23 Μαρ 2015

ΙΕΡΟΒΟΤΑΝΑ


Ανδρέας Χατζηθωμάς*
Ιεροβότανα στα χείλη της εξορίας

Για το βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 20 Διηγήματα, Κάρβας 2014

[Πολίτης, Παράθυρο, Βιβλίο, Κυριακή 22 Μαρτίου 2015] 

Είκοσι ψηφίδες της γης μας, είκοσι πινελιές στο κάδρο της ζωής μας, είκοσι κραδασμοί στο αμάλγαμα της ψυχής μας τα είκοσι διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Πλέγματα πραγματικών - ιστορικών στοιχείων, φαντασίας, πίστης στην παράδοση, ανάγκης προσωπικής και κληροδοτημένης μνήμης, η οποία πασκίζει ν’ αρτιώσει την αίσθηση του αυθεντικού, του αδιάφθορου και του γνήσιου στοχασμού ο οποίος ανάγεται σε προσωπική βιωματοποίηση. Με τη μνήμη σαν βακτηρία στην πνευματική οδοιπορία του, ο συγγραφέας ακολουθεί τους οδοδείχτες της συνείδησής του και σφραγίζει με τη γραφή του ιστορίες του τόπου του.
Σε μια εποχή που τα εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά αγαθά φυλλοροούν, το ανθρώπινο πνεύμα προσβλέπει στην πολιτιστική εξέλιξη με δημιουργία και σεβασμό προς την αξία της ατομικής αξιοπρέπειας. Κάθε πνευματικό έργο που υπογραμμίζει την ευθύνη μας απέναντι στα τεράστια προβλήματα που ορθώνονται μπροστά μας είναι καλόδεχτο και ικανοποιεί τις προσδοκίες μας. Τα 20 διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ έχουν τα χαρακτηριστικά των μεστών σταφυλιών που χορταίνουν και σώμα και πνεύμα. Ένα τσαμπί με ρόγες εύχυμες με άρωμα νοσταλγίας, κληρονομιά της γης μας, ιεροβότανα στα χείλη της εξορίας.
Ο γητευτής των μυρμηγκιών να περιπλανιέται στη μνήμη των παιδικών χρόνων, να σκηνοθετεί θεάματα και να δημιουργεί συμβολισμούς που με το πέρασμα του χρόνου θα μεταμορφωθούν σε ταπεινώσεις ανεπιθύμητες, στους ήχους μιας κιθάρας που ύστερα από πολλά χρόνια ξυπνά αναμνήσεις και αγανάκτηση όταν τα σύμβολα κουρελιάζονται για να κρύψουν τον ήλιο της αλήθειας. Κάποτε το σκοτάδι είναι προτιμότερο από την ασέβεια και το πάγωμα της ψυχής μπροστά σε ανίερες πράξεις.
Η θύμηση περιμένει στη γωνιά ολοκόκκινη να μπερδεύει τα λόγια της στο άκουσμα μιας αναπάντεχης πρόσκλησης από μια μουσική που κάθε φορά που ακούγεται παραπέμπει σε συνειρμούς ευτυχίας αλλά και σε διαπιστώσεις που μαγεύουν κι ας ματώνουν από αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Πίσω από αυτά τα συρματοπλέγματα μια πόλη βουβή, έρημη, προδομένη. Τη σιωπή της σπάζει η σπαραχτική φωνή του πουλιού. Ενός παπαγάλου που απόμεινε να θυμίζει τη φύτρα μας, να διαλαλεί πως, «την πόλη έχτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα…», κάνοντας τις πέτρες και τα άδεια σπίτια ν’ αντιλαλούν τα λόγια και την οργή, ν’ ανατριχιάζει μπροστά στ’ άδικο.
Η πίκρα κόμπο - κόμπο διατρέχει τον λάρυγγα σαν κομπολόι. Σαν ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς. Ένα ενθυμητάρι της μαύρης αιχμαλωσίας του πατέρα, το 1974. Ένα ματωμένο έργο της απαντοχής, της ανένταχτης ψυχής και των φρικτών αναμνήσεων. Κι ύστερα ο ήχος στη στράτα από μπότες του κατακτητή ν’ αψηφούν το δίκαιο, να καταπατούν την ελευθερία και να εγκλωβίζουν το σώμα μέσα σε σίδερα, όπως ένα πουλί μέσα στο κλουβί. Όμως θα έρθει η ώρα που θα δυναμώσει το πουλί, θ’ ανοίξει τα φτερά του και θα πετάξει λεύτερα, και ο ανατριχιαστικός ήχος από τις μπότες θα μετατραπεί σε γλυκόλαλο τραγούδι.
Άγιοι άνθρωποι, ταπεινοί, ποιητές της ζωής, απόκληροι, που δεν έβλαψαν ποτέ κανένα. Κι όταν φτάνει το τέρμα, όταν ο κύκλος κλείνει, μένει μόνο η σεπτή ανάμνηση και λίγοι στίχοι που δεν τους σβήνει ούτε ο χρόνος, ούτε ο θάνατος. Οι παιδικές αναμνήσεις, σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή. Τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες ορθοπεταλιές απογειώνουν τη φαντασία που ταξιδεύει μαζί με τον Πήγασο. Ο κόσμος τόσο μικρός και τόσο μεγάλος στο στριφογύρισμα του μυαλού. Απροσδόκητη λύτρωση του φόβου ύστερα από το τρέμισμα ενός απέραντου φιλιού αφήνει ένα γλυκό χαμόγελο να πάλλεται και ένα γαργάλισμα στο ζωντάνεμα μιας άκρατης επιθυμίας.
Μια ευαισθησία πιασμένη στο ξόβεργο της σκληρής πραγματικότητας και των άγριων καιρών διαπιστώνει ότι τα πουλιά δεν κελαηδούν αλλά κλαίνε για τη ματαιότητα του κόσμου και την εύθραυστη φτερούγα που προσγειώνεται στο σκαλοπάτι της οργής μας.
Παράδοση και ιστορία αναδύονται σαν μεγάλοι βράχοι να διηγούνται πράξεις ηρωικές και κρυμμένους θησαυρούς συντηρώντας τη δύναμη του μύθου και τη σοφία του πνεύματος που οι ρίζες του είναι βαθιά χωμένες στη γη που μας γέννησε, στην αιωνιότητα που ενώνει την αλήθεια και τη φύτρα ανάμεσα σ’ έναν ήλιο ανελέητο και σε μια άμμο που αχνίζει θέληση και απαντοχή. Μέσα από ένα κάδρο παμπάλαιο, ο λεβεντόγερος αρχινά να διηγείται ιστορίες για φονικά και ανταρσίες. Το καλοκαίρι ακονίζει σίδερα, οι αστραπές καίνε πανιά και ξάρτια, πληγές της πατρίδας να δείχνουν τις μεγάλες επιδημίες κι η θάλασσα να ξεβράζει κουφάρια αλλόθρησκων. Στο συναπάντημα αξεδιάλυτων μυστηρίων και προλήψεων ανδρώνεται η νιότη και ξορκίζει τον εφιάλτη που παραμονεύει στο ξωπόρτι των αγνών τόπων και των μεστών ονείρων.
Με ταχύτητα αστραπής ταξιδεύει το κακό μαντάτο. Όχι καθισμένο σε άμαξα ή ζώο. Πάνω σε μια μαύρη μοτοσυκλέτα που μουγκρίζει απαίσια σκεπάζοντας το γοερό κλάμα της γυναίκας που χάνει τον σύντροφό της. Κι όσοι ακούν ή βλέπουν μια μαύρη μοτοσυκλέτα συνειρμικά η θύμηση παραπέμπει στον θάνατο ενός βιοπαλαιστή. Η ζωή κυλά όπως το νερό στον μύλο. Διανθίζεται με μεγάλες πράξεις αλλά και με μάταια πράγματα. Κι όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να διατηρήσει το αεικίνητο θα έρθει η ώρα που η βροχή θα σιγάσει κι η στέρνα θα στερέψει. Μόνο τ’ αγιόκλημα θα σκορπά το άρωμά του στο κορύφωμα του πόθου, αρχέγονη πνοή που πλανιέται σαν μέθη σε στήθη νεανικά, σαν ανίατη του κόσμου ανάσα.
Τη γαλήνια σιωπή σπάζει η κόρνα, γαντζωμένη σε παιδικό αμαξάκι θρηνεί τη συμφορά, το σάλεμα του νου, το σώμα που τρυπούν τύψεις σαν ασφοδέλια. Το αλύχτισμα του λυκόσκυλου βγαίνει από το σκοτάδι σαν το κλάμα ενός μικρού παιδιού. Θρηνούν οι άνεμοι ανάμεσα στα βράχια της συμφοράς.
Κι όσο οι απλοϊκοί άνθρωποι προσμένουν μ’ ένα θαύμα να έλθει η λύτρωση, υπάρχουν επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται το πάθος τους και την επιθυμία τους αφήνοντας χαραγμένο στο μέτωπο ένα μόνο κόκκινο σημάδι. Κάποιες άλλες καθημερινές στιγμές μπορεί να περνούν απαρατήρητες αλλά για μερικούς είναι σημάδια που δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη. Τα κουβαλούν μαζί τους και από ασήμαντα μπορεί να γίνουν σημαντικά όταν συνδέονται με πρόσωπα και τόπους, συνομιλίες και ιστορίες, με μοναξιά και ξεριζωμό.
Ο συγγραφέας όργωσε τη μνήμη του και φύτεψε της γενέτειρά του το αγνό κίνητρο των ονείρων του. Κρατά ζωντανή τη δύναμη που πλανιέται στην εξορία και καρτερά το κορύφωμα του πόθου να έλθει σαν αστραπή στο κύλισμα του χρόνου.
Στο μέστωμα της ζωής, ο συγγραφέας ζει τη δεύτερη νιότη και την ευδαιμονία των αναμνήσεων που φώλιασαν μες στην ψυχή του, καταγράφτηκαν στο υποσυνείδητο του άφθαρτες να ψάχνουν να βρουν την έξοδο και να κυλίσουν σαν ολοκάθαρο ρυάκι στην ερημιά του κόσμου. Μνήμη νοσταλγική μιας νιότης, ήχος από καμπάνα ή κουδούνα, από «πιδκιαύλιν» ή κιθάρα που να συνοδεύει την εξορία του ύπνου. Άρωμα από αγιόκλημα ή βασιλικό που ευωδιάζει στον κόρφο του καλοκαιριού και στα κράσπεδα της συνείδησης.


 * Ο Ανδρέας Χατζηθωμάς είναι φιλόλογος - κριτικός

21 Μαρ 2015

ΦΩΣ [ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ]



                                                  Φῶς

                         Ἦρθες
                         Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
                         Τῆς ἐλιᾶς
                         Κι ἐγνώρισα
                         Τὸ ἀσημὶ
                         Τὴν ἁπλότητα
                         Καὶ τὴν ἀγάπη.

                         Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
                         Τοῦ κυπαρισσιοῦ
                         Κι ἐγνώρισα
                         Τὸ πράσινο
                         Τὴν πάλη
                         Τὴν παλλικαριά.

                         Τῆς ροδιᾶς
                         Κι ἐγνώρισα
                         Τὸ κόκκινο
                         Τὴν τρέλα
                         Καὶ τὸν ἔρωτά σου.

                         Κι ὁ κόσμος ὅλος φῶς.


[Από τη ποιητική συλλογή μου "ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ", Κάρβας 2012]

20 Μαρ 2015

ΕΛΕΟΣ ΠΙΑ...



Μια σκέψη κάνω μόνο... φαντάζομαι πως είμαι μαθητής στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου... είναι πρωί και πηγαίνω στο σχολείο μου μ' ένα γαλάζιο ποδήλατο και ο δρόμος περνά ανάμεσα από εκατό χιλιάδες ανθισμένες πορτοκαλιές κι ο άνεμος ανακατεύει το άρωμα των ανθών με το άρωμα της θάλασσας!

Πόσα δάκρυα Θεέ μου γι αυτή την πόλη. Έλεος πια...



11 Μαρ 2015

ΕΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ ...ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ



ΠΑΤΤΙΧΕΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ & ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΒΥΡΩΝΟΣ 5, ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΗΠΟΣ, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΑ 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015, 5-8 μ.μ.

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ένας «κύκλος» χωρίς περιφέρεια

Για την πολυεπίπεδη δράση του Φοίβου Σταυρίδη, ως λογοτέχνη, εκδότη, συλλέκτη, βιβλιογράφου, βιβλιόφιλου, ιστολόγου και τις τόσες άλλες ιδιότητες του, θα μιλήσουν οι ειδικοί, βέβαια, και θα αναδείξουν την προσφορά του σε όλο της το βάθος. Εγώ, θα περιοριστώ να αναφερθώ στην εξαιρετική τύχη που είχα, να γνωρίσω τον Φοίβο Σταυρίδη, και λίγες μόνο πινελιές για το περιοδικό «ο κύκλος», το περιοδικό τέχνης και προβληματισμού, το δημιούργημα του Φοίβου, που υπήρξε τελικά, ένα σημαντικότατο ορόσημο στα εκδοτικά μας πράγματα, μια πραγματική προσφορά στον πολιτισμό του τόπου. Ακολούθησε και άλλη εκδοτική προσπάθεια του Φοίβου, τα μικροφιλολογικά, που ξεκίνησε με συνεκδότες δυο ικανούς ανθρώπους -ο ένας είναι απόψε μαζί μας- οι οποίοι συνεχίζουν με επιτυχία την έκδοσή του ακόμα  και σήμερα. Ευχαριστώ τους διοργανωτές που μου δίνουν την ευκαιρία με την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω απόψε, για λίγο.

Ιανουάριος του 1980. Για μένα ήταν το ξεκίνημα μιας ακόμα χρονιάς με διάρκεια αιώνα! Εκείνη την εποχή ξυπνούσαμε με την ελπίδα ότι θα ήταν η τελευταία μας μέρα μακριά από τα σπίτια μας. Πού να φανταστούμε! Απογοήτευση, αγωνία και αβέβαια βήματα, χωρίς ρυθμό, με το βλέμμα και τη σκέψη μας πάντα εκεί. Είχα κλείσει έναν περίπου χρόνο στη Λάρνακα, ζούσα με την οικογένειά μου κοντά στη γραφική εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου του Μακρή που είναι δίπλα στην Αλυκή, και τις ελεύθερες μου ώρες ζωγράφιζα. Εργαζόμουν εκεί κοντά, στο αεροδρόμιο, Μετά όμως, βρήκα μια καλύτερη δουλειά…

Ένα πρωινό, μπήκε στην τράπεζα όπου εργαζόμουν, ένας ατημέλητος κύριος με γενειάδα και ζήτησε να κάνει κατάθεση. Ξεκίνησα κι εγώ τις ερωτήσεις ρουτίνας:
-Πού θέλετε να κάνετε την κατάθεση;
Η απάντηση ήρθε μιλώντας αργά και καθαρά:
-Στον λογαριασμό Πορεία Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του τρίτου.
-Ποιός καταθέτει;
-Καταθέτει το Γυμνάσιον Παραλιμνίου, συνέχισε στον ίδιο αργό ρυθμό ο άγνωστος πελάτης. Κάτι μου θύμιζε αυτή η φωνή, μα δεν μπορούσα ακόμα να προσδιορίσω. Καθώς έγραφα σκεφτόμουν την καθαρότητα, την ακρίβεια του λόγου του που δεν είχε καμιά σχέση με την εμφάνισή του.
-Το όνομά σας; είπα τέλος, προσπαθώντας να «δω» το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τα χοντρά γυαλιά και τη γενειάδα.
-Θεοδόσης Νικολάου, ήρθε αμέσως η απάντηση και έκπληκτος πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο αναγνωρίζοντας τον παλιό μου καθηγητή στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Τον αγαπητό μας Σάκη. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, γιατί εγώ ο άρτι αφιχθείς από το εξωτερικό, που ένιωθα συγκίνηση και μόνο που έβλεπα τις πινακίδες που έδειχναν «προς Αμμόχωστο», τώρα για πρώτη φορά, είχα μπροστά μου ένα ατόφιο κομμάτι από τη ψυχή της Αμμοχώστου. Ήταν σαν να ζωντάνεψε η αγαπημένη μας πόλη. Και για έναν άλλο λόγο: μια δυο μέρες πριν είχα αγοράσει από ένα βιβλιοπωλείο της Λάρνακας το βιβλίο του Πώς Αναλύουμε Αισθητικά ένα Ποίημα πράγμα που τον χαροποίησε όταν τον πληροφόρησα. Σε παρατήρησή μου -αφού τελειώσαμε- να μη χαθούμε και καμιά φορά να τα πούμε, η αντίδρασή του ήταν ακαριαία: με προσκάλεσε να συναντηθούμε το ίδιο εκείνο απόγευμα σε κεντρική καφετέρια.

Καθίσαμε ώρες εκεί, μιλώντας μόνο για βιβλία και ζωγραφική. Τέλος, με ρώτησε αν γνώριζα τον Φοίβο Σταυρίδη. Στην αρνητική απάντησή που έδωσα, σηκώθηκε αμέσως και μου είπε: Μα, δεν γνωρίζεις τον Φοίβο Σταυρίδη; Πρέπει να τον γνωρίσεις! Να πάμε αμέσως, τώρα∙ δεν είναι μακριά και σε μερικά, πράγματι, λεπτά φτάσαμε στο φαρμακείο του Φοίβου, στην κεντρική πλατεία της Λάρνακας. 


Θα αναφερθώ πολλές φορές στον Θεοδόση γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τον Θεοδόση χωρίς τον Φοίβο και τον Φοίβο χωρίς τον Θεοδόση. Είχαν γνωριστεί αμέσως μετά την προσφυγιά, έγιναν φίλοι και η φιλία αυτή γινόταν όλο και πιο δυνατή. Μετά το Γυμνάσιο Παραλιμνίου είχε μετατεθεί σε σχολείο της Λάρνακας. Μια μέρα πρόσεξε πως στην είσοδο του σχολείου είχε ανθίσει μια κάππαρις το πρώτο της λουλούδι. Ένα ωραιότατο κατάλευκο λουλούδι που έλαμπε στο πρωινό φως του ήλιου. Με χαρά το ανακοίνωσε στον καθηγητικό σύλλογο και προέτρεψε τους καθηγητές να πάνε να θαυμάσουν το ωραίο λουλούδι.  Δεν πήγε κανένας, είπαν … θα το δούμε όταν θα φεύγουμε. Φυσικά δεν το είδαν ποτέ γιατί το λουλούδι της κάπαρης διαρκεί μόνο για λίγο, μετά μαραίνεται και χάνεται.  Αυτό το γεγονός θυμήθηκε ο Φοίβος όταν πήγα να τον δω μια μέρα πριν μας φύγει για πάντα. Ήταν στο Ογκολογικό Κέντρο στη Λευκωσία και μου μιλούσε για τρεις ολόκληρες ώρες με πάθος για το Ίδρυμα που οραματιζόταν. Ήθελε λίγο χρόνο για να μπορέσει να το δει σε λειτουργία μα, δυστυχώς δεν του δόθηκε χρόνος. Όταν τον χαιρέτισα για να φύγω μου είπε τα τελευταία του λόγια: νομίζεις ότι τυχαία με φέρανε σ΄ αυτό το δωμάτιο; Είμαι πιο κοντά στον Θεοδόση μας. Και έδειξε κάτι στον τοίχο πίσω μου. Γύρισα και είδα το κάδρο: μια πανέμορφη ανθισμένη κάππαρις. Ο Θεοδόσης είχε «φύγει» λίγα χρόνια πριν από το ίδιο μέρος.  

Πήγαμε λοιπόν, στο φαρμακείο. Η πρώτη συνάντηση, ήταν πολύ εγκάρδια. Ο Φοίβος, βέβαια, κάθε τόσο σηκωνόταν από το μικρό γραφείο του –το φορτωμένο γραφειάκι του με εκλεκτές εκδόσεις φίλων- για να δώσει κάποιο φάρμακο ή κάποια συμβουλή, μα ήταν διαρκώς μέσα στη συζήτηση. Δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε, αλλά το σίγουρο είναι ότι εκείνη την ημέρα αναπτύχθηκε η χημεία και τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργική συνεργασία που είχαμε τα επόμενα έξη χρόνια που έμεινα στη Λάρνακα. Οι συναντήσεις μας γίνονταν όλο και πιο πυκνές και σε λίγο έγιναν σχεδόν καθημερινές, και  θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί από ένα τυχαίο γεγονός συνδέθηκα και συνεργάστηκα δημιουργικά με δύο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, σε μια στιγμή που βημάτιζα χωρίς ρυθμό, και ακόμα, μου δόθηκε η ευκαιρία –και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Φοίβο- να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων, και από την Κύπρο και από την Ελλάδα, οι οποίοι έρχονταν για διαλέξεις -πολλές φορές με δική του πρωτοβουλία- και να αναπτυχθούν φιλίες. Ενδεικτικά αναφέρω τον Γιώργο Π. Σαββίδη, Αντώνη Σαμαράκη, Νάσο Βαγενά, Γιώργο Κεχαγιόγλου, τον γιατρό λογοτέχνη Θεόδωρο Μαρσέλλο και τον Μεσεβρινό. Τελικά, ακολούθησα κι εγώ τον δρόμο της λογοτεχνίας και η ζωγραφική μπήκε στο περιθώριο.  

Ο Καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης ήρθε για πρώτη φορά στη Λάρνακα τον επόμενο χρόνο, το 1981 δηλαδή, και από τότε, όταν ερχόταν στην Κύπρο προτιμούσε να μένει στη Λάρνακα γιατί έβρισκε το περιβάλλον να του ταιριάζει καλύτερα παρά στην Πρωτεύουσα. Αυτό οφειλόταν βεβαίως, στη φιλοξενία του Φοίβου και στην παρουσία του Θεοδόση Νικολάου με τους οποίους ανέπτυξε μια μεγάλη και δυνατή φιλία, μια αληθινή φιλία που κράτησε για πάντα.

Οι συναντήσεις μας με τους ανθρώπους αυτούς του πνεύματος στην ξακουστή Βιβλιοθήκη του Φοίβου, με τις υπέροχες αναγνώσεις του Σαββίδη και τις αναλύσεις ποιημάτων του Θεοδόση δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος που τις έζησε να τις ξεχάσει εύκολα.

Με συγκίνηση πρέπει να αναφέρω ότι πολύ συχνά, τέτοιες μέρες, ο Σαββίδης κατέβαινε στην Κύπρο για να συνεορτάσει με τον Θεοδόση Νικολάου. Στις 10 Μαρτίου ήταν τα γενέθλιά τους. Σαν αύριο δηλαδή.   

Για το περιοδικό «κύκλος» έμαθα πριν ακόμα εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Είχα επισκεφθεί τον Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του, για να του δείξω σχέδια και πίνακές μου, προκειμένου να μου εγκαινιάσει μια έκθεση ζωγραφικής που ήθελα να κάνω στη Λάρνακα και μου μίλησε σχετικά. Μου έδειξε το εξώφυλλο που είχε ετοιμάσει, τον λογότυπο του περιοδικού, με την υπέροχη χαρακτηριστική γραφή του, που γνώριζα, βέβαια, από τα γυμνασιακά μου χρόνια, αλλά και από το περίφημο λεύκωμα του Γ. Πολ. Γεωργίου που είχα αποκτήσει αργότερα. Τον «κύκλο» τον είχα αγαπήσει πριν εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Δεν έπεσα έξω, με το πρώτο τεύχος –το αφιέρωμα στον Παντελή Μηχανικό- έδειξε την ποιότητά του: ήταν ένα έργο Τέχνης από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, έστω και αν η εκτύπωση γινόταν σ’ ένα μικρό τυπογραφείο με πάρα πολλές δυσκολίες. Ενδιαφέρουσα η ύλη του από το πρώτο ανέκδοτο ποίημα του Μηχανικού μέχρι τη βιβλιοκρισία της τελευταίας σελίδας.

Το δεύτερο τεύχος –με σχέδια και κείμενα του Χριστόφορου Σάββα- έγινε ανάρπαστο. Ήταν φανερό πια ότι είχε τεθεί ένα ορόσημο στα εκδοτικά πράγματα του τόπου, «ο κύκλος» έγραφε ιστορία. Η συνέχεια ήταν όχι μόνο εξίσου καλή, μα και καλύτερη από το ξεκίνημα. Γινόταν προσπάθεια σε κάθε καινούργιο τεύχος να μη επαναλαμβάνονται σφάλματα που εντοπίζονταν σε προηγούμενα.

Ο Φοίβος είχε κάποια εκδοτική εμπειρία, που είχε αποκτήσει από τον Αντώνη Μυστακίδη (τον Μεσεβρινό), με την έκδοση των Τετραδίων του Ρήγα, και της ποιητικής συλλογής του, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, αλλά ο «κύκλος» δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την εμπειρία. Έχει πιο πολύ την αισθητική του Θεοδόση η οποία διαμορφώθηκε από τη σχέση που είχε με τον Φώτη Κόντογλου και την προσεχτική μελέτη σπουδαίων εκδόσεων που είχε στη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο ή άλλων εκδόσεων. Είναι μια διαφορετική προσέγγιση την οποία ο Φοίβος είχε αποδεχτεί και αφομοιώσει. Στο ιστολόγιό του μιλά για το ψηλό εκδοτικό αισθητήριό του Θεοδόση Νικολάου που μαρτυρείται και από όλες τις εκδόσεις βιβλίων του που φέρουν τη σφραγίδα της δικής του αισθητικής και μνημονεύει την καθοριστική του συμβολή στους προβληματισμούς του στην εκδοτική του πορεία. Ο ίδιος ο Φοίβος είχε επίσης, στη βιβλιοθήκη του σπουδαίες εκδόσεις από τις οποίες μάθαινε. Σε μια έκδοση, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να προσεχτούν: το χαρτί, οι διαστάσεις, το χρώμα, οι αποχρώσεις και οι συνδυασμοί των χρωμάτων, οι γραμματοσειρές κοκ. Όλα αυτά τα συζητούσαμε είτε στο Φαρμακείο είτε το βράδυ στη Βιβλιοθήκη του Φοίβου. Μάθαινα κι εγώ.

Πολλές ιδέες για τεύχη του «κύκλου» γεννήθηκαν μέσα στο φαρμακείο, όπως π.χ. το αφιέρωμα για τον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου. Μαζί κάναμε την πρώτη καταγγελία στην Κύπρο για την καταστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, με κείμενο του Φοίβου, με τα ιδιόγραφα του Θεοδόση και με δύο σχέδια δικά μου. Η ενεργός εμπλοκή μου είχε γίνει από το τρίτο τεύχος με ένα σχέδιο για ένα διήγημα και συνεχίστηκε στα επόμενα τεύχη με το πρώτο μου διήγημα, το σταυρόλεξο που γράφτηκε με παρότρυνση του Φοίβου. Μετά ήταν τα εξώφυλλα για τα αφιερωματικά τεύχη για τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Καβάφη και τον Γ. Πολ. Γεωργίου. Φυσικά, ήταν και τα δύο εξώφυλλα για τα Τετράδια Ποίησης, τα οποία ο Φοίβος θεωρούσε ως τα καλύτερα και για τον λόγο αυτό σε έκθεση που διοργάνωσε ο ίδιος στην Αθήνα τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία.

Με το ξεκίνημα του δευτέρου τόμου είδα με έκπληξή μου (αλλά και κρυφή χαρά) ότι το όνομά μου είχε προστεθεί στην πνευματική ομάδα του περιοδικού, πράγμα που είχα αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Δασκάλου μου. Στην παρατήρησή μου γιατί όχι και ο κύριος Θεοδόσης η απάντηση του Φοίβου ήταν αφοπλιστική: Ξέρεις τον Θεοδόση!

«Ο κύκλος» καθυστέρησε την έκδοσή του για ένα διάστημα, αλλά συνέχισε αργότερα με την ένδειξη Περίοδος Β’, αλλά μετά από τρία διπλά τεύχη τερμάτισε οριστικά την πορεία του. Για τη δεύτερη περίοδο, είχα την τιμητική πρόσκληση από τον Φοίβο να αποτελέσουμε την νέα πνευματική ομάδα του «κύκλου», να του δώσουμε μια καινούρια πνοή, όμως, η μετάθεσή μου στη Λευκωσία, που είχε ήδη έρθει απρόσμενα, ματαίωσε κάθε σκέψη. Το περιοδικό έκλεισε όχι γι αυτό τον λόγο, βέβαια, και για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του «…το περιοδικό έκλεισε όχι γιατί απέτυχε αλλά απλά επειδή συμπλήρωσε την τροχιά του. Όταν ξεκίνησε ο «κύκλος» το 1980, στόχος ήταν να φέρει στον τόπο μια καινούργια εκδοτική και αισθητική αντίληψη στα φιλολογικά περιοδικά του τόπου».

Ο «κύκλος» πέτυχε τον σκοπό του, πρόβαλε Κύπριους δημιουργούς, έβγαλε στο φως ανέκδοτα κείμενα και πληροφορίες για την πατρίδα του και τους δημιουργούς της.  Πέτυχε, γιατί ένας άνθρωπος με όραμα είχε αναλάβει το οικονομικό βάρος και γενικά όλη την ευθύνη της έκδοσής του, εργαζόμενος εξαντλητικά σε ώρες που κανονικά έπρεπε να ξεκουράζεται λόγω του εξουθενωτικού ωραρίου τού φαρμακείου του αλλά και λόγω των πολλών άλλων ευθυνών που ήταν πάντα φορτωμένος. Η χαρά του δεν ήταν μόνο από τον δίκαιο έπαινο που έπαιρνε από τους ελληνιστές στα πέρατα του κόσμου και τα σπουδαστήρια νεοελληνικής φιλολογίας, στους οποίους έστελλε -πάντα με δικά του έξοδα- τον «κύκλο»∙ η χαρά του ήταν γιατί η τιμή αυτή επεκτεινόταν και στην πόλη του με την οποία –είχε μια αμφίδρομη σχέση αγάπης- και ακόμα πιο πλατιά, επεκτεινόταν στην ίδια του την πατρίδα. Η αμφίδρομη αυτή σχέση αγάπης συνοψίζεται πια σε τρεις λέξεις: Ίδρυμα Φοίβου Σταυρίδη, και με την ευκαιρία εύχομαι και ελπίζω πως ο Δήμος Λάρνακας θα λάβει όλα εκείνα τα μέτρα για τη διασφάλιση του πολύτιμου και μοναδικού υλικού, και την ομαλή λειτουργία του Ιδρύματος. 

Εμείς, που τώρα προσπαθούμε με κόπο να φωτίσουμε κάποιες λεπτομέρειες, με οδηγό τα σπαράγματα μιας μνήμης που διαλύεται σε βάθος τριανταπέντε χρόνων, πρέπει, συμπερασματικά, να το δηλώσουμε ξεκάθαρα: ο «κύκλος» τελικά, είναι το … κέντρο του και μόνο! Είναι ένας κύκλος χωρίς περιφέρεια. Είναι μόνο ο εμπνευστής και δημιουργός του με την πολυακτινική δράση και πολυεπίπεδη προσφορά του, που χρησιμοποίησε μόνο λίγα μικρά δικά μας λιθαράκια. Είναι ο Φοίβος Σταυρίδης∙ που για τα λίγα αυτά πετραδάκια που του προσφέραμε, μάς επέστρεψε αμέριστη χαρά μέσω της ποιότητας της δικής του δημιουργικής εργασίας.


Σας ευχαριστώ


2 Μαρ 2015

ΓΡΗΓΟΡΗ ΕΣ ΑΕΙ



Η Σκήτη

α'

Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά
Κρύβουν τον  ήλιο∙ καταχνιά!

Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.

Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.

Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

β'

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού * μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει * είναι από πέτρα σκληρή * και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά * κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ * για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.

της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο * μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι * βγες έξω στο φως, στην αλήθεια * μα δεν ξέρουν πως το φως είναι  εδώ * κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι * μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες * γνωρίζουν ποιος είμαι * και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.

ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει * κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει * με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει * μα πριν προλάβει μια σκέψη να κάνει * η ζωή η δική του τελειώνει * λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.


και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα * οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη * καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά * καίνε μονάχα το σώμα * κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά * όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν * την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.


με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω * στην πέτρα μου αφήνω ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.

[Από την ποιητική σύνθεση του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ "Πικρόλιθος", Κάρβας 2014]

________________________________________________________________
ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΕΔΩ