τον χαμόν των γραμμάτων, οπού του είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραΐμη.

…Τότε κάνωμεν και τρίτον γιρούσι και τους δώσαμε έναν σκοτωμόν καλόν. Τότε, εκεί οπού ριχτήκαμεν στο γιρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, οπού ’στειλα της πλεγής και πήγε εις την αγγλική φεργάδα, όταν κινδυνεύαμε στο Νιόκαστρο. [Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα]  

 Ποια μοίρα φώτισε τον δρόμο      

για το ταξίδι το στερνό

ποια μοίρα νύχτωσε τον τρόμο

προμάχο σ’ όρισε τρανό

 

Της μάνας οι ευχές όσες τ’ αστέρια

ατσάλινα σπαθιά τα δυο σου χέρια

 

Ποια λάβα μέσα σου κοχλάζει

ατσάλι λειώνει και ζυγούς

στη μάχη φόβος δεν σε σκιάζει

κοντά σου έχεις σταυραετούς

 

Ατσάλινα σπαθιά τα δυο σου χέρια

δεν σε τρομάζουνε τούτα τ’ ασκέρια

                        

Ποια τύχη σού ’λαχε Μιχάλη

στο Νιόκαστρο καρτερικά

εσύ κι η θάλασσα σε πάλη

για ύψιστα ιδανικά

 

Δεν σε τρομάζουνε τ’ ασκέρια

σήμερα χόρεψες μαχαίρια

                      

Στην κάψη μήνα Πρωτογιούνη

στους Μύλους έφτασε εχτρός

στ’ απάτητο το κορφοβούνι

αγώνας δίνεται αγνός

 

Σήμερα χόρεψες μαχαίρια

στ’ αντρόπιαστα πλατιά σου χέρια

 

Ένας λεβέντης μες στο αίμα

τον κλαίνε λόγγοι και βουνά

του ήλιου χάθηκε το στέμμα

μια μάνα κάπου ξαγρυπνά

 30/4/2020



[1] Σε φάκελο του Υπουργείου Πολέμου βρίσκεται καταγραφή όλων των ελλ. όπλων εκάστου στρατιώτου του Μακρυγιάννη, άτινα παραδοθήσονται εις χείρας του εχθρού, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1825 στο Νεόκαστρο. Ανάμεσα στα ονόματα των στρατιωτών βρίσκεται και το όνομα του Μιχάλη Κυπραίου, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε αποστολή που του είχε ανατεθεί. Ήταν χρεωμένος με πιστόλα, μαχαίρι και τουφέκι. Βλ. Γ. Χατζηκωστής (εισαγωγή - επιμέλεια) Αρχείον Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη, Λευκωσία 2008, τόμ. Β, σελ.154 και τομ. Γ, σελ. 67 και σελ.70.

[2] Οι πληροφορίες εδώ, προέρχονται από τη δίτομη έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα», 2014, η οποία είναι επανέκδοση της έκδοσης του 1907, με τη μεταγραφή και τις σημειώσεις του Γιάννη Βλαχογιάννη. Εδώ, όσες σημειώσεις του χρησιμοποιούνται, τίθενται σε πλάγια μορφή. Δικές μας διευκρινίσεις τίθενται σε γωνιώδεις αγκύλες < >. Επίσης, δίδονται πληροφορίες και από το βιβλίο του φιλέλληνα ιστορικού Thomas Gordon F.R.S., History of the Greek Revolution, Edinbourgh, London, 1832, (στο εξής Gordon).  

[3] Κολυμβητικώς.

[4] Το επεισόδιον του Κυπρίου μνημονεύεται και υπό του Γόρδωνος <Gordon, Vol. 2, p. 206, p. 218> και του Τρικούπη, αντιγράφοντος εντούτοις τον Γόρδωνα. Κατ’ αυτούς δε ο κατάπλους των δύο ημιολιών <η ημιολία είναι δικάταρτο πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο με τετράγωνα ιστία, κοινώς γολέτα>, της γαλλικής «Αμαράντου» και της αυστριακής «Αρεθούσης», προεκλήθη δια της του Κυπρίου αποστολής, μεταβάντος μετά της φρεγάτας εις Σμύρνην. Ενταύθα όμως ο Μακρυγιάννης γράφει περί του κατάπλου μόνον αγγλικού βρικίου εκ Ζακύνθου.

[5] Η επιβίβαση στα ευρωπαϊκά καράβια έγινε την 6η Μαΐου 1825.

[6] Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης, ο Ιμπραήμ δεν τήρησε τη συμφωνία του: «…μας κλέψαν και εξήντα τρεις ανθρώπους εκεί όπου πέρναγαν να βαρκαριστούν. Τους έπαιρναν οι κολόνες <τα στρατιωτικά σώματα των Τούρκων> και τους έκρυβε μία την άλλη∙ και τους έσφαξαν εις το κάστρο κουρπάνι <θυσία>. Όταν μπήκανε μέσα, τους θυσίασαν όλους και τους εξήντα τρεις».   

[7] «Ο Κύπριος στρατιώτης, όστις τόσον γενναίως εκολύμβησε προς το αγγλικόν πολεμικόν εις Ναβαρίνους, έπεσε νεκρός». (Γόρδων) <The Cyprian soldier who so doldly swam out to English men-of-war at Navarin, lost his life, Gordon ΙΙ, p. 218, δες και σημ. 3>.

[8] Ο Ναύαρχος Ντερνής, <Δεριγνύ>, αφού είδε τον πόλεμον, έκαμε έκθεσιν και την έβαλε εις τις εφημερίδες τις γαλλικές.

[9] …During the interval of debate, an English frigate being descried at sea, a Cyprian soldier boldly swam out to her under the fire of Egyptians, with a letter begging the presence and interference of some European ships of war; and in consequence of that application the French schooner Amaranthe, and the Austrian schooner Arethusa, arrived at Navarin. On the 23d, forty Mussulmans took possession of the artillery, and the Greeks commence their evacuation; but when 200 of them had filed off before the Pashia’s battalions drawn up in order of battle, an alarm of treachery arising, they shut the gates, and threatened the lives of the Turks whom they had admitted. However, the French and Austrian captains coming ashore with the Cyprian, of whose fate his comrades had hitherto been ignorant, all was arranged, and the insurgents, going on board the transports freighted for them, were landed at Calamata… <Gordon II, p. 206>.  

[10] Η σειρά από την οποία αντλούμε τις πληροφορίες αποτελείται από 24 υδατογραφίες σε χοντρό χαρτόνι διαστάσεων 46x60 εκ., υπογραμμένες από τον Δημήτριο Ζωγράφο. Η σειρά των έργων είναι τοποθετημένη από τον Μακρυγιάννη σε ένα ταπεινό ξύλινο κουτί και φυλάγεται τώρα στη Βιβλιοθήκη του Πύργου του Ουίνδσορ. Τη σειρά εξέδωσε για πρώτη φορά η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος το 1976, με εισαγωγικό κείμενο της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα.

[11] Χατζηκωστής Γ. (εισαγωγή – επιμέλεια), Αρχείον Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη, τομ.Γ΄, Η συμβολή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση (έγγραφα των γενικών αρχείων του ελληνικού κράτους), Λευκωσία 2008, σ.88. Ολόκληρη η επιστολή με αρ. 12441 έχει ως εξής: Ο Αντώνιος Κύπριος αναφέρεται προς το υπουργείον τούτο <Πολέμου> ότι ο αδελφός μου Μιχαήλ όστις πληγωθείς εις την εν Μύλοις μάχην απέθανεν εις το ενταύθα Νοσοκομείον, είχε γρ. τετρακόσια αριθ. 400 εις μετρητά εις μίαν φορεσιάν, φορέματα και διάφορα άλλα πράγματα, τα οποία ο Γεώργιος αδελφός του καπ.<ετάν> Μιχάλη Κυπρίου τα έλαβεν κηρύξας τον εαυτόν του συγγενήν του αποθανόντος, επειδή δε ο ειρημένος Γεώργιος όστις κατακρατεί τα ανωτέρω πράγματα ευρίσκεται ήδη εις Κρήτην και ο αδελφός του αποθανόντος έρχεται εις τα αυτόσε, δια τούτο προσκαλείται η Επιτροπή αυτή να ενεργήση και να υποχρεώσει τον κατακρατούντα αδελφόν του αποθανόντος δια να μη αδικηθεί έχων και εκδουλεύσεις εις την Πατρίδα. <«όπισθεν»>:Να υποχρεώσει τον Γεώργιον αδελφόν του καπ.<ετάν> Μιχάλη Κυπρίου να δώσει εις τον Αντώνιον Κύπριον τα 400 γρ. και μίαν φορεσιάν ρούχα τα οποία επί λόγω συγγενείας κληρονόμησε παρά του αποθανόντος εν τω νοσοκομείω αυταδέλφου του Μιχάλη. Εν Ναυπλίω, τη 10η 8/βρίου 1825.

[12] Το δέντρο λεύκα η μέλαινα.