31 Αυγ 2021

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ


 Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ 

Αγαθής Δημητρούκα: Με τον ήλιο γείτονα 

τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, φωτισμένα από τον ήλιο του δημοτικού τραγουδιού

 [εκδόσεις Πατάκη, σελ. 160] 

Τις πυρωμένες κι αβάστακτες μέρες του φετινού Αυγούστου, μέρες πανδημίας, τις περνώ στο σπίτι μου, αναζητώντας λίγη δροσιά μέσα από τις σελίδες των βιβλίων που έχω επιλέξει. Εκδόσεις παλιές αλλά και νέες μού προσφέρουν ψυχική ανάταση. Ξαναδιάβασα Το καλοκαίρι και την Πανούκλα του Καμύ, Το Κάστρο του Κρόνιν και άλλα κλασσικά. Ένα φρέσκο βιβλίο όμως, που έχει κυκλοφορήσει πολύ πρόσφατα, το χάρηκα ιδιαίτερα. Όχι μόνο ως έκδοση, όχι μόνο για το πανέμορφο εξώφυλλό του με το εικαστικό του Γιώργου Σταθόπουλου, όχι μόνο για τα σπουδαία ποιήματα που περιέχει, αλλά και για την πρωτοτυπία του. Πρόκειται για το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα με τίτλο Με τον ήλιο γείτονα, και υπότιτλο τραγούδια του Νίκου Γκάτσου φωτισμένα από τον ήλιο του δημοτικού τραγουδιού.

Για τον Γκάτσο, αυτόν τον μεγάλο Ποιητή, όσα και να πούμε είναι λίγα, και δεν θα τον κρίνω εδώ ως ποιητή, θα μιλήσω μόνο για το βιβλίο και τον τρόπο που το προσέγγισα. Η έκδοση ‒όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας στον πρόλογό της‒ προέκυψε μετά από προτροπή τής φίλης της και της καλής εκδότριας Άννας Πατάκη, μετά που την πληροφόρησε για την ένταξη μιας συναυλίας με τραγούδια του Γκάτσου, φωτισμένα από το δημοτικό τραγούδι, μέσα στα πλαίσια των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το βιβλίο όμως, περιέχει υλικό πολύ πλουσιότερο από το υλικό της συναυλίας. 

Ο Γκάτσος, γεννημένος στην Αρκαδία, πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα, είχε γνωρίσει την ποίηση του Παλαμά και του Σολωμού, διάβαζε γενικά ποίηση και, φυσικά, γνώρισε και το δημοτικό τραγούδι, το οποίο τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Αυτή την πτυχή της ποίησης του Γκάτσου ανέλαβε να τη φωτίσει περισσότερο η Αγαθή Δημητρούκα με την ερευνητική αυτή εργασία της. Μελέτησε τις πηγές ‒στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται η σχετική βιβλιογραφία‒ και καθώς γνωρίζει πολύ καλά το έργο του Γκάτσου κατόρθωσε να αντιστοιχίσει εκείνα τα ποιήματά του, που «συνάδουν» με δημοτικά τραγούδια. Εκτός από τη γενική βιβλιογραφία, πρέπει να σημειώσουμε ότι στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται και η συγκεκριμένη πηγή από την οποία προέρχονται τα δημοτικά τραγούδια καθώς και οι δισκογραφικές πληροφορίες για τα τραγούδια του Γκάτσου. Τα σχόλια ανήκουν στη συγγραφέα του βιβλίου, σε μερικές όμως περιπτώσεις υπάρχουν και σχόλια ανθολόγων, από πρωτότυπα βιβλία. Στις περιπτώσεις αυτές δηλώνεται το όνομα του ανθολόγου. 

Το υλικό της το οργάνωσε σε οκτώ ενότητες, όπως συνήθως χωρίζονται τα δημοτικά τραγούδια: ακριτικά, κλέφτικα και ιστορικά, της ξενιτειάς, ερωτικά, νανουρίσματα, μοιρολόγια, τον δεκαπεντασύλλαβο, και τη λαογραφία. Στο βιβλίο παρατίθενται πρώτα τα δημοτικά τραγούδια σε πλάγια γραφή ‒ένα ή περισσότερα‒ και στη συνέχεια το εμπνευσμένο ποίημα του ποιητή σε όρθια γραφή. 

Διαβάζοντας το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα δεν μπόρεσα να μη σιγοτραγουδώ κι εγώ τα πασίγνωστα τραγούδια του Γκάτσου, μελοποιημένα από τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο, τον Χάλαρη και άλλους. Η πρόσληψη των ποιημάτων γίνεται ευκολότερα, αφού τώρα έχουμε μπροστά μας την πηγή της έμπνευσης του ποιητή. Έχουμε το γλωσσάρι και τόσες άλλες πληροφορίες που μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το ποίημα. Γιατί αυτή είναι η χαρά της ποίησης: να βρούμε τους μυστικούς δρόμους, που θα μας οδηγήσουν στα βαθύτερα νοήματά της. Να απολαύσουμε τους κρυμμένους γλυκούς χυμούς της. 

Είμαστε τυχεροί, που σ’αυτή την προσπάθεια έχουμε στη διάθεσή μας και τη σύγχρονη τεχνολογία. Μιλώ για το διαδίκτυο∙ και το χρησιμοποίησα: με μια απλή πληκτρολόγηση του τίτλου ενός τραγουδιού στο έξυπνο κινητό μου, ή στον υπολογιστή μου, έρχονταν σε κλάσματα του δευτερολέπτου όλες οι εκτελέσεις. Δεν το κρύβω, είμαι πολύ συγκινημένος γιατί πολλά από τα τραγούδια δεν τα γνώριζα. Χωρίς το διαδίκτυο, θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο και για την συγγραφέα να εντοπίσει τις πηγές, στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που είχε στη διάθεσή της. Το πέτυχε κι αυτό οφείλεται και στις σημαντικές ψηφιακές βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων. 

Ανήκω στους ανθρώπους που ναι, αναζητούν τη συγκίνηση που γεννά ένα έργο τέχνης, ένα λογοτέχνημα, ένα ποίημα, γι’αυτό ευχαριστώ τόσο την Αγαθή Δημητρούκα όσο και την Άννα Πατάκη, που μας χάρισαν αυτό το βιβλίο. Καλοτάξιδο! 

 

 

30 Αυγ 2021

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΚΟΤΣΙ

 
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

 ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΚΟΤΣΙ

[ Κύπρος τιμ σήμερα 30 Αγούστου 2021, τν γερουσιαστ Robert Menendez]

 Στ χρόνια τς θωότητας, νάμεσα στ σύνεργά μας ταν να δειο σπιρτόκουτο κι να κουβαράκι μ λεπτ σπάγκο. Μ ατ τ ετελ πραγματάκια κι λλα παρόμοια χτίζαμε τν καθημερινή μας ετυχία. Τρέχαμε στν κάμπο κα στ κοντιν δάσος, λλες φορς κυνηγντας πουλι μ σφενδόνες λλες φορς τρέχοντας μ τίς ατοσχέδιες λιμουζίνες, πο φτιάχναμε μ τενεκεδάκια, κι λλες πάλι φορς κυνηγούσαμε σταυροκότσια, τν ρα πο ατ πολάμβαναν τν χυμ τν μβ λουλουδιν τν γαϊδουράγκαθων τν γριαγκινάρων. Τ σέπαλα τν λουλουδιν ατν ταν σν βελόνες, μς τρυποσαν κάποτε τ δάκτυλα, στόσο κατορθώναμε ν συλλάβουμε κάποια π ατ κα μέσως ν τ φυλακίσουμε στ σπιρτόκουτά μας χωρς καμι λύπηση.

Ἡ ἑπόμενη κίνηση ἦταν νὰ δέσουμε τὸ σταυροκότσι μας στὸ ἕνα ἄκρο τοῦ σπάγκου. Ἄρχιζε τότε ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νὰ ἀπομακρυνθεῖ, μάταια ὅμως, γιατί τὸ ἄλλο ἄκρο τὸ κρατούσαμε σταθερὰ τυλιγμένο στὴν παλάμη μας, κι ἔτσι πετοῦσε κυκλικά, στὸ μῆκος τοῦ σπάγκου, πάνω ἀπ΄τα κεφάλια μας, καὶ ἡ κίνηση τῶν φτερῶν του προκαλοῦσε ἕναν χαρακτηριστικὸ βόμβο. Κάποτε μᾶς ξέφευγε κανένα καὶ τότε τὸ βλέπαμε ποὺ ἀπομακρυνόταν σέρνοντας τὰ δεσμά του γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του ἢ μέχρι νὰ ἀγκυλωθεὶ σὲ κάποιο κλαδὶ καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ κρεμασμένο κι ἄψυχο νὰ τὸ πετάει ἐδῶ κι ἐκεῖ ὁ ἄνεμος. Χωρὶς καθυστέρηση ὅμως, κάποιο ἄλλο σταυροκότσι ἀπὸ τὸ σπιρτόκουτο ἔπαιρνε τὴ θέση του καὶ ξανάρχιζε ἡ ἴδια ἱστορία, μέχρι πάλι, ποὺ κάποια λανθασμένη ἀπότομη κίνηση τὸ ἀπελευθέρωνε ἀλλὰ χωρὶς τὸ μισό του σῶμα, ποὺ ἔμενε νεκρὸ στὴν ἄκρη τοῦ σπάγκου κι ἔπεφτε στὸ χῶμα. Τὸ μισὸ σταυροκότσι, μὲ τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου του στὴν πλάτη, πετοῦσε τριγύρω μας, προσπαθῶντας νὰ κρατήσει τὴν ἰσορροπία του, κάποτε ἔπεφτε στὸ χῶμα μὰ ἀμέσως ἀπογειωνόταν σὰν μεθυσμένο κι ἀπομακρυνόταν.

Αὐτὴ τὴν εἰκόνα θυμήθηκα σήμερα τὸ πρωὶ ἀκούγοντας μιὰ εἴδηση στὸ ραδιόφωνο, ποὺ μοῦ προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. Ἡ μικρή μας πατρίδα, πληγωμένη ἐδῶ καὶ σαράντα ἑφτὰ χρόνια, μὲ δεμένο τὸ μισό της σῶμα στὰ ἅρματα τῶν μεγάλων δυνάμεων, ποὺ τὴ σέρνουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, προσπαθεῖ νὰ ἐπιβιώσει. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σταυροκότσι. Ὅπως τὸ μισὸ σταυροκότσι, μὲ τὸν σταυρὸ στὴν πλάτη στὴν ἄκρη τῆς κλωστῆς του. Αὐτὴ ἡ μικρὴ πληγωμένη, μισὴ πατρίδα τιμᾶ σήμερα, μὲ τὸν Μεγαλόσταυρο τῆς πλάτης της, ἕναν πολὺ μεγάλο φίλο της: τὸν γερουσιαστὴ Robert Menendez.



29 Αυγ 2021

Η ΚΙΘΑΡΑ

Η ΚΙΘΑΡΑ

Τιμητική ανάρτηση σε έναν εξαιρετικό ιστότοπο: ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ του αναπλ. Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Δρος Πέτρου Παπαπολυβίου, στις 26 Αυγούστου 2015: "Επιστρέφοντας στο κατεχόμενο πατρικό σπίτι" Τώρα που πέρασαν οι ημέρες των επετείων της τουρκικής εισβολής, εορταστικές για τους εισβολείς και ημέρες θλίψης για μας, ειδικά για τους πρόσφυγες και για όσους σημαδεύτηκαν οι ζωές και οι οικογένειές τους από το 1974, αντιγράφω ένα διήγημα του Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ από την περσινή (2014) συλλογή διηγημάτων του, «20 Διηγήματα». Ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ (Κύπρος, 1948), από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές φωνές της σύγχρονης Κύπρου, με τη σεμνότητα και τη διακριτικότητα που χαρακτηρίζει έναν ολοκληρωμένο πνευματικό άνθρωπο, μας έχει δώσει την τελευταία τριετία τρία σημαντικά βιβλία: την ποιητική συλλογή «Διθαλάσσου. Ποιήματα» ( Λευκωσία: Κάρβας, 2012), τον «Πικρόλιθο. Σημειώσεις σχεδίας» (Λευκωσία: Κάρβας, 2014) και τα «20 Διηγήματα» (Λευκωσία: Κάρβας, 2014). Και τα τρία κυκλοφορούν σε εξαιρετικά φροντισμένες εκδόσεις, που ξεχωρίζουν στο κυπριακό εκδοτικό τοπίο, σε τυπογραφική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα: ένα προϊόν της ευαισθησίας του, της αγάπης του στο βιβλίο, της φροντίδας του για την κάθε λέξη και την κάθε σελίδα, και της μακράς μαθητείας του σε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους και της φιλίας του με αυτούς. Στα «20 διηγήματα» ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ γράφει για την Αμμόχωστο της νεότητάς του, την Κύπρο όπως την σημάδεψε η τομή (με την κυριολεκτική σημασία της μαχαιριάς) του 1974 και ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο «Λεοντάρι» και στα «Βασιλικά», τα δίδυμα χωριά της Καρπασίας Λεονάρισσο – Βασίλι. Επέλεξα για το «Περί ιστορίας» το διήγημα «Η κιθάρα», μια ιστορία που ταιριάζει σε χιλιάδες άλλες ανάλογες ιστορίες προσφύγων που άφησαν στις πατρικές τους εστίες και τη γη τους, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, δεκάδες αγαπημένα τους αντικείμενα, μαζί με τα παιδικά και τα νεανικά τους όνειρα και τις αναμνήσεις που θα τους συνοδεύουν πάντα. Η πρώτη επίσκεψη -και όχι, δυστυχώς, επιστροφή – ύστερα από την τουρκική εισβολή, του ήρωα του διηγήματος στο δωμάτιο του πατέρα, στο πατρικό του σπίτι, τον φέρνει αντιμέτωπο με την αγαπημένη κιθάρα του πατέρα του, αλλά και την πραγματικότητα, όπως την διαμόρφωσε η ξένη κατοχή τεσσάρων δεκαετιών και το αντίστοιχο «δικαίωμα» του παράνομου «χρήστη», δηλαδή του κλέφτη. Και αν για το αγαπημένο προσωπικό αντικείμενο – κιθάρα, η «χρήση» εξακολουθεί να είναι ίδια, από τον νόμιμο κάτοχο και τον «σημερινό χρήστη», καταπώς λέει και η σύγχρονη πολιτική ορολογία της περίπλοκης «λύσης» που σχεδιάζεται στο Κυπριακό, η αποκάλυψη της εντελώς απροσδόκητης χρήσης της ελληνικής σημαίας, ενός συλλογικού συμβόλου, δίνει μια άλλη διάσταση στην αφήγηση, υπονομεύοντας την κυριαρχία της συγκίνησης. Παράλληλα, στο διήγημα διαγράφονται, κυρίως μέσα από τη παγερή σιωπή του ταξιδιού της επιστροφής της επιλογικής παραγράφου, τα έντονα βιώματα και τα συναισθήματα του «επισκέπτη», τόσο δύσκολο να συνειδητοποιηθούν στην έκτασή τους από έναν τρίτο. 

 Διαβάστε το διήγημα στους πιο κάτω συνδέσμους:


ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ...εδώ: ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 

και εδώ: 

ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ: ΚΑΡΒΑΣ   

 

 

10 Αυγ 2021

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

 

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Μο κανε τρομερ ντύπωση κενο τ πανέμορφο σπιτάκι κι μεινα ν τ κοιτάω σν χαζός. Λς κι εχε ξεπηδήσει π κάποιο παραμύθι. Προβαλλόταν στν καταγάλανο λαμπερ οραν σν ζωγραφι πο τ συμπλήρωναν στ βάθος ο πινελις μ τ καταπράσινα περιβόλια. Κα τί μορφη ατ πέτρινη σκάλα του! Κα τ χρώματα, τόσο ταιριαστά: πράσινη πόρτα κα τ παράθυρα, στ νοιχτ χρμα τς φάβας ο τοχοι. Τ χρωματικ πανδαισία συμπλήρωνε τ ξύλινο μπαλκονάκι του μ τὶς πολλς γαρουφαλλιές, τὰ σκυλάκια κα τ γιόκλημα. Ποιο ραγε ν ζοσαν σ τοτο τ σπιτάκι; Ο φτ ννοι; Κάποια ξορισμένη κα μαγεμένη βασιλοπούλα; πορία μου μως λύθηκε μέσως: νοιξε πράσινη πόρτα κι μφανίστηκε ργ ργ μι μορφή, στ σκορα ντυμένη, μ μαρο μαντήλι στ κεφάλι, ν κοιτάει ρευνητικ κάτω, προσπαθντας ν ναγνωρίσει πρόσωπα, μ σν κουσε τ φράση « γγονός σου» τότε κινήθηκε σβέλτα κα ρχισε ν κατεβαίνει νυπόμονα, στηριζόμενη μ τ δεξί της χέρι στν κουπαστ τς σκάλας. Τν πόμενη στιγμ δν βλεπα τίποτε. Μ εχε ξαφανίσει στν γκαλιά της.

Τ σπιτάκι ‒στ κάτω Βαρσι‒ νκε στν οκογένεια Τουμάζου, πο ργότερα συνδέθηκα μ σταθερ φιλία μ ρκετ π τ μέλη της. Παναγιώτης ταν στ βουν τότε∙ ἀντάρτης. Λίγα μόλις χρόνια μετά, ταν εδα τ φωτογραφία του στν «γωγ» το σχολείου νιωσα περηφάνια γιατί ξιώθηκα κι γ ν φορέσω τ διο θρυλικ πηλίκιο το λληνικο Γυμνασίου μμοχώστου, μ τν κεντημένη κίτρινη κουκουβάγια, το σχολείου πο μς μαθε ποιο εμαστε, π πο καταγόμαστε, μς κανε λεύθερα σκεπτόμενους νθρώπους, κα τ πι σπουδαο, μς μαθε πς λευτερι νς τόπου κερδίζεται μόνο μ γνες κα αμα!

Παντο πρχε πολλ μμος∙ μόνο στν γιαλό μας, στ χωριό, εδα τόσο πολλ μμο. πέναντι, ταν μι σειρ π βαθύσκιες συκαμις μπροστ π μερικ καταλύματα ‒κε καθίσαμε‒ κι να τσορμο παιδι πο σερναν να μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, πο τ εχαν δεμένο μ σπάγκο. ταν τ ατοκίνητό τους κα χος τς μηχανς του βγαινε π τ χείλη τους, κάποτε μ γκομαχητ γιατί σκάλωνε σ καμι πέτρα κα πάσχιζαν ν τ παγκιστρώσουν. θεος λεγε τ νέα του στ γιαγιά, ξήγησε τι θ μενα στν μμόχωστο γι δυ βδομάδες γι διακοπς κα τι θ μ ξανάφερνε γι ν περάσω μι δυ μέρες κοντά της. γ λεγα τ νέα τς οκογένειάς μου στ χωριό, πς πέρασε σχολικ χρονιά, κα παντοσα σ ,τι μ ρωτοσαν.

πρώτη μου μέρα πέρασε μ βόλτες στν πόλη κα πισκέψεις στος συγγενες, πόμενες μως, εχαν πολλ θάλασσα. θεος Παναγιώτης, φευρετικς μάστορας μ τέσσερις σιδερόβεργες κι να σεντόνι στηνε μι σκιερ καλύβα μπροστ κριβς π τ κέντρο «κταον», λίγο ριστερά, μόλις κατέβουμε τ σκαλιά. θεία Γεωργία καθόταν στ σκι σ μι ναπαυτικ καρέκλα, πλεκε, χωρς στόσο ν μ χάνει π τ πτικό της πεδίο, κι θεος κάθε τόσο ντάλλασε λίγες κουβέντες μ γνωστούς του, πο κοντοστέκονταν ταν τν ναγνώριζαν. Μαζί μας, βέβαια, εχαμε παγωμένο νερ κα σάντουιτς λλ πολάμβανα κα τ παγωτ μου π τν παίθριο πωλητή, πο σπρωχνε μ πολ κόπο τ ποδήλατό του στν μμο διαλαλντας τ «τριανταφύλλου» παγωτό του. Πλατσούριζα στ δροσερ κυματάκι κα μελετοσα μ προσοχ τν κίνηση σ λη τν παραλία κα τν πέραντη γαλάζια θάλασσα τς μμοχώστου μέχρι κενο τν βράχο πο μοιαζε μ τν καμπούρα μις καμήλας, κα πι πέρα κόμα, κε πο τ πλοα φαινόντουσαν κίνητα κα μικρ σν βρκες. Πο ν φανταστ πόσο μεγάλα ταν. θεος πρόσεξε τ νδιαφέρον μου γι τ καράβια κα τν πόμενη μέρα τ πρω πισκεφτήκαμε τ λιμάνι τς μμοχώστου. Μο καναν στν ρχ ντύπωση τ ψηλ τείχη κα κόσμος πο πηγαινοερχόταν στν προβλτα μ γρήγορους ρυθμούς, λλοι πεζοί, λλοι σπρώχνοντας καρότσια, λλοι μ ποδήλατο κι λλοι μεταφέροντας στν πλάτη να γεμτο σακί. Μόνο ταν εδα ψηλ σ μι πλατφόρμα να ατοκίνητο ν τ φορτώνουν μ κιβώτια συνειδητοποίησα τι βρισκόμουν μπροστ σ να τεράστιο πλοο. Θεέ μου πόσο μεγάλο ταν! Νόμιζα τι τ πλοα ταν τ πολ δυ τρες φορς πι μεγάλα π τς βρκες πο βλέπαμε στν Κμα το Γιαλο. ντε πέντε φορές. χι μως τόσο μεγάλα πως ατ πο βλεπαν τ μάτια μου. πίστευτα μεγαθήρια!

Κάθε μέρα κα μι κπληξη. Τν πόμενη πισκεφτήκαμε ἕνα μικρὸ πάρκο, τ Δασούδι στν εσοδο τς μμοχώστου. κε, στ ωβηλαον, πως λεγόταν, νας φωτογράφος εχε στήσει τ παίθριο φωτογραφεο του κα ταν δεύτερη φορ πο πηγαίναμε κε. Τν ναγνώρισα μέσως: ταν χαμογελαστς φωτογράφος πο ρθε στ σχολεο μας κα μς βγαλε μαδικ φωτογραφία. ταν φωτογράφος Εάγγελος, πο εχε καταγωγ π τ Σμύρνη. περιοχ ξω π τ τείχη πρς τ Σαλαμνα λεγόταν Νέα Σμύρνη∙ στν περιοχ πρτος, κατοίκησε κα νομάτισε πατέρας του, Μανώλης Ζαννετής, πο ρθε π τ Σμύρνη γύρω στ 1910.

 Οτε πο τ κατάλαβα πς πέρασε, σχεδόν, πρώτη βδομάδα τόσο εχάριστα, μ εχαμε κι λλες κπλήξεις: τ Σάββατο ργ τ πόγευμα πήγαμε στν «Παρνασσό». Παρνασσς ταν να ξεχωριστ δροσερ σημεο στ Κάτω Βαρσι, κάτι σν καφενεο, στιατόριο, οκογενειακ κέντρο, δν ξέρω πς ν τ π. ταν ρχισε ν σουρουπώνει λα τ τραπεζάκια ταν κατειλημμένα. Πολλο κάθονταν κόμα κα στ χαμηλ τοιχάκι τς περίφραξης το χώρου κι λλοι σ μικρς συντροφιές, πηγαινοέρχονταν π΄ ξω. Τ παιδι τρεχαν δ κι κε σο ο γονες τους πολάμβαναν ,τι εχαν παραγγείλει. πρχε μι εθυμία παντο. λων τ πρόσωπα ταν χαρούμενα∙ ποτ στ ζωή μου δν συνάντησα πι ετυχισμένη κοσμοσυρροή. ταν μως σβησαν τ φτα, λα τ παιδι πέστρεψαν κοντ στος γονες τους. λα τώρα ταν συχα. π να παλι γραμμόφωνο κουγόταν κλασσικ μουσικ τν παραστάσεων το καραγκιόζη,  ταρμ τατμ ταρμ ταρατμ κα μετ βραχν χαρακτηριστικ φων το καραγκιοζοπαίχτη «εειιι ὄπα! Ὄπα ὄπα, μανούλα μου, ὄπα κολλητήριιι»... θ φάααμεεε… θ πιούμεεε… κα νηστικο θ κοιμηθομε»...

 ...κα ρχιζαν τ γέλια, πο συνεχίζονταν μέχρι τ τέλος τς παράστασης, μέχρι ν κουστε π τ βραχν φων «κυρίες μου κα κύριοι, παιδιά μου, δ τελείωσε παράστασις Καραγκιόζης γιατρός. Γειά σας... γειά σας!» κα ν νάψουν τ φτα, κα ν' ρχίσει πάλι μουσικ π τ παλι γραμμόφωνο: ταρμ τατμ ταρμ ταρατάμ! ταρμ τατμ ταρμ ταρατάμ!

 Ὑπρξαν ποχές, πο ο νθρωποι ταν πραγματικ ετυχισμένοι∙ μ τ λάχιστα!

 

 

 ΕΔΩ


Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ... ΓΙΑΤΡΟΣ 

6 Αυγ 2021

 

ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

 του ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Σήμερα δοκίμασα μιὰ ξεχωριστὴ συγκίνηση, γιατί ψάχνοντας κάτι στὴ βιβλιοθήκη μου ‒μακάρι νὰ ἤξερα τί μοῦ κρύβει, ἀκόμα, αὐτὴ ἡ βιβλιοθήκη‒ ἔπεσα σ' ἕνα παιδικὸ περιοδικό. Ἕνα ἐγγλέζικο ἑβδομαδιαῖο, ἐκπαιδευτικὸ περιοδικό, τυπωμένο σὲ πολὺ καλὸ χαρτί: FINDING OUT, ὁ τίτλος του. Ἔ! δὲν ἤθελα καὶ τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ μεταφερθῶ ἀμέσως στὴν Ἀμμόχωστο. Στὴ μαγευτικὴ Ἀμμόχωστο τοῦ 1960...
 
...ἔκλεισα τὰ μάτια, ἔγινα δωδεκάχρονος καὶ βρέθηκα νὰ κατηφορίζω στὴν ὁδὸ Δημοκρατίας. Πολὺ γρήγορα πέρασα τὴ διασταύρωση μὲ τὴν Εὐαγόρου καὶ βρέθηκα μπροστὰ στὸ βιβλιοπωλεῖο «Παύλου Κυριάκου». Χωρὶς χρονοτριβὴ μπῆκα μέσα καὶ ἔστριψα δεξιὰ στὸν μακρὺ γνώριμό μου στενὸ διάδρομο κι ἔφτασα στὰ τελευταῖα ράφια. Ἐκεῖ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔψαχνα: αὐτὴ τὴ φορὰ διάλεξα ἕνα τεῦχος μὲ φωτογραφικὰ θέματα... «πῶς νὰ ἐμφανίζετε μόνοι σας τὶς φωτογραφίες σας»...
 
...πολὺ σύντομα ἔφτιαξα τὸ δικό μου ἐμφανιστήριο, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ περιοδικοῦ, ἀλλὰ μοῦ ἔλειπαν τὰ ὑλικά... developer... fixer... paper...
 
...ἐκεῖνες τὶς μέρες ἔπρεπε νὰ βγάλω φωτογραφίες γιὰ τὴν ἔκδοση ταυτότητας, ἔτσι, πηγαίνοντας γιὰ τὶς φωτογραφίες στὸ φωτογραφεῖο τοῦ κ. Νίκου Στυλιανοῦ, τὸν ρώτησα σχετικά. Αὐτὸς χαμογελῶντας προχώρησε πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ μοῦ ἔδειξε ἀπέναντι: «PHOTO A. KOUROUZOS». Τέλεια! Ἤμουν εὐτυχισμένος γιατὶ προμηθεύτηκα τὰ ὑλικά μου στὰ καφὲ μπουκαλάκια τους καὶ χαρτὶ 9x12, Agfa. Μετὰ ἀπὸ μισὸν αἰῶνα, κάποιες ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς φωτογραφίες μου ζοῦν ἀκόμα...
 
...ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ τὰ βιβλία εἶχαν ξεχωριστὸ ἄρωμα, καὶ τὸ ἄρωμα αὐτὸ διαχεόταν στοὺς χώρους τῶν βιβλιοπωλείων... τοῦ «Κωνσταντινίδη», τοῦ «Ἰωάννου», τοῦ «Δαμασκηνοῦ», τοῦ «Πολίτη» τοῦ «Παύλου Κυριάκου» καὶ ἀκόμα ἕνα κοντὰ στὸ γυμνάσιό μας, ποὺ δὲν θυμᾶμαι τὸ ὄνομά του, θυμᾶμαι ὅμως ἕνα βιβλίο ποὺ πῆρα ἀπ' ἐκεῖ: ἦταν τὸ «A short history of Cyprus», τοῦ Philip Newman. 
 
...ἦταν καὶ τοῦτα, κοντὰ στὰ τόσα ἄλλα, ποὺ μᾶς ἔκαναν νὰ ἐρωτευτοῦμε τὴν Ἀμμόχωστο!
 
 
 


ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ


 

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ
«Ἀφκαοφτακουλλούρι»
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 

Μιὰ χρονιὰ ἔμενα, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή μου, στῆς κυρίας Ἑλένης Καζή, Ἀκροπόλεως 17 καὶ Λειβαδιῶν. Ἦταν ἕνα ξεχωριστό, ὄμορφο δωμάτιο, βοηθητικὸ ἂς τὸ ποῦμε, μὲ ἕνα ἀνατολικὸ παράθυρο. Πολὺ νωρίς, τὰ χαράματα, κάθε μέρα τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς, μᾶς ξυπνοῦσε ἡ φωνὴ τοῦ κουλουρὰ αὐγοπούλη: «ἀαααφκαοφτακουλλούρι». Τὴν ἑπόμενη στιγμή, τοὺ ἀπαντοῦσε ἕνα βραχνὸ πετεινάρι στὸ κοτέτσι τῆς αὐλῆς. Ἐρχόταν μὲ τὸ ποδήλατό του ἀπὸ τὴ μυρωμένη ὁδὸ Ἁγίας Παρασκευῆς, ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς πορτοκαλεώνες, ἀλλὰ μόλις ἔφτανε στὴ Δημοφῶντος, τὸ ἔσπρωχνε μέχρι νὰ φτάσει ψηλὰ στὸ ντιπόζιτο. Ἔστριβε δεξιὰ στὴν 28ης Ὀκτωβρίου, μετὰ στὴν Ἀκροπόλεως καὶ προχωροῦσε πρὸς τὶς «Πολυκατοικίες Σταυροῦ». Τὴν πραμάτεια του τὴν εἶχε σὲ δυὸ κοφίνια προσαρμοσμένα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὴ σχάρα τοῦ ποδηλάτου του. Οὔτε «ζεστὰ αὐγά», οὔτε «ὡραῖα κουλλούρια», οὔτε «κοπιάστε νὰ πάρετε αὐγὰ καὶ κουλλούρια», παρὰ μόνο «ἀαααφκαοφτακουλλούρι», παύση, «ἀαααφκαοφτακουλλούρι» ξανὰ και ξανὰ όπως τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν. Ὁ πλανόδιος πωλητὴς ἐπαναλάμβανε αὐτὴ τὴ μοναδικὴ κοφτὴ φράση παρατείνοντας λίγο τὸ πρώτο «α» καὶ δίνοντας ἔμφαση στὸ λάμδα ἀφήνοντας τὴ γλῶσσα του γιὰ λίγο στὸν οὐρανίσκο. Ἦταν τόσο χαρακτηριστικὴ φωνή, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε κανένας νὰ τὴ ξεχάσει, ἀρκεῖ νὰ τὴν εἶχε ἀκούσει ἔστω καὶ μιὰ φορά. Χουζουρεύαμε κάμποση ὥρα κι ὕστερα ἑτοιμαζόμαστε καὶ παίρναμε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σχολεῖο. Ἐγὼ κατηφόριζα τὴν ὁδὸ Λειβαδιῶν ἔφτανα τέρμα Εὐαγόρου -τὸ τελευταῖο σπίτι εἶναι τῆς θείας Ἀνδριανής- καὶ ἔστριβα ἀριστερά. Πρῶτο τὸ σπίτι τῆς θείας Ἄννας, ἀνταλλάσσαμε χαιρετισμό, καὶ συνέχιζα μὲ τὸ ποδήλατό μου πρὸς τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου. Στὴ διαδρομὴ συναντοῦσα συμμαθητὲς μου καὶ ἄλλους μαθητὲς γιὰ τὸν ἴδιο προορισμό.

Κάθε Δευτέρα δὲν εἶχε χουζούρι. Μόλις ἄκουγα τὴ φωνὴ τοῦ κουλλουρᾶ πεταγόμουν ἐπάνω σὰν ἐλατήριο καὶ ντυνόμουν ἀμέσως. Ἤξερα πὼς σὲ λίγα λεπτὰ θὰ ἀκουγόταν ἡ διαπεραστικὴ μπουροῦ τοῦ θείου Κουζάρη. Μᾶς ἔφερνε τὸ κοφίνι μας ἀπὸ τὸ χωριὸ, μὲ ἐκεῖνο τὸ πανέμορφο αὐτοκίνητό του μὲ τὰ βυζαντινὰ παράθυρα. Ἦταν ἡ «Καθημερινὴ Γραμμή, Λεονάρισσο-Βασίλι-Ἀμμόχωστος». Πόσο ἀνυπόμονα περιμέναμε αὐτὸ τὸ κοφίνι! Στὸ κάτω μέρος ἦταν οἱ πατάτες καὶ οἱ κονσέρβες, πιὸ ψηλὰ ἦταν τὰ ὄσπρια, φασόλια, φακὲς καὶ κάπου ἐκεῖ, προσεχτικὰ τοποθετημένα κάποια πιὸ εὐαίσθητα φαγώσιμα: κάποια τυλιχτὴ χορτόπιττα, λίγο μαγειρεμένο φαγητὸ καὶ φρέσκο ψωμί. Τὰ πλυμένα καὶ σιδερωμένα ροῦχα μας, ἦταν κι αὐτὰ τοποθετημένα μὲ ἐπιμέλεια σὲ ἕνα τετράγωνο σεντονάκι μὲ τὶς τέσσερις ἄκρες του δεμένες σταυρωτά. Τέλος ἕνα ἄλλο ἄσπρο σεντονάκι σκέπαζε τὸ κοφίνι καὶ δενόταν γύρω γύρω μὲ μιὰ κορδέλα.

Μέσα στὰ ροῦχα ἦταν τὰ μαντηλάκια μας. Ἕνα γιὰ τον καθέναν μας. Ἄχ! αὐτὸ τὸ μαντηλάκι πῶς τὸ περιμέναμε! Μιλῶ γιὰ χρήματα τώρα. Μέσα στὸ μαντηλάκι, δεμένο μὲ διπλὸ κόμπο, ἦταν χρήματα, πεντασέλινα καὶ διπλοσέλινα, γιὰ τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Δὲν ἦταν κανένας θησαυρός, ἦταν ἀρκετὰ ὅμως, γιὰ νὰ ἀγοράζουμε συμπληρωματικὰ τρόφιμα, λίγα φροῦτα, τετράδια, μολύβια καὶ βιβλία. Διασώθηκε ἕνα τετράδιό μου καὶ κάθε πληροφορία ποὺ περιέχει ἀνοίγει τόσες θύμησες, ποὺ θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ γράψω ἕνα μυθιστόρημα γιὰ τὴ ζωή μου στὴν Ἀμμόχωστο. Τὰ μεγαλύτερά μου ἔξοδα, ὅπως φαίνεται στὸ τετράδιό μου, ἦταν γιὰ ἀγορὲς βιβλίων: ἡ «Πεῖνα» τοῦ Κνοὺτ Χάμσουν μοῦ στοίχισε 90 μὶλς καὶ το «Χωρὶς οἰκογένεια» 100 μιλς. Τὰ κλασσικὰ εἰκονογραφημένα ἦταν μόλις 70 μὶλς καὶ εἶχα ἀποκτήσει ἀρκετά. Καὶ τὰ πλεῖστα βρίσκονται ἀκόμα στὴ βιβλιοθήκη μου.

Αὐτὴ τὴν ἀνάμνηση τὴν ἀφιερώνω στὴ μνήμη τοῦ Ἄντη Χασάπη, ποὺ ἔφυγε πρὶν λίγες μέρες γιὰ τὰς αἰωνίους μονάς. Τὸ σπίτι του ἦταν στὴ γωνιὰ ἀπέναντι καὶ μαζὶ μὲ τὸν Νίκο, τὸν γιο τῆς κυρίας Ἑλένης καὶ ἄλλα παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς παίζαμε ποδόσφαιρο.

Ὁ καθένας μας, ἔχει μέσα του τὴ δική του ἀγαπημένη Ἀμμόχωστο, ἀναστηλωμένη μὲ τὴ δική του ξεχωριστὴ ματιά. Αὐτὴ τὴν Ἀμμόχωστο ζωγραφίζουμε στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐγγονῶν μας. Αὐτὴ τὴν ἄφθαρτη Ἀμμόχωστο, ἔχουμε μέσα μας, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πατήσει κανένας ἀρουραῖος, κανένα φίδι, κανένας λύκος, κανένας νεοσουλτάνος. Κάποιοι νεότεροι ἀπὸ ἐμᾶς, κάποιοι απόγονοί μας θὰ ἐπιστρέψουν.
 
 

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

 
Α Γ Α Π Η Μ Ε Ν Η

Ευχαριστώ τον Φιλελεύθερο, έντυπη μορφή και διαδικτυακή [Philenews] για τη φιλοξενία του μικρού κειμένου μου για την αγαπημένη Αμμόχωστο.

του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 
 
Οι μέρες μου και οι νύχτες μου είναι αβάσταχτες δεν αντέχω το βουβό σου κλάμα που πνίγεται στο βογγητό της φουρτουνιασμένης θάλασσας μέσα μου καθώς ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν και σου ταράζουν τον ύπνο κι ένα πουλί φάντασμα φτεροκοπά και βροντοφωνάζει πάντα το ίδιο πονεμένο μοτίβο πάνω από τον μικρό μας κήπο πάνω από τις εκκλησιές πάνω απ’τα χαλάσματα πάνω από τα σπασμένα τζάμια τα σάπια ξύλα τούς πεσμένους σοβάδες τούς σκουριασμένους σωλήνες τούς πεταμένους τσίγκους λίγο πιο πάνω από τους αρουραίους λίγο πιο κάτω από τον μαύρο ουρανό λίγο πιο πάνω από τα φίδια λίγο πιο κάτω από το μαύρο σκοτάδι λίγο πιο πάνω από την άμμο λίγο πιο κάτω από την κόλαση και συ να ξαγρυπνάς βουρκωμένη καθισμένη στη χρυσή αμμουδιά σου ακούγοντας το κύμα που βογγάει και δεν ησυχάζει ποτέ σκάει στα πόδια σου και θυμάσαι τους όρκους που δίναμε για αιώνια αγάπη μόνο που ένας σκοτεινός μοχθηρός και βάρβαρος Αύγουστος τους σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους κι άφησε εσένα μοναχή να πε-ριμένεις το φως μιας αυγής να ξημερώσει κι άφησε εμένα μοναχό να περιμένω το φως της δικής σου αυγής να φωτίσει το πρόσωπό μου μα εγώ θα συνεχίσω να σου μιλώ και θα σε ικετεύω να με περιμένεις γιατί κάποτε θα έρθει η Άνοιξη και θ’ ανθίσουν οι πορτοκαλιές σου θ’ ανθίσουν οι λεμονιές σου και τότε θα τρέξω κοντά σου να σε παρασύρω σ’ έναν τρελό χορό που μόνο εμείς ξέρουμε να χορεύουμε θα τραγουδώ το πολύφλοισβον τραγούδι των κυμάτων σου θα αναπνέω την ανάσα των ανθών σου το πράσινο των φύλλων σου το κίτρινο των λεμονιών σου το κόκκινο των ρόδων σου το χρυσό της αμμουδιάς σου το λευκό του γιασεμιού σου και τ’ όνομά σου πια μόνο ψιθυριστά θα προφέρω μη σε ζηλέψουν πάλι. 
 
Έχω τ’αυτιά μου κλειστά στο ύπουλο κάλεσμα τού λύκου. 
 
Να με περιμένεις αγαπημένη! Να με περιμένεις αγαπημένη! Να με περιμένεις αγαπημένη!

Ο ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΣΤΙΣ 5:30 02 08 2021


 

2 Αυγ 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΕΣΤΗΣ: ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ   Α Ρ Ε Σ Τ Η Σ :
"Το Ταξίδι μου", 
ποιήματα, Λουξεμβούργο 2009, σελ. 32
του 
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 
 
 Από το ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:
 
Ευχαριστώ την Καθημερινή για την φιλοξενία και τον φίλο Apostolis Kouroupakis για τον εύστοχο τίτλο που έδωσε στο κείμενό μου
 
Στο τεύχος 13 της «Αγωγής», του ετήσιου περιοδικού του «Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου» για το σχολικό έτος 1962-1963, μετά τις λογοδοσίες και τις αντιφωνήσεις ξεκινούν οι εργασίες των μαθητών με πρώτο το ποίημα «Αγωνιστές» του τελειόφοιτου Γιώργου Αρέστη. Πέρασαν από τότε τα χρόνια αλλά αυτό το ποίημα δεν ξεχάστηκε από τον ποιητή: σαράντα έξι χρόνια μετά, το συμπεριέλαβε στην ποιητική του συλλογή «Το Ταξίδι μου», που εξέδωσε στο Λουξεμβούργο το 2009, εποχή που ήταν Δικαστής στο «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ο λόγος που το αναφέρω είναι για να τονίσω πως διαβάζοντας τους πρώτους κιόλας στίχους του ένιωσα ρίγος. Λες και ο μαθητής του 1963 το έγραφε για το μαύρο 1974: Αφήσαμε τα σπίτια μας / τις πόρτες μισάνοιχτες / στους αγρούς τα φτυάρια μας / και τα νερά να κυλούν ακυβέρνητα. Περνούσαμε πλαγιές και γκρεμούς, / μας τύλιγε ο βοριάς και τ΄ αγιάζι / Η βροχή μάς χτυπούσε κατάμουτρα / κι οι ενάντιοι αγέρηδες μάς πισωγύριζαν… Μα ως σιμώναμε ψηλά στην κορφή του ανθρώπου το μίσος κι η έχθρητα μάς κεραύνωσαν… Και το ποίημα τελειώνει με μια ελπίδα: Της λίμνης τα νερά ηρεμήσανε πάλι / όμως μέσα η ελπίδα είν΄ άσβεστη / καίει ο πόθος, φουντώνουν τα όνειρα / ξανά τον αγώνα ν΄ αρχίσουμε / ξανά της ορμής μας ο άνεμος / να ρυτιδώσει τα νερά μας τα στάσιμα. 
 
Από τα υπόλοιπα είκοσι τέσσερα ποιήματα της συλλογής, πιο πολλά από τα μισά αναφέρονται άμεσα στην αγαπημένη του πόλη, τα υπόλοιπα γενικά για την πατρίδα του, και έχουν γραφτεί στη Λευκωσία και το Λουξεμβούργο από το 1977 μέχρι το 2008 εκτός από το ποίημα «Καρπασία», που γράφτηκε στην Αμμόχωστο τον Αύγουστο του 1974. Όπου όμως και να έχουν γραφτεί η σκέψη του ταξιδεύει συνεχώς στην αγαπημένη Αμμόχωστο, την προδομένη πόλη. Συνταρακτικό το ποίημα «Άλωση ή Αλλοίωση»: μέσα στους στίχους του περιγράφεται η θλιβερή πλην απαστράπτουσα εικόνα της πόλης καθώς εγκαταλείπεται από τους κατοίκους στις δεκατέσσερις Αυγούστου 1974, στριμωγμένοι μέσα σε «κουτιά από λαμαρίνα» αφού η «Άλωση έχει συντελεσθεί εκ των ένδον». Η ολοκλήρωση της πρώτης πράξης και η αβάστακτη διαπίστωση: «ουδέν επιστρέφεται».
 
Ένα άλλο συνταρακτικό ποίημα είναι το «Αναδρομές ή Ομοιότητες». Ζώντας πια στη Λευκωσία, κάποιο βράδυ του Ιούλη ανατριχιάζει καθώς αισθάνεται ότι βιώνει την ίδια εικόνα, που περιγράφει ο Βασίλης Μιχαηλίδης: «Μια νύχταν νύχταν σιανήν, τζαιρόν δευτερογιούνην / … Σιανεμιά δεν άκουες δεντρούιν να ταράξει» και τότε γράφει τους δικούς του στίχους: «Ούτε ένα αυτοκίνητο στη Λευκωσία / Ούτε ένα θρόισμα, ούτε ένα τρίξιμο / Μήτ΄ ένα γαύγισμα / Ηρεμία και γαλήνη πυκνή… Κι αφουγκράζεσαι βαθύτερα / κι ακούς την Αμμόχωστο να θρηνεί λυπητερά / στους πύργους του Οθέλου και στες άδειες / πολυκατοικίες της Κέννεντυ».
Η αγάπη του για την πατρίδα και την αγαπημένη του πόλη απλώνεται σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, κι όλο επιστρέφει πεισματικά. Αναθυμάται την πανσέληνο της Αμμοχώστου, το «ερωτικό φεγγάρι της Αμμόχωστος», που αναδύεται νωχελικά για αιώνες, και τυλίγει με το φως της άλλοτε μιαν Έγκωμη, άλλοτε μια Σαλαμίνα, μιαν Κωνσταντία, μιαν Αρσινόη και τώρα μιαν Αμμόχωστο «των άδειων κτιρίων, των κενών ψυχών». Δεν υπάρχει μέρα που να μην ονειρευτεί την πόλη του. Αργά τα βράδια, προβάλλει την εικόνα της στην οθόνη του μυαλού του και τη ζει. Γαληνεύει! Είναι τα τρία ποιήματα με τίτλο «Νυχτερινό» με τα οποία κλείνει ο κύκλος των ποιημάτων της συλλογής.
 
Το ενδιαφέρον του για την πόλη δεν εκφράζεται μόνο στην ποίησή του. Ο Γιώργος Αρέστης είναι πάντα παρών όταν θίγονται τα συμφέροντα της πόλης του. Το απέδειξε πολλές φορές με τις καίριες παρεμβάσεις του. Και τώρα, που η πόλη βεβηλώνεται από τον βάρβαρο εισβολέα, αισθάνεται την ανάγκη να σταθεί δίπλα στον συμπάσχοντα και προβληματιζόμενο συμπολίτη του για να του πει τη γνώμη του με παρρησία: κλείσε τ΄αυτιά σου στο πονηρό κάλεσμα του νεοσουλτάνου και των εγκάθετών του. Η Αμμόχωστος είναι δική μας. Δεν τη χαρίζουμε σε κανέναν!