Ανδρέας Χατζηθωμάς*
Ιεροβότανα στα χείλη της εξορίας
Για το
βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 20 Διηγήματα, Κάρβας 2014
[Πολίτης, Παράθυρο, Βιβλίο, Κυριακή 22 Μαρτίου 2015]
Είκοσι ψηφίδες της γης μας, είκοσι πινελιές στο κάδρο της
ζωής μας, είκοσι κραδασμοί στο αμάλγαμα της ψυχής μας τα είκοσι διηγήματα του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Πλέγματα πραγματικών - ιστορικών στοιχείων,
φαντασίας, πίστης στην παράδοση, ανάγκης προσωπικής και κληροδοτημένης μνήμης,
η οποία πασκίζει ν’ αρτιώσει την αίσθηση του αυθεντικού, του αδιάφθορου και του
γνήσιου στοχασμού ο οποίος ανάγεται σε προσωπική βιωματοποίηση. Με τη μνήμη σαν
βακτηρία στην πνευματική οδοιπορία του, ο συγγραφέας ακολουθεί τους οδοδείχτες
της συνείδησής του και σφραγίζει με τη γραφή του ιστορίες του τόπου του.
Σε μια εποχή που τα εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά και
εκπαιδευτικά αγαθά φυλλοροούν, το ανθρώπινο πνεύμα προσβλέπει στην πολιτιστική
εξέλιξη με δημιουργία και σεβασμό προς την αξία της ατομικής αξιοπρέπειας. Κάθε
πνευματικό έργο που υπογραμμίζει την ευθύνη μας απέναντι στα τεράστια προβλήματα
που ορθώνονται μπροστά μας είναι καλόδεχτο και ικανοποιεί τις προσδοκίες μας. Τα
20 διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ έχουν τα χαρακτηριστικά των μεστών
σταφυλιών που χορταίνουν και σώμα και πνεύμα. Ένα τσαμπί με ρόγες εύχυμες με
άρωμα νοσταλγίας, κληρονομιά της γης μας, ιεροβότανα στα χείλη της εξορίας.
Ο γητευτής των μυρμηγκιών να περιπλανιέται στη μνήμη των
παιδικών χρόνων, να σκηνοθετεί θεάματα και να δημιουργεί συμβολισμούς που με το
πέρασμα του χρόνου θα μεταμορφωθούν σε ταπεινώσεις ανεπιθύμητες, στους ήχους
μιας κιθάρας που ύστερα από πολλά χρόνια ξυπνά αναμνήσεις και αγανάκτηση όταν
τα σύμβολα κουρελιάζονται για να κρύψουν τον ήλιο της αλήθειας. Κάποτε το σκοτάδι
είναι προτιμότερο από την ασέβεια και το πάγωμα της ψυχής μπροστά σε ανίερες
πράξεις.
Η θύμηση περιμένει στη γωνιά ολοκόκκινη να μπερδεύει τα
λόγια της στο άκουσμα μιας αναπάντεχης πρόσκλησης από μια μουσική που κάθε φορά
που ακούγεται παραπέμπει σε συνειρμούς ευτυχίας αλλά και σε διαπιστώσεις που
μαγεύουν κι ας ματώνουν από αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Πίσω από αυτά τα
συρματοπλέγματα μια πόλη βουβή, έρημη, προδομένη. Τη σιωπή της σπάζει η
σπαραχτική φωνή του πουλιού. Ενός παπαγάλου που απόμεινε να θυμίζει τη φύτρα
μας, να διαλαλεί πως, «την πόλη έχτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα…», κάνοντας
τις πέτρες και τα άδεια σπίτια ν’ αντιλαλούν τα λόγια και την οργή, ν’
ανατριχιάζει μπροστά στ’ άδικο.
Η πίκρα κόμπο - κόμπο διατρέχει τον λάρυγγα σαν κομπολόι.
Σαν ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς. Ένα ενθυμητάρι της μαύρης αιχμαλωσίας
του πατέρα, το 1974. Ένα ματωμένο έργο της απαντοχής, της ανένταχτης ψυχής και
των φρικτών αναμνήσεων. Κι ύστερα ο ήχος στη στράτα από μπότες του κατακτητή ν’
αψηφούν το δίκαιο, να καταπατούν την ελευθερία και να εγκλωβίζουν το σώμα μέσα
σε σίδερα, όπως ένα πουλί μέσα στο κλουβί. Όμως θα έρθει η ώρα που θα δυναμώσει
το πουλί, θ’ ανοίξει τα φτερά του και θα πετάξει λεύτερα, και ο ανατριχιαστικός
ήχος από τις μπότες θα μετατραπεί σε γλυκόλαλο τραγούδι.
Άγιοι άνθρωποι, ταπεινοί, ποιητές της ζωής, απόκληροι,
που δεν έβλαψαν ποτέ κανένα. Κι όταν φτάνει το τέρμα, όταν ο κύκλος κλείνει,
μένει μόνο η σεπτή ανάμνηση και λίγοι στίχοι που δεν τους σβήνει ούτε ο χρόνος,
ούτε ο θάνατος. Οι παιδικές αναμνήσεις, σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή. Τα πρώτα
σκιρτήματα, οι πρώτες ορθοπεταλιές απογειώνουν τη φαντασία που ταξιδεύει μαζί
με τον Πήγασο. Ο κόσμος τόσο μικρός και τόσο μεγάλος στο στριφογύρισμα του μυαλού.
Απροσδόκητη λύτρωση του φόβου ύστερα από το τρέμισμα ενός απέραντου φιλιού
αφήνει ένα γλυκό χαμόγελο να πάλλεται και ένα γαργάλισμα στο ζωντάνεμα μιας
άκρατης επιθυμίας.
Μια ευαισθησία πιασμένη στο ξόβεργο της σκληρής
πραγματικότητας και των άγριων καιρών διαπιστώνει ότι τα πουλιά δεν κελαηδούν
αλλά κλαίνε για τη ματαιότητα του κόσμου και την εύθραυστη φτερούγα που
προσγειώνεται στο σκαλοπάτι της οργής μας.
Παράδοση και ιστορία αναδύονται σαν μεγάλοι βράχοι να
διηγούνται πράξεις ηρωικές και κρυμμένους θησαυρούς συντηρώντας τη δύναμη του μύθου
και τη σοφία του πνεύματος που οι ρίζες του είναι βαθιά χωμένες στη γη που μας
γέννησε, στην αιωνιότητα που ενώνει την αλήθεια και τη φύτρα ανάμεσα σ’ έναν
ήλιο ανελέητο και σε μια άμμο που αχνίζει θέληση και απαντοχή. Μέσα από ένα
κάδρο παμπάλαιο, ο λεβεντόγερος αρχινά να διηγείται ιστορίες για φονικά και
ανταρσίες. Το καλοκαίρι ακονίζει σίδερα, οι αστραπές καίνε πανιά και ξάρτια,
πληγές της πατρίδας να δείχνουν τις μεγάλες επιδημίες κι η θάλασσα να ξεβράζει
κουφάρια αλλόθρησκων. Στο συναπάντημα αξεδιάλυτων μυστηρίων και προλήψεων
ανδρώνεται η νιότη και ξορκίζει τον εφιάλτη που παραμονεύει στο ξωπόρτι των
αγνών τόπων και των μεστών ονείρων.
Με ταχύτητα αστραπής ταξιδεύει το κακό μαντάτο. Όχι
καθισμένο σε άμαξα ή ζώο. Πάνω σε μια μαύρη μοτοσυκλέτα που μουγκρίζει απαίσια
σκεπάζοντας το γοερό κλάμα της γυναίκας που χάνει τον σύντροφό της. Κι όσοι ακούν
ή βλέπουν μια μαύρη μοτοσυκλέτα συνειρμικά η θύμηση παραπέμπει στον θάνατο ενός
βιοπαλαιστή. Η ζωή κυλά όπως το νερό στον μύλο. Διανθίζεται με μεγάλες πράξεις
αλλά και με μάταια πράγματα. Κι όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να διατηρήσει το
αεικίνητο θα έρθει η ώρα που η βροχή θα σιγάσει κι η στέρνα θα στερέψει. Μόνο
τ’ αγιόκλημα θα σκορπά το άρωμά του στο κορύφωμα του πόθου, αρχέγονη πνοή που
πλανιέται σαν μέθη σε στήθη νεανικά, σαν ανίατη του κόσμου ανάσα.
Τη γαλήνια σιωπή σπάζει η κόρνα, γαντζωμένη σε παιδικό
αμαξάκι θρηνεί τη συμφορά, το σάλεμα του νου, το σώμα που τρυπούν τύψεις σαν
ασφοδέλια. Το αλύχτισμα του λυκόσκυλου βγαίνει από το σκοτάδι σαν το κλάμα ενός
μικρού παιδιού. Θρηνούν οι άνεμοι ανάμεσα στα βράχια της συμφοράς.
Κι όσο οι απλοϊκοί άνθρωποι προσμένουν μ’ ένα θαύμα να
έλθει η λύτρωση, υπάρχουν επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται το πάθος τους και την
επιθυμία τους αφήνοντας χαραγμένο στο μέτωπο ένα μόνο κόκκινο σημάδι. Κάποιες άλλες
καθημερινές στιγμές μπορεί να περνούν απαρατήρητες αλλά για μερικούς είναι σημάδια
που δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη. Τα κουβαλούν μαζί τους και από ασήμαντα
μπορεί να γίνουν σημαντικά όταν συνδέονται με πρόσωπα και τόπους, συνομιλίες
και ιστορίες, με μοναξιά και ξεριζωμό.
Ο συγγραφέας όργωσε τη μνήμη του και φύτεψε της γενέτειρά
του το αγνό κίνητρο των ονείρων του. Κρατά ζωντανή τη δύναμη που πλανιέται στην
εξορία και καρτερά το κορύφωμα του πόθου να έλθει σαν αστραπή στο κύλισμα του
χρόνου.
Στο μέστωμα της ζωής, ο συγγραφέας ζει τη δεύτερη νιότη
και την ευδαιμονία των αναμνήσεων που φώλιασαν μες στην ψυχή του, καταγράφτηκαν
στο υποσυνείδητο του άφθαρτες να ψάχνουν να βρουν την έξοδο και να κυλίσουν σαν
ολοκάθαρο ρυάκι στην ερημιά του κόσμου. Μνήμη νοσταλγική μιας νιότης, ήχος από
καμπάνα ή κουδούνα, από «πιδκιαύλιν» ή κιθάρα που να συνοδεύει την εξορία του
ύπνου. Άρωμα από αγιόκλημα ή βασιλικό που ευωδιάζει στον κόρφο του καλοκαιριού
και στα κράσπεδα της συνείδησης.
* Ο
Ανδρέας Χατζηθωμάς είναι φιλόλογος - κριτικός