20 Ιουλ 2024

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΩΝ


 
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ 
Μιχαήλ Ν. Χατζημιχαήλ [1920 - 20/7/2007]
Βασανίστηκε βάναυσα από τους βάρβαρους εισβολείς για 37 μέρες, στα μπουντρούμια του Αττίλα.

 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΩΝ
τοῦ 
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαὴλ
[ανάρτηση πριν τρία χρόνια στις 19/7/2021]

Κάθε Ἰούλιο, ὅταν πλησιάζει ἡ μαύρη ἐπέτειος τοῦ ἄφρονος πραξικοπήματος καὶ τῆς βάρβαρης τούρκικης εἰσβολῆς, ἀλλὰ κι ὅταν γίνεται ἀναφορὰ στὰ «πρῶτα βήματα τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας», θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χρονογραφήματα ποὺ εἶχε ἐπιλέξει ὁ πατέρας μου, τὰ ὁποῖα ἀπέκοψε ἀπὸ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, τὰ κόλλησε σὲ κόλλες τοῦ «τεστέ», ὅπως λέγονταν, καὶ τὰ σχολίασε. Καὶ ὅλα αὐτά, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀπορία τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς μου, ποὺ εἶχε σχετικὴ ἄσκηση γιὰ τὸ σχολεῖο. Ὁ πατέρας μου, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ δημοτικοῦ σχολείου σ' ἕνα μικρὸ χωριό, ἀλλὰ πολυδιαβασμένος, ἄρα καὶ μορφωμένος, ἔπαιρνε καθημερινὰ τρεῖς ἐφημερίδες καὶ τὶς διάβαζε∙ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ διαβάζει πίσω ἀπὸ τὶς γραμμὲς καὶ νὰ σχολιάζει. Τὸ χρονογράφημα ἔχει τίτλο «Ἡ Σημασία τῶν Ἀσημάντων», εἶναι τοῦ Ν. Ἀλάσιου, φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Ἄντη Περνάρη, καὶ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Ἐθνική, στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1959. Τὰ ἄλλα τρία ἦταν «ἀθηναϊκά», τοῦ Σακελλάριου, τοῦ Παπαδούκα καὶ τοῦ Μελά.

«Ἡ Σημασία τῶν Ἀσημάντων» εἶναι μιὰ ἱστορία γιὰ μιὰ ἀσήμαντη ξεχασμένη καστρόπορτα ποὺ ἀφάνισε τὸ Βυζάντιο, γιὰ ἀσήμαντα μυρμήγκια ποὺ γκρεμίζουν σπίτια, γιὰ ἀσήμαντα μαμουνάκια ποὺ χάλασαν ἀποβάθρες, ποὺ τὸ κῦμα χτυπῶντας τις ἐπὶ αἰῶνες δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ τοὺς ἀφήσει κανένα σημάδι∙ ἐκεῖνες τίς μέρες εἶχε πέσει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μιὰ γέφυρα στὴν Ἰαπωνία. Στὴν τελευταία παράγραφο ὁ συγγραφέας διερωτᾶται: «τέτοια μυρμήγκια, τέτοια μαμουνάκια κι ἐμεῖς, μὴ δὲν ὑποσκάψαμε τὰ θεμέλια μιᾶς ὁλόκληρης αὐτοκρατορίας; Καὶ μὴ δὲν μποροῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ καθένας χωριστὰ νὰ κάνουμε μεγάλο καλὸ ἢ μεγάλο κακὸ στὴ δημιουργούμενη τώρα Δημοκρατίας μας; Ἄς μὴ λέμε λοιπόν, «τί σημασία ἔχω ἐγώ, ἕνα ἄτομο;» ...Ἀσήμαντο δὲν εἶναι οὔτε τὸ παραμικρὸ χαλίκι στὸ χτίσιμο ἑνὸς οἰκοδομήματος. Κι ἐμεῖς τώρα δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι καλούμαστε νὰ οἰκοδομήσουμε».

Τὸ σχόλιο, τώρα, τοῦ πατέρα σὲ περίληψη: «τὸ χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Ἐθνικὴ ποὺ ὑποστήριζε ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο κόμμα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μεγάλο κόμμα ποὺ εἶχε ὑποστηρίξει καὶ ἀναδείξει τὸν Μακάριο ὡς Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας. Τὸ χρονογράφημα γράφεται μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ καλεῖται ὁ λαὸς νὰ οἰκοδομήσει τὴ Δημοκρατία, γιὰ νὰ ὑπενθυμίσει στοὺς κρατοῦντες ὅτι καὶ ἡ ἀσήμαντη μειοψηφία ἔχει τὴ σημασία της καὶ πρέπει νὰ προσεχτεῖ».

Κι ἐγώ, ἑξῆντα χρόνια μετὰ ποὺ γράφτηκε αὐτὸ τὸ χρονογράφημα διερωτῶμαι: μήπως ἦταν αὐτὰ τὰ μικρὰ μαμουνάκια ποὺ γκρέμισαν, δεκατέσσερα χρόνια μετά, τὴ Δημοκρατία; Ἀρχίζοντας, βέβαια, τὴν ὑπόσκαψη ἀμέσως μὲ τὴν ἵδρυσή της. Ποὺ δὲν τὰ πρόσεξαν, ποὺ δὲν τοὺς ἔδωσαν σημασία; Δίνω τὴν ἀπάντηση μόνος μου: ἀσφαλῶς καὶ ἦταν αὐτά. Αὐτὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα μαμουνάκια, ποὺ ξεχώρισαν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ πιὸ ἡρωικοῦ ἔπους τῆς Κύπρου, τοῦ ἔπους τῆς ΕΟΚΑ, ἔδρασαν χωρὶς λογική, δημιούργησαν τὴν ΕΟΚΑ Β΄, (ἀλήθεια γιατί δημιούργησαν μαχητική, στρατιωτικὴ ὀργάνωση καὶ δὲν εἶχαν δημιουργήσει πολιτικὴ ὀργάνωση ΠΕΚΑ Β΄;), συμμάχησαν μὲ τὴ λαομίσητη, χωρὶς μυαλὸ, καὶ προδοτικὴ χούντα τῶν Ἀθηνῶν, ἔπεσαν στὴν παγίδα τῶν σατανικῶν σχεδίων τοῦ Κίσσιγκερ καὶ παρέδωσαν, τελικά, τὴ μισὴ πατρίδα στὸν βάρβαρο Ἀττίλα, ὁ ὁποῖος σκότωσε, βασάνισε, βίασε, λεηλάτησε, σκόρπισε τὸν ὄλεθρο καὶ τέλος μάς ἔδιωξε ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Σήμερα, σαρανταεφτὰ χρόνια μετὰ ὁ εἰσβολέας πατᾶ πόδι στὴν ΑΟΖ τῆς Κύπρου, καταστρέφει τὴν πολιτιστική μας κληρονομιά, ἐξισλαμίζει τὴν κατεχόμενη γῆ μας, πατᾶ τὸ πόδι στὴν Ἀμμόχωστο, δὲν δέχεται νὰ συνομιλήσει καὶ ἀπειλεῖ ὅλον τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος σφυρίζει ἀδιάφορα, πετῶντας κάποια μισόλογα, ποῦ καὶ ποῦ, τάχατες ὑποστήριξης.

Συνάντησα, λίγα χρόνια μετὰ τὴν καταστροφή, ἕναν συμμαθητή μου, «ἀντάρτη» τῆς ΕΟΚΑ Β΄, ποὺ δημιουργοῦσε μὲ τοὺς φίλους του ἐπεισόδια στὴν Ἀμμόχωστο. Μὲ πλησίασε ὁ ἴδιος καὶ χωρὶς νὰ τὸ ζητήσω ἄρχισε νὰ ἀπολογεῖται: «νόμιζα», εἶπε, «ὅτι βοηθοῦσα τὴν πατρίδα μου». Τοῦ ἔκανα μιὰ ἐρώτηση μόνο: «πῆρες δολάρια;». Ἡ ἀπάντησή του: «κάθε μῆνα καὶ κολλαριστὰ σὲ φάκελο».

Μετὰ τὴν καταστροφὴ πήραμε κάποια μαθήματα; Ἡ ἱστορία διδάσκει; Κάναμε κάτι γιὰ νὰ διορθώσουμε τὸ κακό; Ὄχι. Προσπαθοῦν νὰ ἐπιρρίψουν τὴν εὐθύνη σὲ ἄλλους. Ἄς μὴ μιλήσουμε γιὰ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα καὶ τὴ διαφθορά. Ἔγραψα πρὶν λίγες μέρες: διερωτῶμαι ποιό θὰ εἶναι τὸ μέλλον μας, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ φαίνεται πὼς μόνο ἀπὸ τύχη θὰ ἐπιβιώσουμε... ἡ τύχη ὅμως, χτυπᾶ μόνο προετοιμασμένα μυαλὰ κι ἐμεῖς κάθε ἄλλο παρὰ προετοιμασμένοι εἴμαστε. Κάποιοι φίλοι ἐπαναπαύονται: «ἡ Ρωμιοσύνη θὰ χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λείψει» ἢ «ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει». Τὴ συνεχῆ συρρίκνωση δὲν τὴ βλέπουν! Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἀνάμεσά μας, ποὺ ἀγωνίζονται μὲ πάθος, καὶ μῖσος θὰ ἔλεγα, ἐναντίον τῆς πατρίδας μας, ἐξυπηρετῶντας τὰ συμφέροντα τοῦ κατακτητῆ. «Εἶναι λίγοι καὶ ἀσήμαντοι», παρατηροῦν κάποιοι. Ναί, μπορεῖ νὰ εἶναι λίγοι, τὸ κακὸ ὅμως, ποὺ κάνουν εἶναι πολὺ μεγάλο. Ναί, ὑπάρχουν κάποια μικρὰ μυρμηγκάκια, κάποια μικρὰ μαμουνάκια ποὺ ὑποσκάπτουν ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο σ΄ αὐτὸ τὸν τόπο. Σὲ κάποια στιγμὴ θὰ καταρρεύσει ό,τι ὑπάρχει ὄρθιο. Κληθήκαμε νὰ οἰκοδομήσουμε τὴ Δημοκρατία μας κι ἐμεῖς τὴν ἀποδομήσαμε.

Πότε θὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῶν ἀσημάντων; Ἄν ἡ ἱστορία δὲν διδάσκει, τότε δὲν μᾶς ἀπομένει καμιὰ ἐλπίδα.


ΤΟ "ΡΕΘΥΜΝΟ" ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ


ΤΟ "ΡΕΘΥΜΝΟ" ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ!
ΜΑΡΤΥΡΙΑ του 
Νίκου Νικολάου- Χατζημιχαήλ

Όσοι Κύπριοι έτυχε να βρισκόμαστε στην Ελλάδα το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, φοιτητές κυρίως, αλλά και άλλοι Κύπριοι, μόνιμοι κάτοικοι ή επισκέπτες, περάσαμε ένα δράμα, λόγω της έλλειψης πληροφόρησης για την εξέλιξη της τουρκικής εισβολής, που είχε ξεκινήσει το πρωί. Όλοι θέλαμε να γυρίσουμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε ή να βρεθούμε κοντά στις οικογένειές μας. Σκαλίζοντας αργότερα τις ημερολογιακές σημειώσεις μου διαπίστωνα ότι πολλές πληροφορίες που ακούγαμε από το ραδιόφωνο ήταν ανακριβείς, ή ψευδείς, με αποτέλεσμα η αγωνία μας να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Και καθώς περνούσαν οι ώρες χωρίς νέα από τους δικούς μας, αρχίσαμε να ζούμε μια κόλαση.
Η μετάβαση στην Κύπρο ήταν αδύνατη πλέον και όπως ήταν φυσικό, αρχίσαμε να προσανατολιζόμαστε προς την ΕΦΕΚ, τη φοιτητική οργάνωση των Κυπρίων. Όταν όμως, πήγα εκεί ήταν όλα υπό διάλυση. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν δαιμονισμένα, ο ένας ρωτούσε τον άλλο, δεν υπήρχε, κανένας υπεύθυνος ή μάλλον άκουσα πως υπήρχε κάποιος από το Συμβούλιο σε κάποιο γραφείο, και προσπαθούσε, να επικοινωνήσει με πιο αρμόδιους για να δίνει πληροφόρηση στους φοιτητές που ολοένα πύκνωναν. Κάθισα σ’ ένα γραφείο και άρχισα να απαντώ στις κλήσεις του τηλεφώνου, γιατί δεν έλεγε να σταματήσει το δαιμονισμένο κουδούνισμά του. Όλοι ζητούσαν πληροφορίες, αλλά τι να τους έλεγα εγώ, που είχα τα ίδια ερωτήματα; Θυμάμαι ένας Κύπριος γιατρός τηλεφώνησε από τη Σαλαμίνα, πάρα πολύ συγκινημένος, και μου είπε αυτό που είχε ακούσει: ότι υπήρχαν πολλοί νεκροί και τραυματίες στην Κύπρο, και έθετε τον εαυτό του και τις υπηρεσίες του στη διάθεσή μας, και μας παρακαλούσε να τον πληροφορήσουμε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει. Σημείωσα το όνομά του, αλλά τι να το έκανα. Ζούσαμε πραγματικά τραγικές στιγμές.

Ξημέρωσε η Κυριακή, πάλι στην ΕΦΕΚ και κάποια στιγμή ακούσαμε την πολυπόθητη είδηση: «φεύγουμε για Κύπρο με το «Ρέθυμνο», πηγαίνετε να ετοιμαστείτε», κι ακολούθησαν οδηγίες: πού θα βρούμε το πλοίο και ποια ώρα. Δεν γνωρίζω ποιος είχε αυτή τη μεγαλοφυή ιδέα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε οργανωθεί η μεταφορά των Κυπρίων στην πατρίδα τους για να πολεμήσουν! Όπως και να ’χει ήταν για μας μια ανακούφιση. Θα πηγαίναμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε. Δεν θα αφήναμε τους Τούρκους να προχωρήσουν. Είχε γίνει και επιστράτευση, αλλά δεν γνωρίζαμε τι γινόταν στην πραγματικότητα. Δεν γνωρίζαμε τι έκανε η χούντα. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει βαρβαρότητα. Τα μάθαμε στη συνέχεια.

Κυριακή, 21η Ιουλίου 1974, απόγευμα. Ετοίμασα τα πράγματά μου: σε μια μικρή μαύρη ταξιδιωτική τσάντα –τη φυλάω ακόμα– έβαλα μόνο εσώρουχα, κάλτσες, μια δυο φανελίτσες, το διαβατήριό μου, ένα μικρό τρανσιστοράκι, την έβαλα στον ώμο και βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο περιμένοντας έναν γείτονα συμφοιτητή μου για να πάμε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ήταν το πλοίο. Ερημιά παντού. Αργά το απόγευμα, φτάσαμε στο πλοίο και τακτοποιηθήκαμε σε καμπίνες, μαζί με άλλους πεντακόσιους περίπου φοιτητές. Μας επέτρεπαν να περιφερόμαστε παντού στο κατάστρωμα, και σε κάποια στιγμή, πολύ αργά το βράδυ, αναχωρήσαμε για το ταξίδι στην Κύπρο, μετά που φορτώθηκαν πολλά στρατιωτικά οχήματα, πολυβόλα και άλλος εξοπλισμός. Οι τηλεοράσεις στα σαλόνια του πλοίου, έδειχναν συνέχεια τανκς και έπαιζαν εμβατήρια, που διακόπτονταν κάθε τόσο από τα πολεμικά ανακοινωθέντα και από κάποια χειμαρρώδη σχόλια του εκφωνητή για το μεγαλείο του έθνους μας. Το ηθικό μας τονώθηκε λίγο όταν αργότερα συναντήσαμε και τους στρατιώτες. Μας βοηθούσαν να κάνουμε «λύση-αρμολόγηση» διαφόρων όπλων, αφού πρώτα είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Και το καράβι ταξίδευε για την Κύπρο. Για να πολεμήσουμε!

Πού και πού περιφερόμουν στο κατάστρωμα, μαζί με πολλούς άλλους –απαγορευόταν στους στρατιώτες– όλοι μας με πολιτική ενδυμασία κι άκουγα το ραδιοφωνάκι μου. Στη μέση του πουθενά, προσπαθούσα να βρω κάποιον σταθμό για να περνά η ώρα, και πάνω σ’ εκείνο το ψάξιμο των ερτζιανών, «έπιασα» τον καπετάνιο του πλοίου. Συνομιλούσε με κάποιον που δεν γνωρίζω ποιος ήταν, ούτε τον άκουγα όταν αυτός μιλούσε. Άκουγα μόνον τον καπετάνιο που έλεγε: «…ναι, ναι, εγώ πηγαίνω στην Αίγυπτο… έχω κάτι τουρίστες στο καράβι…». «Εσύ, τι κάνεις; Έμαθες κάτι για την Κύπρο;». «Λένε ότι έγιναν φασαρίες με τους Τούρκους, αν γνωρίζεις κάτι πες το μου».

Ο καπετάνιος γνώριζε, βέβαια, για τους στρατιώτες που ήταν μέσα στο πλοίο, αλλά το έπαιζε «αχάπαρος», που λέμε. Ήταν μέρα ακόμα, κι εγώ περιφερόμουν στο κατάστρωμα ή ακουμπούσα στην κουπαστή κι αγνάντευα την απέραντη θάλασσα. Σε κάποια στιγμή όμως, στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε ξαφνικά, στα εκατόν μέτρα περίπου –έτσι μου φάνηκε– το μαύρο περισκόπιο ενός υποβρυχίου. Το κοίταξα για λίγο αποσβολωμένος και μετά συνέχισα να κάνω τον γύρο του καταστρώματος κι αν θυμάμαι καλά, μου φαίνεται πως είδα περισσότερα περισκόπια. Αργότερα μας είπαν πως τα υποβρύχια ήταν αμερικάνικα. Το πλοίο είχε σταματήσει την πορεία του. Ο καπετάνιος, ανήξερος υποτίθεται, συνέχισε να μιλά με διάφορους περί ανέμων και υδάτων. Άρχισε να νυχτώνει και μαζευόμαστε πάλι στις καμπίνες μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τις ακριβείς ώρες που συνέβηκαν διάφορα γεγονότα, έχουν περάσει άλλωστε σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, αλλά θυμάμαι πως σε κάποια στιγμή, ο διοικητής της μονάδας, πεντέξι χρόνια πριν διοικητής της 31ης Μοίρας Καταδρομών, στη Στράκκα, ο γνωστός χουντικός Παπαποστόλου, μας κάλεσε σε συνάντηση στο σαλόνι του πλοίου. Μας μίλησε, για να τονώσει, ίσως, το ηθικό μας, λέγοντας διάφορες βλακείες, για τη γενναιότητα των Ελλήνων μέσα στους αιώνες, αλλά και επί λέξει το εξής: «Ζήτησα από τον καπετάνιο να μου πει αν σε περίπτωση που μας χτυπήσουν από τα υποβρύχια, τα στεγανά του πλοίου μπορούν να αντέξουν μέχρι να φτάσουμε στην Κύπρο. Και ο καπετάνιος μού είπε ότι μπορούν να κρατήσουν!». Δεν γνωρίζω πόσο μακριά από την Κύπρο είμαστε. Αν κρίνω όμως τώρα, που γνωρίζω τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού, δεν πρέπει να είμαστε κοντά στις ακτές της Πάφου, πόσω μάλλον της Λεμεσού. Γύρισα στην καμπίνα μου προβληματισμένος με αυτά που είχα ακούσει, σε κάποια στιγμή το πλοίο ξεκίνησε, αλλά βράδυ πια, ποιος μπορούσε να δει προς τα πού ταξίδευε. Κοιμηθήκαμε –όσοι μπόρεσαν– μα κατά τις τρεις τα ξημερώματα με ξύπνησε ο συγκάτοικός μου στην καμπίνα, ανήσυχος. Είχε προηγουμένως ακούσει κάποιους παράξενους θορύβους και βγήκαμε στο κατάστρωμα για να δούμε τι γίνεται. Ησυχία! Το πλοίο ταξίδευε! Κι όταν σε λίγο άρχισε να ροδίζει η αυγή ήταν καθαρό πια ότι ναι, συνέβαινε κάτι άλλο: επιστρέφαμε στον Πειραιά ολοταχώς.

Πέμπτη, 25 Ιουλίου 1974, πριν φέξει ακόμα, φτάσαμε, αν θυμάμαι καλά, στο Κερατσίνι. Έφτανε στο τέλος του ένα ταξίδι που είχε διαρκέσει περίπου εβδομήντα πέντε ώρες αγωνίας. Στη μπουκαπόρτα ο Παπαποστόλου χαιρετούσε με χειραψία έναν-έναν από εμάς καθώς βγαίναμε για να πάμε στα σπίτια μας, ταλαιπωρημένοι. Μετά από αρκετή πεζοπορία και με την ευγενική, χωρίς αμοιβή, προσφορά ενός ταξιτζή, που συναντήσαμε στον δρόμο, γυρίσαμε στην Αθήνα και ριχτήκαμε στα άνετα καθίσματα της Σόνιας, μιας πολύ γνωστής καφετέριας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για έναν καφέ. Κάποιοι νεαροί δίπλα μας, μιλούσαν αμέριμνοι για ποδόσφαιρο.

Και, βέβαια, οι στρατιώτες, που είχαν αποβιβασθεί στη Ρόδο, σίγουρα σε κάποια στιγμή θα επέστρεφαν κι αυτοί στη μονάδα τους. Τους είχαν στείλει κι αυτούς στην Κύπρο για να… πολεμήσουν, αφού προηγουμένως μετέτρεψαν τους Κύπριους φοιτητές σε τουρίστες.

Ω! τι σχέδιο! Πριν την επιστροφή μας, στις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα Τετάρτη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γύρισε στην Ελλάδα, και από τότε η Ελλάδα κάθε χρόνο, στις 24 Ιουλίου γιορτάζει! «Γιορτή της Δημοκρατίας» την ονομάζουν. Στην πραγματικότητα γιορτάζεται μια εθνική τραγωδία. Γιορτάζεται η επέτειος, που οι Τούρκοι σκότωναν και βίαζαν. Γιορτάζεται η επέτειος που οι Τούρκοι άρχισαν να εξαφανίζουν κάθε τι το ελληνικό στην Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Στις μέρες μας τώρα γιορτάζεται η ισλαμοποιημένη πια κατεχόμενη πατρίδα μας.

Κι εμείς, τότε, νομίζαμε ότι μαζί με τους ελλαδίτες φαντάρους που ήταν μαζί μας, πηγαίναμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία.

[ο Φιλελεύθερος, 26/09/2022, σελ 4]

 ΤΟ "ΡΕΘΥΜΝΟ" ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ




15 Ιουλ 2024

ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 2024

Καλό βράδυ... 
καλή ξεκούραση... 
μας περιμένουν πιο δύσκολες μέρες... 
μέρες που δεν αναπνέουν.

[τα άσπρα πουλιά είναι ερωδιοί, 
σήμερα το απόγευμα στο Εθνικό Πάρκο Αθαλάσσας]


 

3 Ιουλ 2024

ΡΟΖΑΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ: 20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (κριτική)


Ρόζα Βλαχογιάννη


20 διηγήματα


[από την ιστοσελίδα Koukidaki, 5 Ιουνίου 2024

https://www.koukidaki.gr]



Είναι φορές που οι αναμνήσεις πονούν και όσο και αν κοιτάς πίσω, το ποτάμι του χρόνου δε γυρίζει. Άλλες φορές πάλι, τα μάτια δακρύζουν και η ψυχή μελαγχολεί για όσα έζησες, όσα σημάδεψαν την παιδική σου ηλικία και καθόρισαν αυτό που είσαι σήμερα.

Νοσταλγείς προσπαθώντας να θυμηθείς πράγματα και καταστάσεις, ξαναζείς αλλοτινές ιστορίες του τόπου απ' τα μικράτα σου, αλλά τελικά σε κάθε πισωγύρισμα στο ιστορικό σου χρονοντούλαπο, ανακαλύπτεις εκ νέου τον εαυτό σου και τα διάσπαρτα κομμάτια συναρμολογούνται ως δια μαγείας. Ναι, εσύ ήσουν αυτό που γύρευες, δεν αμφέβαλλες ποτέ γι' αυτό. Και ό,τι σε σημάδεψε από νωρίς, καλό ή άσχημο, θα το κουβαλάς μετέπειτα σιμά σου, στο ταξίδι. Γιατί οι αποσκευές μας στην πορεία της ζωής, είναι γεμάτες από γεγονότα, πρόσωπα και τον τόπο που διαδραματίστηκαν.

Στα 20 συγκλονιστικά διηγήματα που είχα τη χαρά να διαβάσω, από την εξαίρετη πένα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και τις εκδόσεις Κάρβας, συνειδητοποίησα ακριβώς αυτό: ότι η παιδική και εφηβική ηλικία μάς ακολουθούν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ενήλικη μας ύπαρξη, είναι η δική μας ιστορία και αποτύπωμα μέσα στον χρόνο.

Με την ανεμελιά της αθωότητας, με αμεσότητα, υπέροχο, μεστό λόγο και τη συγκροτημένη έμπειρη ματιά του ενήλικα, ο αγαπημένος Κύπριος συγγραφέας, σκύβει πάνω από το παιδί που υπήρξε, το παίρνει απ' το χέρι και με αγάπη διαβαίνουν μαζί την πύλη των αναμνήσεων. Τι θαυμαστά έχει να μας διηγηθεί; Όλες του οι ιστορίες, αφορούν κυρίως αποσπάσματα των παιδικών χρόνων στο χωριό του (Βασιλικά) στην Κύπρο και των εφηβικών στην Αμμόχωστο, των δεκαετιών του ΄50-΄60 και των γεγονότων που ακολούθησαν κατά την τουρκική εισβολή του 74. Αυτά τα 20 Διηγήματα αποτελούν ειλικρινή κατάθεση ψυχής, έναν τρόπο να μπολιάσει το παρόν με τις χαρούμενες στιγμές του παρελθόντος και συγχρόνως, μια ιστορική παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές, να μη λησμονήσουν την μαρτυρική πατρίδα, την πολύπαθη Νήσο.

Γιατί η Κύπρος είναι ο καμβάς κάθε μία ιστορίας, παρούσα σε κάθε ανάμνηση, μάνα, παρηγορήτρα και ελπίδα μαζί, Είναι το καταφύγιό σου λέει στοργικά ο συγγραφέας στο παιδί, «η κρυψώνα σου όταν σ' αγγίζει το σκοτάδι» και 'κείνο... κλείνει τα μάτια και αφήνεται στα μονοπάτια της ανέμελης περιήγησης. Αλήθεια, πώς γίνεται να ξεχάσεις τους φίλους του δημοτικού, που εξερευνούσατε παρέα στο δάσος και τρέχατε με ενθουσιασμό μετά το σχόλασμα ν' ανακαλύψετε φωλιές μυρμηγκιών; (απ΄ το Γητευτής των μυρμηγκιών) Ή την καρδερίνα που βρήκε ο πατέρας σου κάτω απ' το δέντρο της αυλής και την αγάπησες τόσο που δεν ήθελες να την χάσεις; Κι όταν την ελευθέρωσες από το κλουβί, όπως σε πρόσταξε ο πατέρας, η χαρά της έγινε και δική σου; Ακόμη αισθάνεσαι την καρδιά της να χτυπά στη χούφτα σου, σαν να μην έφυγε ποτέ από κοντά σου, (απ΄ το Η καρδερίνα γύρισε)

Η συγκίνηση βλέπεις, είναι παρούσα σε κάθε γωνιά των παιδικών αναμνήσεων, Όταν ανέβηκες πρώτη φορά στο βυσσινί ποδήλατο του θείου Πέτρου, εκείνο το αξέχαστο ζεστό καλοκαίρι στα τέλη του Ιούλη κι έμαθες να ισορροπείς, Ένιωσες σαν τον Μεγαλέξανδρο πάνω στο Βουκεφάλα, όλος ο κόσμος σού ανήκε με το ποδήλατο αυτό. Όταν φεύγοντας στο χάρισε, κύματα ανείπωτης ευτυχίας σε πλημμύρισαν, (απ΄ το Ξέρεις ποδήλατο;) Γελάς ξανά στη θύμηση της Λάμπουσας του κουρείου του ξαδέρφου σου, που σε έκανε γουλί, πριν ν' ανοίξουν τα σχολεία, παρά τη θέληση σου και με εντολή του πατέρα, (απ' το Η Λάμπουσα) Θυμάσαι τις απίστευτες ρίμες που έφτιαχνε στη στιγμή και για κάθε περίσταση, με αντίτιμο λίγα νομίσματα, η ρακένδυτη γιαγιά Χατζηροδού, η ποιήτρια, όπως την ήξεραν όλοι. (απ΄ το Η αγία Ρόδη η ποιήτρια) Και βέβαια πώς να ξεχάσεις την Ελβίρα, το κορίτσι με τις ξανθές κοτσίδες, που σου άρεσε να τις τραβάς αφού για χάρη της, έμαθες να σφυρίζεις! (απ' το Η Ελβίρα)

Τις ανέμελες όμως στιγμές, διαδέχονται κι άλλες, λιγότερο ξέγνοιαστες, πολύ περισσότερο στενάχωρες. Είναι εκείνες που η μάνα πατρίδα αιμορραγεί, μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων. Μέσα σε τέσσερα συγκλονιστικά αφηγήματα, διαφαίνεται όλη η θλίψη και ο μαρασμός για τις χαμένες πόλεις, τα λεηλατημένα πατρογονικά, τις αφανισμένες ζωές. Στο διήγημα Η κιθάρα, η πρόσκαιρη επίσκεψη έξω απ' το πατρικό στο κατεχόμενο χωριό, αποδεικνύεται πραγματικό σοκ για τον συγγραφέα και μια υπόσχεση να κοιτάει μόνο μπροστά. Στο Η πόλη όλη -το πιο συγκινητικό κατά τη γνώμη μου- ένας παπαγάλος πετάει ελεύθερος μετά την καταστροφή της πόλης, μελαγχολώντας με όσα αντικρίζει. Στο Επιστροφή στην ευτυχία οι αναμνήσεις σφυροκοπούν ανελέητα τον νου, στο άκουσμα ενός τραγουδιού που σηματοδοτούσε αλλοτινές ευχάριστες στιγμές της εφηβείας στην Αμμόχωστο. Και τέλος στο Ενθυμητάριο η περιδιάβαση σ' ένα μουσείο κομπολογιού γίνεται η αφορμή για να μάθουμε την τραγική ιστορία του κομπολογιού που φέρει ο συγγραφέας, στενά συνδεδεμένη με τον χαμό του πατέρα του.

Έντονα συναισθηματικό, βιωματικό, μια αληθινή αποκάλυψη, το βιβλίο με τα 20 διηγήματα, χωρίς ίχνος διδακτισμού, έχει τη δύναμη να ταρακουνήσει συθέμελα την άγνοια και αδιαφορία της σημερινής μας κοινωνίας για το δραματικό παρελθόν ενός τόπου, που δεν πρέπει επ΄ ουδενί λόγω να ξεχαστεί. Συγχρόνως σε μεταφέρει, έστω και νοερά, σε μέρη που θα ήθελες να επισκεφθείς, αν γινόταν. Το λιτό λογοτεχνικό του ύφος συνεπαίρνει, άνετα θα μπορούσε να διδάσκεται στο μάθημα των φιλολογικών στις σχολικές αίθουσες.

Και το πιο σημαντικό: στον πνευματικό σκοταδισμό των ημερών, η ζεστασιά της γραφής ως δείγμα δύναμης ψυχής του συγγραφέα, όχι μόνο αφυπνίζει, αλλά λυτρώνει.

#  

ΧΡΥΣΗ ΑΜΜΟΥΔΙΑ


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
...
Μύρια στολίδια βότσαλα στὰ πόδια σου ἀφήνω
Νὰ λάμπουνε στὸ σῶμά σου∙ κι ἐγὼ ἀφρὸς θὰ γίνω

Λευκὸς ἀφρὸς νὰ μάχεται τὴ λάβρα σου νὰ σβήσει
Κι ἀπὸ τὸ συναπάντημα κόκκους χρυσοὺς ν᾽ ἀφήσει
...

...
[Στίχοι από το ποίημα "Μεσόγειος",
 της συλλογής μου "Ύδατα Υδάτων", εκδόσεις Κάρβας 2016]