2 Φεβ 2025

Ο ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ
Το ιστορικό μυθιστόρημα 
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
[Σήμερα 2 του Φλεβάρη 2025, στην εφημερίδα "ο Φιλελεύθερος", ελεύθερα, σ.59]

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ συναντά το ιστορικό μυθιστόρημά μου.

Στην ξεχασμένη Κύπρο του χθες, τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς στο νησί μας και ο ταλαιπωρημένος λαός ανάσανε κάπως ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, μάς ταξιδεύει με τη λογοτεχνική γραφή και τη μαστορική του αφήγηση ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το μυθιστόρημά του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», πρώτο στη μακρά, γόνιμη παρουσία του στην πνευματική δημιουργία, με διηγήματα (Κρατικό Βραβείο 2003), ποίηση, βιβλιογραφίες, εργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα).

Πρόκειται για ένα σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα που ως μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας ανθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν του λογοτεχνικού ταλέντου, το είδος αυτό απαιτεί ενδελεχή έρευνα, μελέτη αρχείων, συλλογή πληροφοριών από μαρτυρίες, κοινωνική και οικογενειακή παράδοση, προσωπική γνώση και μνήμη. Δηλώνω προσωπικά μεγάλη προτίμηση στο λογοτεχνικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το γνώρισα από σειρά βιβλίων των διακεκριμένων λογοτεχνών Ρέας Γαλανάκη («Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», «Αμίλητα, βαθιά νερά»), Νίκου Θέμελη («Ανατροπή», «Αναζήτηση», «Αναλαμπή») και Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ»,«Εράν», «Ουρανόπετρα»).

Σ’ αυτήν την κατηγορία κατατάσσεται επαξίως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το υπό αναφορά μυθιστόρημά του. Όπως ομολογεί ο ίδιος στο πολύ χρήσιμο «Επιμύθιον» τού βιβλίου του, «καθώς σε μια γωνιά του σκληρού δίσκου του μυαλού μου μαζεύτηκαν πληροφορίες δεκαετιών, άρχισα να συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής, με στόχο να μάθω όλη την ιστορία και αν ήταν δυνατό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας».

Κάτι που πετυχαίνει απόλυτα, με ένα συνθετικό αφήγημα που συνιστά πατριδογνωσία (κι ας μην παρεξηγείται ο όρος), αυτογνωσία, αναβίωση τόπων, ονομάτων, συνηθειών, ύφους και ήθους των παππούδων και προπαππούδων μας, σε μια Κύπρο παραμελημένη, με ένα λαό που, ύστερα από αιώνων ανελεύθερου βίου κάτω από ξένους κατακτητές, αναζητεί και ονειρεύεται καλύτερες μέρες. Αφήγημα που έχει και χαρακτήρα προσωπικό και εξομολογητικό για τον συγγραφέα, καθώς πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις 250 τόσες σελίδες του ανήκουν στο οικογενειακό του δέντρο. Ομολογεί: «Βρέθηκα μπροστά σε διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες, που για πρώτη φορά γνώριζα και με συγκλόνιζαν. Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο στις περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους. Κρατήθηκαν τα πραγματικά ονόματα των προσώπων, εκτός από το όνομα της Αρκοντούς, του παράνομου έρωτα του Παπαγιάννη, και κάποιες περιπτώσεις όπου δεν διασώθηκαν τα ονόματα».

Στέκομαι στην ερωτική αυτή σχέση του ιερωμένου, ο οποίος έχασε την όμορφη σύζυγό του Ρουμπίνη που υπεραγαπούσε, μετά που γέννησε το πρώτο τους παιδί, για να αναδείξω μιαν άλλη αρετή, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που αφορά στη διακριτικότητα με την οποία ο συγγραφέας την περιγράφει, γεγονός που φανερώνει σεβασμό και κατανόηση προς τον τραγικό ήρωά του. Αυτό θα εκφραστεί πότε με τρεις απλές τελείες και πότε με περίτεχνη, εκλεπτυσμένη περιγραφή: «Του φάνηκε τόσο γλυκιά και όμορφη στο αμυδρό φως του λυχναριού. Στη μύτη του ήρθε η έντονη μυρωδιά της κάνναβης, ακούμπησε το λυχνάρι στο βαρέλι κι όπως ήτανε οι δυο τους γονατισμένοι την αγκάλιασε κι έγειραν επάνω στις καναβίτσες, που ήταν στρωμένες δίπλα τους. Αχ! αυτές οι καινούργιες καναβίτσες είχαν ένα πολύ ηδονικό βαρύ άρωμα, που τους έφερε ζάλη…».

Οι Εγγλέζοι φτάνουν στο νησί

Το κουβάρι της συναρπαστικής αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται στο 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη των νέων αφεντάδων της Κύπρου, και ο Θοδωρής θα σχολιάσει με σιγουριά στον Παπαγιάννη, κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος, πως «τώρα που ήρταν οι Εγγλέζοι θα αλλάξουν τα πράματα, δείχνουν ενδιαφέρον. Είναι πολιτισμένοι και θα μας ακούσουν. Οι Τούρκοι δεν γνοιάζονταν για τέτοια θέματα, τρακόσια χρόνια δεν έκαναν τίποτε». Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, θα κινηθούμε σε χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, τα Βασιλικά (Βασίλι, χωριό καταγωγής του) δίπλα στην Παναγία την Κανακαριά, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, στο Μπογάζι και το Τρίκωμο (το μεγαλοχώρι για τη μεγάλη δίκη που αποκαλύπτει πολλά), Γιαλούσα, Ριζοκάρπασο κι όλη την Καρπασία ώς το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Και φυσικά το Βαρώσι. Μέσα από τις ασχολίες των ηρώων, ανθρώπων δεμένων με την πλούσια σε ιστορία γη και τα ζώα τους, θα ξανακούσουμε το τακ τακ τ’ αλακατιού, καθώς το μουλάρι με τις μεγάλες πέτσινες παρωπίδες το γυρίζει για να βγάλει νερό από τον λάκκο. Θα σεργιανίσουμε στα πανηγύρια με τους πραματευτάδες και στο ζωοπάζαρο. Θα ακούσουμε ξεχασμένα ονόματα γεωργικών εργαλείων και αντικειμένων του σπιτιού, τα ζίβανα και τα καζάνια που έβγαζαν την απαραίτητη ρατζή. Το καματερό για το μετάξι, το δουλάππι και τον αργαλειό. Όλη η χαμένη στο βάθος του χρόνου Κύπρος περνά κινηματογραφικά από τις σελίδες του βιβλίου.\

Ο συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης, απαραίτητο στοιχείο για κάθε μυθιστόρημα, η πλοκή εξελίσσεται κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλώσσα του, χωρίς περιττά φτιασίδια, πλούσια, ζωντανή. Στοιχείο αξιοπρόσεκτο και η χρήση της καθαρεύουσας εκεί που πρέπει. Με κεντρικό πρόσωπο τον Παπαγιάννη, προσωπικότητα ηγετική και πληθωρική, μπροστάρη για να κτιστεί στο χωριό εκκλησία και σχολείο, που ήξερε κόσμο, που περνούσε ο λόγος του και «καθάριζε» για πολλούς. Που ύψωνε ανάστημα στους Τούρκους, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν πως η κυριαρχία τους τέλειωσε. Που είχε δική του γνώμη και άποψη, για την οποία πλήρωσε ακριβά, καθώς αποκλήθηκε προδότης της πατρίδας και Ιούδας Ισκαριώτης. Όλα αυτά, όταν με την αγγλική διοίκηση παρουσιάστηκαν τα πρώτα δειλά ψήγματα πολιτικής εκπροσώπησης στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ή στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, εμφανίστηκαν και οι γνωστές παθογένειες της φυλής, ίντριγκες και ραδιουργίες, μίσος και διχόνοια, απειλές, απροκάλυπτοι εκβιασμοί, εκδίκηση. Κοντά σ’ αυτά, σε χαμηλούς ομολογουμένως τόνους, υφέρπει και εκδηλώνεται ο πόθος για εθνική ολοκλήρωση, συμπυκνωμένος στη λέξη Ένωση.

Η ιστορία εξελίσσεται χρονικά ώς τις αρχές του 1922, αφού ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, με γάμους, γεννητούρια και θανάτους, ξενιτεμούς για καλύτερη ζωή, χαρές και λύπες, σε μια περιρρέουσα αλλοτινής εποχής. Προζύμι έτοιμο, θεωρώ, για μια τηλεοπτική μίνι σειρά εποχής. Στη σημαδιακή χρονιά του 1922, η Ιστορική αφήγηση κάνει απλώς μια στάση, καθώς ο συγγραφέας προαναγγέλλει πως: «Μετά τον θάνατο των δύο προγόνων μου η ζωή δεν σταμάτησε φυσικά. Από τότε έχουν συμβεί συνταρακτικά πράγματα στην οικογένεια, στην πατρίδα: Τα Οκτωβριανά, η Διασκεπτική Συνέλευση, ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄55 και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί. Τα γεγονότα όμως αυτά αποτελούν το θέμα ενός άλλου βιβλίου, που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, αν και μερικά από αυτά, κυρίως όσα αναφέρονται στην εισβολή, έχουν περάσει ήδη στα εκδομένα διηγήματα και την ποίησή μου».

«Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Αποκτήστε το, διαβάστε το, γιατί αξίζει.


 

30 Ιαν 2025

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


Πήρα το πιο κάτω σχόλιο από τον Κώστα Σερέζη από την Αθήνα. Δεν έχει τη μορφή και το χαρακτήρα άρθρου με σκοπό να δημοσιευτεί, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, μια και είναι γραμμένο σε ουδέτερο ύφος. Προοριζόταν για μένα και για μερικούς κοινούς φίλους, όπως μου έγραψε, γι’ αυτό και περιέχει πολλά προσωπικά στοιχεία που έχουν σχέση με την κατάσταση της υγείας του αυτή την εποχή. Μου άρεσε η προσέγγισή του στο βιβλίο μου και παρά τα προσωπικά στοιχεία που περιλαμβάνει ζήτησα την άδειά του να το αναρτήσω εδώ, αφαιρώντας ό,τι δεν θα ήθελε να δημοσιοποιηθεί. Μου απάντησε ότι τίποτε δεν τον ενοχλεί και ανέφερε τη γνωστή φράση του Ισοκράτη “κοινή γαρ η τύχη…”. Στο δε εισαγωγικό του σημείωμα με το οποίο συνόδευσε το σχόλιο που μου έστειλε, ανέφερε, μεταξύ άλλων: Σου το γράφω για να σου τονίσω ότι έχω αποσυντονιστεί πλήρως, και υπ’ αυτές τις συνθήκες έγινε η ανάγνωση του βιβλίου σου και το σχόλιό μου. 


"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"
 μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Στιγμιαίες εντυπώσεις
του Κώστα Σερέζη, σε τόνο προσωπικό.


Η πρώτη εντύπωση όπως την αποκόμισα κάτω από ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες θεωρώ ότι είναι ενδεικτική της δύναμης που περικλείει αυτό το μυθιστόρημα.

Υπό το βάρος, λοιπόν, κάποιων προβλημάτων τα οποία μάλλον ψυχολογικά επιδρούν στον εαυτό μου, βρέθηκα κάποια ώρα ενός πρωινού να μην έχω τι να κάνω, όσο κι αν αυτό, ακόμη και σε μένα, ακούγεται περίεργα. Μερικά από τα στοιχεία που με έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση ήταν ο πόνος από την ισχιαλγία που μου προέκυψε τον τελευταίο καιρό, το γεγονός ότι ήμουν μακριά από τον υπολογιστή μου, όπου υπήρχαν οι απαρχές κάποιων κειμένων στα οποία η εκκρεμότητα για την ολοκλήρωσή τους ήταν ένα καρφί επείγουσας αναμονής, όπως σε αναστολή είχε τεθεί και η παντός είδους ενημέρωσή μου πάνω στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και στις δυο πατρίδες, όπως και στις ειδήσεις στη διεθνή τους διάσταση, κάτι που ανελλιπώς και από ανάγκη τηρώ καθημερινά. Το διαλειμματικό αυτό κενό προέκυψε από το γεγονός ότι η κυρία Αφροδίτη που φροντίζει τη λάτρα του σπιτιού μας ήταν στο υπνοδωμάτιό μου για να το φέρει σε τάξη, κάτι που κάνει κάθε Σάββατο. Στην κουζίνα, λοιπόν, μετά το πρόγευμα, χωρίς καφέ που δεν τον συνηθίζω, δεν ήξερα τι να κάνω. Επέλεξα τότε να διαβάσω ένα βιβλίο από τα πολλά που πήρα ως τιμητική προσφορά από τους συγγραφείς τους, προς τους οποίους νιώθω την ηθική υποχρέωση να γράψω δυο λόγια με τρόπο που να φανεί ότι διάβασα πράγματι τα έργα τους. Πράξη χρονοβόρα βέβαια, αλλά αυτονόητης, αν μήτι άλλο, ευγενικής ανταπόκρισης. Το βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ  "Όταν σωπάσαν τα πουλιά". Ενός φίλου συγγραφέα και ποιητή, με τον οποίον η προσέγγιση προέκυψε, μεταξύ άλλων, από την τάση που έχουμε και οι δυο να αγαπάμε τα ωραία πράγματα, να μην αγνοούμε αλλά να στεκόμαστε στη λεπτομέρεια, όταν είναι ενδεικτική μιας αλήθειας, και να μην είμαστε αγνώμονες προς εκείνους που πάσχισαν με τη ζωή και τη δράση τους να υπηρετήσουν τον τόπο, όποια λάθη κι αν έχουν κάνει. Γιατί το λάθος είναι ανθρώπινο, το εσκεμμένο λάθος και  η παθιασμένη απερισκεψία σε βάρος του κοινωνικού συνόλου είναι πράξεις απάνθρωπες, προς τις οποίες η απέχθεια και το “κατηγορώ” είναι αντιδράσεις ακόμη και των απλών ανθρώπων που νιώθουν ότι έχουν ευθύνη προς τον εαυτό τους πρωτίστως, ευθύνη επιβεβλημένη από ένα, περίεργης υφής, καθήκον. Επιπλέον ο Νίκος με την ιδιότητα του σπουδαγμένου μαθηματικού όλα αυτά τα κάνει με τη συνέπεια και την τελειότητα που το αριθμητικό απόλυτο επιβάλλει.

Ο χρόνος που είχα διαθέσιμος μου επέτρεψε να διαβάσω το πρώτο μέρος που εκτείνεται σε 44 σελίδες του έργου του. Η δόκιμη γλώσσα του, όπου το μέτρο είναι κανόνας με την πεζότητα της καθημερινότητας που περιγράφει να μην της αποστερεί μια κάποια δόση λυρικής διάστασης· ενισχύει από την άλλη μια γοητευτικότητα στην ανέλιξη του μύθου που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα του 1879 και μετά, με φόντο την ιστορική αλλαγή που επήλθε ένα χρόνο πριν, με την διακυβέρνηση του τόπου από τους Βρετανούς. Γεωγραφικός χώρος η χερσόνησος της Καρπασίας και τα χωριά της με τα πρωτότυπα ελληνικά ονόματα, που χρωματίζεται από πολλές απόψεις με ιμπρεσιονιστικούς χαρακτηρισμούς, μια πειστική αναβίωση ενός τόπου που περιγράφεται με μια αίσθηση ονείρου, με τρόπο που αποδίδει αφηγηματικά κάτι σαν τον αέρα αιγαιοπελαγίτικου χώρου, όπως όντως εκπέμπει η ακριτική αυτή περιοχή της Κύπρου στην νησιωτική άκρη της Ανατολικής Μεσογείου. Ο καμβάς του μύθου περιστρέφεται γύρω από  έναν ιερέα που συναντά Βρετανούς ταξιδιώτες ενώ η αφοσιωμένη και όμορφη γυναίκα του πρόκειται να φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Τη χάνει με τρόπο οδυνηρό στη γέννα. Οι κοινωνικές συνθήκες είναι κι αυτές δηλωτικές της αξίας του βιβλίου. Απανωτές οι εξελίξεις, καθηλωτικές όχι με τη συνταγή της αστυνομικής περιπέτειας αλλά με την αίσθηση που δημιουργεί το αληθινό και το προσγειωμένο που έχει τη χάρη του ανεξήγητου και μοναδικού.

Από κει και πέρα η μέρα μου κύλησε φορτωμένη με πολλά, όπως πάντα, που με κρατούν όμως σε εγρήγορση. Και επιπλέον επίσκεψη στη φυσικοθεραπεύτρια αρχές της οδού Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, με την απεργία των ταξί, μια και αποφεύγω να οδηγώ στην κατάσταση που βρίσκομαι, να κάνουν περιπετειώδη την εκεί μετάβασή μου, ενώ οι ασκήσεις, εξαντλητικές και σε διάρκεια, με μηχανήματα και χωρίς αυτά, επέτειναν τη δοκιμασία της ημέρας.

Αν περιγράφω όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι για να συμπεράνω πως αργά το βράδυ, με τα τόσα που έχουν μεσολαβήσει μερικά από τα οποία σκόπιμα αναφέρω, δεν μου έχουν αμβλύνει τις έντονες εντυπώσεις από την ανάγνωση μέρους μόνο από το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Σαν να είχα ζήσει προσωπικά όσα περιέγραψε. Διατηρούσα στη μνήμη μου ζωντανά τις συνισταμένες από την πρώτη προσέγγιση και μια διαρκή εντύπωση από την αφήγηση για ένα τόπο, που δοκιμάστηκε, απομονωμένος όπως είναι, τόσο πολύ από την τουρκική εισβολή του 1974 και εξακολουθεί να βρίσκεται στα φύλλα της καρδιάς μας. 

Είναι η προσωπική αυτή αντιμετώπιση αντικειμενική μιας κριτικής, όχι φιλολογικής, με τη ματιά έστω ενός φιλαναγνώστη και μόνο, χωρίς άλλες φιλοδοξίες; Μα αν δεν κρίνω από τον εαυτό μου, από τις δικές μου αντιδράσεις, γιατί να δανειστώ άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να εκφέρω τη γνώμη μου, όσο κι αν αυτή είναι αρκετή για να με ικανοποιήσει χωρίς ψευδαισθήσεις; 

***

Το πρώτο μέρος λειτουργεί κάπως σαν εισαγωγή, χωρίς να είναι ακριβώς έτσι. Είναι σαν την ουβερτούρα ορχηστρικού έργου, το οποίο εν συνεχεία αναπτύσσεται σε πολλές κατευθύνσεις. Οι εξελίξεις που ακολουθούν είναι καταιγιστικές, έχουν σχέση με προσωπικά πάθη, με τη συμπεριφορά των νέων αφεντάδων του τόπου, με τα κατάλοιπα της συμπεριφοράς των προηγούμενων, με τις ανώριμες συμπεριφορές της εκκλησιαστικής ηγεσίας όπως εκ παραδόσεως υπάρχει σε τμήματα του έθνους υπό ανελεύθερο καθεστώς, με τις αδυναμίες και τα προτερήματα των ανθρώπων, με κοινωνικές καταστάσεις, με τα καπρίτσια του καιρού, με τις συμπτώσεις, τα απροσδόκητα, τα τυχαία, τα αναπάντεχα, τα κακά και τα ωραία.

Όλα αυτά τα περιγράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ με ήρεμη, ελεγμένη γραφή, δεν παρασύρεται συναισθηματικά, είναι κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων, κι αυτό είναι ένα από τα προτερήματα του βιβλίου του και της ιστορικής του κατάθεσης. Γιατί ο καμβάς του μύθου του, που έχει να κάνει με πρόσωπα που υπήρξαν, κινείται στο ιστορικό πλαίσιο μιας οριακής στιγμής της Κύπρου όταν πέρασε από την οθωμανική κυριαρχία στη βρετανική «κηδεμόνευση», αρχικά. Δεν είναι ιστοριογράφος. Ιστορικό είναι το πλαίσιο της ιστορίας του, με κεφαλαίο γιώτα το πρώτο, με μικρό το δεύτερο. Ερεύνησε τις παντός είδους συνθήκες εκείνης της εποχής που τη χαρακτήριζε η ανέχεια, τις μελέτησε, τις έμαθε άψογα τελικά, τις έζησε εν πολλοίς και τις απέδωσε με πειστικό τρόπο. Ακόμη κι εκείνη την ανεπίτρεπτη εκκλησιαστική διαφορά για την άνοδο στο αρχιεπισκοπικό θρόνο ανάμεσα στο Κυριλλούδι και τον Κυριλλάτσο, παρωνύμια του Κύριλλου, τα παρατσούκλια δηλαδή της λαϊκής έκφρασης, που οφείλονται στη σωματική διάπλαση των υποψηφίων οι οποίοι δίχασαν με τρόπο αρνητικό τον τόπο για μια δεκαετία, την αποδίδει ήρεμα, χωρίς πάθος, ενταγμένη φυσιολογικά στην όλη αφήγησή του, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει τις άσχημες περιπέτειες του καιρού, που κι αυτές υπάρχουν στην αφήγησή του, τις αποκαλούμενες θεομηνίες, υπακούοντας στην τάση που είχαν ανέκαθεν οι άνθρωποι να αποδίδουν αυτά τα φαινόμενα σε υπερβατικές δυνάμεις ως να μην έχουν τη λογική τους εξήγηση.

Ο και μυθιστοριογράφος πλέον Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, γιατί έχει ήδη γόνιμη «προϋπηρεσία» ως σπουδαίος διηγηματογράφος, βραβευμένος μάλιστα -παρόλο που δεν αποδίδω στα βραβεία τη μοναδική αξιολόγηση και αναγνωρισιμότητα ενός ταλέντου που άλλοι δίνουν- κεντά το λόγο του στο βιβλίο, που έχει τον εύσχημο ποιητικό τίτλο «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», σαν τον παραδοσιακό πλουμιστή στην καμπύλη μιας κολόκας, σαν τον σκαλιστή που αφηγείται θέματα σ’ ένα σεντούκι, στην επίσης παραδοσιακή κυπριακή κασέλα. Η λέξη που αναφέρεται ως «παράδοση» η οποία μου προέκυψε σ’ αυτό το σημείο, αν και τυχαία, τη θεωρώ συμπτωματικά δεμένη με τον χαρακτήρα του βιβλίου γιατί γράφει για μια παρωχημένη εποχή, όπως είναι οι κιτρινισμένες σελίδες ενός παλιού εγγράφου, για τα παραδοσιακά γραφικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής που αναζητούσε υπό συνθήκες πρωτόγονες για την εποχή της, την ανάπτυξη· επεκτείνω λοιπόν τον χαρακτηρισμό και στη γραφή του συγγραφέα. Χωρίς υποκρισίες και φτιασίδια ακολουθεί τον τρόπο μυθιστορηματικής γραφής που ακολουθούσαν οι παλιοί μαστόροι του είδους· δεν κυνηγάει σύγχρονους, μοντέρνους τρόπους για να εντυπωσιάσει υφολογικά· καταγράφει τα καθέκαστα με το ύφος απόλυτα ταιριαστό με το μύθο και την εποχή που εκτυλίσσεται.

Είναι εξόχως υποβλητικές οι σκηνές που καθορίζουν την ανέλιξη του μυθιστορήματος, ερωτικές και άλλες, όπως είναι, αίφνης, η σκηνή της ερωμένης του Παπαγιάννη, της απλοϊκής και αφοσιωμένης Αρχοντούς, όταν φοράει το μπλε φόρεμα της γυναίκας του παπά, της Ρουμπίνης, που την έχασε τόσο απροδόκητα και την επαναφέρει στη ζωή του με την παρουσία μιας άλλης γυναίκας. Αναφέρομαι σε έρωτα ιερωμένου κι αυτό, όσο κι αν ηχεί ως στοιχείο παράδοξο για εντυπωσιασμό, αποδίδεται με τόση ευγένεια και φυσικότητα, ώστε ο αναγνώστης, όπως και σε άλλα σημεία, επικροτεί χαρακτήρες και επιλέγει συμπάθειες ή όχι. Δεν προκαλεί και δεν ηθικολογεί.

Πού και πού οι κυπριακές λέξεις κάνουν την εμφάνισή τους, χωρίς να επιλέγει ακραίες περιπτώσεις δίνοντας επιπλέον χρώμα στην αφήγηση. Μια κάποια τυχαία επιλογή: σπατζιά, ταπατζά, τρικό, κουμέρα, συκαμιά, χασκάσια. Το πόσο αυθεντικά κυπριακές είναι, είναι θέμα γλωσσολόγων. Θα αναφερθώ όμως σε μια εμπειρία μου για τη λέξη ταπατζά, που ήταν το πανέρι που κρεμούσαν από το ταβάνι σε μια γωνιά του σπιτιού στα χωριά κι έβαζαν εκεί τυριά και άλλα τρόφιμα για να διατηρηθούν κάποιο χρόνο, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε καν οι λεγόμενες παγωνιέρες. Προ πολλών ετών σε μια επαγγελματική επίσκεψή μου στο Παρίσι, σε προχωρημένη βραδυνή ώρα, βρεθήκαμε με την παρέα μου για φαγητό σ΄ ένα σύμπλεγμα εστιατορίων αριστερά της μεγάλης λεωφόρου λίγο πριν την Αψίδα του Θριάμβου. Κοιτάζοντας τον σχετικό κατάλογο διάβασα στα γαλλικά μια επιλογή γαλλικών τυριών, στα οποία έχω αδυναμία, πάνω σε «ταπατζά». Ρώτησα την σερβιτόρα και μου εξήγησε ότι η λέξη ταπατζά είναι μια πλεκτή επιφάνεια σαν πανέρι πάνω στην οποία σερβίρονταν τα τυριά του εστιατορίου. Τόσων αιώνων φράγκικη ιστορία στην Κύπρο να μην μας άφηναν οι ευγενείς Γάλλοι μια ταπατζά για τα τυριά μας;

Γενικά στο μυθιστόρημα αυτό δεν διαμορφώνονται από τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μόνο οι χαρακτήρες, αλλά προβάλλει πειστικά και με τρόπο που κινεί το ευρύτερο ενδιαφέρον το κλίμα μιας δύσκολης εποχής. Και ποια εποχή στην Κύπρο δεν ήταν δύσκολη. Κι ακόμη: δίνονται ανάγλυφα μέσα από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αναπτύσσει μερικές από τις αρετές και τις αδυναμίες των Κυπρίων ως λαού. Όταν διεξερχόμουνα τις σελίδες του βιβλίου έφερα στη μνήμη μου πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρει, πρόσωπα που άφησαν το στίγμα τους στην κυπριακή κοινωνία, όπως ο Ευάγγελος Λουίζος και άλλα, κάτι που επιβεβαιώθηκε στο πολύ αισθαντικό και χρήσιμα πληροφοριακό «επιμύθιο» με το οποίο κλείνει το βιβλίο, που έχει πλέον μια σημαντική θέση στην κυπριακή λογοτεχνική γραμματολογία.

29.1.2025
Κώστας Σερέζης



 

29 Δεκ 2024

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑΠΟΥΛΙΑ"

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
στην κορυφή των ΕΥΠΩΛΗΤΩΝ!

Ευχαριστώ από καρδιάς τους φίλους, γνωστούς και άγνωστους, που διαβάζουν το ιστορικό μυθιστόρημά μου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά", ενθουσιάζονται και μεταδίδουν τον ενθουσιασμό τους σε άλλους φίλους τους. Σήμερα είναι στην πρώτη θέση των ευπώλητων βιβλίων, για τέταρτη εβδομάδα από την κυκλοφορία του.

[ο Φιλελεύθερος, Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024, σελ. 59]
 

27 Δεκ 2024

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΥ: ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
 σήμερα, 27/12/2024, στην εφημερίδα "Πολίτης"

Ο ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ, δημοσιογράφος (pcpavlou@gmail.com) γράφει για το βιβλίο μου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά" ένα εκπληκτικό κείμενο: αυτά που ήθελα να πω για έναν μελλοντικό αναγνώστη του βιβλίου μου. Και τα είπε τόσο όμορφα, που δεν έχω παρά να τον ευχαριστήσω από καρδιάς. Κάποτε ξεκίνησα να γράφω για κάποιους δημοσιογράφους, όπως ο Κούνιος ή ο Σερέζης και άλλοι, που με χαροποίησαν, με συγκίνησαν με τα κείμενά τους, ότι τάχα μου τους έχασε η λογοτεχνία, μα, σταμάτησα αμέσως. Το ξανασκέφτηκα. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΧΑΣΕ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΤΟΥΣ ΚΕΡΔΙΣΕ! Είναι λογοτέχνες με τη σημασία της λέξης. Και ο προφορικός τους λόγος, ακόμα, επίσης χωρίς ψεγάδια! Πόσοι γνωρίζουν, άραγε, ότι ο Παύλος Κ. Παύλου, ο δημοσιογράφος (!) έγραψε πολύ καλή ποίηση; Ναι, πολύ καλή ποίηση! τον ευχαριστώ από καρδιάς. Κι εσάς, που διαβάζετε τα κείμενά μας. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

Στην ξεχασμένη Κύπρο του χθες, τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς στο νησί μας και ο ταλαιπωρημένος λαός ανάσανε κάπως ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, μάς ταξιδεύει με τη λογοτεχνική γραφή και τη μαστορική του αφήγηση ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το μυθιστόρημά του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», πρώτο στη μακρά, γόνιμη παρουσία του στην πνευματική δημιουργία, με διηγήματα (Κρατικό Βραβείο 2003), ποίηση, βιβλιογραφίες, εργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα).

Πρόκειται για ένα σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα που ως μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας ανθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν του λογοτεχνικού ταλέντου, το είδος αυτό απαιτεί ενδελεχή έρευνα, μελέτη αρχείων, συλλογή πληροφοριών από μαρτυρίες, κοινωνική και οικογενειακή παράδοση, προσωπική γνώση και μνήμη. Δηλώνω προσωπικά μεγάλη προτίμηση στο λογοτεχνικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το γνώρισα από σειρά βιβλίων των διακεκριμένων λογοτεχνών Ρέας Γαλανάκη («Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», «Αμίλητα, βαθιά νερά»), Νίκου Θέμελη («Ανατροπή», «Αναζήτηση», «Αναλαμπή») και Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ»,«Εράν», «Ουρανόπετρα»).

Σ’ αυτήν την κατηγορία κατατάσσεται επαξίως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το υπό αναφορά μυθιστόρημά του. Όπως ομολογεί ο ίδιος στο πολύ χρήσιμο «Επιμύθιον» τού βιβλίου του, «καθώς σε μια γωνιά του σκληρού δίσκου του μυαλού μου μαζεύτηκαν πληροφορίες δεκαετιών, άρχισα να συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής, με στόχο να μάθω όλη την ιστορία και αν ήταν δυνατό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας».

Κάτι που πετυχαίνει απόλυτα, με ένα συνθετικό αφήγημα που συνιστά πατριδογνωσία (κι ας μην παρεξηγείται ο όρος), αυτογνωσία, αναβίωση τόπων, ονομάτων, συνηθειών, ύφους και ήθους των παππούδων και προπαππούδων μας, σε μια Κύπρο παραμελημένη, με ένα λαό που, ύστερα από αιώνων ανελεύθερου βίου κάτω από ξένους κατακτητές, αναζητεί και ονειρεύεται καλύτερες μέρες. Αφήγημα που έχει και χαρακτήρα προσωπικό και εξομολογητικό για τον συγγραφέα, καθώς πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις 250 τόσες σελίδες του ανήκουν στο οικογενειακό του δέντρο. Ομολογεί: «Βρέθηκα μπροστά σε διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες, που για πρώτη φορά γνώριζα και με συγκλόνιζαν. Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο στις περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους. Κρατήθηκαν τα πραγματικά ονόματα των προσώπων, εκτός από το όνομα της Αρκοντούς, του παράνομου έρωτα του Παπαγιάννη, και κάποιες περιπτώσεις όπου δεν διασώθηκαν τα ονόματα».

Στέκομαι στην ερωτική αυτή σχέση του ιερωμένου, ο οποίος έχασε την όμορφη σύζυγό του Ρουμπίνη που υπεραγαπούσε, μετά που γέννησε το πρώτο τους παιδί, για να αναδείξω μιαν άλλη αρετή, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που αφορά στη διακριτικότητα με την οποία ο συγγραφέας την περιγράφει, γεγονός που φανερώνει σεβασμό και κατανόηση προς τον τραγικό ήρωά του. Αυτό θα εκφραστεί πότε με τρεις απλές τελείες και πότε με περίτεχνη, εκλεπτυσμένη περιγραφή: «Του φάνηκε τόσο γλυκιά και όμορφη στο αμυδρό φως του λυχναριού. Στη μύτη του ήρθε η έντονη μυρωδιά της κάνναβης, ακούμπησε το λυχνάρι στο βαρέλι κι όπως ήτανε οι δυο τους γονατισμένοι την αγκάλιασε κι έγειραν επάνω στις καναβίτσες, που ήταν στρωμένες δίπλα τους. Αχ! αυτές οι καινούργιες καναβίτσες είχαν ένα πολύ ηδονικό βαρύ άρωμα, που τους έφερε ζάλη…».

Οι Εγγλέζοι φτάνουν στο νησί

Το κουβάρι της συναρπαστικής αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται στο 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη των νέων αφεντάδων της Κύπρου, και ο Θοδωρής θα σχολιάσει με σιγουριά στον Παπαγιάννη, κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος, πως «τώρα που ήρταν οι Εγγλέζοι θα αλλάξουν τα πράματα, δείχνουν ενδιαφέρον. Είναι πολιτισμένοι και θα μας ακούσουν. Οι Τούρκοι δεν γνοιάζονταν για τέτοια θέματα, τρακόσια χρόνια δεν έκαναν τίποτε». Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, θα κινηθούμε σε χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, τα Βασιλικά (Βασίλι, χωριό καταγωγής του) δίπλα στην Παναγία την Κανακαριά, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, στο Μπογάζι και το Τρίκωμο (το μεγαλοχώρι για τη μεγάλη δίκη που αποκαλύπτει πολλά), Γιαλούσα, Ριζοκάρπασο κι όλη την Καρπασία ώς το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Και φυσικά το Βαρώσι. Μέσα από τις ασχολίες των ηρώων, ανθρώπων δεμένων με την πλούσια σε ιστορία γη και τα ζώα τους, θα ξανακούσουμε το τακ τακ τ’ αλακατιού, καθώς το μουλάρι με τις μεγάλες πέτσινες παρωπίδες το γυρίζει για να βγάλει νερό από τον λάκκο. Θα σεργιανίσουμε στα πανηγύρια με τους πραματευτάδες και στο ζωοπάζαρο. Θα ακούσουμε ξεχασμένα ονόματα γεωργικών εργαλείων και αντικειμένων του σπιτιού, τα ζίβανα και τα καζάνια που έβγαζαν την απαραίτητη ρατζή. Το καματερό για το μετάξι, το δουλάππι και τον αργαλειό. Όλη η χαμένη στο βάθος του χρόνου Κύπρος περνά κινηματογραφικά από τις σελίδες του βιβλίου.

Ο συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης, απαραίτητο στοιχείο για κάθε μυθιστόρημα, η πλοκή εξελίσσεται κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλώσσα του, χωρίς περιττά φτιασίδια, πλούσια, ζωντανή. Στοιχείο αξιοπρόσεκτο και η χρήση της καθαρεύουσας εκεί που πρέπει. Με κεντρικό πρόσωπο τον Παπαγιάννη, προσωπικότητα ηγετική και πληθωρική, μπροστάρη για να κτιστεί στο χωριό εκκλησία και σχολείο, που ήξερε κόσμο, που περνούσε ο λόγος του και «καθάριζε» για πολλούς. Που ύψωνε ανάστημα στους Τούρκους, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν πως η κυριαρχία τους τέλειωσε. Που είχε δική του γνώμη και άποψη, για την οποία πλήρωσε ακριβά, καθώς αποκλήθηκε προδότης της πατρίδας και Ιούδας Ισκαριώτης. Όλα αυτά, όταν με την αγγλική διοίκηση παρουσιάστηκαν τα πρώτα δειλά ψήγματα πολιτικής εκπροσώπησης στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ή στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, εμφανίστηκαν και οι γνωστές παθογένειες της φυλής, ίντριγκες και ραδιουργίες, μίσος και διχόνοια, απειλές, απροκάλυπτοι εκβιασμοί, εκδίκηση. Κοντά σ’ αυτά, σε χαμηλούς ομολογουμένως τόνους, υφέρπει και εκδηλώνεται ο πόθος για εθνική ολοκλήρωση, συμπυκνωμένος στη λέξη Ένωση.

Η ιστορία εξελίσσεται χρονικά ώς τις αρχές του 1922, αφού ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, με γάμους, γεννητούρια και θανάτους, ξενιτεμούς για καλύτερη ζωή, χαρές και λύπες, σε μια περιρρέουσα αλλοτινής εποχής. Προζύμι έτοιμο, θεωρώ, για μια τηλεοπτική μίνι σειρά εποχής. Στη σημαδιακή χρονιά του 1922, η Ιστορική αφήγηση κάνει απλώς μια στάση, καθώς ο συγγραφέας προαναγγέλλει πως: «Μετά τον θάνατο των δύο προγόνων μου η ζωή δεν σταμάτησε φυσικά. Από τότε έχουν συμβεί συνταρακτικά πράγματα στην οικογένεια, στην πατρίδα: Τα Οκτωβριανά, η Διασκεπτική Συνέλευση, ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄55 και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί. Τα γεγονότα όμως αυτά αποτελούν το θέμα ενός άλλου βιβλίου, που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, αν και μερικά από αυτά, κυρίως όσα αναφέρονται στην εισβολή, έχουν περάσει ήδη στα εκδομένα διηγήματα και την ποίησή μου».

«Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Αποκτήστε το, διαβάστε το, γιατί αξίζει.


 

24 Δεκ 2024

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΚΑΛΑ και ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; Ἕκαστον οὖν γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει. Οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα, οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

["Η Γέννησις", Εκκλησία Θεοτόκου (Ποδίθου), Γαλάτα. Μία από τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες, που είχε φιλοτεχνήσει ο Θεοδόσης Νικολάου, για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' ]

22 Δεκ 2024

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ: ΣΤΑ ΕΥΠΩΛΗΤΑ

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ...

 ...τους φίλους, γνωστούς και άγνωστους που τίμησαν το βιβλίο μου και το τοποθέτησαν ψηλά στον κατάλογο των ευπώλητων. Θυμήθηκα τα λόγια του πρώτου μου εκδότη, του κ. Νώντα Παπαγεωργίου [Εκδόσεις Μεταίχμιο - Ekdoseis Metaixmio] στο πρώτο μου βιβλίο "Η κόρη του Δραγουμάνου": "το διαφημίζουμε το βιβλίο σου, αλλά να ξέρεις πως η καλύτερη διαφήμιση για ένα βιβλίο είναι "από στόμα σε στόμα". Και είχε δίκαιο. Οι φτωχές μου αυτοεκδόσεις "Κάρβας" δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε στη διαφήμιση ούτε και στη διακίνηση του βιβλίου!

Εύχομαι σε όλους 
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! 
ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

 

ΜΙΚΡΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ



ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΟΛΛΕΣ...

...στον ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ και τον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ για τη δημοσίευση της μικρής αυτής συνέντευξης. Άπειρες ευχαριστίες γιατί μάχονται πραγματικά για την επιβίωση αυτού του τόπου και του πολιτισμού του. 

Εύχομαι στον Γιώργο και σε όλους εκεί στην εφημερίδα
 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!


[Ο Φιλελεύθερος, ελεύθερα, 22 Δεκ. 2024, σελ. 59]


 

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ!


ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ…
…όταν βλέπεις το βιβλίο σου να ανατυπώνεται!

Αν υπήρχε δεύτερη ζωή 
θα ήθελα να ήμουν τυπογράφος!




 

16 Δεκ 2024

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


 ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
Όταν σωπάσαν τα πουλιά
μυθιστόρημα

[ανάρτηση στο facebook, Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024]  

Καλέ μου φίλε Νίκο, ολοκλήρωσα χτες την ανάγνωση του βιβλίου σου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά" που ανέλαβαν οι εκδόσεις (σου) Κάρβας, η αλήθεια είναι πως, παρά την ταλαιπωρία σου με την ευθύνη των εκδοτικών, ταιριάζει τόσο πολύ με το πνεύμα και την ψυχή και το σώμα του βιβλίου αυτη η έκδοση! Το βιβλίο είναι σαρξ εκ της σαρκός του ανέμου αυτού που φυσά στην Καρπασία και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Θαυμάζω το εξώφυλλο με τον κήπο των απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος και μέσα εκεί να περιφέρεται ασπρόμαυρη με πενάκι η ασκητική βυζαντινή φιγούρα του ανέμου, του Κάρβα, το λογότυπο των εκδόσεών σου και η πλουμιστή φραγκολίνα, το πουλί του ποιήματός σου και του παραμυθιού, όταν την είδα ήξερα τι να περιμένω και δεν με απογοήτευσες: η φραγκολίνα εμφανίζεται στην πρώτη αράδα... μια πλουμιστή κοκκινόλαιμη φραγκολίνα πέταξε ξαφνικά μπροστά στα πόδια του αλόγου γιατί την τρόμαξε μια οχιά. Αρχίζει η μυθοπλασία, ο ήρωας του μυθιστορήματος ο ιερέας ο Παπαγιαννης έφιππος επιστρέφει στο χωριό του [σου] το Βασίλι και στο δρόμο συναντά τους δύο Εγγλέζους περιηγητές με τη συνοδεία τους. (19ος αιώνας), ενδιαφέρονται για τις αρχαιότητες, έχουν ημερολόγιο και ζωγραφίζουν, αναλαμβάνουν διοικητικές θέσεις στις αποικίες, στο τέλος της σκηνής ακούγεται ο πυροβολισμός: από βόλι [του] Εγγλέζου πήγε η φραγκολίνα...
Τα πουλιά, τα πουλιά της Κύπρου που τόσο έχεις υμνήσει στην ποίησή σου, τα σύμβολα της ψυχής του τόπου, άλογα, αλλόκοτα, μιλούν και σωπαίνουν εκφράζοντας το αίσθημα, τα πάθη και τους καημούς των ανθρώπων...

Τα δέντρα, ένας άλλος κόσμος, ο αόρατος -Θεέ μου ο άρκευθος, τι άλλο να ονειρευτεί κανεις, η μυστική ζωή της χλωρίδας του νησιού και τι δεν έχει δει;
Εκεί στην πρώτη σκηνή του μυθιστορήματος είναι και η χαρουπιά με τη γούρνα της, που και αργότερα [χρόνια μετά] δεν παραλείπει να σταματήσει εκεί ο καβαλλάρης σου για να ποτίσει το άλογό του, μια δυναμική ονειροπόληση λες πως είναι αυτές οι σκηνές για σένα και τον αναγνώστη, να υπάρχει η χαρουπιά των παιδικών σου χρόνων στο βιβλίο, να την αναζητάς αργότερα με το Google earth και εσύ και η αείμνηστη Νίκη Μαραγκού στα ποιήματά σας.

Τοπόσημα της περιοχής, η περίφημη εκκλησία η Κανακαριά με τα ψηφιδωτά στη Λυθράγκωμη, η νεκρόπολη που επισκέπτεται ο Παπαγιαννης με τον Άγγλο, οι εκκλησιές κάθε χωριού - που τις βρίσκω κι εγώ με το Google, το σπίτι που έγινε φυτό του Λουίζου που έγραφε ο Σεφέρης, μια ανθρώπινη ιστορία το 19ο αιώνα στο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην Οθωμανική κατοχή και τη Βρετανική, αλλά πολύ στενά ανθρώπινη, μαθαίνεις την Κύπρο και τους ανθρώπους της καλύτερα, μια κιβωτός για τους τρόπους που καλλιεργούσαν τη γη, τη δεντροκαλλιέργεια, τη μετάβαση στον καπνό - και μόνο για τα καπνολούλουδα- είχες γράψει ήθελες να ξαναδείς τον τόπο σου και σε είχα ρωτήσει σε ανύποπτο χρόνο πώς είναι τα καπνολούλουδα και μου έδειξες την υπέροχη ζωγραφιά με τον Άγγελο... τα καματερά - οι μεταξοσκώληκες, ο μύλος, το αποστακτήριο, το σπίτι του δασκάλου, ο πρωτόλειος τραπεζικός συνεταιρισμός, ένας λαός προκομμένος, ευρηματικός, έντιμος αλλά παθιασμένος, ο ρόλος της εκκλησίας, άτυπη αυτοδιοίκηση, τόσο σημαντικός κιβωτός πατριδογνωσίας το μυθιστόρημά σου, πολύτιμος πανδέκτης για αυτόν που θέλει να μην ξεχάσει και για αυτόν που θέλει να μάθει.

Πέρα δώθε οι διαδρομές στο βόρειο μέρος για τις ανάγκες της δράσης, [τα δικαστήρια, οι αγορεύσεις, οι διερμηνείς, στο όνομα της βασίλισσας Βικτωρίας], και να ζωντανεύει το τοπίο και η ψυχή του, εκτός από το χάρτη στο τέλος ο χώρος και ο χρόνος πλάθεται από τη δράση. Ήμουν κι εγώ εκεί. Εξαιρετικό το επιμύθιο, ακόμα πιο λαχταριστά όσα συνέβησαν στις προηγούμενες σελίδες, ο ίδιος τάφος με το βόρειο και νότιο μέρος του να κατοικείται από τους δύο προσφιλείς νεκρούς που πέθαναν την ίδια μέρα, μαγική δύναμη αυτή μου θυμίζει μια ιστορία παλιά του Παπαδιαμάντη με τους δύο σκελετούς που βρέθηκαν αδελφωμένοι...

Νίκο καλέ μου φίλε έγραψες ένα εξαιρετικό βιβλίο. Είδα με χαρά ότι υπάρχει ήδη στην Πολιτεία και θα έχουν περισσότεροι καλαμαράδςς και καλαμαρούδες σαν εμένα την ευκαιρία να το απολαύσουν. Καλή του στράτα.

Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Πόλυ Χατζημανωλάκη

4 Δεκ 2024

ΖΗΝΩΝ ΖΑΝΝΕΤΟΣ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


ΖΗΝΩΝ ΖΑΝΝΕΤΟΣ 
Ο ποιητής, φιλόλογος, νομικός, σκηνοθέτης και κριτικός έγραψε για το μυθιστόρημά μου ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ εκτεταμένη κριτική, που βρίσκεται υπό έκδοση σε λογοτεχνικό περιοδικό. Εδώ, τρία μικρά αποσπάσματα. Τον ευχαριστώ από βάθους καρδίας.
.....................
Θὰ χαρακτήριζα τὸ μυθιστόρημα Ἱστορικὴ Χρονογραφὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς μυθοπλασίας, ἐπειδὴ τὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς τεχνικῆς μυθοποιοῦνται, ἐνῷ ὁ ἀφηγηματικὸς μῦθος βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ὡς ἱστορικὸ συμβεβηκός, ὡς ἀληθὴς ἱστορικὴ πραγματικότητα. Τὸ μυθιστόρημα εἶναι γραμμένο μὲ τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τοῦ κλασσικοῦ μυθιστορήματος, μὲ ἔλλογη μυθοπλασία, χωρὶς ἐξεζητημένες ἢ ὑπέρλογες παθογένειες καὶ ἀνατροπές, χωρὶς ἀπάνθρωπες συγκρούσεις τοῦ παραλογικοῦ ζόφου ἢ τοῦ ψυχασθενικοῦ συρμοῦ. Τὸ μυθιστόρημα μοιάζει νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρωτογενῆ ἀνάγκη τοῦ πνεύματος νὰ ἀναβιώσει μνημικὰ μιὰ βιοτή, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀχλὺ τοῦ χρόνου φαντάζει ὡς ὄλβιος βίος, ἄξιος νὰ καταγραφῆ, γιὰ τὸ κάλλος ποὺ ἐκπέμπει. Ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ συναισθηματικὴ συγκίνηση τῆς χειρωναξίας, τῆς δημιουργικῆς χειρωναξίας, γεννοῦσε τὸ κοινοτικὸ ἦθος τῆς ἀλληλεγγύης, τὸν βιοτικὸ διάλογο μὲ τὴ φύση, βιοτικὲς κοινοτικὲς δράσεις ποὺ παρήγαγαν ὑλικὸ καὶ ψυχικὸ πλοῦτο, πνευματικὸ κάλλος καὶ ὅ,τι ἐνέχει ἡ φιλόσοφη φράση «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος...», πόσο χαριτωμένο -μὲ χάρες πλάσμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
..................
Ἡ διεισδυτικὴ ἀναγνωστικὴ καταβύθιση στοὺς ἔμπονους πρωτογενεῖς προβληματισμοὺς τοῦ συγγραφέα Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αὐτοὺς ποὺ παράγουν τὴ λογοτεχνικὴ γραφή του (Ποίηση, Διήγημα, Μυθιστόρημα) ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη στὴ διαπίστωση πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ καρπήματα εἶναι ἐκφάνσεις τοῦ συναισθηματικοῦ λυτρωμοῦ, ἀπὸ τὸ φωνῆεν χάραγμα, ποὺ ἀνείπωτα πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν συγγραφέα. Τὸ φωνῆεν τοῦτο χάραγμα, χαῖνον καὶ ἀνίατο στοὺς βύθιους τῆς καρδιᾶς τόπους, ἐπιγραμματικά, φωνεῖ τοῦτα τὰ λόγια: «Μήγαρις, ἀναγνώστη μου, ἔχω στὸν Νοῦ καὶ στὴν Καρδιά, τίποτις ἄλλο, πάρεξ τὸν ἀγαπημένο γενέθλιο τόπο τῆς Καρπάσου Γαίας τῆς Κύπρου, καὶ τὴν αἱμορροοῦσα πληγὴ τῆς μικρῆς πικρῆς μου Νήσου, πληγὴ ποὺ ἐνέχει καὶ τὸ βουβό της μοιρολόϊ γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς κατ’ ἄνθρωπον ὀλβιότητας τῆς δουλευούσης νῦν Διθαλάσσου Καρπασίας».
......................
Ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι τοῦ μύθου, ἀλλὰ καὶ ἡ χωρὶς μαλάματα καὶ ἄλλα ἑλκυστικὰ ἐπιθέματα ἀπόδοση τοῦ συναισθηματικοῦ πάσχειν τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος καὶ τῶν δορυφόρων τους, εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς γραφῆς τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ., ἀρετὲς ποὺ καθιστοῦν τὴν ἀνάγνωση εὐαναγνωσία εὐπρόσδεκτη καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἔργου εὐόδιο. Καὶ σὺν τούτοις, ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀποτίμηση καταθέτει λόγον εὔσημον, ἐπαινετόν, προτείνοντας τὴν ἐγγραφὴν τοῦ ἔργου στὶς δέλτους τῆς Εθνικής Λογοτεχνικῆς δημιουργίας, δέλτους ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ φωτισμένο πρόσωπο τῆς λογοτεχνίας μας, σωστικὰ καὶ διαχρονικά.