30 Ιουν 2013

Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

[Δημοσίευση: Ο ΣΙΣΥΦΟΣ, τεύχος 5, Ιανουάριος -Ιούνιος 2013, σελ.57]  



Το πιο ασυνήθιστο παιδί ήτανε. Ανήσυ­χος πάντοτε και ζωηρός∙ σωστό αεικίνητο. Το ξενικό του όνομα το απέκτησε από τότε που έζησε στο Λονδίνο για μερικούς μήνες κο­ντά σε κάποιον θείο του, θά ’ναι δυο τρία χρό­νια τώρα, γιατί μια ξαφνική και παράξενη ασθένεια που τον είχε χτυπήσει, ανάγκασε τους γονείς του να τον πάνε εκεί, ακολουθώντας τη συμβουλή των για­τρών. Είναι ένα μυστήριο τι ασθένεια ήταν, αλλά όταν γύρισε ήταν καλά, ευ­τυχώς. Πήγε Γιάννης Λοΐζου και γύρισε στο χω­ριό Τζον Λούης και πραγματικά αγνώριστος. Ντυνόταν πια με ωραία πουκάμισα και παντελόνια και, ακόμα, είχε κάτι ωραία μοντέρνα παπούτσια που δεν είχαμε ξαναδεί. Μέσα μέσα, πέταγε και καμιά αγγλική λέξη κι έτσι καθώς ανέμι­ζαν οι ξανθές του μπούκλες, έμοιαζε με εγγλεζάκι και δεν ήταν παράξενο που έγινε αμέσως Τζον. Παρόλο που είχε χάσει εκείνη τη χρονιά, στη συνέχεια έγινε πολύ κα­λός μαθη­τής, γιατί από τότε που είχε αρρωστή­σει, εκτός από τα κανονικά διάβαζε και τα εξωσχολικά βιβλία που ζητούσε∙ ο πατέρας του δεν του χαλούσε χατίρι ποτέ. Είχε εξελιχθεί σε έναν μικρό παντογνώστη, που απα­ντούσε σε οποιοδήποτε ερώτημά μας.

Ο Παντελής ήταν ο τρίτος της παρέας και σχεδόν κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, έπρεπε να συναντηθούμε στην αυλή τής εκκλησίας που ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των παιδιών. Παίζαμε συνήθως ποδόσφαιρο και κρυφά, κυνηγούσαμε πουλιά με τις σφεντόνες μας. Με τη δραστηριότητά μας αυτή δεν συμφωνούσαν οι γονείς μας, όχι γιατί λυπόντουσαν τα καημένα τα πουλάκια που έτσι κι αλλιώς σπάνια χτυπούσαμε, αλλά γιατί είχαμε ένα κακό προη­γούμενο. Ο Παύλος, δύο χρόνια πριν, είχε χά­σει το μάτι του από σφεντόνα. Χτυπήθηκε κατά λάθος από ένα άλλο παιδί και από τότε όλοι οι γονείς ήταν πολύ αυστηροί στο θέμα αυτό. Ο Τζον είχε την καλύτερη σφεντόνα. Ήταν μισή οργιά κόκκινο λάστιχο, στερεωμένο στις δύο άκρες ενός κομματιού δέρματος σε σχήμα οβάλ, όπως και η δική μας, αλλά στη δική του τη διαφορά την έκανε η τρύπα που είχε το δέρμα στη μέση. Σ’ αυτή την τρύπα ήταν εφαρμο­σμένο ένα λεπτότερο κομμάτι από δέρμα και με τον τρόπο αυτό δημιουργείτο μια εσοχή, μέσα στην οποία έβαζε σκάγια αντί στρογγυλά βότσαλα που χρησιμοποιούσαμε εμείς. Σπάνια όμως χτυπούσε κι αυτός κα­νένα πουλί. Απολαμβάναμε πιο πολύ να τα βλέπουμε και να τα ακούμε, παρά να τα σκοτώνουμε. Ποιος μπορούσε, να πλησιάσει αυτά τα παμπόνηρα σπουργίτια και τις σκαλιφούρτες. Αυτές μπαινόβγαιναν μέσα στους θάμνους τόσο γρήγορα, που δεν προλάβαινες να τις δεις, αλλά και τα πιο μεγάλα πουλιά όπως τα μαυροπούλια και οι φραγκολίνες δεν μπορούσες εύκολα να τα πλησιάσεις. Τα όμορφα σγαρτίλια, κά­θονταν στα λεπτά στελέχη των θάμνων, μα ήταν καλύτερα και αυτά να τα ακούς παρά να τα κυνηγάς, όπως και τα χελιδόνια που δεν τα χτυπούσαμε ποτέ. Απολαμβάναμε, πιο πολύ, την περιπέτεια μέσα στο δάσος, τριγυρνούσαμε ώρες πολλές κι επιστρέφαμε μόνο όταν άρχιζε να σουρουπώνει.

Για τρεις μέρες ο Τζον είχε εξαφανιστεί. Μό­λις άκουγε το τελευταίο κουδούνι γινόταν κα­πνός, και στα διαλείμματα ήταν σωστή σφίγγα. Πού να πήγαινε άραγε, και τι ήταν αυτό που δεν γνωρίζαμε κι είχε γι’ αυτόν τόσο ενδιαφέ­ρον; Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε στην αυλή τής εκκλησίας και με συνωμοτικό τρόπο μας έκανε να καταλάβουμε ότι ήθελε να τον ακολουθήσουμε. Σαν αίλουροι τιναχτήκαμε, και σε δευτερόλεπτα εγώ βρέθηκα στη σέλα τού γαλάζιου μου Πήγασου ο Παντελής στη σκάρα και ποδηλατήσαμε για κανένα χιλιόμετρο. Είμαστε περίεργοι να μάθουμε τι καινούργιο είχε ανακαλύψει∙ και δεν αργήσαμε να το μάθουμε. Φτάσαμε κάπου κοντά στο δάσος και ακολουθήσαμε τον Τζον χωρίς τα ποδήλατα για καμιά εκατοστή μέτρα περίπου. Το μέρος εκείνο ήταν πιο χαμηλά και σχηματιζόταν ένας κρατήρας, με διάμετρο δέκα δεκαπέντε μέτρων. Σταμάτησε, έδειξε κάπου μπροστά του και είπε δυνατά: «εκεί, τους βλέπετε;» «Ποιους να δούμε, δεν βλέπω τίποτε φίλε», είπε ο Παντελής κι εγώ έβαλα το χέρι αντήλιο κι ήμουνα περίεργος να δω τι ήταν αυτό που έβλεπε, ενώ αυτός επαναλάβανε πιο δυνατά «δεν βλέπετε τους τούρκους;»

Τότε μόνο τους προσέξαμε. Ήταν τεράστιοι, λαμπεροί «τούρκοι» που προχωρούσαν γρή­γορα ο ένας πίσω από τον άλλο και χάνονταν μέσα στους ψηλούς θάμνους τού δάσους. Έβγαιναν από μια τρύπα στο χώμα και διέσχι­ζαν τον κρατήρα από τη μια άκρη ώς την άλλη. Βλέπαμε αποσβολωμένοι το θέαμα. Πολλοί επέστρεφαν στη φωλιά από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, μα σύγχυση δεν υπήρχε καμιά. Αντάλλασσαν μεταξύ τους χαιρετισμούς, κουνούσαν τις κεραίες τους και εξαφανίζονταν μέσα στη φωλιά. Ήταν από τα σπάνια θεάματα που μόνο οι τυχεροί μπορούσαν να απολαμβάνουν.

Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη, γιατί αμέσως μετά προχώρησε λίγα βήματα πιο πέρα, έδειξε προς ένα άλλο σημείο και συμπλήρωσε: «κι εδώ είναι οι έλληνες, τους βλέπετε; Είναι πιο λίγοι, αλλά γενναίοι». «Ξέρετε πού πηγαίνουν, ξέ­ρετε τι κάνουν; Δεν ξέρετε∙ αλλά αυτό θα το μάθετε κάποια άλλη μέρα». Μετακινηθήκαμε κι εμείς λίγο πιο κάτω και παρατηρούσαμε τη σειρά με τους πιο ευκίνητους κόκκινους «έλληνες» που ξεκινούσαν από τη δική τους τρύπα και χάνονταν κι αυτοί μέσα στο δάσος. Οι περισσότεροι απ’ όσους γύριζαν κουβαλούσαν και κάτι, καμιά φορά πολύ δυσανάλογο με το μέ­γεθός τους και εξαφανίζονταν μέσα στη φωλιά τους.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί παρακολουθώ­ντας τη δραστηριότητά τους, μα σύντομα ανακαλύψαμε ότι συνέβαιναν και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Οι δυο στρατοί δεν κυκλοφορού­σαν μόνο στις ήσυχες σειρές, αλλά υπήρχαν πολλοί στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις που περιπολούσαν παράλληλα, σε όλο το μή­κος τής διαδρομής που έφτανε μέχρι τους θά­μνους. Πού και πού βρίσκονταν ξαφνικά αντιμέτωποι κάποιοι στρατιώτες και τότε άρχιζαν χωρίς χρονοτριβή οι αψιμαχίες μέχρι την υποχώρηση της μιας ομάδας, αλλά καθώς περνούσε η ώρα κι οι ακτίνες τού ήλιου πυρπολούσαν τα σώ­ματά τους, γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι, ζω­ηροί και πολεμοχαρείς. Επικές μάχες διαδέχο­νταν η μια την άλλη, καθώς οι ενισχύσεις τόνωναν τις δύο ομάδες. Κατά διαστήματα οι μάχες κόπαζαν για λίγο και τότε οι χτυπημένοι και οι άψυχοι μεταφέρονταν κοντά στη φωλιά αλλά ποτέ μέσα.

Χωρίς να το καταλάβουμε, αποκτήσαμε κι εμείς την ένταση που επικρατούσε μέσα στο χώρο τού κρατήρα. Οι κανόνες τού παιχνιδιού διαμορφώνονταν αστραπιαία και αυτόματα. Εγώ κι ο Παντελής είμαστε «έλληνες» και ο Τζον «τούρκος». Προσπαθούσαμε να εμψυχώ­σουμε τις ομάδες μας λέγοντας διάφορα «μα­γικά», μα δεν μπορούσαμε να συγκριθούμε με τον Τζον που ήταν πολύ διαβασμένος. Τότε καταλάβαμε γιατί τον είχαμε χάσει για τόσες μέρες. Ήταν σε υπερένταση, μιλούσε μια ακατανόητη γλώσσα που έμοιαζε με κάτι γητειές που έλεγαν οι γριές, αλλά στο τέλος το γύριζε στη γλώσσα μας. Όποια διαταγή και να έδινε στους στρατιώτες του την εκτελούσαν αμέσως με επιτυχία. Κρατούσε δύο μυτερά μακριά ραβδάκια που είχαν καρφω­μένους στην άκρη τους, έναν «τούρκο» και έναν «έλληνα». Τα κουνούσε με έναν παράξενο τρόπο πάνω από τις τρύπες και μετά έκανε διάφορες διαδρομές στον κρατήρα γρατσουνίζοντας το χώμα με τα ρα­βδάκια του. Για έναν περίεργο λόγο οι «τούρκοι» του τον υπάκουαν. Ξαφνικά μια μεγάλη ομάδα ξεκινούσε από τους δικούς του και κύκλω­ναν τους δικούς μας στρατιώτες και τους εξουδετέρωναν. Μά­ταια προσπαθούσαμε να εμψυχώσουμε το στρατό μας με «οδηγίες» που δίναμε φωνα­χτά κουνώντας τα χέρια μας. Ο Τζον ήταν ένας δεξιοτέχνης τής γλώσσας και των ερ­γαλείων του. Οι μάχες χάνονταν η μια μετά την άλλη για τους «έλληνες» και δεν βλέπαμε να υπάρχει σωτηρία. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο τέλος έκανε επιδέξια μια μελετημένη κί­νηση με τα ραβδάκια του. Τα έβαλε προσεχτικά μέσα στις τρύπες λέγοντας τα ακατανόητα μα­γικά του. Και τότε έγινε κάτι συνταρακτικό: άρχισαν να βγαίνουν από τις τρύπες τους δεκάδες στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις, με τα μεγάλα τους φτερά και να εφορμούν σε ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τα σμήνη γίνονταν όλο και πιο πυκνά και κάλυπταν όλο τον εναέριο χώρο τού μικρού κρατήρα. Σαν πραγματικά καταδιωκτικά απογειώνονταν και ο βόμβος που έκαναν όταν πλησίαζαν στ’ αυτιά μας, μάς έκανε να τρομάζουμε. Οι μάχες τώρα μεταφέρθηκαν στον αέρα και ήταν τόσο βίαιες, που κινδυνεύαμε πολύ να γίνουμε εμείς τα θύματα. Προσγειώνονταν ομαδικά και αδιάκριτα επάνω μας, περπατούσαν επάνω στα σώματά μας, άρχισαν να μας τσιμπούν και δεν υπήρχε άλλη λύση από τη φυγή. Τρέξαμε μέχρι τα ποδήλατά μας, αφήνοντας «τούρκους» και «έλληνες» στις αερομαχίες τους, πασκίζοντας να απομακρύνουμε αυτούς που ήταν στο πρόσωπο, στα ρούχα και μέσα στα μαλλιά μας ακόμα. Σπρώξαμε τα ποδήλατά μας στην ανηφόρα και πριν τη στροφή κοντοσταθήκαμε για να ρί­ξουμε μια τελευταία ματιά στο πεδίο τής μά­χης. Ένας ήλιος που χαμήλωνε γρήγορα, έρι­χνε το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο φως του πάνω στα διάφανα φτερά και τα σώματα των μυρμη­γκιών που πετούσαν τριγύρω και τα έκανε να λάμπουν. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Κοιτούσαμε μόνο εκστατικά. «Αύριο να δείτε τι θα γίνει», είπε ο Τζον, κουνώντας κυκλικά το χέρι του, φανερά ικανοποιημένος από το καταστροφικό του έργο∙ «σήμερα δεν είδατε τίποτε».


Μας άφησε σε μεγάλη αγωνία. Έπρεπε κι εμείς να πέσουμε αμέσως στη μελέτη. Έπρεπε να μάθουμε πως κερδίζεται μια νίκη. Όμως, παρά τη θλίψη μας, τον θαυ­μάσαμε∙ ήταν πραγματικά μοναδικός και απαράμιλλος γητευτής των μυρμηγκιών.   

20 Ιουν 2013

ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ

ΠΗΓΗ: Νέα Εποχή, τ.316, Άνοιξη 2013, σελ.59 

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ
διήγημα


Mου έκαναν εντύπωση τα κουδούνια, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα, ανά­μεσα σε φλογέρες, βούρκες, ψαλίδια, μα­τσούκες και άλλα σύ­νεργα της ποιμενικής ζωής που ήταν εκτεθει­μένα σε όλους τους τοί­χους. Μικρά κουδουνά­κια, περασμένα σε δερμάτινα μακριά κορδόνια, ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και κάθε φορά που ανοιγόκλεινε η πόρτα, δημιουργούσε ρεύμα αέρος και τα έκανε να χτυπούν μεταξύ τους και να κουδουνί­ζουν. Κατά τα άλλα, ήταν μια συνηθι­σμένη μικρή ταβέρνα που πρόσφερε τους παρα­δοσιακούς τοπικούς μεζέδες. Ο ιδιοκτή­της φαινόταν πιο πάνω από εβδομή­ντα, σε αντί­θεση με τη γυναίκα του, που φαινό­ταν πολύ μι­κρότερη. Τα άσπρα του μαλλιά και γένια, του πρόσθεταν χρόνια. Πρόσεξε το ενδια­φέρον μου για τα κουδούνια και όταν τε­λειώσαμε το φα­γητό μας, μας πλησίασε κι άφησε στο τραπέζι μια πιατέλα με διάφορα φρούτα και φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο έδειξε προς τα κουδούνια ρωτώντας αν ήταν ενο­χλητικά. Εμείς, φυσικά, αμέ­σως του απαντήσαμε ότι όχι μόνο δεν ήταν ενοχλητικά, αλλά απεναντίας τόσο εγώ όσο κι η γυναίκα μου απολαμβάναμε τη βραδιά μας με τους υπέρο­χους μεζέδες τους και τον ευχάρι­στο γλυκό ήχο των κουδουνιών, που ακου­γόταν κάθε τόσο.

Δεν είχε πάρα πολλή πελατεία και αφού βε­βαιώθηκε ότι η παρουσία του δεν ήταν ενοχλη­τική, προχώρησε στο μπαρ, έβαλε ποτό σ’ ένα μι­κρό στενόμακρο ποτήρι και γύρισε στο τρα­πέζι μας έτοιμος για επεξηγήσεις. Κάθισε και με το χέρι που κρατού-σε το ποτήρι έκανε μια ημι­κυκλική κίνηση μιλώντας αργά και τονίζο­ντας μια μια τις λέξεις:

Αυτά που βλέπετε όλα, είναι του παππού μου του λεβεντόγερου. Να τον εκεί, κι έδειξε μια με­γάλη κορνιζωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο, που πράγματι έδειχνε έναν ψηλό άν­δρα με μαύρη βράκα, ψάθινο καπέλο και ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι. 

Πέθανε στα ενενήντα εφτά του, όταν εγώ ήμουν δέκα χρονών ή λίγο μικρότερος∙ δεν θυμά­μαι τώρα γιατί έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά θυμάμαι τις αμέτρητες ιστορίες που μου έλεγε. Το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε μεσημέρι, ήμουν στο γιαλό. Του πήγαινα το φα­γητό που ετοίμαζε η μάνα μου και με την ευ­καιρία έκανα και το κολύμπι μου κι ύστερα καθό­μαστε κάτω από τις βαθύσκιες χαρουπιές, άκουγα κάμποσες ιστορίες που μου έλεγε κι όταν δειλίνιαζε επέστρεφα στο χωριό, που δεν ήταν πιο πολύ από ένα χιλιόμετρο μακριά. Τον έλεγαν Πα­ναγή, αλλά, αν δεν έλεγες «ο Παγιάτσος» δεν τον έβρισκες. Το παρατσούκλι το πήρε λόγω του μεγέθους του, φυσικά.

Γύρισε και μας κοίταξε, παίρνοντας ύφος που πρόδιδε ότι αυτό που θα έλεγε ήταν κάτι πολύ σημαντικό, μπορεί όμως και να προ­βληματιζόταν αν θα έπρεπε να πει αυτό που είχε στο μυαλό του και, αφού κράτησε για λίγο το χέρι του υψωμένο, τελικά είπε ψιθυριστά: ο γέρος, σκότωσε και δυο Τούρκους. Έκανε μια μι­κρή παύση, για να δει την αντίδρασή μας και, αφού από το ύφος μας διαπίστωσε το ανανεω­μένο μας ενδιαφέρον, συνέχισε: αυτό, δεν μου το είπε ο ίδιος, …το έμαθα από άλλους μετά το θάνατό του. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν δυο τρεις ατσουπάδες, από ένα τούρκικο χωριό δί­πλα, που συνέχεια πείραζαν στο δικό μας χωριό. Έρχο­νταν νύχτα κι έκλεβαν τ’ αρνιά και ό,τι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν. Μια φορά κά­ποιος συγχωριανός, φίλος τού παππού, γύρεψε να προστατέψει την περιουσία του, μα τον σκότω­σαν και τον έριξαν σ’ έναν λάκκο, σκαμ­μένο μέσα σε βράχο, εικοσπέντε πόδια βάθος, λίγο έξω από το χωριό και από πάνω τού έριξαν πέτρες και ξύλα. Ύστερα όμως, μαθεύτηκε ποιοι ήταν οι φονιάδες. Υπάρχει τίποτε στον κόσμο που μένει κρυφό; Ο γέρος στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, μα τι μπορούσε να κάνει. Μια φορά όμως είδε τον έναν από αυτούς, που τριγυρνούσε στην περιοχή και τον αναγνώρισε. Ποιος ξέρει τι κακό σχεδίαζε πάλι, αλλά μόλις τον είδε ο παππούς, του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι και χωρίς να χάσει καιρό τον παγίδεψε, τον άρπαξε με τις χερούκλες του και τον έπνιξε. Μετά τον μετέ­φερε κάτω από μια ελιά και σκηνοθέτησε ένα ατύ­χημα. Έκοψε έναν μεγάλο κλώνο και τον έβαλε από πάνω του, τάχατες ότι είχε πέσει μονα­χός του από την ελιά, στην οποία, προφα­νώς, είχε ανέβει για να κλέψει. Ο φίλος του, που ήρθε σε λίγες μέρες για να πάρει εκδίκηση, είχε την ίδια τύχη. Οι Τούρκοι όμως στο χωριό τους, παραδόξως, δεν έδωσαν συνέχεια, γιατί ήξεραν τι λέσια ήταν οι σκοτωμένοι συγχωριανοί τους και τι είχαν κά­νει.

Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρί­χνοντας το βλέμμα του στα πολύτιμα εκθέ­ματα των τοίχων και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι, συνέχισε:

Όλα τα υπάρχοντά του τα έφερα μαζί μου και είναι όλα παμπάλαια, όπως τα έφτιαχναν την εποχή εκείνη. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν τέ­τοια πράματα. Η τέχνη χάθηκε οριστικά. Θα τα χαρίσω κι εγώ στα παιδιά μου, για να μείνουν εν­θύμιο.

Ένας χάρτης στον τοίχο, είχε σημειωμένο με κόκκινο κύκλο ένα χωριό. Υπολόγισα ότι θα ήταν ο τόπος καταγωγής του και δεν έπεσα έξω: ήταν Βαλιώτης, μια περιοχή προς τα δυτικά των Βασιλικών, δεκαπέντε με εί­κοσι λεπτά με αυτοκίνητο. Θυμήθηκα πως κά­ποτε μια παρέα πήγαμε με βάρκα στην περι­οχή, για να δούμε ένα παλιό καράβι που φαινό­ταν λίγο πάνω από τη θάλασσα. Διερωτήθηκα αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό και τον ρώτησα: «το πλοίο;» Το πρόσωπό του μεμιάς φωτίστηκε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε έκπλη­κτος.

Ξέρεις για το πλοίο; Το είδες; Α! το πλοίο! Έχει καταστραφεί τώρα. Σιγά σιγά το πριόνισαν και το κατάκλεψαν∙ το εξαφάνισαν. Αυτός εκεί ο παπ­πούς, και έδειξε πάλι τη φωτογραφία στον τοίχο, ήξερε ολόκληρη την ιστορία και μου την είπε. Αν έχετε ώρα … την ξέρω από πρώτο χέρι.

Και χωρίς να περιμένει αυτή τη φορά απάντηση, ξεκίνησε να λέει την ιστορία του:

Ο παππούς, όπως είπα πριν, ήταν βοσκός κι έβο­σκε πάντα τα πρόβατά του στο λιβάδι κοντά στο γιαλό. Για πεντέξι και κάποτε οχτώ μήνες του χρόνου, τα βράδια κοιμόταν μέσα στους σπήλι­ους τής θάλασσας. Τριγυρνούσε στην περι­οχή και του άρεσε να κάθεται στους βράχους και να βλέπει τα πλοία, που άλλα έφευγαν από το λι­μάνι τής Αμμοχώστου και πήγαιναν ανατολικά και άλλα κατευθύνονταν προς το λιμάνι της, που φαι­νόταν αχνά στο βάθος προς τα νοτιοδυτικά. Δεν ήταν ναυτικός, ούτε ήξερε να κολυμπά, αλλά του άρεσε ν’ αναπνέει τον καθαρό αέρα τής θάλασσας. Μια μέρα που βρήκε ένα κρανίο στο χωράφι, κι ύστερα κάτι κόκαλα, και δεν ήταν η πρώτη φο-ρά που έβρισκε, ρώτησε έναν γέρο συγχωριανό του, που βρισκόταν κι αυτός στην περιοχή, τι να ήταν εκείνα τα κό-καλα, κι αυτός του είπε την ιστορία του καραβιού:

«Οι Οθωμανοί παλιά φαίνεται ότι είχαν ανακα­λύψει την πηγή για να προμηθεύουν με σκλάβους την Υψηλή Πύλη και τα σκλαβοπά­ζαρα της Τουρκίας και, ακόμα, να γεμίζουν τα χα­ρέμια τους με όμορφα νεαρά κορίτσια. Έτσι, ένα καράβι, που ταξίδευε στη θάλασσα εκεί ανοιχτά, μετέφερε χίλιους διακόσιους σκλάβους Τσερ­κέζους στην Πόλη ή στα λιμάνια τής Μέσης Ανατολής. 

Δεν ήταν ξεκαθαρισμένο ποια ήταν η κατεύ­θυνση του πλοίου μα, όποια και να ήταν, στο μέ­σον τής διαδρομής οι σκλάβοι στασίασαν και απεί­λησαν να σκοτώσουν τον πλοίαρχο και τους άλλους αξιωματικούς. Οπλίστηκαν με ξύλα που αποσπούσαν από το πλοίο, και ό,τι άλλο έβρι­σκαν πρόχειρο κοντά τους, άναψαν φωτιές εδώ κι εκεί και προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο τού πλοίου. Ήταν ενέργειες αυθόρμητες κι ανοργά­νωτες, που δεν οδηγούσαν σε κάποιο αποτέ­λεσμα, αλλά, όταν είσαι σκλάβος, πάνω στη μαύρη απελπισία σου κάνεις πράγματα που δεν έχουν λογική. Ο πλοίαρχος όμως που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις τους, έδωσε εντολή στους μηχανικούς να ανατινάξουν τους λέ­βητες, αφού είχε ήδη γυρίσει το πλοίο που με μεγάλη ταχύτητα καρφώθηκε και ακινητοποιή­θηκε στους βράχους, σχεδόν μισό μίλι μακριά από την ακτή. 

Ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί σώθηκαν και με τη βοήθεια των χωρικών έφτασαν στην Αμμόχω­στο. Από τους υπόλοιπους όμως δεν σώ­θηκε κανένας, γιατί και οι δυο επιλογές που εί­χαν ήταν μάταιες: ή θα έπεφταν στη θάλασσα ή θα καίγονταν με φρικτούς πόνους μέσα στους μαύ­ρους καπνούς που εν τω μεταξύ τύλιξαν το κα­ράβι και τους έπνιγαν. Έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Πνίγηκαν όλοι στην προσπάθειά τους να βγουν στην ακτή, πράγμα που ήταν αδύ­νατο φυσικά, γιατί οι χοντρές αλυσίδες που εί­χαν στα πόδια τους, τούς παρέσυραν όλους στο βυθό. Σώθηκε μόνο ένας, που έμεινε κρυμμένος για μια δυο μέρες στους σπήλιους και όταν τον βρή­καν, παρόλο που ήταν σε ελεεινή κατάσταση, μπόρεσε να εξιστορήσει τα γεγονότα, και σε λίγες μέρες πέθανε κι αυτός».

Ανοίγοντας την πόρτα, φεύγοντας, χτύπη­σαν τα κουδουνάκια, και καθώς έριχνα την τελευ­ταία ματιά στο εσωτερικό, τον είδα που είχε πλησιάσει και κοίταζε τη φωτογραφία τού παππού του. Σίγουρα ο παππούς θα του έλεγε πάλι κάποια παράξενη ιστορία.


14 Ιουν 2013

ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ: Η ΑΡΤΟΥΛΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

[Σύνθεση του ΝΝ-Χ με βάση ένα σχέδιο του Γουναρόπουλου]

του Κώστα Μόντη
Η ΑΡΤΟΥΛΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
διήγημα

 [από τη συλλογή του ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Λευκωσία, 1970]


   Ένα παράξενο λουλούδι μπορεί να φυτρώσει ξαφνικά εκεί που κανείς δεν το περιμένει.
  Το παράξενο λουλούδι ήταν η Αρτούλα. Στο χωριό που τα κορίτσια δου­λεύουν πολύ κι έχουν δυνατά, σφιχτοδεμένα κορμιά, η Αρτούλα δε δούλευε καθόλου και το κορμί της ήταν όσο μπορούσε πιο αδύνατο. Στο χωριό που τα κορίτσια δεν ανοίγουν βιβλίο, η Αρτούλα κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο να διαβάσει ό,τι έβρισκε. Στο χωριό που τα κορίτσια βάνουν την Κυριακή τα γιορτινά τους και παν΄ στο γιο­φύρι, στην αυλή της εκκλησιάς, στο γάμο, η Αρτούλα έμενε μονάχη στο σπίτι να μελαγχολήσει.
    Κι έπεφταν τα κακά απάνω στο λουλούδι.
  —Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; (—Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, οι αδερφές της, ακόμα και τα παιδάκια).
   Έλεγαν όλοι εχτός απ' τη γιαγιά της. Η γιαγιά δεν έλεγε «μωρή καταραμέ­νη». Έλεγε: «Δεν τους έπρεπε αυτούς τέτοια κόρη».
   Τέτοια κόρη;
   —Μωρή, κάθισε στον αργαλειό να δούλεψης! (—Μωρή, κάθισε στον αργα­λειό να δούλεψης, έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, όλοι).
  Το λουλούδι στέναζε — η Αρτούλα στέναζε σκυμμένη στον αργαλειό.
   Και στέναζε κι η γιαγιά:
   —Ειν' αυτή κόρη για τον αργαλειό;
  —Πού ήσουνα πάλι κρυμμένη, μωρή; Διάβαζες; Θα τα κάψω εκείνα τα παλιοβιβλία σου (—Πού τάχεις; Δε λες; Θα τα κάψω).
  —Θα σε σκοτώσω, μωρή (—Θα σε σκοτώσω, μωρή, έλεγε η μητέρα, ο πατέ­ρας, τα παιδιά).
   Ούτε το χέρι δε σήκωνε να φυλαχτεί απ' το ξύλο η Αρτούλα.
  
    —Παναγιά μου, σώσε την, έλεγε η γιαγιά κι έκλαιε.
   —Παναγιά μου, σώσε την, παρακαλούσε η γιαγιά. Είναι κορίτσι για γάμο;
    —Να παντρευτείς, μωρή, να ησυχάσουμε, έλεγαν όλοι.
  Και το λουλούδι τ' αρραβώνιασαν. Τ' αρραβώνιασαν μ' ένα όμορφο, μελαψό, δυνατό παλληκάρι του κάμπου. Ήταν κι η Αρτούλα όμορφη μά ΄ταν χλωμή κι αδύ­νατη και δεν ήταν του κάμπου.

   Και το παλληκάρι αγάπησε την Αρτούλα. Και την έβγανε απ' τον αργαλειό και δεν άφηνε κανένα να της κακομιλήσει και παρατούσε τις δουλειές του κι έτρεχε στη Χώρα να της αγοράσει βιβλία (-Ό,τι θες, Αρτούλα). Καθόταν μαζί της, έσκυβε μαζί της απάνω στα γράμματα του βιβλίου που δεν τα καταλάβαινε (—Ναι, ναι).
   —Δόξα νάχεις, Παναγιά μου μεγαλοδύναμη, έλεγε η γιαγιά.

   Όμως το παλληκάρι είχε αγαπήσει ένα πολύ παράξενο λουλούδι.
  Ούτε μια φορά δεν τού ΄δειξε ευγνωμοσύνη η Άρτούλα. Κι όχι μονάχα αυτό μα πέθανε κιόλας μια μέρα. Έγειρε έτσι και πέθανε.

  Κι εκείνος τη φιλούσε, τη φιλούσε, φιλούσε τα βιβλία της, τ' αγκάλιαζε κλαίον­τας και τα φιλούσε.

(1940)


13 Ιουν 2013

2013, ΕΤΟΣ ΚΑΒΑΦΗ

"Ο Καβάφης προ χρόνων", σχέδιο Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ, 21/4/1985
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 150 χρόνων από τη γέννηση του Κ. Π. Καβάφη, το 2013 ανακηρύχθηκε σε έτος Καβάφη. Το 1986, το περιοδικό "ο κύκλος" είχε δώσει ένα διπλό αφιερωματικό τεύχος για τον μεγάλο αλεξανδρινό ποιητή με εξώφυλλο ένα από τα σχέδια που είχα την τιμή να φιλοτεχνήσω. Το πιο πάνω είναι ένα από αυτά.  


ΠΕΤΡΑ


10 Ιουν 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ


Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ
διήγημα

Δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, Μάιος - Ιούνιος 2013, τέυχος 17, σελ. 297
  
Κουβαλούσε από γεννησιμιού του μια πάθηση στη μέση και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί όρθιος, ούτε βέβαια να περπατήσει. Τις πιο πολλές ώρες καθότανε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι με τα πόδια τεντωμένα μπροστά. Το μικρό σπιτάκι του ήταν δίπλα από το σπίτι του αδελφού του με τον οποίο είχαν άριστες σχέσεις. Όλη την περιουσία που είχε, την είχε εκχωρήσει σ’ αυτόν για να τη δουλεύει, μα κι ο αδελφός του, από την άλλη, ανεξάρτητα από την πράξη του αυτή, θεωρούσε πως ήταν χρέος του να βοηθά όσο το δυνατόν καλύτερα τον ανήμπορο και βασανισμένο αδελφό του. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του και την κρατούσε.
     Ένα χαμηλό τραπεζάκι που ήταν δίπλα του είχε πάνω μια μικρή λάμπα του πετρελαίου και μια νεροκολοκύθα. Εκεί, έτρωγε το λιγοστό φαγητό –κατ’ απαίτησή του‒ που του έφερνε ο αδελφός, η νύφη ή τ’ ανίψια του και του γέμιζαν τη νεροκολοκύθα με μαύρο στερκό κρασί που το απολάμβανε κάθε βράδυ. Το κρεβάτι του κι αυτό χαμηλό, για να μπορεί να ξαπλώνει χωρίς βοήθεια. Τι ύπνο έκανε, ένας Θεός το ξέρει: σε ορθή γωνία πάντα κι όταν ήθελε να γυρίσει από το άλλο πλευρό μπερδεύονταν οι κουβέρτες και τα σεντόνια και τον κούραζαν πιο πολύ. Είχε πολύ λίγα έπιπλα στο μικρό σπιτάκι, ένα ντουλαπάκι στο οποίο έβαζε τα ρούχα του, που τα μάζευε μια φορά τη βδομάδα χρόνια τώρα μια γυναίκα του χωριού και τα έπλενε επί πληρωμή, κι ένα αιωρούμενο μικρό ντουλαπάκι μέσα στο οποίο φύλαγε λίγα χαλούμια που του έφερναν οι βοσκοί του χωριού. Το ανεβοκατέβαζε με τη βοήθεια ενός λεπτού σχοινιού που το στερέωνε σε ένα μεγάλο καρφί στον τοίχο.
    

3 Ιουν 2013

"ΚΥΠΡΙΩΤΙΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ"



Μετά τη χθεσινή ανάρτηση για τον «ανορθούμενο λέοντα»  το ιστολόγιο πήρε φωτιά … η επισκεψιμότητα εκτοξεύτηκε στα ύψη όπως και η περιέργειά μου για το που έχει φτάσει η έρευνα σχετικά με το θέμα του ανώνυμου ποιητή του παλιού χειρογράφου. Την ίδια απορία πιθανόν να έχουν και αρκετοί επισκέπτες που διάβασαν τα κείμενα.


Έστειλα λοιπόν, ηλεκτρονικό μήνυμα στον αγαπητό φίλο Γιώργο Κεχαγιόγλου –βιογραφικό του παραθέτω πιο κάτω‒ που είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει στο ερώτημα. 

Με την άδειά του δίνω αμέσως εδώ, τις πέντε σχετικές σελίδες από την Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας και την απάντησή του στο μήνυμά μου.
(Γιώργος Κεχαγιόγλου: Κεφάλαιο 2, βενετοκρατία, σελίδες 114-121)


το μήνυμα του Γιώργου Κεχαγιόγλου:

Αγαπητέ Νίκο, και βέβαια έχεις την άδειά μου να σκανάρεις και να αναρτήσεις ό,τι θελεις.


Όσο για τα «Κυπριώτικα ερωτικά» έχουν ειπωθεί πολλά, βέβαια, για ενδεχόμενο,-ους ποιητή,-ές και μεταφραστή,-ές/διασκευαστές ποιημάτων. 

Μα πρέπει πρώτα να ψαχτούν, από ειδικούς εραλδικούς, φαντάζομαι, τόσα πολλά οικόσημα κτλ., που ακόμα είμαστε μάλλον στην αρχή για σίγουρες ταυτίσεις, σαν κι αυτές με το λιοντάρι κτλ. Πόσα τέτοια θα υπήρχαν στην Ευρώπη της εποχής!

Νομίζω πως και για το γενικό ζήτημα αν είναι ένας ή δύο επώνυμοι, ή πολλοί ανώνυμοι οι συλλογείς, επίσης είμαστε πολύ πίσω. Το μόνο σίγουρο για μένα είναι πως κάμποσα ποιήματα εκεί μέσα (π.χ. τα πιο δημοτικοφανή, τα διδακτικά κτλ. και όχι τα καθαρά ερωτικά) πρέπει να προϋπήρχαν των κατόχων της συλλογής, άρα αυτή δεν είναι έργο ενός και μόνο ποιητή, αλλά μάλλον ανθολογία.

Γ. Κ.
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1947 και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη (1965-1969) και στο Παρίσι (1977-1979). Από το 1975 διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (όπου από το 1989 είναι καθηγητής α' βαθμίδας). Ασχολείται με ποικίλα θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας και φιλολογίας από τις αρχές (12ος αιώνας) έως σήμερα, καθώς και με ζητήματα συγκριτικής φιλολογίας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη και κριτική αποτίμηση της νεότερης Κυπριακής γραμματείας και λογοτεχνίας.


2 Ιουν 2013

"ΛΕΩΝ ΑΝΟΡΘΟΥΜΕΝΟΣ"


«ΛΕΩΝ ΑΝΟΡΘΟΥΜΕΝΟΣ»

Μια επίσκεψη στην Αγγελόκτιστη
[κι απ αφορμή, λίγα λόγια για τον Ανώνυμο Ποιητή του Χειρογράφου του 16ου αιώνα,
της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας]

Όταν βρίσκομαι στην περιοχή της Λάρνακας και έχω στη διάθεσή μου λίγο χρόνο, τότε επισκέπτομαι την Αγγελόκτιστη στο Κίτι. Μόλις φτάσω εκεί, φωτογραφίζω ασταμάτητα αρχίζοντας από την αψιδωτή γωνιακή είσοδο του περιτοιχίσματος με τα εντοιχισμένα του παλιά ανάγλυφα. Τα φωτογραφίζω ξανά και ξανά γιατί φοβάμαι μήπως την επόμενη φορά που θα επισκεφτώ τον χώρο δεν θα τα βρω εκεί. Στη συνέχεια θαυμάζω τις τεράστιες πιστακιές του περιβόλου και κατόπιν προσπαθώ να αναγνωρίσω τον «ανορθούμενο λέοντα» στα εντοιχισμένα και ταλαιπωρημένα από τη βροχή τον ήλιο και τους ανέμους, οικόσημα τού τοίχου του παρεκκλησιού, στη νότια πλευρά του ναού, που αντιστέκονται ακόμα στον χρόνο. Και μόνο που σκέφτομαι ότι από τότε που έγιναν έχουν περάσει όχι μήνες και χρόνια αλλά αιώνες, τότε αντιλαμβάνομαι καλύτερα τη σκληρή πλην, τελικά, άνιση ή μάταιη μάχη που δίνει η πέτρα με τα στοιχεία της φύσης. Κάθε μέρα που περνά, παίρνει μαζί της απειροελάχιστα, αθέατα στο μάτι σωματίδια από την πέτρα κι έτσι το βαθύ ανάγλυφο μετατρέπεται σταδιακά σε επίπεδη πέτρα που σε λίγο θα είναι χωρίς σημασία, χωρίς την ιστορική της πληροφορία. Η ιστορία του τόπου γράφεται από το σύνολο των μνημείων του και οφείλουμε να τα διαφυλάττουμε. Ένας τόπος χωρίς μνημεία δεν έχει ιστορία, και χωρίς ιστορία δεν μπορεί να οικοδομήσει ούτε το μέλλον του.

Θα ήταν ευχής έργον να γινόταν κάτι για την προστασία ορισμένων σημαντικών μερών του ναού, όπως τα οικόσημα  που είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Δεν θα ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν με αντίγραφα και τα πρωτότυπα να διαφυλαχτούν σε κάποιο Μουσείο ή και σε χώρο της ίδιας της εκκλησίας. Μπορεί όμως, να υπάρχει και άλλη λύση: να καλυφθούν ή να ψεκάζονται με προστατευτικό βερνίκι και αυτό φυσικά δεν αποτελεί πρόταση γιατί εγώ δεν είμαι ειδικός επί του θέματος. Θα μπορούσε η εκκλησιαστική Επιτροπή ή το τοπικό Συμβούλιο να κάνουν σχετική εισήγηση στις υπεύθυνες για τον ναό Αρχές.


Κάθομαι στο περιτοίχισμα και προσπαθώ να θυμηθώ κάποιους στίχους από ένα ποίημα του 16ου αιώνα: Για σημάδιν έχω λιόντα /στην οχράν οπού ‘ν γοιόν άστρον / πράσινον δεντρόν σαν κάστρον / πάντα στέκεται θωρώντα. Είναι το πρώτο ποίημα από την κυπριακή συλλογή ερωτικών ποιημάτων του 16ου αιώνα, ο συγγραφέας της οποίας είναι ανώνυμος. Με το θέμα αυτό της ανωνυμίας, ασχολήθηκαν διαπρεπείς μελετητές, φιλόλογοι ιστορικοί και ερευνητές, τόσον Έλληνες όσο και ξένοι που ο καθένας τους υποδεικνύει κάποιο πρόσωπο ως τον πιθανό ποιητή. Δεν γνωρίζω αν το θέμα θεωρείται ότι έχει τελειώσει, θα ήθελα όμως, να αναφερθώ σε μια μελέτη που ήρθε στην αντίληψή μου και η οποία με έπεισε, χωρίς να γνωρίζω  τις προηγούμενες εκτός από αυτή της Θέμιδος Σιαπκαρά –Πιτσιλλίδου, από το βιβλίο τής οποίας γνώρισα ολόκληρη τη συλλογή, όπως έχει μεταφερθεί από το παλιό χειρόγραφο και από τη μετάφρασή της που δίνεται στο βιβλίο.


Πράσινο δεντρό σαν κάστρο ...
Η μελέτη για την οποία μίλησα προηγουμένως είναι του Σωτήρη Α. Γεωργιάδη και στη βιβλιοθήκη μου υπάρχει ανάτυπο της Επετηρίδας ΧΙΧ, Λευκωσία, 1992 του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών με τίτλο Ο Ανώνυμος Ποιητής του Χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Την μελέτη αυτή την έχω διαβάσει εδώ και χρόνια μα κάθε τόσο, όταν ανασύρω από τη βιβλιοθήκη τις Ρίμες Αγάπης, [Ο Πετραρχισμός στην Κύπρο, Ρίμες Αγάπης] γιατί αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου της κυρίας Σιαπκαρά που ανέφερα προηγουμένως, ρίχνω και μια ματιά στο ανάτυπο του Σωτήρη Γεωργιάδη. Αυτό που με ενθουσίασε από την αρχή είναι κυρίως η απλότητα της πρότασής του, που είναι άκρως πειστική σε συσχετισμό με την εξήγηση που δίνει για τον λόγο που το χειρόγραφο ξεκινά από τη σελίδα 272. Θα αφήσω τον ίδιο τον Σωτήρη Γεωργιάδη να αποκαλύψει τον ποιητή δίνοντας λίγα μόνο αποσπάσματα από την μελέτη του. Στη συνέχεια θα δώσω το πρώτο ποίημα της συλλογής με τη μετάφρασή του και μερικές  φωτογραφίες από την επίσκεψή μου στην Αγγελόκτιστη, τη Δευτέρα 27 του Μάη.

... πάντα στέκεται θωρώντα

Ο Σωτήρης Α. Γεωργιάδης τυγχάνει να έχει την ίδια καταγωγή όπως κι εγώ, από το Βασίλι της Καρπασίας και τα ποιήματά του στο σπουδαίο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα τα δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Σ. ΑΓ. Βασιλιώτης. [Το ψευδώνυμο αυτό, νομίζω δεν είναι καταγραμμένο στο σχετικό βιβλίο των Παναγιώτου - Παρασκευά]. Πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του θα βρείτε στο ιστολόγιό μου  ΒΑΣΙΛΙ.
                                               [Συνδεθείτε ΕΔΩ]


Γράφει, λοιπόν, στη μελέτη του ο Σωτήρης Γεωργιάδης:

Το ενδιαφέρον μου για τον ανώνυμο ποιητή του Μαρκιανού χειρόγρα­φου το αναζωογόνησε πριν λίγα χρόνια η κα Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου σε μια συνέντευξή της στο ΡΙΚ. Ήταν αρχές Δεκέμβρη του 1986, και η μελέτη που αφιέρωσα στο θέμα μέχρι των εορτών των Χριστουγέννων που ακολούθησαν με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ανώνυμος ποιητής δεν είναι άλλος από τον ιστορικό της Κύπρου Στέφανο Λουζινιανό, γνωστό από τα συγγράμματά του σαν Etienne de Lusignan ή Steffano Lusignano, που ήταν μοναχός του Τάγμα­τος του Αγίου Δομίνικου και γόνος της οικογένειας των Λουζινιανών, που βασίλεψε στην Κύπρο σχεδόν τριακόσια χρόνια. Οι ιδιότητες αυτές του ποιητή ίσως να εξηγούν σ' ένα βαθμό τη σχολαστικότητα με την οποία διαφύλαξε την ανωνυμία του.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΔΕΙΞΗ:


Το οικόσημο των Λουζινιανών, άνω  
Μια πρώτη ένδειξη ότι ο ανώνυμος ποιητής θα μπορούσε να ήταν ο Στέφανος Λουζινιανός παρέχει το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής με την εξόφθαλμη αναφορά του σε οικόσημο που φέρει «λιόντα». Είναι γνωστό ότι ο ερυθρός «ανορθούμενος λέων» (lion rampant de gueules) είναι η παράσταση στο οι­κόσημο των Λουζινιανών. Ο ποιητής όμως κατόρθωσε να θολώσει τα νερά με το «πράσινο δεντρό σαν κάστρο». Δεν μπορεί κανείς να αδικήσει την Θέμιδα Σιαπκαρά Πιτσιλλίδου που παραπλανήθηκε από την ποιητική εικόνα του πρώτου ποιήματος και, κάνοντας φιλότιμη μελέτη της εραλδικής, παρασύρθηκε στην αναζήτηση οικόσημου που να φέρει και λέοντα ανορθούμενο και «πράσινο δεντρό σαν κάστρο».

Κατάληξε έτσι στο οικόσημο της οικογέ­νειας Ζαχαρία, όνομα που κατά περίεργη σύμπτωση (αν είναι σύμπτωση) αναφέρεται στο ποίημα 137. Όπως όμως ορθά παρατηρεί η ίδια η Θ.Σ.Π., το δέντρο στο οικόσημο Ζαχαρία είναι αργυρούν, ενώ στο πρώτο ποίημα το δέντρο είναι πράσινο. Η αλήθεια είναι ότι ο ανορθούμενος λέων (ο λιόν­τας) είναι όντως στο οικόσημο, όπως θα διαπιστώσει όποιος επισκεφθεί την εκκλησία της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι, όμως το «πράσινο δεντρό σαν κάστρο» είναι έξω και πάνω από το οικόσημο. Τη νότια πλευρά της εκκλησίας κοσμούν τρία οικόσημα, ένα των Λουζινιανών με το «λιόντα», ένα των Ζιμπλέ και ένα των Ποτοκατάρο, τελευταίων κτητόρων του τιμαρίου του Κιτίου. Πάνω από τα οικόσημα και την εκκλησία ορθώνονται αιωνόβιες γιγαντιαίες πιστακιές. Όταν δει κανείς αυτά τα τεράστια δέντρα (κυρίως το ανατολικό) με το πλήρες φύλλωμα τους την άνοιξη ή το καλοκαίρι να επισκιάζουν την εκκλησία και τα οικό­σημα είναι εύκολο να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό «πράσινο δεντρό σαν κάστρο».

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

Για σημάδιν έχω λιόντα
στην οχράν οπού ΄ν γοιόν άστρον
πράσινον δεντρόν σαν κάστρον
πάντα στέκεται θωρώντα∙
μ’ όρεξην παντές βιγλώντα
του δεντρού τους κλώνους χάσκει,
να πηδήση πάνω πάσκει
και γι’ αυτόν στέκει στεκόντα.

Η καρδιά μου με τον λιόντα
τούτον εμπορεί να μοιάση
απού του δεντρού να πιάση
την κορφήν πάσκει πηδώντα∙
η καρδιά μου πεθυμώντα
στα ψηλά θεν να πετάση
και μηδ δύνοντα να φτάση
στέκει χαμηλά κλαμόντα.  



Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΔΕΙΞΗ:


Μια άλλη ένδειξη ότι ο ανώνυμος ποιητής θα μπορούσε να είναι ο Στ.Λ. είναι το γεγονός ότι στο χειρόγραφο των ποιημάτων η αρίθμηση αρ­χίζει στο κάτω μέρος με τον αριθμό 272. Επιτρέπεται να υποθέσει κανείς ότι το χειρόγραφο άρχιζε με άλλο κείμενο που τέλειωνε στη σελίδα 271, κείμενο που δεν αποτελείτο από ποιήματα αλλά προφανώς ήταν διαφορε­τικού περιεχομένου, αφού το ποίημα στη σελίδα 273 (ή στη σελ. 3 κατά την άνω δεξιά αρίθμηση) φαίνεται από το περιεχόμενό του να είναι το πρώτο της ποιητικής συλλογής, στο οποίο ο ανώνυμος ποιητής πολύ έξυπνα και παραστατικά συστήνεται με το οικογενειακό του οικόσημο και μας εισάγει ευθύς αμέσως στα συναισθήματα με τα οποία «παθιάζει». Συμπέρανα λοι­πόν ότι στην αναζήτηση που κάνουμε για την ταυτότητα του ποιητή πρέ­πει να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για κάποιον που προφανώς έγρα­ψε και πεζά κείμενα, που δεν αποκλείεται να δημοσιεύθηκαν. Αυτούς τους όρους δεν τους εκπληρώνει θαυμάσια ο Στ.Λ. με τη Chorograffia που δημο­σιεύθηκε το 1573, περίπου την ίδια εποχή που γράφτηκαν τα τελευταία ποιήματα της συλλογής; Υπάρχει κανείς άλλος της περιόδου εκείνης που δημοσίευσε πεζό κείμενο που καταλαμβάνει περίπου 270 φύλλα;

….

Στο πολύ αξιόλογο έργο της η Θ.Σ.Π. έφερε στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία που θα μπορούσαν να φωτίσουν και το μυστήριο της ταυτότητας του ποιητή. Είχε όμως την ατυχία να σκοντάψει πάνω σε κάποια παραπλα­νητικά σημάδια που την οδήγησαν σε λανθασμένη κατεύθυνση. Είχε όπως φαίνεται και την εντύπωση ότι ο Στ.Λ. δεν ήταν παρά ένας Φράγκος που, όπως έδειχναν τα ιστορικά συγγράμματα που δημοσίευσε, ήξερε μόνο γαλ­λικά και ιταλικά. Έτσι, επηρεασμένη ίσως κι' από το γεγονός ότι ο Στ.Λ. ήταν καθολικός ιερωμένος και γόνος της βασιλικής οικογένειας των Λουζινιανών, δεν φαντάστηκε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα έγραφε ερωτικά ποιήματα και μάλιστα στα ελληνικά. Είναι νομίζω γι' αυτό το λόγο που, η Θ.Σ.Π. ενώ κόντεψε την αλήθεια μέχρι σημείου επαφής, δυστυχώς δεν την άγγιξε. Το έργο της παρόλον τούτο δεν παύει να είναι πολύ αξιόλογο, θα τολμούσα να πω μνημειώδες. Δεν είναι όμως γεγονός ότι ο Στ.Λ. δεν ήξερε ελληνικά. Πρέπει να ήξερε πολύ καλά ελληνικά, τόσο αρχαία και λόγια όσο και τη γλώσσα του λαού. Στα συγγράμματά του ξεχειλίζει η αγάπη του για την Κύπρο και τους Κυπρίους κι αυτά τα αισθήματα συχνά τον έφερναν σε επαφή με τους ανθρώπους του λαού (ίσως στο προσφιλές του Κίτι) και εκθειάζει την κλίση τους στη μουσική και την ποίηση και την ικανότητα τους να φτιάχνουν ωραίους στίχους, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτοι. Είναι αυτονόητο ότι η επαφή αυτή με το λαό προϋποθέτει γνώση της γλώσσας του.

Εξάλλου, από τη μελέτη του Fabris για τους Έλληνες καθηγητές και φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, πληροφορούμαστε ότι ο Στ.Λ. (που έφυγε από την Κύπρο λίγο καιρό πριν την Τουρκική εισβολή του 1570) δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας ελληνικά και ιταλικά.

Αλλά και η αντίληψη ότι ο Στ.Λ. ήταν αμιγής Φράγκος δεν ανταπο­κρίνεται στην πραγματικότητα. Ενώ από τον πατέρα του Ιάσωνα καταγό­ταν σε ευθεία γραμμή από τον Henry Lusignan, πρίγκιπα της Γαλιλαίας (που ήταν γιός του βασιλέα Ιακώβου Α' και νεώτερος αδελφός του βασιλιά Ιανού), η μητέρα του Στ.Λ.. η Λουκία Φλάτρο ανήκε σε ελληνική οικογένεια, όπως υπέδειξε πρόσφατα ο κόμης Rudt de Collenberg. Μια από τις ελληνικές εκκλησίες της εποχής στη Λευκωσία ήταν εκείνη του Σεργίου Φλάτρο. Είναι χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ελευθερίας της εποχής ότι, ενώ ο Στ.Λ. ανήκε στο καθολικό δόγμα, ο αδελφός του Ιωάν­νης έγινε μοναχός στο ορθόδοξο τάγμα των Βασιλειανών με το όνομα Ιλαρίων, η δε αδελφή του Ισαβέλλα έγινε επίσης μοναχή στο ίδιο τάγμα με το όνομα Αθανασία. Μια άλλη αδελφή του. η Ελένη, παντρεύτηκε τον Δημή­τριο Παλαιολόγο.

Από τα ίδια τα ποιήματα (αναφέρομαι κυρίως στο ποίημα 64) φαίνε­ται ότι ο ποιητής έφυγε από την Κύπρο και πήγε στη Δύση. Είναι γνωστό ότι και ο Στ.Λ. έφυγε από της Κύπρο λίγο πριν την Τουρκική εισβολή και πήγε στην Ιταλία και Γαλλία, όπου και δημοσίευσε τα γνωστά ιστορικά του συγγράμματα.

Από το ποίημα 135 βλέπουμε πόση αγάπη και νοσταλγία για το Κίτι έτρεφε ο ανώνυμος ποιητής. Είναι η νοσταλγική αγάπη και προσήλωση που διατηρεί κανείς για κάτι που είχε και έχασε παρά για κάτι που έχει ακόμα. Ο Στ.Λ. εκφράζει στα έργα του την ίδια νοσταλγική αγάπη για το Κίτι που το εγκωμιάζει σαν “tres beux et delicieux” και λέγει ότι αφθονεί σε προϊόντα. Αυτή η νοσταλγική αγάπη γίνεται πιο κατανοητή με την πληροφορία που δίνει ο Στ.Λ. ότι το Κίτι, που επί των ημερών του ανήκε στον Έκτορα Ποτοκατάρο, ανήκε προηγουμένως στην οικογένεια του, αλλά το δήμευσε ο Ιάκωβος ο Νόθος όταν ο προπάππος του Στ.Λ., ο Charles de Lusignan υποστήριξε την Καρλόττα αντί τον Ιάκωβο τον Νόθο.

Ο ποιητής μας δεν περιορίζει την αγάπη και τη νοσταλγία του μόνο στο Κίτι, αλλά την επεκτείνει σ’ ολόκληρη την πατρίδα του την Κύπρο. Στα ποιήματα 64 και 164. θρηνώντας γιατί η μοίρα του τον εξόρισε απ' αυτή, λέγει ότι η εξορία του δεν έγινε παρά για τη «δούλεψή» της, για να τη βοηθήσει να ξαναβρεί την πρώτη της ομορφιά:

Εξόρισε με η τύχη μου, πατρίδα μου, 'ξ αυτήσ σου
μα τούτον όλον δεν ήτον παρού για δούλεψήσ σου,
Αν δώσει χάρην ο Θεός το θάρος μου κι αθθίσει
κ' η πεθυμιά μου παραυτύς άξιον καρπόν να ποίσει,
τότες την ωραιότητα την πρώτη σου να κάμεις
και με βαγινοστέφανο, ως εν πρεπός, να δράμεις.

Η μελέτη ολοκληρώνεται σε δεκαέξι σελίδες στις οποίες δίνονται κι άλλες ενδείξεις για υποστήριξη της θέσης του, παρόλο που για μένα οι δύο πρώτες είναι οι πιο πειστικές: ο Στέφανος Λουζινιανός συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να είναι ο ανώνυμος ποιητής μερικών ποιημάτων του μαρκιανού χειρόγραφου του 16ου αιώνα.

Αρχάγγελος Μιχαήλ, 18ος αιώνας, χειρογράφηση Θεοδόση Νικολάου 

Τα οικόσημα