30 Μαρ 2013
29 Μαρ 2013
28 Μαρ 2013
21 Μαρ 2013
ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η Ευρώπη δεν έχει ηγέτες∙ δεν έχει οργάνωση∙ δεν έχει όραμα. Στυγνοί άρπαγες έβαλαν στόχο τους να ισοπεδώσουν και να βυθίσουν όλα τα αδύναμα κράτη στη μιζέρια για τα δικά τους συμφέροντα. Κάθε φορά θα χρησιμοποιούν διαφορετική μέθοδο, μα ο στόχος είναι ο ίδιος. Την Κύπρο, θέλουν να την καταστρέψουν εντελώς, αρπάζοντας και τις οικονομίες μιας ζωής του απλού πολίτη της, και τον φυσικό της υποθαλάσσιο πλούτο. Και δεν είναι μόνο αυτά. Στο τέλος θα εφαρμόσουν πολιτική λύση που θα την παραδίδει στα χέρια της Τουρκίας.
Το ιστολόγιο κλείνει επ΄αόριστον γιατί η οδύνη που νιώθουμε δεν μας αφήνει να σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, αλλά διαπιστώνει παράλληλα και την αδιαφορία όχι μόνο των φίλιων κρατών αλλά και οργανωμένων συνόλων του εξωτερικού, ακόμα και του απλού κόσμου αυτών των κρατών, που παραμένουν παρατηρητές σε ένα έγκλημα που διενεργείται μπροστά στα μάτια τους και δεν αντιδρούν. Εμείς θα δώσουμε ό,τι έχουμε πια μόνο και μόνο για την αξιοπρέπειά μας.
20 Μαρ 2013
"Η ΚΙΘΑΡΑ"
Στ΄άνθη γελάς κι είσ΄ όμορφο
χάσμα του βράχου μαύρο
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο Πόρφυρας
χάσμα του βράχου μαύρο
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο Πόρφυρας
Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Η «ΚΙΘΑΡΑ»
διήγημα
Δεν ήθελε να επισκεφθεί το σπίτι του. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Και για τον μοναδικό αυτό λόγο δεν δοκίμασε ποτέ να περάσει τα οδοφράγματα. Προτιμούσε να ζει με την εικόνα που ήταν χαραγμένη μέσα του, την άφθορη, την άχραντη, την αγνή εικόνα τού σπιτιού του, που καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να χαλάσει. Η συρρίκνωση που υπέστη ο τόπος, ο δρόμοι που είχαν γίνει στενότεροι, τα σπίτια και οι πόρτες που χαμήλωσαν ξαφνικά και έπρεπε να σκύψεις για να μπεις, και τόσες άλλες αλλαγές που είχαν επισημάνει όσοι πήγαιναν εκεί, δεν τον άγγιζαν. Όταν γύριζαν από εκεί οι φίλοι και οι συγγενείς τού έφερναν φωτογραφίες, μα αυτός αδιαφορούσε παντελώς. Ξεκινούσαν να του περιγράφουν τον τόπο κι αυτός απομακρυνόταν ή άκουγε αδιάφορα, λες και ήταν περιγραφή κάποιου άγνωστου τόπου από έναν μακρινό πλανήτη σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Δεν συμμετείχε, ζούσε στο δικό του παραμύθι. Και τα πάντα στο παραμύθι του είχαν όνομα: το κάθε δέντρο, το κάθε χωράφι, ο γιαλός, τα τζιτζίκια, τα σγαρτίλια, το ποδήλατό του, η σκυλίτσα του, η μηχανή τού νερού. Ακόμα και η αγαπημένη του κιθάρα, δώρο από τη μάνα του, που της έδωσε τιμητικά τ’ όνομά της.
Ο γιος του σεβάστηκε την επιθυμία του και ποτέ δεν τον πίεσε να τον συνοδεύσει σε ένα ταξίδι που θα ήταν τόσο οδυνηρό γι’ αυτόν, μα μια φωνή μέσα του τού έλεγε ότι έπρεπε να γνωρίσει τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του και να τον συνδέσει με τις ιστορίες που του έλεγε κάθε φορά όταν τον ρωτούσε.
Στο σπίτι τώρα έμεναν άλλοι άνθρωποι, ξένοι, που τους έφεραν εδώ, για να ζήσουν σε σπίτια ανθρώπων που έδιωξαν με εκβιασμούς. Στο σπίτι δεν τους ανήκει, κι ούτε τους κόφτει αν στους τοίχους κρέμονται οι φωτογραφίες άλλων ανθρώπων. Υπάρχει δίκαιο; Αλλά, ποιος ενδιαφέρεται πια για δίκαιο.
Αυτές και άλλες πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, καθώς προχωρούσαν στον στενό δρόμο. Ο θείος που τον συνόδευε είπε να σταματήσουν. Το διαισθάνθηκε κι ο ίδιος ότι ήταν κοντά. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και στάθηκαν μπροστά στο σπίτι. Ακριβώς όπως του το είχε περιγράψει ο πατέρας του: η μαυρομάτα έγινε πελώρια όπως και η ακακία κι η ζαμπουκιά∙ ο ευκάλυπτος φαινόταν λυγισμένος και γερασμένος∙ τα κυπαρίσσια στη θέση τους∙ δεν υπήρχαν όμως οι μουριές και άλλα δέντρα. Βγήκαν κάποιοι άνθρωποι από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και κοιτούσαν με απορία στην αρχή, μα γρήγορα κατάλαβαν για τι επρόκειτο. Ένας γέρος κούνησε τα χέρια του και από τις κινήσεις του φαινόταν ότι δεν είχαν εχθρική διάθεση. Χαιρέτησε, μα δεν τους έδωσε σημασία, προχώρησε αμέσως προς το παράθυρο. Στο δωμάτιο του πατέρα κάτω από τη μαυρομάτα∙ το σκαλιστό ερμάρι∙ η φωτογραφία τής εκκλησίας. Απίστευτο! όλα στη θέση τους, και το μόνο πράγμα που φαινόταν αλλαγμένο ήταν η κουρτίνα. Καθώς δε το βλέμμα του σάρωνε κάθε τετραγωνικό εκατοστό από το χώρο τού δωματίου, καρφώθηκε ξαφνικά σε ένα συγκεκριμένο σημείο∙ μεταξύ τού τοίχου και τού ερμαριού φαινόταν το κεφαλάκι της και ένα μέρος από το λαιμό της. Φώναξε αυθόρμητα: «η αγγελού» κι έδειξε με το χέρι προς το μέρος που έβλεπε. Ένας μεσόκοπος Τούρκος που είχε μπει λίγο πριν στο δωμάτιο, είδε την κίνηση και χαμογελώντας έβαλε το αριστερό του χέρι, έπιασε την κιθάρα και με το δεξί πέρασε μια φορά τα δάχτυλα πάνω από τις χορδές.
Αυτό που ακούστηκε δεν ήταν μουσικός ήχος∙ αναστεναγμός ήτανε∙ και παράπονο. «Η κιθάρα τού πατέρα μου», είπε δυνατά. Αμέτρητες ήταν οι ιστορίες που είχε ακούσει γι’ αυτή την κιθάρα. Πρόσεξε στο σώμα της τα αρχικά τού πατέρα. Χαμογέλασε και τα χέρια του κινήθηκαν μηχανικά μπροστά, σε μια κίνηση όπως όταν προσμένει κάποιος να πάρει κάτι που του προσφέρουν ή κάτι που του ανήκει.
«Η κιθάρα είναι δική μου τώρα», ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο. Σαν αστροπελέκι έπεσε στο κεφάλι του αυτό που άκουσε, χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη του και πριν ακόμα συνέλθει από το ξάφνιασμα, ήρθε ένα δεύτερο: η «κουρτίνα» τραβήχτηκε και στα έκπληκτά του μάτια ξεδιπλώθηκε μια ελληνική σημαία. Πάγωσε. Τη σημαία την είχαν κάνει κουρτίνα.
Συνήλθε μόνο από το θόρυβο που έκανε το αυτοκίνητό τους, καθώς ξεκινούσε. Ο θείος του ήταν ήδη μέσα και τον περίμενε. στο γυρισμό δεν είπε ούτε-μια-λέξη. Κοιτούσε, ανέκφραστος, στο βάθος τού δρόμου, χωρίς να βλέπει τίποτε, σχεδόν χωρίς να αναπνέει. Μέσα του, όμως, στην οθόνη τής ψυχής του προβαλλόταν σαν κινηματογραφική ταινία η ιστορία τού τόπου του. Σχεδίαζε την πορεία του στο μέλλον.
12 Μαρ 2013
7 Μαρ 2013
ΚΥΠΡΟΣ, ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
ΑΝΟΙΞΗ
Θεοδόση Νικολάου
Και τραγουδά με χίλια χρώματα
Το φίδι προβάλλει το κεφάλι
Αναδιπλώνει τη φρίκη της μελανής ομορφιάς του
Και κάθε τόσο αλλάζει το πουκάμισό του
Καθώς γίνεται βαρύ από το φορτίο των αρωμάτων.
Η ανεμώνη με σοφία επιμηκύνει το λιγνό στέλεχός της
Βρίσκει το δρόμο της μες΄από το λαβύρινθο του ακανθώδους θάμνου
Και διαστέλλει τα πέταλά της στον γλυκό αγέρα της ζωής.
Και συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε κι εμείς
Να βρούμε τον δικό μας δρόμο
Μες΄από τον σκοτεινό λαβύρινθο της αιχμαλωσίας μας
Χτισμένο με τόση μαστοριά και ακανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε καμμιά φορά
Να σηκωθούμε πιο ψηλά από το χώμα
Και να χαιρετίσουμε την ανατολή της άνοιξης.
[Θεοδόση Νικολάου, Πεπραγμένα, ποιήματα, Κύπρος, 1980, σ.45]
Μικρή εκδρομή, δεκαπέντε μόλις λεπτά από τη Λευκωσία, την πρώτη μέρα της Άνοιξης. Η παλιά φίλη, εφοδιασμένη με τα κατάλληλα εργαλεία, ανυπομονεί ν΄ αντικρίσει τους βράχους που είχα εντοπίσει κάποτε. Την παρακολουθώ που φτάνοντας εκεί τους χαϊδεύει με αγάπη. Τα δάχτυλά της κινούνται επάνω στην πέτρα γύρω από τα χρώματα και τις αποχρώσεις. Η μικρή μας πατρίδα μπορεί να μην είναι για πολλούς παράδεισος, είναι όμως, σίγουρα ένα γεωλογικός παράδεισος. Και δεν χρειάζεται να είσαι επιστήμονας για να δεις την ομορφιά. Αν είσαι και επιστήμων, τόσο το καλύτερο! Οι φωτογραφικές μηχανές παίρνουν φωτιά. Εκατοντάδες φωτογραφίες και αμέτρητες ώρες για την ταξινόμηση και μελέτη. Ένα μικρό φιδάκι... Θυμάμαι το ποίημα του Θεοδόση...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)