26 Οκτ 2022
25 Οκτ 2022
20 Οκτ 2022
NARCISSUS SEROTINUS
6 Οκτ 2022
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΤΟ "ΡΕΘΥΜΝΟ"ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ!
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
1974: ΤΟ «ΡΕΘΥΜΝΟ» ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ!
(μαρτυρία)
[Ο Φιλελεύθερος, Δευτέρα 26 Σεπτ. 2022, σελ. 4]
Όσοι Κύπριοι έτυχε να βρισκόμαστε στην Ελλάδα το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, φοιτητές κυρίως, αλλά και άλλοι, μόνιμοι κάτοικοι ή επισκέπτες, περάσαμε ένα δράμα, λόγω της έλλειψης πληροφόρησης για την εξέλιξη της τουρκικής εισβολής, που είχε ξεκινήσει το πρωί. Όλοι θέλαμε να γυρίσουμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε ή να βρεθούμε κοντά στις οικογένειές μας. Σκαλίζοντας αργότερα τις ημερολογιακές σημειώσεις μου διαπίστωνα ότι πολλές πληροφορίες που ακούγαμε από το ραδιόφωνο ήταν ανακριβείς, ή ψευδείς, με αποτέλεσμα η αγωνία μας να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Και καθώς περνούσαν οι ώρες χωρίς νέα από τους δικούς μας, αρχίσαμε να ζούμε μια κόλαση.
Η μετάβαση στην Κύπρο ήταν αδύνατη πλέον και όπως ήταν φυσικό, αρχίσαμε να προσανατολιζόμαστε προς την ΕΦΕΚ, τη φοιτητική οργάνωση των Κυπρίων. Όταν όμως, πήγα εκεί ήταν όλα υπό διάλυση. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν δαιμονισμένα, ο ένας ρωτούσε τον άλλο, δεν υπήρχε, κανένας υπεύθυνος ή μάλλον άκουσα πως υπήρχε κάποιος από το Συμβούλιο σε κάποιο γραφείο, και προσπαθούσε, να επικοινωνήσει με πιο αρμόδιους για να δίνει πληροφόρηση στους φοιτητές που ολοένα πύκνωναν. Κάθισα σ’ένα γραφείο και άρχισα να απαντώ στις κλήσεις του τηλεφώνου, γιατί δεν έλεγε να σταματήσει το δαιμονισμένο κουδούνισμά του. Όλοι ζητούσαν πληροφορίες, αλλά τι να τους έλεγα εγώ, που είχα τα ίδια ερωτήματα; Θυμάμαι ένας Κύπριος γιατρός τηλεφώνησε από τη Σαλαμίνα, πάρα πολύ συγκινημένος, και μου είπε αυτό που είχε ακούσει: ότι υπήρχαν πολλοί νεκροί και τραυματίες στην Κύπρο, και έθετε τον εαυτό του και τις υπηρεσίες του στη διάθεσή μας, και μας παρακαλούσε να τον πληροφορήσουμε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει. Σημείωσα το όνομά του, αλλά τι να το έκανα. Ζούσαμε πραγματικά τραγικές στιγμές.
Ξημέρωσε η Κυριακή, πάλι στην ΕΦΕΚ και κάποια στιγμή ακούσαμε την πολυπόθητη είδηση: «φεύγουμε για Κύπρο με το «Ρέθυμνο», πηγαίνετε να ετοιμαστείτε», κι ακολούθησαν οδηγίες: πού θα βρούμε το πλοίο και ποια ώρα. Δεν γνωρίζω ποιος είχε αυτή τη μεγαλοφυή ιδέα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε οργανωθεί η μεταφορά των Κυπρίων στην πατρίδα τους για να πολεμήσουν! Όπως και να ’χει ήταν για μας μια ανακούφιση. Θα πηγαίναμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε. Δεν θα αφήναμε τους Τούρκους να προχωρήσουν. Είχε γίνει και επιστράτευση, αλλά δεν γνωρίζαμε τι γινόταν στην πραγματικότητα. Δεν γνωρίζαμε τι έκανε η χούντα. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει βαρβαρότητα. Τα μάθαμε στη συνέχεια.
Κυριακή, 21η Ιουλίου 1974, απόγευμα. Ετοίμασα τα πράγματά μου: σε μια μικρή μαύρη ταξιδιωτική τσάντα –τη φυλάω ακόμα– έβαλα μόνο εσώρουχα, κάλτσες, μια δυο φανελίτσες, το διαβατήριό μου, ένα μικρό τρανσιστοράκι, την έβαλα στον ώμο και βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο περιμένοντας έναν γείτονα συμφοιτητή μου για να πάμε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ήταν το πλοίο. Ερημιά παντού. Αργά το απόγευμα, φτάσαμε στο πλοίο και τακτοποιηθήκαμε σε καμπίνες, μαζί με άλλους πεντακόσιους περίπου φοιτητές. Μας επέτρεπαν να περιφερόμαστε παντού στο κατάστρωμα, και σε κάποια στιγμή, πολύ αργά το βράδυ, αναχωρήσαμε για το ταξίδι στην Κύπρο, μετά που φορτώθηκαν πολλά στρατιωτικά οχήματα, πολυβόλα και άλλος εξοπλισμός. Οι τηλεοράσεις στα σαλόνια του πλοίου, έδειχναν συνέχεια τανκς και έπαιζαν εμβατήρια, που διακόπτονταν κάθε τόσο από τα πολεμικά ανακοινωθέντα και από κάποια χειμαρρώδη σχόλια του εκφωνητή για το μεγαλείο του έθνους μας. Το ηθικό μας τονώθηκε λίγο όταν αργότερα συναντήσαμε και τους στρατιώτες. Μας βοηθούσαν να κάνουμε «λύση-αρμολόγηση» διαφόρων όπλων, αφού πρώτα είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Και το καράβι ταξίδευε για την Κύπρο. Για να πολεμήσουμε!
Πού και πού περιφερόμουν στο κατάστρωμα, μαζί με πολλούς άλλους –απαγορευόταν στους στρατιώτες– όλοι μας με πολιτική ενδυμασία κι άκουγα το ραδιοφωνάκι μου. Στη μέση του πουθενά, προσπαθούσα να βρω κάποιον σταθμό για να περνά η ώρα, και πάνω σ’εκείνο το ψάξιμο των ερτζιανών, «έπιασα» τον καπετάνιο του πλοίου. Συνομιλούσε με κάποιον που δεν γνωρίζω ποιος ήταν, ούτε τον άκουγα όταν αυτός μιλούσε. Άκουγα μόνον τον καπετάνιο που έλεγε: «…ναι, ναι, εγώ πηγαίνω στην Αίγυπτο… έχω κάτι τουρίστες στο καράβι…». «Εσύ, τι κάνεις; Έμαθες κάτι για την Κύπρο;». «Λένε ότι έγιναν φασαρίες με τους Τούρκους, αν γνωρίζεις κάτι πες το μου».
Ο καπετάνιος γνώριζε, βέβαια, για τους στρατιώτες που ήταν μέσα στο πλοίο, αλλά το έπαιζε «αχάπαρος», που λέμε. Ήταν μέρα ακόμα, κι εγώ περιφερόμουν στο κατάστρωμα ή ακουμπούσα στην κουπαστή κι αγνάντευα την απέραντη θάλασσα. Σε κάποια στιγμή όμως, στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε ξαφνικά, στα εκατόν μέτρα περίπου –έτσι μου φάνηκε– το μαύρο περισκόπιο ενός υποβρυχίου. Το κοίταξα για λίγο αποσβολωμένος και μετά συνέχισα να κάνω τον γύρο του καταστρώματος κι αν θυμάμαι καλά, μου φαίνεται πως είδα περισσότερα περισκόπια. Αργότερα μας είπαν πως τα υποβρύχια ήταν αμερικάνικα. Το πλοίο είχε σταματήσει την πορεία του. Ο καπετάνιος, ανήξερος υποτίθεται, συνέχισε να μιλά με διάφορους περί ανέμων και υδάτων. Άρχισε να νυχτώνει και μαζευόμαστε πάλι στις καμπίνες μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τις ακριβείς ώρες που συνέβηκαν διάφορα γεγονότα, έχουν περάσει άλλωστε σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, αλλά θυμάμαι πως σε κάποια στιγμή, ο διοικητής της μονάδας, διοικητής λίγα χρόνια πριν στην 31η Μοίρα Καταδρομών, στη Στράκκα, όπου είχα υπηρετήσει. ο γνωστός χουντικός Παπαποστόλου, μας κάλεσε σε συνάντηση στο σαλόνι του πλοίου. Μας μίλησε, για να τονώσει, ίσως, το ηθικό μας, λέγοντας διάφορες βλακείες, για τη γενναιότητα των Ελλήνων μέσα στους αιώνες, αλλά και επί λέξει το εξής: «Ζήτησα από τον καπετάνιο να μου πει αν σε περίπτωση που μας χτυπήσουν από τα υποβρύχια, τα στεγανά του πλοίου μπορούν να αντέξουν μέχρι να φτάσουμε στην Κύπρο. Και ο καπετάνιος μού είπε ότι μπορούν να κρατήσουν!». Δεν γνωρίζω πόσο μακριά από την Κύπρο είμαστε. Αν κρίνω όμως τώρα, που γνωρίζω τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού, δεν πρέπει να είμαστε κοντά στις ακτές της Πάφου, πόσω μάλλον της Λεμεσού. Γύρισα στην καμπίνα μου προβληματισμένος με αυτά που είχα ακούσει, σε κάποια στιγμή το πλοίο ξεκίνησε, αλλά βράδυ πια, ποιος μπορούσε να δει προς τα πού ταξίδευε. Κοιμηθήκαμε –όσοι μπόρεσαν– μα κατά τις τρεις τα ξημερώματα με ξύπνησε ο συγκάτοικός μου στην καμπίνα, ανήσυχος. Είχε προηγουμένως ακούσει κάποιους παράξενους θορύβους και βγήκαμε στο κατάστρωμα για να δούμε τι γίνεται. Ησυχία! Το πλοίο ταξίδευε! Κι όταν σε λίγο άρχισε να ροδίζει η αυγή ήταν καθαρό πια ότι ναι, συνέβαινε κάτι άλλο: επιστρέφαμε στον Πειραιά ολοταχώς.
Πέμπτη, 25 Ιουλίου 1974, πριν φέξει ακόμα, φτάσαμε, αν θυμάμαι καλά, στο Πέραμα ή Κερατσίνι. Έφτανε στο τέλος του ένα ταξίδι που είχε διαρκέσει περίπου εβδομήντα πέντε ώρες αγωνίας. Στη μπουκαπόρτα ο Παπαποστόλου χαιρετούσε με χειραψία έναν-έναν από εμάς καθώς βγαίναμε για να πάμε στα σπίτια μας, ταλαιπωρημένοι. Μετά από αρκετή πεζοπορία και με την ευγενική, χωρίς αμοιβή, προσφορά ενός ταξιτζή, που συναντήσαμε στον δρόμο, γυρίσαμε στην Αθήνα και ριχτήκαμε στα άνετα καθίσματα της Σόνιας, μιας πολύ γνωστής καφετέριας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για έναν καφέ. Κάποιοι νεαροί δίπλα μας, μιλούσαν αμέριμνοι για ποδόσφαιρο.
Και, βέβαια, οι στρατιώτες, που είχαν αποβιβασθεί στη Ρόδο, σίγουρα σε κάποια στιγμή θα επέστρεφαν κι αυτοί στη μονάδα τους. Τους είχαν στείλει κι αυτούς στην Κύπρο για να …πολεμήσουν, αφού προηγουμένως μετέτρεψαν τους Κύπριους φοιτητές σε τουρίστες.
Ω! τι σχέδιο! Πριν την επιστροφή μας, στις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα Τετάρτη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γύρισε στην Ελλάδα, και από τότε η Ελλάδα κάθε χρόνο, στις 24 Ιουλίου γιορτάζει! «Γιορτή της Δημοκρατίας» την ονομάζουν. Στην πραγματικότητα γιορτάζεται μια εθνική τραγωδία. Γιορτάζεται η επέτειος, που οι Τούρκοι σκότωναν και βίαζαν. Γιορτάζεται η επέτειος που οι Τούρκοι άρχισαν να εξαφανίζουν κάθε τι το ελληνικό στην Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Στις μέρες μας τώρα γιορτάζεται η ισλαμοποιημένη πια κατεχόμενη πατρίδα μας.
Κι εμείς, τότε, νομίζαμε ότι μαζί με τους ελλαδίτες φαντάρους που ήταν μαζί μας, πηγαίναμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία.
26 Ιουν 2022
ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΨΕΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΜΕ ΚΑΡΑΒΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ;
Θα ταξιδέψετε κι εσείς με καράβι για τον Πειραιά;
[Η Καθημερινή, (κυπρ), 26 Ιουνίου 2022, σελ. 15]
Όταν για πρώτη φορά διάβασα για μια αρχαία επιγραφή, που αναφερόταν στον Αρίστωνα, τον γιο του Νίκωνος του Καρπασεώτη, νικητή σε αγώνες στην Αθήνα, «κέλητι τελείω», δηλαδή με ενήλικο άλογο, ένιωσα πολύ περήφανος γι’ αυτόν τον συντοπίτη μου, τόσο για την νίκη του όσο και για το επώνυμό του, που προσομοίαζε στο δικό μου: τον έβλεπα σαν γιο μου. Τον θαύμασα γιατί αυτόματα μεταφέρθηκα στην εποχή του, στο βάθος των είκοσι, είκοσι δύο αιώνων και διερωτήθηκα πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να ταξιδέψει κάποιος από την Καρπασία στην Αθήνα με τα πλοία της εποχής εκείνης. Πότε είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για τους αγώνες, πού έμενε στην Αθήνα, ποιος κάλυπτε τα έξοδά του, και το κυριότερο, αν είχε και το άλογό του μαζί του, αν το αγόρασε ή το νοίκιασε εκεί στην Αθήνα.
Δύσκολο να απαντήσω σε τούτα τα ερωτήματα. Όσο κι αν οι αρχαίοι είχαν χαρτογραφήσει ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, όσο κι αν έφτιαχναν γρήγορα πλοιάρια, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα είχε υποστεί τεράστια ταλαιπωρία για ένα τέτοιο ταξίδι από την Καρπασία στην Αθήνα. Δεν ήταν εύκολες οι συνθήκες. Το πιο πιθανό δρομολόγιο, που θα είχε ακολουθήσει μπορεί να ήταν το εξής: από το λιμάνι της αρχαίας πόλης της Καρπασίας, στη βόρεια ακτή του νησιού, θα είχαν κατευθυνθεί προς τα παράλια της αντικρινής ακτής, διασχίζοντας το πάντα φουρτουνιασμένο πέλαγος της Κιλικίας και απ’ εκεί ταξίδεμα με πανιά ή και με κουπιά όλο δυτικά, μέρες πολλές, ανάμεσα από τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τον προορισμό τους, κι ύστερα από πολλούς σταθμούς.
Εκτός από τους αθλητές ποιοι άλλοι επισκέπτονταν την Αθήνα; Υποθέτω ότι θα υπήρχε μια συνεχής διακίνηση πολιτών μεταξύ της Κύπρου και του ελλαδικού χώρου, αρκετά σημαντική. Μια συνεχής εμπορική και πολιτιστική δραστηριότητα, που μάλλον θα ατονούσε κατά διαστήματα, μέχρι τις μέρες μας, που αναζωογονήθηκε ξανά.
Τώρα τα ταξίδια μας δεν γίνονται με μικρά πλοιάρια. Τα πλοιάρια εξελίχτηκαν σε τεράστια πολυώροφα κρουαζιερόπλοια. Ακόμα, τώρα ταξιδεύουμε με αεροπλάνα που μας πηγαίνουν γρήγορα στον προορισμό μας μέσα σε μια ή μιάμιση ώρα με άνεση. Η μόνη ανησυχία είναι αν πέσουμε σε κάποιο κενό αέρος, που θα μας ταρακουνήσει για λίγα δευτερόλεπτα.
Το διαδίκτυο έκανε ακόμα πιο εύκολο το ταξίδι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά το οργανώνουμε. Επιλέγουμε, ακόμα, και τη θέση μας στο αεροσκάφος. Επιθυμούμε δεξί παράθυρο; Προτιμούμε αριστερό; Διάδρομο; Ή μήπως θέση προνομιακή πίσω ακριβώς από το πιλοτήριο, για να έχουμε εξαιρετική υπηρεσία από τις πανέμορφες αεροσυνοδούς, που πηγαινοέρχονται για να μας προσφέρουν αρχικά μια καραμέλα και αργότερα το γεύμα ή το δείπνο, ανάλογα με την ώρα κι ύστερα τον καφέ μας ή το κρασάκι μας μέχρι την προσγείωση. Όπως και να το κάνουμε σήμερα το ταξίδι στην Αθήνα με αεροπλάνο είναι μια απόλαυση.
Καλά και ευχάριστα όλα αυτά αλλά οι ειδήσεις, που διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τον τελευταίο καιρό μας έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη χαρά: ξαναρχίζει η ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού μας με την άλλη Ελλάδα, ύστερα από είκοσι ένα χρόνια.
Το ταξίδι με τα σύγχρονα πλοία, επίσης, είναι μια απόλαυση. Αν προτιμούμε μια καμπίνα πρώτης κλάσης θα περάσουμε θαυμάσια. Αν, πάλι, προτιμούμε μια πολυτελή σουίτα με μπαλκόνι, σαλονάκι και τηλεόραση, ακόμα καλύτερα. Στα φοιτητικά μας χρόνια, απολαμβάναμε τριήμερα ταξίδια στην Αθήνα, μέσω Ρόδου και Κρήτης, έστω κι αν κάποτε ταξιδεύαμε μόνο σε θέσεις… καταστρώματος. Ο «Πήγασος» και ο «Ερμής» ήταν καλοτάξιδα καράβια. Και το «Απολλώνια» ήταν καλοτάξιδο. Ο ασυρματιστής του ήταν ο σπουδαίος ποιητής Νίκος Καββαδίας∙ κρίμα που δεν τον είχαμε γνωρίσει.
Οι πληροφορίες λένε ότι η ανταπόκριση του κοινού είναι πολύ μεγάλη. Έχουν εξαντληθεί όλες οι θέσεις για την εφετινή θερινή περίοδο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τυχεροί αυτοί που πρόλαβαν μια θέση για τα υπέροχα αυτά τριαντάωρα ταξίδια από τη Λεμεσό μέχρι τον Πειραιά. Τα νερά της Μεσογείου, αν και αυτό το καλοκαίρι προβλέπονται «θερμά», ωστόσο είναι πάντα φιλόξενα κι αγαπημένα!
22 Μαΐ 2022
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΝΘΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΣ
Με αφορμή την Αναδρομική Έκθεση Χαρακτικής
"Τηλέμαχος Κάνθος,
ο Χαράκτης"
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[Καθημερινή, (κυπρ.), Ζωή, εικαστικά, σελ.11, 22 Μαΐου 2022]
Είναι με συγκίνηση, που επισκέφτηκα ξανά τον ίδιο χώρο για να δω την αναδρομική έκθεση των χαρακτικών του, και ακόμα πιο μεγάλη ήταν η συγκίνησή μου όταν είδα για πρώτη φορά σε προθήκη τις κάρτες που είχε χαράξει το 1941. Ο χώρος, βέβαια, έχει υποστεί μετατροπές. Το μικρό ανώγειο εργαστήριό του και η αυλή έχουν μεταμορφωθεί πια στο “Κέντρο Τεχνών Κάνθου”, για τις δραστηριότητες του “Ιδρύματος Τηλέμαχος Κάνθος”, όπου το εργαστήριό του λειτουργεί ως μουσείο στο οποίο εκτίθενται, εκτός από κάποιους πίνακες ζωγραφικής, ο πάγκος του χαράκτη, το καβαλέτο, πινέλα, καλέμια και διάφορα άλλα εργαλεία του. Η ισόγειος αίθουσα, αποτελεί τον κύριο χώρο για εκθέσεις, διαλέξεις και μουσικές εκδηλώσεις. Υπάρχει ακόμα και ένα μικρό πωλητήριο για τις εκδόσεις του Ιδρύματος. Πριν ξεκινήσω για την έκθεση άκουσα, από ένα μικρό δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, τη συνομιλία μας, που είχαμε κάνει πριν 36 περίπου χρόνια. Ανέσυρα, ακόμα, από το αρχείο μου και θαύμασα τις πέντε κάρτες, που μου είχε χαρίσει αργότερα, κι έτσι όταν έφτασα στην έκθεση και τις είδα και τις οκτώ μαζί, στ' αφτιά μου ηχούσε η φωνή του Τηλέμαχου Κάνθου να περιγράφει: είχα μερικά ξύλα που μου είχε δώσει ο Κεφαλληνός στο εργαστήρι του, τα αγοράσαμε δηλαδή, έτοιμα φροντισμένα από τον ίδιον και με αυτά έκανα τις πρώτες μου ξυλογραφίες: τις «γυμνές καρυδιές», την «εκκλησία της Άλωνας»... Όταν ήρθα εδώ, λέω θα βρω ξύλα κει πάνω στην Άλωνα. Πράγματι βρήκα σφένδαμο, είναι καλό ξύλο αλλά ήταν φρέσκος. Τον πριόνισα μόνος μου, τον πλάνισα και έκανα δυο ξυλογραφίες τις οποίες χάραξα με μεγάλη χαρά διότι ήταν τρυφερό ξύλο και χαρασσόταν εύκολα. Σε έξι μήνες όμως έγινε …κεραμίδι, σκεύρωσε και μετά όταν είχα να το τυπώσω το μελάνωνα με ειδική επιμέλεια για να μπορέσω να βγάλω αντίτυπα. Υστερότερα έκανα καλύτερα ξύλα, βρήκα μερικές αχλαδιές και άλλα ξύλα. Ήταν μετά πολλών βασάνων, που έγινε μια σειρά κάρτες με τρία ξύλα η καθεμιά τις οποίες έκανα το '41-'42 με την ιδέα ότι θα τα αγόραζαν οι στρατιώτες τότες, Εγγλέζοι, να τα στέλλουν για χριστουγεννιάτικες κάρτες. Κάθισα και χάραξα τα ξύλα, 24 ξύλα, 8 κάρτες δηλαδή, σε μια εβδομάδα με το φως της λάμπας, αν είναι δυνατόν, του πετρελαίου, και για να βλέπω έβαζα τον φακό και έριχνε ένα φωτάκι πάνω στο σχέδιο -έβλεπα καλά τότε- χάραξα, λοιπόν, και πήγα στον μακαρίτη τον Χριστόφορο Νικολάου και τις τύπωσα. Ο γέρος ήταν καλλιτέχνης, γεννημένος τυπογράφος με συνείδηση επαγγελματική τυπογράφου, απόλυτη. Έκτοτε εγνώρισα πολλά τυπογραφεία και πολλούς τυπογράφους...
Ο Δάσκαλος του Κάνθου, ο μέγας Γιάννης Κεφαλληνός, δεν μπορούσε να απουσιάζει. Έτσι, βλέπουμε εκτεθημένα έργα του, στα οποία είχε σημαντική συμμετοχική εργασία και ο Κάνθος, όπως τα υπέροχα τιμητικά διπλώματα, που ετοιμάστηκαν για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και άλλα έργα όπως «Η Τσάτσα» και το “Κεφάλι αλόγου” του Κεφαλληνού, αφιερωμένο στον Κάνθο.
Όλα τα έργα της έκθεσης περιλαμβάνονται σε ομότιτλη της έκθεσης έκδοση του Ιδρύματος Τηλέμαχος Κάνθος με συγγραφέα τον καθηγητή Στάθη Παραροδίτη, Διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου “Μιχάλης Πιερής” του Πανεπιστημίου Κύπρου, που παρουσιάστηκε την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης. Με ένα ωραιότατο κείμενό του προσεγγίζονται αισθητικά όλα τα έργα και δίδονται πολλές σχετικές πληροφορίες για τα έργα και τον χαράκτη. Επίσης στο βιβλίο, περιέχεται σύντομο κείμενο του καθηγητή Μιχάλη Αρφαρά και ολόκληρη η επιστολή του Τηλέμαχου Κάνθου, που έστειλε στον Ε. Χ. Κάσδαγλη όταν του ζητήθηκε, για την έκδοση του βιβλίου του Γιάννης Κεφαλληνός, ο Χαράκτης. Στην πολυσέλιδη επιστολή ο Κάνθος περιγράφει πτυχές από τα πολύ δύσκολα χρόνια της σπουδαστικής του ζωής, και πολλές πληροφορίες για τον Δάσκαλό του και άλλους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε εκεί, στην Αθήνα.