Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Μπροστά από τα ιωνικά προπύλαια του Γυμνασίου τής πόλης ήταν ένας μικρός πανέμορφος κήπος. Όταν χτυπούσε διάλειμμα, οι μαθητές τον πλημμύριζαν και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον παράξενο παπαγάλο που ζούσε εκεί, γιατί ήταν ένα πολύ ξεχωριστό και πανέξυπνο πουλί. Το βασίλειό του ήταν ένα κυλινδρικό πράσινο κλουβί σχεδόν δύο μέτρα ψηλό, που είχε μια κωνική μεταλλική οροφή, πράσινη κι αυτή. Δεν είχε καμιά σχέση με τους άλλους που το μόνο που ήξεραν ήταν να επαναλαμβάνουν μερικές λέξεις. Ο Κόκο, αυτό ήταν το όνομά του, είχε το χάρισμα της ομιλίας και μπορούσε κανένας να κάνει άνετα διάλογο μαζί του, άσχετα αν οι απαντήσεις του ήταν τρελές, ανατρεπτικές και, τις πιο πολλές φορές, δεν είχαν καμιά σχέση με την ερώτηση. Ήταν μοναδικός. Κανένας, ωστόσο, δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες για την ιστορία και την προέλευσή του. Κανένας δεν ήξερε από ποιο μέρος τού κόσμου είχε έρθει, αλλά κάποιοι, βλέποντας το χρώμα των φτερών του, υποστήριζαν ότι παλαιότερα ζούσε βορειότερα, στο δάσος τής αρχαίας τους πόλης και ανήκε σ’ ένα σπάνιο είδος. Αυτά τα πουλιά ζουν τόσα πολλά χρόνια, που ουσιαστικά «δεν πεθαίνουν ποτέ». Κάποιος θα τον έφερε από εκεί.
Στις 13 Αυγούστου τού 1974, τα στρατεύματα τού δεύτερου Αττίλα προχωρούσαν προς τα ανατολικά απειλητικά και πολλοί από τους κατοίκους άρχισαν να φεύγουν. Το απόγευμα για πολλοστή φορά είχαν βομβαρδισθεί τα παραλιακά ξενοδοχεία. Το πουλί έβλεπε την ασυνήθιστη κίνηση κι όλη η αγωνία τής πόλης μεταφέρθηκε στο κλουβί του. Μακριά ακούγονταν πυροβολισμοί. Φτερούγιζε ανήσυχος και δεν είχε όρεξη να τσιμπήσει ούτε ένα σποράκι από το φαγητό που του είχε φέρει ο φύλακας. Ήπιε μόνο μια γουλιά νερό, γιατί ένιωσε ότι το λαρύγγι του είχε στεγνώσει.
Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν ξανά τα αεροπλάνα και βομβάρδισαν. Πετούσαν πάνω από τον κήπο και έριχναν τις βόμβες τους στα παραλιακά ξενοδοχεία. Το μεταλλικό σκέπασμα του κλουβιού γινόταν σαν ηχείο κι έτσι ο διαπεραστικός ήχος των βομβαρδιστικών τού τρυπούσε τ’ αυτιά και κόντευε να τρελαθεί. Τρύπωνε βαθιά μέσα στην ξύλινη φωλιά του, μα κι εκεί δεν ήταν καλύτερα. Το κλουβί τρανταζόταν κάθε φορά που έσκαγε μια βόμβα. Πρόσεξε την ανήσυχη κινητικότητα. Η πόλη άδειαζε. Τα αυτοκίνητα κολλητά το ένα πίσω από το άλλο πήγαιναν όλα προς την ίδια κατεύθυνση.
Το πουλί ξεχάστηκε μέσα στο κλουβί του. Ποιος θα νοιαζόταν τώρα για έναν παπαγάλο, τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να σωθούν. Οι πιο πολλοί, βέβαια, νόμιζαν ότι η αναχώρησή τους ήταν προσωρινή, μέχρι να περάσει το κακό και ότι σε δυο τρεις το πολύ μέρες θα ήταν όλοι πίσω στα σπίτια τους. Πού να φανταστούν!
Χάζευε τ’ αυτοκίνητα που προχωρούσαν κι όσο πέρναγε η ώρα παρατηρούσε ότι λιγόστευαν, λιγόστευαν και μέσα σε δύο ώρες δεν υπήρχε πια καμιά κίνηση. Πού ήταν οι φίλοι του; Πού να είχαν πάει άραγε όλοι τους; Καταλάβαινε ότι έγινε μια μεγάλη αναστάτωση, ένα μεγάλο κακό, μα στο μυαλό του ήτανε όλα τα πράγματα συγχυσμένα. Τον τελευταίο καιρό είχε προσέξει την αλλαγή στη συμπεριφορά και τις κινήσεις των φίλων του. Και τώρα τι γύρευαν εδώ αυτά τα τεράστια πουλιά που έριχναν βόμβες κι έκαναν το κλουβί του να τραντάζεται; Τι να ήταν αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούγονταν τον τελευταίο καιρό; Δεν μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα.
Τίναξε τα φτερά του και πλησίασε στο αραιό πλέγμα. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τούτο το μέρος, μα δεν μπορούσε. Έψαξε πόντο πόντο όλο το κλουβί, μήπως βρει μια χαραμάδα, μια τόση δα μικρή τρύπα για να ξεφύγει από αυτή τη φυλακή. Άρπαξε απελπισμένος με τη γαμψή του μύτη το σύρμα και το ταρακούνησε, αλλά μάταια. Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Φώναξε με όση δύναμη είχε, μα δεν πήρε καμιά απάντηση.
Τώρα ήτανε μόνος, εντελώς μόνος. Ένα συναίσθημα που πρώτη του φορά ένιωθε, κι ας ήταν τόσα χρόνια κλεισμένος στο ίδιο κλουβί. Τώρα κατάλαβε πόσο γεμάτες ήταν οι μέρες του παλιά και πόσο άδεια ήταν η ζωή του τώρα. Ήταν πια ένα τίποτε∙ ένας παπαγάλος γεμάτος ανησυχίες και φόβους.
Η αγωνία τού έφερε νύστα, έκλεισε τα μάτια και δεν ονειρεύτηκε, μέχρι που ακούστηκε ένας θόρυβος και τον ξύπνησε. Ήταν το συντριβάνι τής μικρής λιμνούλας δίπλα, που είχε αρχίσει να λειτουργεί, όπως κάθε βράδυ, στην προκαθορισμένη ώρα και τα νερά γίνονταν κόκκινα, μετά γαλάζια και μετά κίτρινα. Λειτούργησαν οι αυτόματοι μηχανισμοί τής πόλης. Κοίταξε τα σπίτια τριγύρω, όλα ήταν ολόφωτα και οι λάμπες στους στύλους των δρόμων ήταν αναμμένες. Λαχτάρησε. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει κι η ζωή ξανάρχιζε. Η πόλη όλη ήταν φωταγωγημένη, μα, δυστυχώς, δεν υπήρχε καμιά κίνηση, μόνο το συντριβάνι ακουγόταν κι ύστερα από λίγο οι γρύλλοι, οι νυχτερίδες κι ο υπόλοιπος μικρόκοσμος της νύχτας.
Πεινούσε. Πήρε μερικούς σπόρους κι έσπασε ένα φιστίκι που βρήκε σε μια γωνιά. Τα φιστίκια ήταν η αδυναμία του. Οι μαθητές στα διαλείμματα του τα έριχναν από το αραιό πλέγμα. Τον πείραζαν κάποτε, μα δεχόταν τα πειράγματά τους. Έκαναν ότι του δίνουν το φιστίκι και τη στιγμή που πλησίαζε για να το πάρει, το τραβούσαν πίσω. Έκανε όμως κι αυτός τα κόλπα του, έπαιζε θέατρο, έκανε ότι το φιστίκι δεν τον ενδιέφερε και γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Μα ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση γυρνούσε και το έπαιρνε πριν προλάβουν να το απομακρύνουν. Γελούσαν, αλλά στο τέλος το διασκέδαζε κι αυτός.
Τα Σαββατοκύριακα γινόταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Αγαπούσε τα μικρά παιδιά και χαιρόταν που άκουγε τις φωνούλες τους. Έπαιρνε προσεκτικά τα φιστίκια από τα τρυφερά τους χεράκια και πρόσεχε μήπως, χωρίς να το θέλει, πληγώσει κάποιο. Όταν όμως η μπάντα τού Δήμου αργά το απόγευμα άρχιζε να παίζει, έπαυε να είναι το κέντρο τού ενδιαφέροντος. Ο διευθυντής τής ορχήστρας, ο άνθρωπος με τη μπαγκέτα, κέρδιζε τότε την παράσταση. Δεν τον πολυχώνευε και κάθε τόσο ξεφώνιζε: «παραπάμ παμπάμ, παραπάμ παμπάμ» και κουνούσε τα φτερά του στο ρυθμό τής μουσικής αντιγράφοντάς τον. Όμως, η προσοχή όλων ήταν αλλού.
Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα που ο φύλακας έκλεινε τις μεγάλες πόρτες. Τις καθημερινές όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η ζωή του ξεκινούσε με το πρώτο φως τής ημέρας. Ερχόταν ο φύλακας με το ποδήλατό του, άνοιγε διάπλατα τις καγκελόπορτες και σπρώχνοντάς το, το φύλαγε σε μια μικρή αποθήκη. Τον καλημέριζε από μακριά χτυπώντας τό κουδούνι τού ποδηλάτου. Και είχε έναν γλυκό ήχο αυτό το κουδούνι, «γκριγκρίγκ, γκριγκρίγκ». Συγχυζόταν, δεν μπορούσε να επαναλάβει τον ήχο. Έτσι, συνήθιζε να απαντά με ασυναρτησίες ή κάποτε με το «καλημέρα». Μετά, ερχόταν κοντά του, καθάριζε το κλουβί και του μιλούσε σιγανά, όπως ακριβώς μιλάει κάποιος μ’ έναν φίλο του: «πώς είσαι; πώς πέρασε το βράδυ σου; θέλεις κάτι να σου φέρω;» Άλλαζε το νερό στο δοχείο, του έβαζε τροφή κι έπειτα άρχιζε την περιποίηση του κήπου.
Έπιανε ψιλή κουβέντα με τον Δήμο τον περιπτερά, ο ένας μέσα από το κάγκελο και ο άλλος απέξω, αλλά το μάτι του ανίχνευε γύρω του και κάθε τόσο πήγαινε εδώ κι εκεί για να βγάλει κάποιο χόρτο που εντόπιζε, ενώ ο Δήμος πεταγόταν να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη δίνοντάς του την πρωινή του εφημερίδα. Σε λίγο άρχιζαν να καταφθάνουν κι οι μαθητές, όλοι σχεδόν με τα ποδήλατά τους, ντριγκ ντριγκ τον καλημέριζαν, γέμιζε ο τόπος φωνές, κουδουνίσματα, πύκνωνε η κίνηση και η πόλη αποκτούσε το ρυθμό της.
Τις καθημερινές ο κήπος έκλεινε νωρίς και μόνο όταν έφευγαν και οι τελευταίοι θαμώνες τού καφέ «Μποκάτσιο» ησύχαζε και ξεκουραζόταν. Του ήρθε μεγάλο παράπονο. Τον κατέτρωγε η μοναξιά. Ήθελε να φύγει από τούτο το κλουβί. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η υγρασία και ο καπνός που ερχόταν από μακριά εισχωρούσαν και μέσα στη φωλιά του ακόμα και τον έπνιγαν. Αγωνιούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άρχισαν να βγαίνουν άναρθρες κραυγές από το στόμα του και μετά κάτι ασυναρτησίες: «άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύτροπον ος μάλα πόλλα». Μιλούσε συνέχεια χωρίς να σταματά∙ θυμόταν όλα όσα είχε μάθει από τους φίλους του τους μαθητές. Έρχονταν κοντά του και διάβαζαν τα κείμενά τους για το διαγώνισμα της ημέρας. Αυτός επαναλάμβανε. Στο επόμενο διάλειμμα έρχονταν άλλοι μαθητές, με άλλες ιστορίες. Μιλούσε ασταμάτητα, καθώς οι εικόνες τού παρελθόντος ξετυλίγονταν η μια πίσω από την άλλη και τα λόγια έβγαιναν χωρίς έλεγχο, μέχρι που απόκαμε.
Την άλλη μέρα ανακάλυψε πως είχε τελειώσει και η τελευταία σταγόνα νερού. Αυτή η θλιβερή διαπίστωση τον αναστάτωσε. Γύρισε το βλέμμα γύρω, μα δεν διέκρινε ούτε την παραμικρή κίνηση. Η μόνη κίνηση που τον ευχαριστούσε ήταν το συντριβάνι που ξεκινούσε στην προκαθορισμένη ώρα και το νερό που γινόταν εναλλακτικά κόκκινο, μπλε, κίτρινο. Κάρφωνε το βλέμμα του εκεί και παρακολουθούσε με τις ώρες το νερό, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος. Σήμερα όμως δεν ξεκίνησε ούτε αυτό. Ούτε ξανάναψαν τα φώτα. Παντού πηχτό, ανατριχιαστικό σκοτάδι.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πότε κοιμόταν και πότε ξυπνούσε. Σε κάποια στιγμή άκουσε κάποιους θορύβους. Τέντωσε το αυτί και σε λίγο είδε κάποιους στρατιώτες. Ήταν κοντά στο περίπτερο και προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του χτυπώντας την με τα κοντάκια των όπλων τους. Μιλούσαν μια γλώσσα που πρώτη του φορά άκουγε. Έπρεπε να κάνει κάτι να τον προσέξουν διαφορετικά ήταν χαμένος. Έβαλε όση δύναμη του απέμεινε και φώναξε δυνατά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα». Οι στρατιώτες που ξαφνιάστηκαν, ακροβολίστηκαν αμέσως πίσω από το περιτοίχισμα του κήπου. Ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε για να επιζήσει. Ήταν σίγουρος ότι τον είχαν ακούσει. Περίμενε λίγο και ξαναφώναξε μηχανικά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο ...». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και μια ριπή γάζωσε το κλουβί του και τον συντάραξε. Τρύπωσε στην ξύλινη φωλιά του φοβισμένος και περίμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Πέρασαν πολλές ώρες χωρίς να γίνει τίποτε, χωρίς να ακούγεται τίποτε κι ύστερα πρόβαλε δειλά το κεφάλι έξω από τη φωλιά∙ μα πάλι τίποτε. Πήρε θάρρος και βγήκε. Το πέταγμα μιας σκαλιφούρτας που προσγειώθηκε σ’ ένα κλαδί δίπλα, τον τρόμαξε προς στιγμήν, μα γρήγορα συνήλθε κι έμεινε να την κοιτά. Ζήλεψε αυτό το μικρό πουλάκι που ήταν ελεύθερο να πετά και να πηγαίνει όπου θέλει. Καταράστηκε την τύχη του να είναι κλεισμένος σ’ ένα κλουβί νηστικός και διψασμένος με τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μα, η τύχη του τού χαμογέλασε. Η ριπή που έριξαν οι στρατιώτες προκάλεσε ένα μικρό ρήγμα στο κλουβί, όμως αρκετά μεγάλο, για να χωρέσει και να περάσει έξω. Δεν έχασε δευτερόλεπτο. Έσπρωξε το σώμα του όσο πιο δυνατά μπορούσε και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Δεν έχασε χρόνο, όρμησε στο νερό και ξεδίψασε. Τίναξε τις φτερούγες και ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται.
Περπάτησε πάνω στο πλακόστρωτο γύρω από τη μικρή λιμνούλα και δοκίμασε να πετάξει. Δεν τα κατάφερε όμως∙ ένιωσε το σώμα του τόσο βαρύ. Από πέτρα σε πέτρα, ανέβηκε στο χώρο τής μπάντας. Ήταν περίπου ένα μέτρο ψηλά και θα δοκίμαζε από το άνοιγμα που ήταν τα σκαλοπάτια. Πήρε φόρα, ανοιγόκλεισε τις φτερούγες, μα έφαγε τα μούτρα του μόλις ένα μέτρο μπροστά στα σκαλοπάτια. Πόνεσε πολύ, όχι από το κτύπημα, πιο πολύ από την ανικανότητά του. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πετάξει. Τη σπασμωδική του κίνηση την έκανε μηχανικά, χωρίς να συντονίσει τα μέλη του, την τελευταία στιγμή δείλιασε, το μυαλό του θόλωσε και οι φτερούγες του δεν άνοιξαν.
Ήταν φανερό πως έπρεπε πια να συγκεντρωθεί και να δράσει με περίσκεψη. Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν και η νύχτα να έρχεται γρήγορα. Ο φόβος άρχισε πάλι να φωλιάζει μέσα του κι εγκατέλειψε τις προσπάθειες για το πέταγμα. Θα το έκανε την επόμενη μέρα. Για την ώρα έπρεπε να βρει καταφύγιο για προφύλαξη∙ δεν γνώριζε τι του επεφύλασσε η νύχτα. Κάποια νιαουρίσματα που είχε ακούσει νωρίτερα, τον έκαναν ν’ ανησυχήσει, γιατί ήξερε από ένστικτο πως αρέσει στους γάτους να τρώνε τα πουλιά. Με αργές κινήσεις χώθηκε στη ρίζα ενός πυκνού θάμνου και από εκεί κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί που μπόρεσε ν’ ανέβει αναλογιζόμενος τα γεγονότα τής ημέρας. Άκουγε τ’ αλυχτίσματα των σκυλιών, τα νιαουρίσματα των γάτων, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ένταση, η κούρασή του, που βυθίστηκε αμέσως σε βαθύν ύπνο, καθώς η τρομαχτική νύχτα άρχισε ν’ απλώνει το κατάμαυρο πέπλο της επάνω στον μικρό κήπο.
Ξύπνησε, καθώς κάποιες ακτίνες διαπερνώντας το φύλλωμα του θάμνου τον σκούντηξαν. Ξημέρωσε. Δοκίμασε αμέσως να πετάξει ψηλά βάζοντας όλα του τα δυνατά, πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει∙ και τα κατάφερε. Ήταν πολύ χαρούμενος. Μπορούσε πια να βλέπει τον κήπο από ψηλά και να πετά χωρίς κανένα πρόβλημα. Μόνο που ήταν αποδυναμωμένος λόγω της ασιτίας του. Τώρα όμως, που ήταν ελεύθερος θα το φρόντιζε κι αυτό το πρόβλημα. Πέταξε προς το Λύκειο Ελληνίδων και κάθισε στο γείσο πάνω από την είσοδο. Από εκεί, πέταξε προς το καφέ «Μποκάτσιο» και μπήκε από ένα ανοιχτό παραθυράκι. Τι τύχη! Πίσω από το μπαρ ήταν τρία δοχεία γεμάτα με ξηρούς καρπούς. Νόμιζε ότι ονειρευόταν, μα σαν δοκίμασε με τη γαμψή του μύτη ένα φιστίκι, τότε σιγουρεύτηκε ότι είχε σωθεί. Αφού έφαγε με βουλιμία μέχρι σκασμού, βγήκε από το ίδιο παραθυράκι και πέταξε προς το πιο ψηλό σημείο τού Λυκείου. Ένιωθε καλύτερα τώρα κι άρχισε να καταστρώνει σχέδια δράσης.
Ήθελε να πετάξει πάνω από την πόλη, όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Πρώτα πέταξε προς το μέρος τής παραλίας. Καλύτερα όμως να μην έβλεπε. Το μετάνιωσε. Τα ξενοδοχεία ήταν βομβαρδισμένα κι οι δρόμοι ήταν αποκομμένοι από τα συντρίμμια τους, χωρίς καμιά κίνηση, εντελώς έρημοι. Μόνο η θάλασσα ακουγόταν, και ήταν σαν να θρηνούσε, καθώς χτυπιόταν με τα αφρισμένα της κύματα επάνω στην άμμο, θυμωμένη γι’ αυτά που είχαν γίνει σε όλο το μήκος τής παραλίας.
Τράβηξε προς τα δυτικά που ήταν το κέντρο τής πόλης και κατόπιν πιο βόρεια. Τα ίδια: μια βομβαρδισμένη, βουβή κι έρημη πόλη. Πιο μακριά έβγαιναν πυκνοί καπνοί κι ακούγονταν εκρήξεις. Τον έπιασε θλίψη, γιατί σε όποια κατεύθυνση και να πετούσε, έβλεπε παντού καταστροφή. Επέστρεψε στον κήπο αργά το απόγευμα, πάρα πολύ κουρασμένος, και προσγειώθηκε ψηλά σ’ ένα κλωνάρι τού πυκνόφυλλου δέντρου δίπλα από το υπόστεγο της ορχήστρας∙ έκλεισε τα μάτια, μα σχεδόν αμέσως τα άνοιξε πάλι, γιατί ακούστηκε το ανατριχιαστικό νιαούρισμα ενός γάτου, που τον έκανε να ανησυχήσει. Μόνο γάτους είχε πια η πόλη, φίδια, σκυλιά κι έναν παπαγάλο. Τι φρικτό! Απίστευτο.
Από την επόμενη και κάθε μέρα, πολύ νωρίς άρχιζε την περιπλάνησή του στην πόλη που ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει. Πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει στα κτήρια, γιατί όλο και κάποιο μικρό παράθυρο έμενε ανοικτό. Το Δημαρχείο και το Διοικητήριο ήταν βομβαρδισμένα. Τραπέζια, γραφεία και άλλα έπιπλα ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, με ανοιχτά συρτάρια, και τα χαρτιά, όσα, βέβαια, είχαν γλυτώσει από τη φωτιά ο άνεμος τα σκόρπισε παντού.
Επισκέφτηκε το σπίτι τού ξακουστού ζωγράφου, ένα παλιό σπίτι κοντά στην εκκλησία, με εσωτερική αυλή, που δεν δυσκολεύτηκε να μπει. Μέσα ήταν μεγάλα τελάρα και πολλές ζωγραφιές στους τοίχους. Του άρεσε η εικόνα τής μάνας που έχει το παιδί της τρυφερά στην αγκαλιά της σαν Παναγιά.
Ύστερα επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη τής πόλης. Κι εδώ υπήρχαν πολλές ζωγραφιές, μα πιο πολύ είχε τραπέζια με ανοιχτά βιβλία επάνω∙ περίμεναν αυτούς που τα είχαν ανοίξει, να συνεχίσουν το διάβασμα από εκεί που είχαν μείνει. Όπου και να πήγαινε, αντίκριζε εικόνες θλίψης, οδύνης και πόνου. Έπρεπε να πάρει την απόφασή του. Να μείνει ή να φύγει μακριά; Κι αν έφευγε, πού θα πήγαινε;
Πετούσε ψηλά κι έβλεπε περίλυπος την πόλη του. Του άρεσε να ανυψώνεται πολύ, γιατί από εκεί ψηλά, τίποτε δεν πρόδιδε την καταστροφή, φαινόταν μια ήρεμη και ωραιότατη πόλη, ξαπλωμένη ανάμεσα στο πράσινο των περιβολιών και το γαλάζιο τής θάλασσας. Όταν, όμως κατέβαινε χαμηλότερα, λυπόταν πολύ γιατί αντίκριζε μια φρικτή εικόνα που δεν μπορούσε να την αντέξει.
Στις καθημερινές του επισκέψεις με πολλή λύπη διαπίστωνε ότι οι ζωγραφιές λιγόστευαν, οι εικόνες στις εκκλησίες και τα βιβλία εξαφανίζονταν, ακόμη και τα παραθυρόφυλλα έλειπαν. Κι οι αέρηδες έμπαιναν μέσα στα σπίτια και απέθεταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλή σκόνη και άμμο. Τα βράδια χτυπούσαν παράθυρα, έσπαγαν τζάμια, ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι, και άγριες κραυγές από αγριόγατους που μάλωναν και του έκοβαν την ανάσα. Κάποτε πάλι, ακουγόταν ξαφνικά μια ριπή κι ύστερα τα πάντα βυθίζονταν σε απόλυτη σιωπή.
Παρ’ όλα αυτά, είχε αποφασίσει να μείνει εδώ. Εδώ ήταν το σπίτι του. Δεν είχε πουθενά να πάει. Πού να πάει; Ακόμα έβρισκε σπόρους και βλαστούς κι επιβίωνε. Πετούσε πάνω από την πόλη του που άλλαζε γρήγορα όψη. Στους δρόμους είχαν φυτρώσει θάμνοι, διατρυπώντας ακόμα και την άσφαλτο, και κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο ψηλοί. Παντού υπήρχαν τζάμια σπασμένα, σάπια ξύλα, πεσμένοι σοβάδες και ανάμεσα στους σκουριασμένους σωλήνες και τους πεταμένους τσίγκους κυκλοφορούσαν αρουραίοι και φίδια. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, έκανε την πόλη του πιο γκρίζα, μουντή και καταθλιπτική. Ήταν όμως η πόλη του. Κι η απόφαση που είχε πάρει ήταν οριστική και αμετάκλητη: εδώ θα ζούσε∙ για πάντα.
***
Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαίνουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνονται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δακρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη, βάζουν το χέρι στο μέτωπο αντήλιο ή παίρνουν τα κιάλια και προσηλώνονται σε κάποιο σημείο, τεντώνουν το χέρι, δείχνουν κάτι στο διπλανό τους, γιατί όπου και να κοιτάξουν, όλο και κάτι θα δουν που να συνδέεται με τη ζωή που έζησαν εδώ, και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: «γιατί;».
Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαίνουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τριγυρνά εκεί κοντά∙ είναι το πουλί που «δεν πεθαίνει ποτέ», το βλέπουν να κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγματα και να επαναλαμβάνει δυνατά μια και μοναδική φράση: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοοοος …».
Ύστερα χάνεται μέσα στην γκρίζα θολούρα τής βουβής πόλης κι ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό τής θάλασσας.
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, 20 διηγήματα, Κάρβας 2014]