Ἑλένη
α΄
Τὴ
δωδεκάχρονη Ἑλένη τῶν παλαιῶν περιοδικῶν
Ἀνάμεσα
στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της μελετῶ.
Στὸ
παιδικὸ κεφάλι της το πράσινο μαντίλι της φορεῖ
Πλεκτὴ
δαντέλα ὁλόγυρα μ΄ ὁλόχρυση κλωστὴ
Μὲ
τέχνη σὰν στεφάνι ἀπὸ λουλούδια
Στὶς
πλεξίδες τῶν μαλλιῶν της τὸ τυλίγει.
Σίγουρα
θὰ ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὴ λειτουργία
Τὴν
ὥρα ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ξεκούραση στὸν λόγο
Καὶ
στὶς μεγάλες συντροφιὲς οἱ νέοι ἔχουν προτίμηση
Ἀνύποπτοι
χορεύουνε, πειράζονται καὶ τραγουδοῦν
Ἀπὸ τὸ
Ριζοκάρπασον νὰ πάω στὴ Γιαλοῦσα
Δὲν εἴδασιν τὰ
μάθκια μου τέτοια μαυροματοῦσα.
Κι
ἐσύ, καλὲ ταξιδευτή, μισὴ ἀνατολίτισσα τὴν εἶπες
Γιατὶ
ἔχει θέλγητρα πολλὰ ποὺ μ΄ ἐπιμέλεια κρύβει.
Μὰ
ὅσο κι ἂν πασχίζει μὲ φροντίδα νὰ κρυφτεῖ
Τὸ
βλέπουν τὸ μαντίλι της ἀπ΄τὰ βουνὰ τοῦ Ταύρου.
β΄
Τὸ
σκληρὸ βότσαλο μὲ τοῦ χεριοῦ χτύπημα ἐπιδέξιο
Στὸ σῶμα
ἀφήνοντας τὸν κραδασμό του σπάει
Τοῦ
Τεύκρου, τῶν γενναίων του συντρόφων
Τοῦ
Δημητρίου καὶ τοῦ νικηφόρου του στρατοῦ
Καλύπτοντας
τὰ χνάρια, ὁ δρόμος τοῦ Ἁγίου νὰ στρωθεῖ.
Λευκὸ
κι ἀραχνοΰφαντο μαντίλι στὸ κεφάλι της φορεῖ
Μὲ
σχέδια περίτεχνα στὶς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Καὶ σᾶς
εὐχαριστῶ Maynard Owen Williams πολὺ
Γιατὶ
στὴ φωτογράφιση φροντίσατε νὰ μὴ φανοῦν
Τὰ
ροζιασμένα χέρια της ποὺ σίγουρα δὲν θὰ ταιριάζαν
Μὲ τὴν
εὐγένεια τοῦ προσώπου της, μὲ τὴ λεπτότητά του.
γ’
Τῆς ἱστορίας
ἀνυπόμονος ταξιδευτὴς
Μέσ΄ ἀπὸ
τὶς φωτογραφίες τὴν Ἑλένη μελετῶ.
Στὸ
κεφάλι της φορεῖ ἕνα μαντίλι βυσσινὶ
Στὶς ἄκρες
κεντημένο μὲ λευκὴ ἁπλῆ κλωστή.
Μὲ
τέχνη καμωμένα τὰ κουλούρια στὸ σανίδι
Καὶ τ΄
ἀχνιστὸ ψωμὶ μοσχοβολᾶ γιὰ τὰ παιδιὰ
Τὸν ἄνδρα
της καὶ τὴ γριὰ γειτόνισσα.
Κι ἐνῶ
ἕνα χαμόγελο χαράζεται στὰ χείλη
Καὶ
χαίρεται γνωρίζοντας πὼς ἡ μικρή της κόρη
Δίνει
συνέχεια στὴ ζωὴ σ΄αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι
Πολὺ
μακριὰ ἀκούγονται τὰ βήματα βαριὰ
΄Νοῦ
καβαλλάρη βάρβαρου καὶ μοχθηροῦ καὶ μαύρου.
δ’
Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι
τζαὶ φυσοῦσαν
Τζαὶ ΄ποὺ τὲς τέσσερις μερκὲς τὰ
νέφη ἐκουβαλοῦσαν
Ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζαιρὸν ν΄ἀρκεύκει
νὰ στοιβάζει
Στένεψε
ὁ τόπος πιὸ πολὺ κι ὁ οὐρανὸς στενάζει.
Τὰ
πέλαγα λυσσομανοῦν, τὰ κύματα βουίζουν
Τὶς
λιγοστὲς ψαρόβαρκες στὰ βράχια τὶς τσακίζουν.
Σίδερο
βαρὺ κι ἀτσάλι ἕρπει στοῦ Ἁγίου τὸν δρόμο πιὰ
Μὰ ὅταν
ὁ Κάρβας καὶ οἱ ἄλλοι ἀνέμοι ποὺ φυσοῦν
Ἀνθρώπους
παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι ὁ
γκρεμισμένος οὐρανὸς καὶ ἡ καμένη γῆ
Ἀπ΄ τὴ
φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ ξεκαθαρίζουν
Τὴ μορφή
της διακρίνω τὴ σεβάσμια καὶ θλιμμένη
Φορώντας
στὸ κεφάλι της τὸ μαῦρο της μαντίλι
Στὶς ἄκρες
κεντημένο μὲ κατάμαυρη κλωστὴ
Ἀμίλητη
καὶ σοβαρὴ νὰ περιμένει.
Τὴν Οὐρανία
Ἑλένη.