31 Μαρ 2011

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ





[Φωτογραφία:ΝΝ-Χ, Άγιος Ονούφριος, Κάθικας, Πάφος]  

Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ, διήγημα





H ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται όπως σήμερα, και εγώ γυρνάω στο παρελθόν, χτυπάω το πόδι κάτω και νομίζω ότι η γη υποχωρεί, οι θαμπές εικόνες ξεκαθαρίζουν, αλλά τώρα κάνω πως δεν καταλαβαίνω, δεν με ενδιαφέρει, γιατί...

η ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται και γελά όπως σήμερα, που πλημμυρίζει από συγκίνηση, μπροστά οι μάνες και οι πατεράδες να καμαρώνουν τους λεβέντες τους κι εγώ να γυρνάω στο παρελθόν, με τον πράσινο μπερέ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, λεβέντης, γερός, δυνατός, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση δύναμη, τόση ζωή και τώρα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω όταν στην παραλία περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν, χάνουν το βηματισμό τους, αλλά γρήγορα συνέρχονται, δεν με ενδιαφέρει όμως, γιατί...

29 Μαρ 2011

ΜΟΡΦΕΣ, χαρακτικό






[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Μορφές, χαρακτικό σε λινόλεουμ, 20Χ20 εκ]

ΟΡΡΟΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ








1.     Ποια είναι  η ομορφότερη εικόνα που είδαν ποτέ τα μάτια σας;

Δώδεκα χρονών και πήγαινα με την οικογένειά μου στον Απόστολο Ανδρέα μ’ ένα λεωφορείο της εποχής, απ’ αυτά με τα βυζαντινά παράθυρα που έπρεπε κάθε τόσο να κάνουν σταθμούς για να κρυώνει η μηχανή τους. Λίγο πριν φτάσουμε στο μοναστήρι σταμάτησε. Κατέβηκα και λίγα βήματα πιο κάτω, πίσω από τους αόρατους και τις σχινιές αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μου ένα θαλασσινό τοπίο αφθάστου ομορφιάς, με τα θαλασσοπούλια να πετούν ή να αφήνουν τα αποτυπώματά τους στην απάτητη παρθένα αμμουδιά. Εικόνα που χαράχτηκε μέσα μου, την κουβαλώ και δεν σβήνει με τίποτε.

ΠΡΩΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ






[Φωτογραφία:Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Πρωινή επίσκεψη, ΜΑΡΤ, 2011] 

26 Μαρ 2011

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, ποίημα





ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Πες πορτοκάλι ...
Κι ένα ψάρι
Θα τιναχτεί ψηλά
Μέσ’ από τα γαλανά νερά της λίμνης
Θ’ αναστατώσει τον παπαγάλο του κήπου
Θα ξεσηκώσει τα σπουργίτια στους ευκαλύπτους
Θα ξαφνιάσει του γυμνασίου τους μικρούς μαθητές
Θα τη σηκώσει επάνω στα φτερά του
Και θα πετάξει για να τη φέρει μπροστά σου.

Με ολόχρυσες κορδέλες ν’ανεμίζουνε
Με το φόρεμα το θαλασσί της
Με το μυρωμένο μαγιάτικό της στεφάνι
Μ’ ένα πορτοκάλι στο ένα χέρι
Κι ένα καράβι στο άλλο
Όπως την άφησες
Απαράλλαχτη.

Τότε, αρκεί να πεις τ’ όνομά της ...

Και να θαυμάσεις με πόση χάρη
Μέσ’ από την άμμο που είναι χωσμένη
Ξανανιωμένη θα ξεπροβάλει
Στης χαλκοφόρου το στερέωμα
Να ξαναλάμψει.


=======================================

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Ο Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου, γυμνασιάρχης στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, ολοκλήρωσε μια διάλεξή του, στις 3 Νοεμβρίου 1982, με τα λόγια αυτά: «Τώρα βλέπουμε την πόλη μας στα όνειρά μας και με πόνο αναρωτιόμαστε: Ήταν άραγε ένα φωτεινό μετέωρο που έσβησε για πάντα από το ουράνιο στερέωμα της Κύπρου, ή θα ξαναλάμψη και πάλι, όπως πριν;» 



23 Μαρ 2011

Άνθος Αλός







[Φωτογραφία: Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Άνθος Αλός, ακτή Κισσόνεργας]


Posted by Picasa

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ, διήγημα






Η κόρη του δραγουμάνου

Oι παλιές εφημερίδες και τα περιοδικά παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και μου προσφέρουν πάντα μεγάλη χαρά όταν τύχει να πέσουν στα χέρια μου. Μέσα από τέτοια έντυπα, οι άνθρωποι που έζησαν τη ζωή τους σε περασμένες εποχές ζωντανεύουν και προσπαθώ να φανταστώ κι εγώ τον εαυτό μου πώς θα ήταν αν ζούσα στην ίδια εποχή. Αγγελίες, ειδήσεις, ιστορίες... Άλλες εικόνες, άλλες εποχές. Κάποια πράγματα μου φαίνονται απίστευτα, παράξενα και άλλα τόσο όμορφα και ζηλευτά! Ζω για λίγο σ’ αυτά τα χρόνια που ο πατέρας και ο παππούς ήταν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία ή αγέννητοι, τότε που ο χρόνος κυλούσε με διαφορετική ταχύτητα, για μας αργά και μονότονα. Πολλά γεγονότα δεν μπορεί να τα συλλάβει το μυαλό μου, είναι εντελώς ακατανόητα. Ένας ήσυχος κόσμος χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς τηλεόραση, χωρίς διαδίκτυο.

Ποτέ όμως δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι ήταν δυνατό να πέσω σε μια είδηση που δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Είχα ακούσει την ιστορία από πρώτο χέρι και ήταν διαφορετική. Στην αρχή δεν το είχα αντιληφθεί, σιγά σιγά όμως, με το πέρασμα του χρόνου, έβαζα κάτω λιθαράκι λιθαράκι τα ευρήματα της μνήμης μου και τις πληροφορίες που έπαιρνα από παλαιότερους και στο τέλος κατάφερα να ολοκληρώσω την πραγματική ιστορία. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η είδηση στο Νέον Κίτιον, 10/22 Oκτωβρίου 1883 ―10 Oκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο, 22 με το καινούργιο―, δεν έλεγε την αλήθεια για τα γεγονότα, αλλά τα είχε διαστρεβλώσει. Ιδού η είδηση:

«Τη παρελθούση εβδομάδι, παρ’ ολίγον να συμβώσι δυσάρεστα εν τω χωρίω Βασιλικά, ένεκα γυναικός τινός χριστιανής αγαπησάσης Oθωμανόν, και μετ’ ολίγας ημέρας εγκαταλειψάσης αυτόν. O Oθωμανός, βαρέως φέρων την προσβολήν, προσέλαβεν ως βοηθούς δεκαοχτώ άλλους ομοθρήσκους του, οίτινες οπλισθέντες μετέβησαν νύκτωρ εις το χωρίον της γυναικός, επί τω σκοπώ να την αρπάσωσιν διά της βίας, αλλ’ οι χριστιανοί, μαθόντες εγκαίρως τα διατρέξαντα, έκρουσαν τον κώδωνα της εκκλησίας και παρευθύς εκ των πέριξ χωρίων έτρεξαν αρκετοί, οίτινες υπεχρέωσαν τους Τούρκους να φύγωσι κατησχυμμένοι, εγκαταλείψαντες την ωραίαν Ελένην εις τον πατρικόν της οίκον».

ΒΟΤΣΑΛΑ



[Φωτογραφία:ΝΝ-Χ, Βότσαλα]
Posted by Picasa

17 Μαρ 2011

ΚΑΡΠΑΣΙΑ, ποίημα





ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν…

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα "ξι" και "ζήτα"
Καθώς στον ήλιο διάπλατα
Η μάνα ψιθυρίζοντας
Το σπίτι  ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος
     των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στα ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος κατεβαίνει
Κι οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.
Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες
Που συνθέτουν οι μέρες που θά 'ρθουν.

Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
Κι ας μην είναι δια την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


ΕΔΩ

ΓΑΛΗΝΗ, ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑ





[Φωτογραφία:ΝΝ-Χ]
Posted by Picasa

ΚΑΘΩΣ ΔΥΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΥΚΗ ΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ



[Ν.Ν-Χ]
Posted by Picasa

15 Μαρ 2011

ΚΑΘΩΣ ΔΥΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ, φωτογραφία

Posted by Picasa

ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ, διήγημα από τη συλλογή "Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ"


ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ





Φορούσε χακί, φαρδύ παντελόνι μέχρι το γόνατο. Αποκεί και κάτω, τα πόδια του τυλιγμένα με τις πάτες ―λωρίδες στο ίδιο χρώμα― μέχρι τον αστράγαλο και χωμένα σε μαύρα στιβάλια* με χακί, πάλι, γκέτες. Το σκούρο πουκάμισό του από κυπριακή αλατζιά* και πάνω απ’ όλα μια στρατιωτική χλαίνη. Μια παραφουσκωμένη βούρκα* κρεμόταν πάντα στον ώμο του, που τη συγκρατούσε ένα μαυρισμένο από τον καιρό και τη χρήση λουρί. Στο δεξί του χέρι πάντα η ματσούκα* του, που στην κορφή ήταν σφαιρική και σχηματιζόταν το κεφάλι ενός αετού. Αυτό το ρόπαλο ήταν γι’ αυτόν το σκήπτρο του Αρχιεπισκόπου, ένα έργο τέχνης που το δούλεψε πολλά χρόνια κι έτσι, καθώς η παλάμη και τα δάχτυλα χρόνια τώρα το έτριβαν ―το χάιδευαν, καλύτερα!―, είχε αποχτήσει γυαλάδα και φυσικότητα. Τα μάτια του αετού, από κατράμι και άλλα μυστικά υλικά, ήταν μαύρα και λαμπερά, σε κοίταζαν και γίνονταν ακόμα πιο βαθιά και σκοτεινά, αληθινά. Βλέμμα όπως του αφεντικού του, του Θεοφιλή, που, ενόσω μας έλεγε τις ιστορίες του, τα μάτια του αετού φαίνονταν ζωντανά, ανοιγόκλειναν ανάλογα με την ιστορία και έπαιρναν την έκφραση που χρειαζόταν για τη συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι όπως χάιδευε αυτό το ξύλο στο ύψος του λαιμού του αετού και το στριφογυρνούσε και το ανέβαζε πάνω κάτω και κουνούσε τους αγκώνες του, μας φαινόταν ότι ο αετός από στιγμή σε στιγμή θα πετούσε σαν αληθινός.

Περπατούσε αργά και με σταθερά βήματα, έχοντας στραμμένο λίγο δεξιά το κεφάλι του, για να βλέπει καλύτερα τον κόσμο μέσα από τα παράξενα γυαλιά του. Γυαλιά από μεταλλικό σκελετό, μ’ ένα μόνο τζαμάκι, και αυτό μαύρο, για να κρύβει το χαλασμένο του μάτι. Στο καλό μάτι, τίποτα! Μα αυτό το μοναδικό του μάτι ήταν τόσο ζωηρό και μαύρο, σαν αυτό του αετού στη μαγκούρα του. Μικροί προσπαθούσαμε να δούμε τι κρυβόταν πίσω από το μοναδικό μαύρο τζάμι των γυαλιών του. Ποτέ όμως δεν ρωτήσαμε και ποτέ δεν μάθαμε. Αυτός μας κοίταζε πάντα με καλοσύνη κι ένα πικρό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του. 

Όλη μέρα τριγυρνούσε στους αγρούς για να τους φυλάει ―αυτό ήταν το κύριο επάγγελμά του: αγροφύλακας― κι αλίμονο σε όποιον παράκουε στις υποδείξεις του! Αλίμονο σ’ αυτόν που είχε την ατυχία ν’ ακούσει το σφύριγμά του! Έπρεπε να μαζέψει τα ζώα του από την ξένη περιουσία και να μην το ξανακάνει, διαφορετικά ήταν χαμένος. Κάποτε όμως σφύριζε και χωρίς να υπάρχει λόγος. Ήθελε να γνωρίζουν όλοι ότι ήταν εκεί και δεν θα συγχωρούσε καμιά παρανομία. Όλοι τον σέβονταν γιατί ήταν δίκαιος. Η περιουσία του καθενός ήταν προστατευμένη και η εμπιστοσύνη που του έδειχναν οι συγχωριανοί του ήταν απεριόριστη. 

Στους αγρούς, χαιρόταν η ψυχή του. Τριγυρνούσε από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ήλιου και μάζευε μανιτάρια, αγρέλια* και ό,τι άλλο πρόσφερε η κάθε εποχή του χρόνου. Κυρίως όμως φρόντιζε τις περναριές* γιατί ήταν μέρος της ζωής του. 

Τον συνάντησα να περιφέρεται στη γειτονιά μου. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα. Δεν φορούσε τη χλαίνη, η βούρκα δεν ήταν κρεμασμένη στον ώμο του, φορούσε κανονικό παντελόνι και παπούτσια, μόνο που κρατούσε ακόμη τη μαγκούρα του. Τα γυαλιά του ίδια κι απαράλλαχτα. Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγη ώρα μήπως επρόκειτο για καμιά παρεξήγηση. Όχι, αυτός ήταν! Τον πλησίασα με επιφύλαξη και τον χαιρέτησα με το όνομά του. Γύρισε το κεφάλι λίγο λοξά και το μοναδικό του μάτι πίσω απ’ τον γυμνό σκελετό με κοίταξε επίμονα προσπαθώντας να θυμηθεί. Δεν φαίνεται να του θύμισα τίποτε και με ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα, και το μάτι του έλαμψε ακούγοντας το όνομα του χωριού του. Πρόσφυγας τώρα, τον ταχτοποίησαν σε ένα σπιτάκι, με ένα μόνο δωμάτιο, στο συνοικισμό «Άσπρη». Τον έθαψαν κανονικά, δηλαδή, και δεν είχε πλέον κανένα νόημα η ζωή του. Αυτός, που πάντα ήταν ελεύθερος να τριγυρνά μέσα σ’ ένα τεράστιο πάρκο, μέσα στη φύση, τώρα ήταν θαμμένος ανάμεσα σε χτίσματα και ανθρώπους που δεν του ταίριαζαν. Έπαιρνε κάποτε τη σφυρίχτρα του και την κοίταζε λυπημένος. Δεν είχε νόημα πλέον να σφυρίξει. 

Του πρότεινα να επισκεφθούμε το σπίτι μου, μια και ήταν δίπλα, για να μιλήσουμε. Δέχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό. Και μόνο που βρήκε κάποιον από το χωριό του του έδωσε τόση χαρά, που, έτσι όπως χειρονόμησε και ανεβοκατέβασε τη μαγκούρα του, είδα την ίδια χαρά και στα μάτια του αετού, που φτερούγισε μια δυο φορές. 

Το σπίτι μου, ένα διαμέρισμα στη Δασούπολη, στον τέταρτο όροφο, βλέπει προς το βορρά. Από τις δυο τεράστιες μπαλκονόπορτες του σαλονιού, μπορεί κανένας να δει όλη τη Λευκωσία και όλη την οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Αυτό ήταν που του έκανε εντύπωση. Μόλις μπήκε, τράβηξε κατευθείαν στο μπαλκόνι κι έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ανασήκωσε λίγο και τον αετό, λες και ήθελε να του δείξει το θέαμα που αντίκριζε για πρώτη φορά. Τον άκουσα που μούγκρισε. Κουνούσε ανήσυχα το κεφάλι, δε χόρταινε το θέαμα, και μου έδωσε αρχικά την εντύπωση πως αναζητούσε να δει το χωριό του. 

Τον άφησα για λίγο μόνο, αποτραβήχτηκα για να βρω κάτι να τον φιλέψω, μα, όταν γύρισα, ήταν ακόμη στο μπαλκόνι και κοίταζε προς το βουνό. Μου φάνηκε πως κάτι ψιθύριζε και πράγματι, όταν πλησίασα, σιγομουρμούριζε κάτι και αυτά τα λόγια με πήραν στο παρελθόν, πολλά χρόνια πριν...

Η γιαγιά με είχε φωνάξει, εφτάχρονο τότε παιδί, και με σταθερή φωνή μού είπε: «Θα πας αυτό το χρυσό φλουρί και αυτή την κόκκινη κλωστή στον παππού Θεοφιλή και θα του πεις πως σε στέλνει η γιαγιά σου, γιατί το αδελφάκι σου είναι άρρωστο, έχει κοκκινάδια στο σωματάκι του. Αυτός ξέρει τι θα κάνει».

Ήταν η πρώτη φορά που τον γνώριζα και ομολογώ ότι με φόβισε η εικόνα του. Την επόμενη φορά όμως, ύστερα από οχτώ ακριβώς μέρες, μου φάνηκε πιο οικείος. Μόλις με είδε, αναζήτησε και βρήκε ένα κλωνάρι, που αργότερα έμαθα ότι ήταν κλωνάρι από περναριά, και μου το έδωσε για να το παραδώσω στη γιαγιά μου. Το κλωνάρι είχε σχεδόν ξεραθεί, μα πάνω του ήταν τυλιγμένη η κόκκινη κλωστή. Η κλωστή μετρημένη στο σώμα της Αλεξάνδρας, να είναι ακριβώς στο ύψος της. Μου το έδωσε μουρμουρίζοντας κάποια ακατανόητα λόγια: «Ως τρέχει ο ήλιος*, ως τρέχουσιν οι αστέρες...». Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μα αυτή τη στιγμή, όπως άκουα το γέρο να μονολογεί στο μπαλκόνι, θυμήθηκα τα λόγια του. Θυμάμαι ακόμη το χαμόγελο στα χείλη της γιαγιάς καθώς έπαιρνε το κλωνάρι με το περνάριν*. Τα κόκκινα στίγματα από το σωματάκι της Αλεξάνδρας είχαν εξαφανισθεί. Η γιαγιά όμως, καλού κακού, πήρε τα αποξηραμένα φυλλαράκια και τα έτριβε στο χέρι της ώστε να πέφτουν στο σώμα του μωρού.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και συνάντησα ξανά το γέρο στην ίδια θέση που βρεθήκαμε την πρώτη φορά. Λες και με περίμενε. Δεν έχασα την ευκαιρία και τον οδήγησα ξανά στο σπίτι μου. Ήταν τόσο όμορφες οι ιστορίες του, που κρεμόμουν κυριολεχτικά από το στόμα του. Σε στιγμές όμως που απομακρυνόμουν, τον τσάκωνα στο μπαλκόνι, στην ίδια θέση, να μουρμουρίζει τα ίδια ακατανόητα λόγια. 

Τελευταία, τον έχασα. Περίμενα ώρες πολλές στο σημείο που τον συνάντησα τις προηγούμενες φορές μήπως και φανεί. Μάταια, ο γέρος είχε εξαφανισθεί. Λυπόμουνα γιατί οι ιστορίες του ήταν ατελείωτες και πάντα είχαν ενδιαφέρον. Κάποια μέρα, όμως, ένα τηλεφώνημα έδωσε τέλος στην εξαφάνιση του γέρου. Το τηλεφώνημα ήταν από έναν άγνωστό μου γείτονά του. Για να μην πολυλογώ, με ψάχνανε για αρκετές μέρες, μα στο τέλος με βρήκαν. O άγνωστος γείτονας με ανακούφιση μου ανακοίνωσε πως ο γέρος με ήθελε. «Ήταν ετοιμοθάνατος» είπε «αλλά δεν έλεγε να παραδώσει». Είχαν φθάσει μέχρι και στην αστυνομία για να με ανακαλύψουν. «Έλα, τώρα! Σε αναζητά». 

Ήταν ξαπλωμένος σε ένα απλό κρεβάτι στο φτωχικό του δωμάτιο και η βούρκα του ήταν πεταμένη σε μια γωνιά. O αετός, δίπλα στο στρώμα, τον έβλεπε με παράπονο. Δυο τρεις γέροι και γριές κάθονταν τριγύρω. Όταν τον άγγιξα με το χέρι, το μάτι του φωτίστηκε προς στιγμή. Πρώτη φορά τον έβλεπα χωρίς τα γυαλιά του. Μια τρύπα μόνο, λες και είχαν ράψει τα βλέφαρά του, που δεν είχαν καμιά διάθεση για την παραμικρή κίνηση. Ήθελε να μου μιλήσει και το κατάλαβα. Με κοίταξε με το σβησμένο βλέμμα του καλού του ματιού. Πλησίασα κοντά στο πρόσωπό του, μα η φωνή του δεν έβγαινε. Προσπάθησε ξανά, κινώντας λίγο το χέρι του, σαν να ήθελε να μου δώσει κάτι. Έβαλα το αυτί μου πιο κοντά και άκουσα τα λόγια του: «Γιε μου, έφυγε αυτό το κόκκινο σημάδι από το βουνό; Να λες αυτά τα λόγια όταν βγαίνουν τ’ άστρα, όταν γεμίζει το φεγγάρι. Πού θα πάει, θα σβήσει!». Δεν είπε τίποτε άλλο. Έτσι όπως ήμουν γυρισμένος για να ’χω το αυτί κοντά του, η ματιά μου έπεσε στον αετό. Το μάτι του ήτανε θολό και μου φάνηκε πως κάποια στιγμή έκλεισε τα μάτια. Ναι! O γέρος έφυγε, το κατάλαβα γιατί το χέρι του ήταν πια παγωμένο. Έβαλα το τσαλακωμένο χαρτί στην τσέπη μου. Γύρω μου είχαν μαζευτεί τα γεροντάκια της γειτονιάς και με κοίταζαν. Τον θάψαμε την άλλη μέρα το απόγευμα. 

Τώρα τα ήξερα όλα. O γέρος ήθελε να χρησιμοποιήσει την τέχνη του ―την τέχνη του Γόη― για να εξαφανίσει αυτά τα κόκκινα στίγματα, αυτές τις κόκκινες σημαίες στον Πενταδάκτυλο. Δεν του χαλάω χατίρι. Κάθε φορά που γεμίζει το φεγγάρι και φαίνονται τα πρώτα αστέρια, ανοίγω το τσαλακωμένο χαρτί και διαβάζω την ανορθόγραφη γραφή του: «Σουρουπάτ σελάμ σαραχετέμε, κυπτού φιλουτουχάμ βεηνέζι βερβισολύν βεσφισούν*. O Θεός, ο Θεός, ο την βάτον φυτεύσας, σβέσον παν πύρωμα, εχεντροπύρωμα, όφεων πύρωμα, σκοταδοπύρωμα, αλλά προπάντων κοκκινοπύρωμα, χαλίνωσον και εξολόθρευσον αυτά από του βουνού τούτου. Φύσαρρος, Φυσορρόος*. Ως τρέχει ο ήλιος, ως τρέχουσιν οι αστέρες, ως τρέχει το ύδωρ, έτσι να τρέξει το κακόν από το Βουνό τούτο. Έτσι να τρέξει το κακόν και να χαθεί από την Νήσον μας».




Γλωσσάρι
Στιβάλια, μπότες.
Αλατζιά, ποικιλόχρωμο ύφασμα του αργαλειού.
Βούρκα, ο σάκος του βοσκού.
Ματσούκα, το ρόπαλο του βοσκού.
Αγρέλια, σπαράγγια.
Περναριά, το φυτό πρίνος, το πουρνάρι.
Ως τρέχει ο ήλιος, καθώς δύει ο ήλιος.
Περνάριν, παιδική ασθένεια.
Σουρουπάτ κτλ., λέξεις αραβοπερσικές για γητειές.
Φύσαρρος, Φυσορρόος, λέξεις συνθηματικές, που λέγονται από γητευτή για εκδίωξη κάποιου κακού.








Ηλιοβασίλεμα (Λεμεσός, Αγία Βαρβάρα)

Posted by Picasa

14 Μαρ 2011

ΤΟ ΒΕΝΕΤΟ ΞΩΠΟΡΤΙ, διήγημα


Το Βένετο Ξωπόρτι

Tο σπίτι μας βλέπει στη θάλασσα του νότου και ο ήλιος το βλέπει ώσπου να βασιλέψει. Ρίχνει τις χρυσές αχτίνες του και οι τρεις μεγάλες καμάρες μπροστά προβάλλονται στους κάτασπρους τοίχους σαν ουρανοί, έτσι όπως τους ζωγραφίζαμε παιδιά στο σχολείο.

Μια μικρή πορτούλα ενώνει τα δυο μεγάλα δωμάτια. Ένα τρίτο χρησιμοποιείται ως αποθήκη, μα καμιά φορά φιλοξενεί κανένα ετοιμόγεννο από τα ζωντανά του σπιτιού. Και τα δυο δωμάτια έχουν το δικό τους τζάκι, μα τα χειμωνιάτικα βράδια ανάβει μόνο αυτό που είναι στο δωμάτιο με τη μεγάλη καμάρα. Είναι στη νότια γωνιά και στις δυο μεριές του είναι η σουβάντζα ―διπλή στα δεξιά― και πάνω αραδιασμένα πολλά μπουκάλια, άλλα κοντόχοντρα και άλλα με μακρύ λαιμό. Είναι ακόμα οι φίζες με το γλυκό και η λάμπα του πετρελαίου. Όταν δυναμώνει η φωτιά, φαίνονται στον τοίχο παράξενα χρώματα και σχήματα. Τρομεροί δράκοι ξεφυτρώνουν ανάμεσα από τα πολύχρωμα μπουκάλια και μάγισσες ή όμορφες βασιλοπούλες και άλογα, ανάλογα με το παραμύθι της γιαγιάς ή της γριάς γειτόνισσας. Πότε πότε, μένουμε σιωπηλοί και ακούμε τις δικές τους κουβέντες. Μιλούν για την Ελένη την προσφυγούλα. Η μικρή μου αδελφή επαναλαμβάνει τη λέξη «προσφυγούλα» και με κοιτάζει με απορία. Είναι ένα αληθινό παραμύθι, γιατί ο πατέρας μιλά αργά, με σοβαρότητα.

ΤΑ ΑΛΟΓΑ, ποίημα





Τὰ Ἄλογα


Πὲς γυρισμός...

Καὶ δύο ἄλογα
Θ΄ ἀνασηκώσουν τὸ κεφάλι
Καθὼς στὸ πεποικιλμένο τους ἅρμα
Γιὰ τὴν τελευταία του κατοικία
Ὁ Ἄρχοντας ταξιδεύει.

Καὶ στὴν ἀναγκαία τελετουργικὴ στάση
Μπροστὰ στὸν ὑψωμένο ζυγό, σπαραχτικὰ
Θὰ χλιμιντρίσουν γιὰ τελευταία φορὰ
Θὰ χτυπήσουν τὸ πόδι στὸν δρόμο δυνατὰ
Θὰ σκεπάσουν τὴν οἰμωγὴ τοῦ πλήθους
Καὶ θὰ προχωρήσουν.

Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οὔτε ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν
Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.

Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ΄ τὴ μοῖρα του
Οὔτε ἡ πόλη
Οὔτε ὁ Ἄρχοντας
Οὔτε καὶ τ΄ ἄλογα

Ἐδῶ θὰ μείνουν
Δίπλα στὴ θάλασσα
Δίπλα στὴν πόλη τους
Μὲ τὸ κεφάλι μπροστὰ ἐναγωνίως τανώντας
Τὰ γονατισμένα πόδια πασχίζοντας νὰ ορθώσουν
Ἕτοιμα γιὰ ἀναχώρηση

Ὣς ὀφείλουν νὰ εἶναι.




ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Τα άλογα, που βρέθηκαν στους τάφους της Σαλαμίνας της Κύπρου όπου οι μεγαλοπρεπείς νεκρώσιμες τελετές, περιλάμβαναν και θυσία αλόγων όπως ακριβώς στις κηδείες των ηρώων της Ιλιάδας. Παρατηρήθηκε και ταφή ζωντανών αλόγων. Βρέθηκε ο σκελετός ενός αλόγου που βρήκε το θάνατο σε μια αγωνιώδη στάση, με το λαιμό τεντωμένο και γονατιστά τα δύο μπροστινά του πόδια ενώ προσπαθεί να απελευθερωθεί. Ως ο πολύπαθος λαός της Κύπρου μέσα στους αιώνες. 


Κοντά στη Σαλαμίνα της Κύπρου, την Έγκωμη βρέθηκε ένα αγγείο που ονομάστηκε "κρατήρας του Διός" [αρχαιολογικό μουσείο, Λευκωσία] επάνω στο οποίο εικονίζεται μια επίσημη ανδρική μορφή που φορά ιερατικό χιτώνα και κρατά ζυγό. Η μορφή στέκεται μπροστά σε άρμα και πιστεύεται ότι είναι ο Ζεύς που κρατά τη "ζυγαριά της Μοίρας", εδώ με την έννοια του πεπρωμένου που κανείς δεν μπορεί ν' αποφύγει. 
ΕΔΩ





ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΜΕ ΛΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΠΟΥΚΑΛΙ



[Ν.Ν-Χ: Νεκρή φύση με λεμόνια, μπουκάλι και δίσκο, λάδι, 30Χ30, Συλλογή Χάρη Οικονόμου, Αραδίππου]

ΠΑΡΑΘΥΡΟ

13 Μαρ 2011

ΠΕΡΝΟΥΝ ΑΓΓΕΛΟΙ


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΥΛΛΟ ΣΥΚΗΣ

Posted by Picasa

ΔΕΝΤΡΟ ΣΕ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΦΛΕΓΕΙ, παστέλ





[Ν.Ν-Χ: Δέντρο σ'ένα τοπίο που φλέγει, παστέλ, 20Χ30 cm, ] 

ΠΑΡΑΛΙΑΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ


[ΝΝ-Χ: πριν πάω στη δουλειά  7:04, 30/01/08, ]
Posted by Picasa

ΒΟΤΣΑΛΑ


12 Μαρ 2011

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ








[Ν.Νικολάου-Χ : Προσωπογραφία, λάδι σε σπιρτόκουτο] 

ΧΑΡΑΚΩΜΑ, ποίημα


ΧΑΡΑΚΩΜΑ

Ο άνεμος στριφογυρνούσε μανιασμένα
Μέσα στους κλώνους της μικρής αμυγδαλιάς
Και τους λευκούς ανθούς σκορπούσε
Στα τέσσερα σημεία· καταχνιά!

Μολύβι ο ουρανός περνούσε
Χιλιάδες τ’ άνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι όσο χαμήλωνε αυτά ποθούσαν
Τη θέση τους να πάρουνε επάνω στα κλαδιά.

Ο άνεμος φυσούσε, έπιασε μπόρα
Και σαν τα δάκρυα άνθη και στάλες
Επάνω στο σώμα της αμυγδαλιάς κυλούσαν
Και φτάναν στα ριζά για να γεμίσουν
Σκαμμένο και με νούμερο αναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

ΕΔΩ

ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ


11 Μαρ 2011

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ




 [Ν.Νικολάου-Χ: Θαλασσογραφία, λάδι σε σπιρτόκουτο] 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, ποίημα


ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Στον βράχο του γιαλού κάθεται ο γλάρος
Και το πέλαγο αδιάφορα κοιτά
Με μάτια μισοκοιμισμένα και ξυπνά
Κάθε φορά που αρχίζει το τραγούδι της
Μια φραγκολίνα που μετρά ψωμιά
Κι όλο είκοσι τέσσερα τα βρίσκει.

Και καθώς του αρέσουν τα πλουμίδια της
Και  τ’ άλλα σημάδια που έχει στα φτερά της
Πιάνει κι αυτός σκοπό και σιγοτραγουδά:

Αφτοτζηνάρα του γιαλού
Τζιαὶ σμέρνα του πελάου
Δεν σου το λάλουν, μάνα μου
‘Πού λλόου μου, φυλάου.