28 Οκτ 2015

"ΙΔΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ Η ΛΙΜΝΗ"




ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

[ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ,
 Εικόνες, Κύπρος 1988, σελ. 16]

η εισαγωγή και το πέμπτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης

[ Μικρό ταξιδάκι στη Λάρνακα. Όσοι πνίγονται γιατί δεν μπορούν χωρίς θάλασσα για λίγο καιρό ...αυτά παθαίνουν. Στάση στην Αλυκή για μερικές εκατοντ... τέλος πάντων δεκάδες φωτογραφίες... και μνήμες... μνήμες ...μνήμες. Εδώ έζησα τη δημιουργία της εξαιρετικής ποιητικής σύνθεσης του Θεοδόση Νικολάου "Οι Διαλογισμοί του Αγίου Λαζάρου". Καθημερινοί επισκέπτες της Λίμνης ωσότου τελείωσε η σύνθεση, φωτογραφίζοντας εγώ, και διαλογιζόμενος ο Θεοδόσης.] 




26 Οκτ 2015

ΔΙΠΛΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ


ΣΥΝΝΕΦΑ ΚΑΙ ΑΣΤΡΑΠΕΣ


Κατά το ηλιοβασίλεμα χθες, χρωματίστηκε έντονα ένα σύννεφο πάνω από τον Πενταδάκτυλο. Τι ομορφιά! Μας τραγουδά κι εμείς δεν ακούμε το τραγούδι του. Όλο το βράδυ άστραφτε μέσα σ΄ ένα παρόμοιο σύννεφο, στην ίδια θέση. Μας στέλλει τις αστραπές του, κι εμείς έχουμε τα μάτια κλειστά. Η μόνη μας απασχόληση, το κυνήγι του χρυσαφιού...   


25 Οκτ 2015

ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ


ΤΑ ΒΟΥΝΑ μας, τα όμορφα, μου αρέσουν πιο πολύ τον χειμώνα. Με τις ξαφνικές βροχούλες, τις συννεφιές τους, τα τζάκια... το ντόπιο μπρούσκο κρασί! Σήμερα ο δρόμος μάς έβγαλε στο Παλαιχώρι... στον Σερράχη... μαζί μου οι φωτογραφικές μου μηχανές και πολλές εφημερίδες.



22 Οκτ 2015

"ΠΟΤΕ ΠΙΑ!"



"ΠΟΤΕ ΠΙΑ!"

Σήμερα∙ πρωί∙ φωτογράφισα πάλι∙ όπως κάνω τόσο συχνά θέλοντας, ίσως, να κρατήσω για πάντα ζωντανές όλες του τις στιγμές του. Μια συνήθεια χρόνων πολλών, δεμένη με την ελπίδα, κι έναν καημό. Μα σήμερα, σε πρώτο πλάνο, καθισμένο -πώς βρέθηκεν εκεί- πρόσεξα ένα πουλί. Δεν πίστευα στα μάτια μου, κι έφερα την εικόνα στην οθόνη μου. Ύστερα έφερα την εικόνα ακόμα πιο κοντά, στην οθόνη της ψυχής μου. Και τότε, αλίμονο, φάνηκε καθαρά πως ήταν ένα κοράκι, κι άκουσα τις απαίσιες, τις θλιβερές, τις άχαρές του λέξεις: "Ποτέ πια!", ποτέ πια!"


"Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν".


[Έντγκαρ Άλαν Πόε, Tο Kοράκι]

18 Οκτ 2015

ΤΕΙΧΟΜΑΧΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑΣ



Ένιωσα την ανάγκη να φύγω από τη Λευκωσία το μεσημέρι. Όμως είχα ένα δίλημμα: Φικάρδου ή Κακοπετριά. Νίκησε η δεύτερη ή καλύτερα ...ακούγαμε τραγούδια και ξεχαστήκαμε. Με τέσσερις βαθμούς διαφορά στη θερμοκρασία ένιωσα πολύ καλύτερα. Τα βήματά μου πάντα με οδηγούν στην Παλιά Κακοπετριά, και δεν σταματώ να φωτογραφίζω. Σήμερα είχαν την τιμητική τους οι παλιοί τοίχοι. Τα γραφικά δρομάκια -με τα γιασεμάκια- τα εκλεκτικά ψητοπωλεία και το μικρό καφενεδάκι μας ξεκούρασαν...














11 Οκτ 2015

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Η ΣΚΗΤΗ
                                                                                         
                                                                                          α΄
Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά 
Κρύβουν τον ήλιο∙ καταχνιά!

Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.

Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό 
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του 
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.

Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα 
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

                                                                                              β΄

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού ♦ μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει ♦ είναι από πέτρα σκληρή ♦ και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά ♦ κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ ♦ για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.

της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο ♦ μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι ♦ βγες έξω στο φως, στην αλήθεια ♦ μα δεν ξέρουν πως το φως είναι εδώ ♦ κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι ♦ μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος ♦ ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες ♦ μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες ♦ γνωρίζουν ποιος είμαι ♦ και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.

ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει ♦ κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει ♦ με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει ♦ μα πριν Προλάβει μια σκέψη να κάνει ♦ η ζωή η δική του τελειώνει ♦ λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.

και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα ♦ οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη ♦ καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά ♦ καίνε μονάχα το σώμα ♦ κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά ♦ όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν ♦ την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.

με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω ♦ στην πέτρα μου αφήνω ♦ ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας, Κάρβας 2014]



10 Οκτ 2015

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ


διήγημα 
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, τ.30, σελ. 454]

Zούσε μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη τού δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη. Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι την θυμόντουσαν: μια στα­λιά ύπαρξη, ντυ­μένη στα μαύρα, πάντα με ένα με­γάλο μαύρο τριγωνικό μαντήλι στο κεφάλι, που το έλεγε τσίπα, και στο αριστερό της χέρι το μπα­στούνι της, κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προ­στασία παρά για βοή­θημα στο περπάτημα. Προ­στασία από τα σκυ­λιά, βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους που την αγαπούσαν και ανησυ­χούσαν όταν αρ­γούσε να κάνει την εμφά­νισή της. Το σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πά­νινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον δεξί της ώμο και πε­ριείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν∙ δεχόταν μόνο εκείνα που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βά­ρος που κουβαλούσε. Το μα­ντήλι της ήταν δε­μένο με τέτοιο τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινό­ταν σκοτεινό σχεδόν ανύ­παρκτο και μόνο τα μικροσκοπικά της μά­τια στριφογύριζαν αστα­μάτητα στο ρυθμό τού δεξιού πάντα τανυ­σμένου χεριού της∙ είχε κι αυτό ένα παράξενο πε­ριστροφικό τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχό­ταν είτε από κάποια πάθηση, είτε από γηρα­τειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κα­τάσταση ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρω­μένα χείλη της ήταν τρα­βηγμένα προς τα μέσα κι έκαναν το μικρό της πηγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκο­λευόταν στις λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέ­ναν μια και το νόημα των λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προ­σπάθεια. 

Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παρα­μύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώ­νει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοι­λάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές τού Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις τέσσερεις σανίδες ενωμένες και τέσσερα χα­μηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κα­τασκευή, στην οποία φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπε­ζάκι που είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχο­ντρης καντήλας. Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηρα­μένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτό­ταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν στα δύο, από τη βάση τού κεντημένου σταυρού ώς κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί είχε προτι­μήσει να ζει σ’ εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς∙ ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκα­ναν. Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντούσε αμέσως: Χατζηροδού.

Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χω­ριά τής περιοχής∙ ήταν η Χατζηροδού, η ποιή­τρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά. Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία στα γύρω χω­ριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε διαφορετική δια­δρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να που­λήσει τα ποιήματά της. Και δεν ήταν σε τυπω­μένα βιβλία ή φυλλάδες∙ ήταν ποιή­ματα που έφτιαχνε και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.

Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρο­μάκι προς το σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πά­ρουμε δεκάρες από το συρτάρι τού μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτό το σκοπό ο πατέρας κι η μη­τέρα. Όταν πλησίαζε αρκετά, χαιρετούσε τραγου­διστά. Αν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δί­πλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρ­κούσε και πολύ∙ μόνο όσο χρειαζόταν, για να ταιριά­ξει μερικά στιχάκια και να πάρει την αντα­μοιβή της.

Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε, και λέ­γαμε μια λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπρο­στά μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές φο­ρές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος μερικών δευτερολέπτων που μεσολα­βούσε της ήταν αρ­κετός για να συντάξει το ποίημά της, που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκα­ταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή  μας απάγγειλε τη σύν­θεσή της:

   Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
   Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν

Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανό­νες τού σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, κα­θώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι έξω από την εκκλησία τού χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαξε και τους τελευταίους της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:

   Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
   Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου

Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρή­καν ένα μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομί­σματα, σκεπασμένο με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν, κυρίως, χιλιάδες δεκά­ρες, ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντί­δωρα για τον αμητό τής σοφίας της, που πρό­σφερε στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.

Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την ει­κόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι τής Αγίας Ρόδης τής ποιή­τριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρί­σκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό από­κτημα, όπως τόσα άλλα.

[Από τη συλλογή μου "20 Διηγήματα, Κάρβας 2014]

ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟ ΛΥΠΗΡΟΝ



Ζήνων Ζαννέτος
Ένα λατρευτικό Λυπηρόν της Εσταυρωμένης Κύπρου,
 τραγωδικής μνήμης συλλείτουργο
 του Υπερώου της Ψυχής μας

Για τον «Πικρόλιθο», σημειώσεις σχεδίας (ποιήματα), Κάρβας 2014, του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, Ιούλιος Σεπτέμβριος 2015, τ.30, σ. 502]


Άλλοτε, ο Στασίνος ραψωδούσε το Κύπριον Έπος και ο άγνωστος λυρικός αοιδός των Ύμνων της Αφροδίτης τραγωδούσε λυρικά το Κύπριον κάλλος της Θεάς, μα και του γενέθλιου τόπου της. Ήταν οι μοναδικές ίσως, ιστορικές στιγμές της Κύπρου, που, εν επιγνώσει της δύναμής της και με την ανυπαρξία, τότε, απειλής ή κινδύνου κατά του προσώπου της, η Ποίησή της καταύγαζε τη μελωδία της φωνής της και εξέφαινε το ήμερο φως του συνειδότος του Κοινού των Κυπρίων, που αηδονούσε γλυκά, τη χαρμονή της ζήσης. Το συνειδός αηδόνι της Κύπρου άρχισε, με τα γυρίσματα του κύκλου της ζωής, να θλιβάται πικρά, ωσότου η θλιβή καταστεί τραγωδή, ωδή δηλαδή του πάθους και των παθημάτων, με τη ριγηλή γάζα του γόου και του κομμού.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, επίγονος αυτής της ποιητικής παράδοσης, αηδονεί, σήμερα τραγικά, με τη γάζα της πίκρας, γεννήματος του προγεγενημένου υπαρξιακού γόου και κομμού. Είναι η πίκρα του Τόπου, της «Πέτρας της θαλάσσου» -Πικρόλιθος- η πίκρα που σωματώνεται ως φυλακτό και τάμα προσκυνηματικό πίστης και ελπίδας, ειδώλια από πικρόλιθο. Είναι, ακόμα, η πίκρα του λυρικού μέλους της Αφροδίτης – Φύσης της Κύπρου, της ηδύτητας του κάλλους του ζωντανού σώματός της – πικρόμελο. Η πίκρα αυτή στα ποιήματα του «Πικρόλιθου» γεννιέται από την αδιέξοδη σιωπή και την απορία, από τα ερωτήματα και το αναπάντητο για τα δοξεύματα της μοίρας, που σταυρώνουν την Κύπρο και πικραίνουν τη ζωή των ανθρώπων της διαιώνια.

Η συλλογή «Πικρόλιθος» είναι ποιητικός άρτος από της πίκρας το προζύμι. Συμφλογιστές του ζυμώματος και του πυρώματος της πίκρας είναι τα σύμβολα της χαρμονής και της έκστασης της ζήσης της Κύπρου, που, ως αντίστιξη του δράματος, συνθέτουν την τραγωδική υφή του ιστορικού γίγνεσθαι του νησιού, τα «πουλιά», η ταξιδεύτρα «Σχεδία», το παροπλισμένο «Καράβι».

Τα ποιήματα του «Πικρόλιθου» συμβολοποιούν το ιστορικό διάβα της Κύπρου, εξεικονίζοντας το μεγαλείο του τόπου σ΄όλες του τις υπερβατικές – λυρικές πνοές και εκφάνσεις: το ελεύθερο φρόνημα του τόπου ενοικεί στην πτερύγιση των «Πουλιών» του και στο ειρηνικό ταξίδι της «Σχεδίας» του, η ηδύτητα του κάλλους του διαλαλείται στη μουσική της αοιδής των πουλιών, ενώ το φως του πολιτισμού του καταυγάζει γείτονες χώρες με την υπερορία της Σχεδίας με τη μεταλαμπάδευση του πέραν των συνόρων. Η ίδια η Σχεδία είναι παράγωγη της πολιτισμικής αυτοχθονίας της Κύπρου, όντας ποίημα – κάμωμα της χειρωναξίας της με τα αυτοφυή, σκληρά και μυρωδάτα δέντρα της. Το καράβι, καθώς παροπλισμένο πια, νεωρεί εντόπια, πειράζει την ψυχή του ναύτη με τα διλημματικά ερωτήματα της προδοσίας της στεριάς, της προδοσίας και της λησμονιάς του πρώτου έρωτα του τόπου του. Αυτό το καράβι μετέφερε άλλοτε το φως του πολιτισμού της Κύπρου στον κόσμο που γειτνίαζε με την αγαπημένη του θάλασσα και είχε τη μοίρα του ληστευμένου και ερημωμένου τόπου, καθώς, τσακισμένο από την πέτρα της θαλάσσου, ξεψυχά και ενταφιάζεται στις άκριες του νερού που γλείφει τη στεριά.

Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να προσεγγίσω αναγνωστικά το ποίημα «Το Πηγάδι», ένα συγκλονιστικό ποιητικό επίτευγμα της συλλογής και ένα, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα ποιήματα της καθόλου Νεοελληνικής Ποίησης.

Το Πηγάδι

μια φορά κι έναν καιρό εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου  και που με τέχνη ο πατέρας  τραγούδαγε στα παιδιά το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.

 ο Παναγιώτης ο πιο μικρός πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε τα μαγικά μουρμουρίζοντας της μυστικής του γλώσσας τα λόγια  σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι  και πάντα νικούσε.

γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς  κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε  μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε  τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε

Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο

σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι  κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; ♦ γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;

άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι

Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
                                                                
Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν

ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης ο εγγονός του ο πιο μικρός καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών σ’ ένα χωριό, την Αγιά ♦ θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του και πικραμένος σιγοψιθύρισε

Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί

το χώμα τον σκέπασε μαζί με τους άλλους κι η απορία του ήταν γραφτό του  να μη λυθεί.

Ο ποιητής στο «Πηγάδι» μεταπλάθει, με πρωτοφανή ποιητική μαστοριά, έναν ιστοριόμυθο προσωπικού δράματος ενός αγνοουμένου του εβδομήντα τέσσερα, σε τραγικό μύθο πράξεως σπουδαίας και τελείας δηλαδή σε τραγικό δημοτικό μύθο, σωματωμένον σε τόπο δημοτικού τραγουδιού με τραγωδικήν υφή και λόγο. Είναι πραγματικά μεγαλειώδης ο τρόπος εγγραφής και σωμάτωσης της ιστορίας του στρατιώτη Παναγιώτη στο δημοτικό τραγούδι της Κυπραίας Μούσας «Τέσσερα τζαι τέσσερα» ώστε το ποίημα να επέχει λόγον συμβόλου της διαχρονικής τραγικής μοίρας της Κύπρου:

            Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
            Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί.

Ο ρυθμός στο ποίημα είναι ρυθμός πεζής ραψωδικής αφήγησης του μύθου, ενώ ο εμβολιασμός του πεζόμορφου ποιήματος με αυτούσιους τους παραδοσιακούς δεκαπεντασύλλαβους ιαμβικούς στίχους του δημοτικού τραγουδιού διευρύνει τους συναισθηματικούς κυματισμούς της ανάγνωσης του ποιήματος και πλουτίζει σε ρθυμική αρμονία την τέχνη της ποίησης.

Θα μπορούσε «Το πηγάδι» να χαρακτηρισθεί ως πρόταση και ποιητικός δρόμος γραφής του νέου Δημοτικού Τραγουδιού των Ελλήνων, με τις νεωτερικές ρυθμικές κυμάνσεις, συμπλεγμένες με τα παραδοσιακά μέτρα σε ποίηση, με καινούρια μετρική αρμονία του λόγου, αποδίδουσαν τους εσωτερικούς μελωδικούς πόδες της λέξης και την εξωτερική συνηχία των φθόγγων της.0

«Το Πηγάδι» είναι δημοτικό τραγούδι, γιατί εκφράζει την ποιότητα του καθολικού στεναγμού των Κυπρίων και τον ανίατο ελεγειακό λυγμό τους, για τα σκαιά που βρήκαν τον τοπο και για την κούφη νεφέλη, που επέπεσεν επί του σώματος του νησιού ως θεϊκή κατάρα και ζοφικός πνιγμός. Το εσωτερικό συναισθηματικό φωνήεν σώμα του λαϊκού λυγμού συμ-φωνεί με το δημοτικό – του δήμου- φωνήεν σώμα ενός μοιρολογιού ή μιας λατρευτής ικεσίας, που εκφέρεται ως αρθρωμένος φθόγγος του όλου σώματος του κοινού των Κυπρίων. Αυτό το λαϊκό ορμέμφυτο συμπυκνώνει τον πόνο και την πίκρα του Ανθρώπου και του Τόπου, την ασφυξία του άδικου, το «γιατί» της θανάτωσης της άνοιξης της Ζωής και, μαζί, της γεγραμμένης στη μνήμη βίωσης του θαύματος της ζήσης. Όλα αυτά τα ψυχικά και εγκάρδια κυήματα που ελευθερώνονται από την ανάγνωση του ποιήματος «Το Πηγάδι» ανταποκρίνονται στο λαϊκό αίσθημα του Κοινού των Κυπρίων για τη συμφορά του ’74 και το ποίημα θα μπορούσε να παρασταθεί ως χορικό αυτής της τραγωδίας, που ερρυθμίζει το πρόσωπο της λαϊκής πίκρας. Το τραγωδικόν ήθος που διακατέχει το ποίημα είναι ομοφυές και ομόλογο με τη λαϊκή συγκίνηση και τη συναισθηματική έξαρση που προκαλεί η ανάγνωση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το ήθος αυτό ενέχει λατρευτική ιερότητα καρδιάς μαζί και μια ιδιόπαθη συνειδησιακή ριγηλότητα, στοιχεία που μόνο στη φυλετική ιδιοσυγκρασία του γένους των Ελλήνων και στην έκφρασή της ενοικούν, ως ομότροπη εσωτερική συμπάθεια για τα ιστορικά γεγενημένα του βίου του. Ακόμα και το όνομα του νεκρού στρατιώτη του ποιήματος Παναγιώτης, κατά τρόπον ανυποψίαστον, μετέχει της λαϊκής ιερότητας, ως κοινού γνωρίσματος του συνειδότος ήθους του λαού. Παν-Άγιος. Με την αντωνυμία παν δηλούται η καθολικότητα του γνωρίσματος, ενώ στο δεύτερο συνθετικό της λέξης, στο επίθετο Άγιος, ανιχνεύεται η ποιότητα του ήθους, η λαϊκή ιερότητα ως γνώρισμα του συμπάσχοντος συνειδότος του λαού, βέβαια, η εντόπιση τέτοιων γνωρισμάτων στο λαϊκό ήθος δεν είναι αποτέλεσμα της ποιητικής πλαστουργίας αλλά μυστική συνέργεια  του φθεγγόμενου πνεύματος της γλώσσας με τον λόγον της Τέχνης.

Προσομοίωσα το ποίημα «Το  Πηγάδι», με δημοτικό τραγούδι, επειδή ο ποιητής, με θαυμαστή και ανυπέρβλητη τεχνουργία και συναισθηματική φόρτιση, μετέπλασε ένα ατομικό δραματικό γεγονός, με τον Λόγον της Ποίησης, σε στάση ψυχής και παλλαϊκό υπαρξιακό θέμα συνειδότος, με ομόλογη συγκίνηση και εσωτερικό παλλαϊκό ρίγος.

Ο «Πικρόλιθος», ως συνόλη ποιητική κατάθεση, επέχει θέση βυζαντινού λυπηρού, που συνοδεύει την εικόνα της σταυρωμένης Κύπρου και επιστέφει την Ιερή πύλη του εικονοστασίου της ψυχής μας. Το Λυπηρόν αυτό κατέχει την εκ δεξιών θέση του ξύλου του Σταυρού της σταυρωμένης κόρης – Κύπρου, με την εικόνα της Θεοτόκου – μάνας Κύπρου βρεφοκρατούσας, με δύο χαίνουσες και αιμάσσουσες από σφαίρες πληγές. Καθώς ατενίζει ψυχομαχούσα τη σταυρωμένη - κόρη Κύπρο, το ορφανεύον βρέφος γλείφει το εκχεόμενον αίμα της μάνας του, ως μητρικό γάλα για να επιβιώσει.

Τη συγκλονιστική αυτή εικόνα δανείζομαι από τον «Πικρόλιθο», αποσπασμένης από τον Ποιητή από το πλούσιο σε ομόλογες εικόνες μαρτυρολόγιο των σφαγιασθέντων από τα στίφη του Αττίλα ελλήνων της Κύπρου, το 1974.


Οι ενότητες της συλλογής «Πικρόλιθος» απηχούν το κοινοτικώς βιοτεύειν και ονειρεύεσθαι του σύγχρονου Κοινού Κυπρίων, αυτού που τραυματισμένο προσφυγεί στον ίδιο τον τόπο του και τσακισμένο αναστοχάζεται τη λυρική ευδία και χαρμονή, που εξέπεμπε η δημιουργική του βιοτή. Μιμνήσκεται τα ωραία και τα ηδονικά της ιστορίας και της φυλής του και πικρένεται εν εαυτώ με τραγωδική γεύση από το μαστίγωμα της μοίρας του δίσεχτου 1974.


ΝΟΥΦΑΡΑ


6 Οκτ 2015

ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΚΟΡΑΤΖΙΑ





Ξημέρωμα στην Κακορατζιά... από το καθημερινό μου ταξίδι στη Λεμεσό εκείνης της εποχής. Μια διαδρομή θαυμάσια που σου ανοίγει την καρδιά... κάθε μέρα και μια ξεχωριστή μέρα, μια διαφορετική μέρα με άλλα χρώματα στον ουρανό και άλλα σχήματα στα σύννεφα ...


3 Οκτ 2015

ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ...


ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ...




ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟΝ ΚΑΙΡΟ

Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Ανέμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;


Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή
θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω
βοριάδες, νοτιάδες θα βρω μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ' ακέριο πανί.

Κι αν οι κάβοι σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Απάνω σου αν πέσει το κύμα θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;

Ψηλά στο εκκλησάκι του βράχου που ασπρίζει
για μένα έχουν κάμει κρυφή λειτουργία
ορθός ο Χριστός το τιμόνι μου αγγίζει
στην πλώρη μου στέκει η παρθένα Μαρία.

Στίχοι: Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Μουσική: Αφροδίτη Μάνου


ΕΔΩ: https://youtu.be/8J_9LPlUMJs



1 Οκτ 2015

Η ΣΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Σκόνες αγιογραφίας

Μια φορά κι έναν καιρό, στις καλές εκείνες εποχές, που ζούσα στη Λάρνακα, γίνονταν πράματα και θάματα. Τι θυμήθηκα πάλι. Θυμήθηκα που ήμουν αγιογράφος. Ήταν η εποχή που η αείμνηστη φίλη μου - που τόσο άδικα και πρόωρα χάθηκε - η Νίκη Μαραγκού, ερωτεύτηκε κι αυτή όπως κι εγώ τη Λάρνακα κι ερχόταν πολύ τακτικά. Πηγαίναμε στον πατέρα Συμεών (έκανε μια εξαίρεση γι αυτήν και τη δέχτηκε ως μαθήτρια του) και μαθαίναμε αγιογραφία. Παρακολουθήσαμε κι οι δυο ολόκληρη τη σειρά των μαθημάτων. 

Είχε προηγηθεί η πρώτη μου έκθεση ζωγραφικής στο Δημαρχείο, που ήταν στον παραλιακό δρόμο των φοινικούδων. Η έκθεση ήταν υπό την αιγίδα της πολιτιστικής επιτροπής του Δήμου και του "Δημητρίειου Πολιτιστικού Κέντρου". Και οι δυο φορείς είχαν αγοράσει έργο και τους δώρισα  κι εγώ από ένα. Το έργο για το "Δημητρίειο" είχε επιλέξει ο ίδιος ο Νίκος Δημητρίου. 

Γνωρίστηκα και με την ποιήτρια Ναδίνα Δημητρίου σε κάποια από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονταν εκεί. Μάλιστα όταν έμαθε ότι κάνω αγιογραφία, με έστειλε στο εργοστάσιο (δεν ήταν μακριά απ' εκεί που εργαζόμουν) και με φόρτωσαν με σκόνες για να ζωγραφίζω για δυο τρεις ζωές τουλάχιστον. Σκόνες Ώχρας∙ σε πολλά χρώματα και αποχρώσεις ∙ψημένες και άψητες από την περιοχή του χωριού Τρούλλοι.

Είχα τις καλύτερες σκόνες στον κόσμο: ο φίλος Γιώργος Λυκούργος ήταν, την εποχή εκείνη, Πρέσβης στο Παρίσι και κάθε φορά που ερχόταν όλο και κάτι μου έφερνε: κιννάβαρη και ένα μπλε που ήταν δυσεύρετο. Ακόμα μου έφερνε κόλλα από κόκκαλα κουνελιού -που θεωρείται η καλύτερη κόλλα- για την προετοιμασία της επιφάνειας στην οποία θα ζωγράφιζα τις εικόνες μου. Ο Γιώργος συνεχίζει ακόμα και ζωγραφίζει θαυμάσιες εικόνες.   



Το κασελάκι μου

Σκόνες αγιογραφίας

Γλυκοφιλούσα, του Ν. Ν-Χατζημιχαήλ

Παναγία και Χριστός, του Ν.Ν-Χατζημιχαήλ