26 Σεπ 2015

ΒΟΤΣΑΛΑ (ΙΙ)


Βότσαλα, βότσαλα, βότσαλα∙ άλλα χρωματιστά κι άλλα γκρίζα ή και μαύρα ακόμα σε μια απέραντη παραλία. Καθένα με τη δική του ομορφιά. Κάποια ούτε που φαίνονται καθώς το κύμα τα βυθίζει μέσα στην άμμο και κάποια άλλα μεγαλύτερα, με όμορφα και πολύπλοκα χρωματιστά σχέδια τα τοποθετεί στην επιφάνεια. Αυτά είναι που θα τραβήξουν το βλέμμα του μοναχικού περιπατητή, θα τα πάρει στην παλάμη του, θα τα χαϊδέψει, θα μιλήσει μαζί τους, θα τα αφήσει πιο κάτω, κάποια θα τα αγαπήσει πιο πολύ κι ίσως μάλιστα τα πάρει μαζί του. Όμως, είναι όλα τα βότσαλα μαζί που φτιάχνουν το υπέροχο ψηφιδωτό της παραλίας.

  

















23 Σεπ 2015

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;


ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Ένα από εκείνα τα μοναδικά και πολύ εντυ­πωσι­ακά δειλινά στα Βασιλικά, που ο ήλιος καθώς χά­νεται πίσω από τα πανύ­ψηλα κυπαρίσσια και τον ευκάλυπτο της αυλής χρωματίζει πορτο­καλο-κόκκινο τον ου­ρανό, έφτασε με το λε­ωφορείο τής γραμμής ο θείος Πέ­τρος, όπως συ­νήθιζε να κάνει τα τελευ­ταία χρόνια, κρατώ­ντας τη μικρή καφετιά βαλίτσα του στο ένα χέρι και στο άλλο το τι­μόνι τού ποδη­λάτου του. Ερχόταν κάθε καλο­καίρι κατά το τέλος τού Ιούλη και έμενε μαζί μας μια ή δυο βδομάδες, και πάντα έφερνε και το ποδή­λατο μαζί του∙ ήταν αναγκαίο για τις με­τακινή­σεις του στο χω­ριό, αλλά κυρίως γιατί επισκεπτό­ταν στο δι­πλανό χωριό τον αδελφό του και άλλους συγγε­νείς. Ήταν ένα πανέμορφο βυσ­σινί ποδή­λατο, λίγο πιο μικρό από τα κανο­νικά, με μα­λακή σέλα, κι έτσι καθώς γυρ­νού­σαν οι τροχοί, οι ακτίνες του άστραφταν στο φως τού ήλιου. Άστρα­φταν πά­ντα οι ακτίνες του, γιατί πολύ συ­χνά τις γυάλιζε με ένα κί­τρινο τετράγωνο μα­λακό ρούχο που είχε στο τσα­ντάκι του το κρε­μασμένο στο πίσω μέ­ρος τής σέλας. Μετά την τα­κτοποίησή του και τα τυπικά, δεν κά­θισε πολλή ώρα, έφυγε ανυπόμο­νος για το καφενείο, όπου περνούσε τις πιο πολ­λές ώρες του, για να συναντήσει τους φί­λους του, που είχε πολλούς μήνες να τους δει. 

Τον είδα την άλλη μέρα το πρωί. Καθώς έπινε τον καφέ του στον ηλιακό, μαζί με το μά­στρο, όπως αποκαλούσαν τον πατέρα μου, ξαφνικά μου είπε: «μεγάλωσες, δεν περί­μενα να σε δω τόσο ψηλό. Έλα μια στιγμή, είμαι περί­εργος να δω αν φτάνουν τα ποδάρια σου στα πετάλια». Και παίρνοντας ένα κλειδάκι από το τσαντάκι τής σέλας, τη χαμήλωσε. «Έλα», είπε ξανά, «το κρατάω, μη φοβάσαι». Τα πόδια μου πάτη­σαν στα πετάλια, μα δεν μπορούσαν ν’ ακουμπή­σουν στο έδαφος. Κατέβηκα και το κοί­ταζα σα χαζός, με τα χέρια αδέξια στις τσέ­πες. «Στα μέτρα σου», συνέχισε ο θείος Πέτρος. «Ξέρεις ποδήλατο;», είπε και το ακούμπησε στον τοίχο. Συ­νέχισε τον καφέ του, συμπληρώνοντας: «όσο είμαι εδώ, θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, αν ξέρεις».

Δεν ήξερα αν ξέρω. Πώς θα μάθαινα. Μ’ εκείνη την καμήλα την παλιοσακαράκα τού μά­στρου πώς θα μπορούσα να μάθω. Είχα βελ­τιώσει, βέβαια, τη μέθοδό μου, το δεξί μου πόδι το έβαζα τώρα στο δεξί πετάλι περνώντας το μέσα από το σκελετό και προσπαθούσα να ισορ­ροπήσω γέρνοντας αριστερά, κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι και το άλλο αγκαλιά με τη σέλα, μα τις πιο πολλές φορές νικούσε το βά­ρος τού ποδηλάτου κι έγερνα στα δεξιά. Τό­σες φορές που είχα πέσει, πώς και δεν τσάκισα κανένα ποδάρι, ένας Θεός το ξέρει.

«Με γεια το ποδήλατο μάστρε», είπε σε κά­ποια στιγμή, ρουφώντας τον καφέ του, παρατη­ρώντας τό ολοκαίνουργιο έλσουικ του πατέρα μου. «Ευχαριστώ», απάντησε ο πατέρας, «μα, τι μάρκα είναι το δικό σου;» του είπε, κοιτάζοντας ερευνητικά το βυσσινί ποδήλατο. «Είναι «άρμ­στρογκ», είπε ο θείος, «μόνο πε­ντέξι ήρθαν και είμαι ένας από τους τυχερούς ιδιοκτήτες».

«Ξέρεις πότε μαθαίνει κανένας ποδήλατο;», είπε πάλι ο πατέρας χαμογελώντας, και μετά από μια μικρή παύση που έκανε, για να δημιουρ­γήσει ενδιαφέρον στην ερώτησή του, έδωσε την απάντηση μοναχός του: «το ποδή­λατο πρέπει να το εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει άλ­λος τρόπος».

Δεν γνωρίζω αν αυτό που είπε, ήταν για μένα ή ήταν μια άσκοπη παρατήρηση που είπε, απλά για να πει κάτι. «Πολύ σωστά!», συνέχισε ο θείος, «να το εμπιστευτείς!», και τόνιζε συλ­λαβή τη συλλαβή.

Χτύπησε η καρδιά μου παράξενα. «Το ποδή­λατο, πρέπει, να-το-ε-μπι-στευ-τείς» επανέ­λαβα κι εγώ από μέσα μου. Μάλλον για μένα το είπε, σκέφτηκα. Τα λόγια του θείου, που είχε πει προηγουμένως, στριφογύριζαν στο μυαλό μου. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο εί­μαι εδώ». Ανάπνεα βαθιά κι η καρδιά μου χτυ­πούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις κα­μιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις», επανέ­λαβα από μέσα μου και, κλείνοντας τα μάτια, έβλεπα τον εαυτό μου να πετά στα σύννεφα. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις… Αν ξέρεις!». Η ανάσα μου έγινε ακόμα πιο βαριά, πήρα βαθιά αναπνοή, και μ’ έναν αστραπιαίο σάλτο, βρέθηκα καθισμέ­νος πάνω στη σέλα τού βυσσινί άρμστρογκ και ποδηλατούσα δυνατά στο δρομάκι που βγά­ζει στον κύριο δρόμο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Έκανα δυνατές πεταλιές, το ποδήλατο υπά­κουε στην επιθυμία μου, και μια αόρατη δύ­ναμη το κρατούσε όρθιο∙ πετούσα. Ένιωθα σαν τον Μεγαλέξανδρο στον Βουκεφάλα του. Η απόλυτη ευτυχία. Ένιωθα ότι είχα φτερά στους ώμους, ήμουν καβάλα σε έναν Πήγασο και πε­τούσα στα ουράνια. Έκανα αρκετές βόλτες, αλλά δεν άργησα∙ γύρισα και ακούμπησα το πο­δήλατο στον τοίχο. Αυτοί κουβέντιαζαν χω­ρίς να μου δίνουν σημασία. Δεν με ένοιαζε όμως, γιατί εγώ ήξερα πια ποδήλατο και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά από λίγο, ενώ συνέχιζαν να κουβεντιάζουν, έκανα το ίδιο. Πήρα ξανά το ποδήλατο, γιατί ήθελα μια επιβεβαίωση ότι δεν ονειρευόμουν. Ναι! Ήξερα ποδήλατο.

Όταν όμως είμαστε ευτυχισμένοι, οι μέρες περ­νούν πολύ γρήγορα. Και οι μέρες τής απόλυ­της ευτυχίας μου, περάσανε τόσο γρή­γορα, που απόρησα. Κάποια μέρα, πρωί πρωί, ο θείος ετοιμάστηκε για την επιστροφή του. Εκτός από την καφετιά βαλίτσα, θα έπαιρνε μαζί του κι ένα παραγεμισμένο καλάθι, σκεπα­σμένο και ραμμένο μ’ ένα άσπρο ρούχο, κι ένα μικρό κιβώτιο με προϊόντα από το περιβόλι μας και φρεσκοψημένο ψωμί. Εγώ ανέλαβα να μετα­φέρω το μικρό κιβώτιο μέχρι το βένετο ξω­πόρτι, όπου περιμέναμε όλοι μαζί, μέχρι να έρ­θει το λεωφορείο που δεν άργησε να φτάσει.

Ο θείος, αφού μας χαιρέτισε, μπήκε στο λεω­φορείο αφήνοντας στον οδηγό τη φροντίδα για την τοποθέτηση των αποσκευών του. Μό­λις ξεκίνησαν, κάτι θυμήθηκα. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο και γύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος προς το μέρος τού σπιτιού και το είδα. Καλά θυμήθηκα. Ήταν εκεί, ακουμπι­σμένο στον τοίχο, πίσω από τις καμάρες. Δεν έχασα καιρό, το λεωφορείο απομακρυνόταν κι εγώ έτρεχα ξωπίσω φωνάζοντας δυνατά, με όση δύναμη είχα: «θείε, θείε Πέτροοοοο, ξέχασες το ποδήλατοοοοο».

Αυτός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και απάντησε σχεδόν αμέσως: «το ποδήλατο εί­ναι πια δικό σου! Δικόοοοοοο σου!». Και αμέσως μετά έβγαλε το χέρι και χαιρετούσε, ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή τού δρόμου.


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "20 Διηγήματα", Κάρβας 2014]



22 Σεπ 2015

ΤΑ ΣΤΕΝΑ

Matisse, "Ευρώπη"


Τὰ Στενά

Τί γύρευε ὁ Βασιλιὰς σὲ τοῦτα τὰ στενά μου
Καὶ στρίμωξε τὸν στόλο του στὰ γαλανὰ νερά μου;


Σὲ λόφο πῆγε κι ἔκατσε σίγουρος γιὰ τὴ νίκη
Μὰ ἦρθε μεγάλη συμφορά∙ τὴν ἔζησε μὲ φρίκη

Καθήμενος στὸν θρόνο του πού ᾽φερε ἀπ᾽ τὴν Ἀσία
Μετά ποὺ σὲ ἀγνόησε σοφὴ Ἀρτεμισία

Καὶ πρὶν προλάβει νὰ σκεφτεῖ τὰ τρομερά του λάθη
Τριακόσια τὰ καράβια του ποὺ βούλιαξαν στὰ βάθη

Ἔφυγε γιὰ τὰ Σοῦσά του μ᾽ ἕνα σκυφτὸ κεφάλι
Κι ὁ στρατηγὸς ποὺ ἄφησε δὲν πῆρε μάχη ἄλλη

Χρόνια πολλὰ ἀργότερα γιὰ τούτη ἐδῶ τὴν πράξη
Πλήρωσε ἡ χώρα του ἀκριβὰ∙ ἅρπαγες νὰ διδάξει
                 *
Ἡ κόρη στὸ ταξίδι της πάνω στὸν ἄσπρο ταῦρο
Εἶναι πιὰ ἥλιος φωτεινὸς, σβήνει σκοτάδι μαῦρο.




[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, ανέκδοτο, υπό δοκιμασία]


21 Σεπ 2015

"ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ"

Ανδρέας Χαραλαμπίδης, σχέδιο με μαρκαδοράκι

"ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ"
ανάμνηση
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 [ανάρτηση μου στο facebook] 

Ήταν μια άλλη εποχή, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε. Πριν δεκαετίες, στη Λευκωσία. Κι ήταν ένα μαγαζάκι, εντός των τειχών -μάλλον επί των τειχών- που το όνομα του ήταν "έπεα πτερόεντα". Εκεί πήγαινε όλος ο καλός κόσμος, του θεάτρου, της λογοτεχνίας και γενικά των τεχνών και της διανόησης. Κάποτε σταματούσα κι εγώ, όχι γιατί ήμουν ή ένιωθα κάτι από αυτά που ανέφερα πιο πάνω. Μόνο για μια μπύρα. Πού όμως, να βρεις τραπεζάκι. Πάντα γεμάτο. Τότε επιτρεπόταν και το κάπνισμα. Κάποιο βράδυ, κάθισα στο μπαρ και δίπλα μου ήταν ένας πολύ καλός ζωγράφος από την Πάφο [εγώ τον τοποθετώ ανάμεσα στους καλύτερους μας όλων των εποχών, και ανάμεσα στους δύο καλύτερους εν ζωή] και μιλούσαμε για ζωγραφική. Απέναντι μου ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι με όμορφα μάτια και με κοίταζε επίμονα. Μπορεί και να κοιτούσε αφηρημένη στο κενό, δεν κατάλαβα, μα σάμπως κι εγώ ήμουν κάτι διαφορετικό; Κι εγώ ένα κενό ήμουνα. Όσοι έχουν χάσει το σπίτι τους, όσους έχει αγγίξει το ΄74 ναι, κάποτε νιώθουν έτσι. Έσπρωξα προς το μέρος του φίλου ζωγράφου ένα κομμάτι χαρτί που βρέθηκε μπροστά μου και του είπα: σε παρακαλώ ζωγράφισέ μου την. Θέλω να πάρω μαζί μου αυτό το πανέμορφο κορίτσι. Δεν μου χάλασε χατίρι...


20 Σεπ 2015

"ΠΕΡΑ ΒΡΕΧΕΙ"



«ΠΕΡΑ ΒΡΕΧΕΙ»

του

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[ανάρτηση μου στο facebook] 

Σήμερα: ώρα τρεις το απόγευμα. Στο «Presse café». Παίρνω μια εφημερίδα και βγαίνω στο εξωτερικό μέρος χωρίς να παραγγείλω γιατί περιμένω έναν φίλο που μόλις ήρθε από την Αθήνα. Ο κοινός μας φίλος Καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός μου στέλλει τον χαιρετισμό του με ένα βιβλίο. Στο τραπεζάκι που είναι μπροστά μου αριστερά είναι ένα νεαρός με σκουλαρίκι, απορροφημένος στο κινητό του. Έχει μια ελιά πάνω από το αριστερό του φρύδι. Είναι ακίνητος. Κινούνται μόνο τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Απέναντί του κάθεται μια μαυροφορεμένη. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της. Κάποτε γυρίζει το κεφάλι της λίγο προς τα δεξιά μα δεν μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία της, θά ΄λεγα όμως, πως είναι γιαγιά του. Δεν μιλάνε. Κάθε τόσο απολαμβάνει μια γουλιά απ΄τον καφέ που έχει μπροστά της, φέρνοντας το μικρό φλιτζανάκι που αχνίζει με αργή κίνηση του χεριού προς τα χείλη της. Ο ουρανός γίνεται ολοένα και πιο βαρύς. Σηκώνεται. Με αργά βήματα προχωρεί προς το διαφανές πλαστικό παράθυρο. Προσπαθεί να δει στο βάθος, ανάμεσα από μια σειρά πανύψηλα κυπαρίσσια, ανασηκώνοντας λίγο το σώμα στις μύτες των ποδιών της. Ο νεαρός ούτε που άλλαξε θέση. Αυτή κοιτάζει για λίγο ακόμα κι ύστερα γυρνά για να επιστρέψει στη θέση της. Τότε μου αποκαλύπτει την αριστερή πλευρά του προσώπου της: έχει μια ελιά πάνω από το αριστερό της φρύδι. Κάθεται. Λέει «στην Κερύνεια βρέχει». Ο νεαρός εξακολουθεί να κοιτάζει στο κινητό του και η μόνη κίνηση του προέρχεται από το δεξί του χέρι. Αυτή επαναλαμβάνει πιο δυνατά «στην Κερύνεια βρέχει». «Στην Κερύνεια βρέχει πολύ». Σιωπή. Ύστερα από λίγο μουρμούρισε κάτι ακόμα, που δεν μπόρεσα να καταλάβω…


18 Σεπ 2015

"ΒΙΒΛΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ"

Παρασκευή, 18 Σεπτεμβρίου 2015, 8:00 μ.μ.
Πρώτο Πρόγραμμα Ραδιοφώνου ΡΙΚ

με τη δημοσιογράφο
ΟΛΓΑ ΠΙΕΡΙΔΟΥ

Η ζεστή, κρυστάλλινη φωνή της δημοσιογράφου Όλγας Πιερίδου ακούγεται από το Πρώτο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του ΡΙΚ κάθε μεσημέρι, αλλά ακούγεται και από άλλες εκπομπές, και είναι όλες επιτυχημένες. Η επιτυχία της, εκτός της φωνής, δεν στηρίζεται σε πολύπλοκες συνταγές αλλά σε λίγα βασικά στοιχεία: την άριστη γνώση της γλώσσας της, τον κριτικό προβληματισμό της, και την ενημέρωση για τα θέματα που παρουσιάζει, αφιερώνοντας πολλές πολλές ώρες από τον ελεύθερο της χρόνο. 

Κάθε Παρασκευή, λοιπόν, στις 8 το βράδυ - τι δύσκολη ώρα - βγαίνει στον αέρα η «ΒΙΒΛΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ» της. Ένα πρόγραμμα που παρουσιάζει τους λογοτέχνες του τόπου και τα βιβλία τους. Το σημαντικό εδώ είναι ότι το πρόγραμμα αυτό είναι η ΠΡΟΣΦΟΡΑ της στους δύσκολους καιρούς που περνά η πατρίδας μας. Δεν υπάρχει αμοιβή. Υπάρχει μόνον η προσπάθεια της πληρέστερης ενημέρωσης για το θέμα της. Η θυσία του ελεύθερου χρόνου της για διάβασμα, τηλεφωνήματα, ηχογραφήσεις και μετά διορθώσεις στις ηχογραφήσεις, και μετά ακρόαση και μετά… και μετά… και δεν υπάρχει τέλος. Κάτι που μπορούν να πετύχουν μόνο οι δοσμένοι άνθρωποι. Και η Όλγα Πιερίδου είναι δοσμένη και ζει μόνο γι αυτό που κάνει με τόση αγάπη, και μας το προσφέρει.

Θα της πω, λοιπόν, ένα μεγάλο ευχαριστώ για την πρόσκληση [Θεέ μου πόσο άγχος νιώθω όταν βλέπω μικρόφωνα, ευτυχώς που η παρουσία της διορθώνει τα πάντα] και να της πω καλή συνέχεια στις εκπομπές της, και πάντα με επιτυχία.


ΕΔΩ

16 Σεπ 2015

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ


ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΝΑΚΑΡΙΑ

Καλοκαίρι του 1980. Έξι μόλις χρόνια από την τούρκικη εισβολή. Δεν είχαμε σταθεί στα πόδια μας από το βάρβαρο χτύπημα, και κάθε τόσο έρχονταν κι άλλα ύπουλα χτυπήματα που δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε. Η καταστροφή του τόπου συνεχιζόταν χωρίς σταματημό.

Μόλις είχα πάρει το καινούριο τεύχος του ΖΥΓΟΥ και η πληροφορία που διάβασα για την καταστροφή του ψηφιδωτού της εκκλησίας της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία με συγκλόνισε. Η βαρβαρότητα δεν είχε τέλος σ΄αυτό τον τόπο.  

Το απόγευμα πήγα στον Φοίβο και του έδειξα την καταγγελία του Δρος Βάσου Καραγιώργη.  Σε λίγο έφτασε και ο Θεοδόσης Νικολάου. Διάβασε θλιμμένος κι αυτός τη θλιβερή είδηση για την καταστροφή του ψηφιδωτού. 

Σε λίγες μέρες τυπώθηκε το τεύχος του "Κύκλου": Καταγγείλαμε κι εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις τη βαρβαρότητα.

Σήμερα μαθαίνω επέστρεψαν ακόμα τέσσερα κομμάτια του ψηφιδωτού μαζί με είκοσι κομμάτια από άλλους κλαπέντες θησαυρούς...

Έγραψα το ποίημα "Καρπασία", που κυκλοφόρησε το 1984 ως αυτόνομη χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου.
   
[Η καταγγελία του Δρος Καραγιώργη δημοσιεύτηκε στο Τεύχος του Ζυγού 42, Ιούλιος Αυγουστος 1980, σελ. 10,11]

------------------------------------------------------------------------

Καρπασία
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.

Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…

Προσπαθῶ νὰ ταιριάξω φωνήεντα
Στὰ ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθὼς στὸν ἥλιο διάπλατα
Ἡ μάνα ψιθυρίζοντας
Τὸ σπίτι ἀνοίγει.

Στὴν πρωινὴ καταχνιὰ
Τριάστρι, Ποαλέτρικα καὶ ἄλλοι ἀστερισμοὶ
Δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τὴ σκιά μας ἀνάμεσα στὰ καπνόφυτα
Μὲ τὴν πίσσα στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα μας
Ἀποχωρίζουμε τσὰκ τσὰκ τὰ νοτισμένα φύλλα
Κι ἐνῶ τὸ χρυσαφὶ ρουφάει τὸ πράσινο
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
Καὶ οἱ μακριὲς αὐλακιὲς
Μικραίνουν στὸ μέτωπο τοῦ πατέρα
Μετρώντας τον μὲ κοντάρια.

Μὰ ἕνας ρόδακας
Ὁλοένα γυρίζει μιὰ μπροστὰ καὶ μιὰ πίσω
Ἐπιστρέφοντας εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Καὶ δείχνοντας τὶς ἄλλες
Ποὺ συνθέτουν οἱ μέρες ποὺ θά ᾿ρθουν.

Ἂς ἀρχίσει λοιπὸν ὁ ἀγῶνας
Κι ἂς μὴν εἶναι διὰ τὴν δόξαν
Ἂς εἶναι γιὰ τὰ καπνολούλουδα
Καὶ τὶς σκορπισμένες ψηφίδες
Τῆς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.

["Διθαλάσσου", Κάρβας 2012] 


Χαρακτικό του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, η βυζαντινίζουσα γραφή είναι του Θεοδόση Νικολάου 

Κείμενο καταγγελίας που είχε ετοιμάσει ο Φοίβος Σταυρίδης

Η Παναγία η Κανακαρία, σχέδιο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ





Το εξώφυλλο του περιοδικού ΖΥΓΟΣ


Η καταγγελία του Δρος Βάσου Καραγιώργη στον ΖΥΓΟ

Φωτογραφία που συνόδευε την καταγγελία Καραγιώργη


15 Σεπ 2015

ΥΛΑΓΙΑΛΗ


Μια έκπληξη από τις Αθηναϊκές {Σελίδες}
 και πολλές ευχές: ζήτω το βιβλίο 






Η ΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
και ακούστε εμπνευσμένες
μουσικές συνθέσεις
για την Υλαγιαλή
ΕΔΩ


2 Σεπ 2015

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ




από την ανέκδοτη ποιητική σύνθεση
 του 
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
 Ύδατα Υδάτων, δελτία θυέλλης

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Ἀνοίγω τὴν ἀγκάλη μου σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
Ἀρώματα θαλασσινὰ τριγύρω νὰ σκορπίσει

Ἀνοίγω τὴν ἀγκάλη μου σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
Ροδόσταμο στὸν κόρφο σου τὸ σῶμα νὰ δροσίσει

Μύρια στολίδια βότσαλα στὰ πόδια σου ἀφήνω
Νὰ λάμπουνε στὸ σῶμά σου∙ κι ἐγὼ ἀφρὸς θὰ γίνω

Λευκὸς ἀφρὸς νὰ πολεμᾶ τὴ λαύρα σου νὰ σβήσει
Κι ἀπὸ τὸ συναπάντημα κόκκους χρυσοὺς ν᾽ ἀφήσει

Κάθε φιλὶ ποὺ κλέβεται κόκκος κυλᾶ στὸ χῶμα
Καὶ λάμπει σὲ διάδημα στ᾽ ἀγαπημένο σῶμα

Ὅσα ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανὸς τόσα φιλιὰ σοῦ δίνω
Τραγούδι πολυφλοίσβοιο κι ἀρώματα ἀπὸ κρίνο

Μᾶς βλέπουνε ἀπὸ ψηλὰ ποὺ σὲ φιλῶ στὸ στόμα
Πέφτουνε μέσα στὰ μαλλιὰ στὸ μελιχρό σου σῶμα

Λένε τραγούδι ἐρωτικὸ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου
Παίρνουν φωτιὰ καὶ καίγονται καὶ πέφτουνε ἐμπρός μου

Σὲ ρίζα βράχου χάνομαι ζεῖς πιὰ μὲ τὸν παλμό μου
Οἱ λυγαριὲς θροΐζουνε τὸν ἀναστεναγμό μου 

Σοῦ δίνω ἁλάτινα φιλιὰ μὲ γεύση ἀπὸ μέλι
Μοῦ δίνεις χιόνινο νερὸ ποὺ πίνουν ἀρχαγγέλοι

Μοῦ ρίχνεις πράσινα μαλλιὰ στὰ γαλανὰ νερά μου
Κι ἐγὼ σοῦ τραγουδῶ πικρὰ τὰ πάθη τοῦ ἔρωτά μου
                                
Κι ὅταν βουρκώνει ὁ οὐρανὸς ταράζομαι, θυμώνω
Ποτάμια δάκρυα πικρὰ χρόνια πολλὰ μαζώνω

Ἐδῶ φυσᾶ ὁ Ζέφυρος, ὁ Κάρβας, ὁ Ἀπηλιώτης
Κι ἀπὸ ψηλὰ χαμογελᾶ ὁ ἥλιος φωτοδότης

Ἐκεῖ λυσσομανᾶ Βοριᾶς καὶ σειέται ὅλη ἡ πλάση
Στέκεται ὁ ἥλιος σκεφτικὸς ἡ μπόρα νὰ κοπάσει

Γλυκοχαράζει στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ζερβὰ νυχτώνει
Λαγγεύω καὶ σπαγιάζουμαι μέχρι ποὺ ξημερώνει.



Παγγαία

Κάποτε ἤμουνα παιδὶ τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσα
Πάλευα μὲ τὰ σύννεφα∙ στὰ χέρια μου κρατοῦσα
Φωτιὰ καὶ λάβα ἄσβεστη∙ στὸ σῶμά μου κυλοῦσε
Καὶ τάραζε τὰ στήθη μου∙ τὸ σπλάχνο μου πονοῦσε

Τὸ λυγερὸ κορμάκι μου χωρίστηκε στὰ δύο
Μὰ πάλι ξαναπλάστηκα∙ τὰ χέρια μου τανύω
Καὶ σ᾽ ἀγκαλιάζω δυνατά∙ ἁπλώνω χίλια χέρια
Ποὺ φτερουγίζουν σὰν πουλιὰ σὰν ἄσπρα περιστέρια

Ἐπάνω στὸ κορμάκι μου ποτάμια μεθυσμένα
Τρέχουνε γάργαρα νερά∙ καὶ φέρνουνε σὲ σένα
Νάματα κι ἔρωτα μαζὶ μυστήρια καὶ πάθη
Τὸ σῶμά μου σ᾽ ἀναζητᾶ ρωτᾶ θέλει νὰ μάθει

Σ᾽ ἀναζητῶ καὶ σὲ ποθῶ στὴν ἀγκαλιά μου πέσε
Ἐπάνω στὸ ζεστὸ κορμὶ καὶ μὴν ἀνακαλιέσαι

Θέλω μὲ χέρια δυνατὰ νὰ μὲ σφιχταγκαλιάσεις
Κι ἕνα αἰώνιο φιλὶ πανάξια θὰ χορτάσεις

Χωρὶς ἐσένα ἐγὼ δὲν ζῶ πιάνομαι σὲ πλοκάμι
Βγάζω ἀπ᾽ τὰ σπλάχνα κάρβουνο κατάμαυρο κατράμι

Τὸ μαῦρο φόρεμα φορῶ κλαίω κι ἀναστενάζω
Καὶ στὸν γαλάζιο σου βυθὸ τὴ λύπη μου τὴ στάζω

Μαῦρο τρέχει τὸ αἷμά μου σκορπᾶ παντοῦ τὸν πόνο
Ὕστερα πράσινο φορῶ γιὰ τὴ ζωὴ πεισμώνω

Μὴ σταματᾶς τὸ χάδι σου καὶ διῶξέ μου τὸν πόνο
Δῶσ᾽ μου ἀμέτρητα φιλιὰ κι ἀμέσως ξανανιώνω

Φυσᾶ Βοριᾶς φυσᾶ Νοτιᾶς φυσᾶ καὶ συννεφιάζει
Σοῦ στέλλω χιόνινο νερὸ ἀπ᾽ τοὺς μαστοὺς ποὺ στάζει.



Διάλογος
                            
Ἐσεῖς ποὺ ζεῖτε στὰ βουνὰ ἀφῆστε τὰ κοπὰδια
Τὸ κρύο κόκκαλα τρυπᾶ μὰ ἐγὼ σᾶς δίνω χάδια

Σὰν τί μᾶς θέλεις θάλασσα καὶ μᾶς καλεῖς κοντά σου;
Τὸ γάλα μας καὶ τὸ μαλλὶ νὰ χάσουμε φαντάσου

Ἐλᾶτε ᾽δῶ στὰ χαμηλὰ κι ἀκοῦστε ὑμνωδίες
Τραγούδια τῶν βοτσάλων μου κυμάτων μελωδίες

Γαλανομάτα θάλασσα ποθεῖς νὰ μᾶς πλανέψεις
Τραγούδια ἐμεῖς δὲν θέλουμε χοροὺς νὰ μᾶς χορέψεις

Ἐλᾶτε μὴ διστάζετε ἐδῶ ὁ ἥλιος καίει
Κι ὁ ἄνεμος παραμυθὰς πάντα γελᾶ καὶ κλαίει

Μ᾽ ὁλόγλυκο σιτόμελο στὸν τόπο μας μεθοῦμε
Ἔστω κι ἂν μὲς στὴ χειμωνιὰ τὰ πάνδεινα τραβοῦμε

Ἐλᾶτε στὴν ἀγκάλη μου καὶ μὲ κρασὶ μεθῦστε
Κι ὅλες τὶς πίκρες τῆς ζωῆς μὲς στὸν βυθὸ βυθίστε

Τὸ κρύο στὰ ψηλὰ βουνὰ τὰ κόκκαλα τσακίζει
Φτάνουμε ᾽κεῖ ποὺ ἡ δροσιὰ τὰ μάτια μας δροσίζει

Τῶν δελφινιῶν πετάγματα πρώτη φορὰ θὰ δεῖτε
Στοῦ ἥλιου τὸ ἀγκάλιασμα ἄφοβα νὰ δοθεῖτε

Τὸν ἥλιο δὲν φοβόμαστε οὔτε καὶ τὰ σκοτάδια
Μὰ πάλι, ἂν σπίτια χάσουμε, μένει ἡ καρδιά μας ἄδεια

Θά ᾽χετε σπίτι στὸ νερὸ γιὰ μακρινὰ ταξίδια
Στὸ διάβα του οἱ ἄνεμοι θὰ παίζουνε παιχνίδια

Καὶ ποιός γνωρίζει ποῦ τραβᾶ τὸ ξύλινο τὸ σπίτι
Ἐμεῖς δὲν ξεμακραίνουμε ζοῦμε σὰν τὸν σπουργίτη

Τριάντα δυὸ λεβέντες μου τὸ πᾶνε ὅπου θέλει
Κι ἂν τὸ νερὸ διψάσετε, πιεῖτε θαλασσομέλι.



Τὸ Ταξίδι

Ἔλαμψε πάλι ἡ χρυσαυγὴ χάθηκε τὸ σκοτάδι
Ὁ κόσμος λούστηκε στὸ φῶς ζεστὸ τοῦ ἥλιου χάδι
Στέκονται νέοι στὴ σειρὰ φορᾶνε δαχτυλίδι
Σημάδι ἀποχωρισμοῦ γιὰ μακρινὸ ταξίδι
Σέβονται τὴν ἀπόφαση ποὺ ἡ πόλη ἔχει λάβει
Ἦρθε στιγμὴ σημαδιακὴ νὰ μποῦνε σὲ καράβι.
Κανεὶς δὲν ξέρει τὸν καιρὸ μόνο ὁ Θεὸς τὸν ξέρει
Θυσία τοῦ προσφέρουνε τύχη καλὴ νὰ φέρει
Μ᾽ ἕνα καράβι τολμηρό καὶ στὴν καρδιά ἐλπίδα
Θὰ ταξιδέψουν μακριὰ στὴ νέα τους πατρίδα
Καράβι φεύγει μὲ τοὺς νιοὺς κι ἀφήνει πονεμένη
Μάνα ποὺ κλαίει τὸ παιδὶ καὶ πάντα τὸ προσμένει.

Ποιός εἶπε πὼς τὸ σῶμά μου εἶναι μιὰ λίμνη λάδι
Κάποτε εἶμαι μάγισσα στὰ βάθη μου σκοτάδι
Καὶ τραγουδῶ βράδυ πρωὶ ἁλάτι τοὺς ποτίζω
Κι ἂν βροῦν πατρίδα σώζονται πίσω δὲν τοὺς γυρίζω.


[από την ανέκδοτη ποιητική σύνθεσή μου Ύδατα Υδάτων, δελτία θυέλλης]




ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρὶν ἀπὸ πολλὰ ἑκατομμύρια χρόνια, στὴν επιφάνεια τοῦ πλανήτη ὑπῆρξε ἡ πρωτοήπειρος Παγγαία ποὺ περιβαλλόταν ἀπὸ τὴν Πανθάλασσα. Ἕνας μεγάλος ὠκεανός, ἡ Τηθύς, ἄρχισε σιγὰ - σιγὰ νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ χωρίζει στὰ δύο τὴν Παγγαία. Ἡ ἀέναη κίνηση στὸ ἐσωτερικὸ τῆς γῆς δημιούργησε καταβυθίσεις, σεισμοὺς καὶ ἡφαίστεια κι οἱ πλάκες ἄρχισαν νὰ μετακινοῦνται καὶ νὰ σχηματίζουν τὶς ἠπείρους. Ἕνα κομμάτι θάλασσας - ἡ Μεσόγειος - ἀπομονώθηκε καὶ γύρω της δημιουργήθηκαν βουνὰ ὃπως τὰ Πυρηναῖα, οἱ Ἄλπεις, ἡ Πίνδος, ὁ Ταῦρος καὶ ἄλλα. Ἡ Κύπρος πρὶν ἀπὸ ἐνενῆντα ἑκατομμύρια χρόνια σχηματίστηκε ὡς ὀφιόλιθος στὴ βάση τοῦ ἀρχέγονου ὠκεανοῦ ἀπὸ τὴν ἐξερχόμενη μάζα λάβας. Ἡ σύγκρουση τῆς Ἀφρικανικῆς μὲ τὴν Εὐρασιατικὴ πλάκα ἄρχισε νὰ ἀνυψώνει αὐτὰ τὰ πλουτώνια πετρώματα ποὺ φάνηκαν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας ὡς ἕνα νησὶ πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε ἑκατομμύρια χρόνια. Ἦταν τὸ Τρόοδος, ποὺ μαζί του ἀναδύθηκε καὶ ἡ Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ (ποὺ πολὺ πρὶν ἦταν ἕνας κοραλλιογενὴς ὕφαλος). Πρὶν ἀπὸ δέκα ἑκατομμύρια χρόνια εἶχε ἀποκαλυφθεῖ καὶ ὁ Πενταδάκτυλος λόγω τῆς ἀνύψωσης τῆς Εὐρασιατικῆς πλάκας. Στὴ συνέχεια, οἱ διάφορες προσχώσεις ἔδωσαν τὸ σημερινό της σχῆμα ποὺ ὁλοκληρώθηκε πρὶν μισὸ ἑκατομμύριο χρόνια. Ἡ Μεσόγειος καὶ ὁ περίγυρός της ἔμελλε νὰ καταστεῖ ἡ κοιτίδα τῶν μεγάλων πολιτισμῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων συγκρούσεων.