14 Φεβ 2017

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΠΙΚΡΟΛΙΘΟ"


Ζήνων Ζαννέτος

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ: 
Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας, 
Κάρβας 2014
 [Νέα Ευθύνη, τ.34-35, Ιούλιος - Δεκέμβριος 2016, σ. 446]
  
Η θλιβή και ο έλεγος, απ’ αιώνων φωνή της σταυρικής μοίρας της Κύπρου, η ειδή και το ήθος της ποίησης του «Πικρόλιθου»

Ο ποιητής του «Πικρόλιθου», με χθόνια κυπραία υλικά, υποστασιοποιεί τη φωνή της ψυχής του, πετυχαίνοντας την αναβίωση τής δια των αιώνων ελεγείας φωνής της Κύπρου –«τ’ αηδόνι που γλυκά θλιβάται», μας υποψιάζουν τα Πετραρχικά κύπρια σονέτα των Μέσων Χρόνων. Η τραγική θλιβή υποστηρίζει το σύνολο σχεδόν, των στίχων του «Πικρόλιθου». Άλλωστε, ο ευφυής τίτλος της συλλογής εισάγει, μεταφορικά, στα χαρακτηριστικά αυτής της θλιβής: στη γαιώδη ταυτότητά της –λίθος– στον πολιτισμικό της καημό –πικρό-λιθος– στον μετασχηματισμό της σε πίστη –ειδώλια πικρολιθικά, κρεμασμένα στον λαιμό ως φυλακτά. Ακόμα και το σχήμα των πικρολιθικών ειδωλίων παραπέμπει στον σταυρικόν, απεσταγμένο πόνο της θλιβής, που εκχαίεται ως αίσθηση καθολικής πίκρας –πικρόλιθος– του κοινού των Κυπρίων.

Στον «Πικρόλιθο» ο μύθος εμπραγματώνεται στον βίο της Κύπρου ως ιστοριόμυθος, την ώρα που ο βίος αυτός μυθεύεται στον τόπο του μαρτυρίου και του θαύματος. Είναι μια νέα ποιητική τεχνουργία, που αναπλάθει το πρόσωπο της τέχνης, που ανασωματώνει, με τον τρόπο του θαύματος, το σώμα του λόγου σε μύθο. Μ΄ αυτόν τον ποιητικό τρόπο προεκτείνεται ο λόγος του μύθου μέχρι τα όρια της ανατροπής του, με έλλογες δισημίες και συμβολικές διοσημίες.

Ο λόγος των ποιημάτων της συλλογής «Πικρόλιθος», ως εκρηκτική ύλη, σφενδονίζεται συμβολικά στα πεδία των συναισθήσεων, του θαύματος της ύπαρξης, του χώρου της έκστασης και της θλιβής, που είναι ο συναίσθητος τόπος της φωνής της ιστορίας και της Μοίρας της Κύπρου. Η ύλη της ποίησης του «Πικρόλιθου» είναι ο ίδιος ο τόπος –η Κύπρος– ως πέτρα αγαλματοποιός, που, κατά τον ποιητή, λειαίνεται για να γίνει σώμα και σχήμα –ιστορία και πολιτισμός– και να εκτεθεί στο φως της ακρογιαλιάς, ύστερα από μακρινό ταξίδι μέσα στην άβυσσο και στο σκότος του ταραγμένου βυθού. Στην επιφάνεια αυτού του βότσαλου θα κτίσουν, μας λέει ο ποιητής, τα περιστέρια τη φωλιά τους και τα χελιδόνια θ΄ανάψουν τα κεριά και τις λαμπάδες τους.

Η πέτρα κατέχει σημαντική θέση στους πολιτιστικούς αναβαθμούς της ιστορικής παρουσίας της Κύπρου. Ήταν η βάση της οικοδόμησης της κατοικίας, αλλά και το πρώτο εργαλείο της ζήσης και το πολεμικό όπλο του θανάτου. Ήταν, επίσης, μέσο και ύλη, κατά την αυγή της πολιτισμικής δημιουργίας της Κύπρου. Τη διαδικασία της βύθιας λείανσης της πέτρας σε βότσαλο ακολουθεί και η ποιητική Τέχνη, η οποία με τα λειανθέντα βότσαλα του λόγου, στον μυστικό βυθό της συνείδησης, αγαλματίζει σε μορφή και τέχνη το ποίημα.

Στον «Πικρόλιθο» υποβόσκει ο μύθος της ιστορίας της Κύπρου, τον οποίον σωματώνει ο ποιητής σε σύμβολα όπως τα πουλιά, η σχεδία, η σκήτη, το πηγάδι, το καράβι, για να αποδοθεί η δυναμική των συμβολικών φωνών του και η μυστική του τελεολογική του έκφανση, ως πικρανθός της μοίρας του τόπου.

Ο Σεφέρης στην ήμερη καθημερινότητα της Κύπρου διέγνωσε το επικό μεγαλείο της βιοτής του κόσμου του Ομήρου. Ο ποιητής του «Πικρόλιθου» εκφαίνει το σώμα του τραγικού αυτού του κόσμου, με τις ακτινώσεις του, με το στάγμα δηλαδή των δακρύων της θλιβής και του πόνου του, το εκχεόμενο από τον απωθημένο γόον του τραγικού, όπως καταστάθη ως κλήρος της ιστορίας και της μοίρας του Κόσμου της Κύπρου. Η αίσθηση του τραγικού προκαλείται με ποικίλους ποιητικούς τρόπους μορφικής διαπραγμάτευσης του ποιητικού θέματος. 

Το ποίημα «Πικρόμελο» αναδιαπραγματεύεται ιστορικό-διδακτικά το μέγα παράδοξο του ιστοριόμυθου της Κύπρου: την επανάσταση των Κυπρίων κατά των Περσών, με κεντρικό ήρωα τον Ονήσιλο (499-497). Ο μύθος του Ονήσιλου, ως γνωστόν, γοήτευσε πολλούς σύγχρονους ποιητές της Κύπρου, με προεξάρχοντα τον Παντελή Μηχανικό, επειδή η συμβολισμική του ανάγνωση δίνει σημαντικές απαντήσεις για τα εκάστοτε δολώματα της μοίρας της Κύπρου, αλλά και την σοβούσαν, εκάστοτε, διχόνοιαν των ίδιων των Κυπρίων, κατά το ταραχώδες ταξίδι του νησιού μέσα στους ιστορικούς αιώνες. Η πλοκή, όσο και το τέλος του μύθου, με συμβολισμούς πολύσημους, μπορεί ως έτοιμη σκευή να φορεθεί ως πουκάμισο του Νέσσου και να δώσει αυτογνωσιακά διδάγματα στους Έλληνες της Κύπρου: η δημιουργική πολιτισμική δυναμική του λαού της Κύπρου και τα πραγματωμένα αποτελέσματά της φαντάζουν, κάθε φορά, στα μάτια της πρωτόγονης δύναμης του ζόφου επιθυμητό λογάρι, που το χρύσειον φως του πέπρωται να γίνει βορά του χαίνοντος σκότους Αγαρηνού βαρβάρου. Στον εκάστοτε άνισον αγώνα αντίστασης και ελευθερίας της Κύπρου οι μακράν κείμενοι όμαιμοι συντρέχουν με «οβολόν πτωχίας», αλλά και οι εφιάλτες οι ημέτεροι έχουν γερό μερτικό στην καταστροφή. Η τραγωδία του ’74, που ως οφικό δηλητήριο κυκλοφορεί στις φλέβες του νου και στις αρτηρίες της καρδιάς του ελληνοκυπρίου μπορεί να ξαναδιαβαστεί, προς διδαχήν, με τη συμβολική αλφαβήτα του ιστοριόμυθου του Ονήσιλου. Ο μύθος του «Πικρόμελου» ακροτελευτά με καβάφειον τρόπο:

δοκιμάστε απ΄το δικό μου, της προδοσίας το πικρόμελο που στάζει απ΄το κρανίο μου για να θυμάστε πως πρέπει πάντα να φυλάγεστε απ’ τους αισχρούς Στασάνορες, μα πιο πολύ απ΄τους προδότες Γόργους.

Το τραγικό βίωμα συνοδεύει την ιστορική βιοτή της Κύπρου κι αυτό το τραγικό δίνει και σήμερα το εκχεόμενο αίμα του ως μελάνη για την ποιητική σύνθεση και γραφή του Λόγου και του Μύθου της Κύπρου.

Τα «Πουλιά», που άδουν με γλυκειά θλιβή τον λυρισμό του φυσικού κάλλους του τόπου και βουβαίνονται μέσα στο αιωρούμενο φτερό τους, αφού δέχτηκαν το δηλητήριο του φιδιού και έγιναν βορά του, η ταξιδεύτρα «Σχεδία», χρυσοπράσινο φύλλο, που λικνίζεται στην αγαπημένη θάλασσα της Μεσογείου, κομίζοντας το Άγιο Φως του πολιτισμού, η «Σκήτη» που παραπέμπει το θυμικό του αναγνώστη στην άσκηση και τον Εγκλεισμόν του Αγίου Νεοφύτου, αλλά και στην ιέρωση της ολοκαύτωσης του Γρηγόρη Αυξεντίου στον Μαχαιρά και στο «αυτοπροαιρέτως θνήσκειν περί πάτρης» του Κυριάκου Μάτση, του γιου του Πενταδάκτυλου και όλων των εγκλείστων στις κρύπτες και στις οπές της γης καθαγιασμένων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, όλα τα πολύσημα σύμβολα της τραγωδικής ποίησης του «Πικρόλιθου», αποτελούν ιδιόμορφα χορικά, συστατικά μέλη του τραγικού λόγου και μύθου της Κύπρου.

Ο ποιητικός λόγος στον «Πικρόλιθο» αποστάζει την πίκρα του τραγικού με κλασική λιτότητα. Μια πίκρα, που χωρίς εμφανή οιμωγή ή γόον ξυπνά στον αναγνώστη οικεία κακά, τον πόνο της άφευκτης κατάρας της μοίρας του τόπου, ενώ, ταυτόχρονα, ελευθερώνει φωνές – προτάσεις του συνειδότος για την κάθαρση του Κυπρίου και την αυτογνωσία του.

Η συλλογή «Πικρόλιθος» είναι ποιητικός άρτος από της πίκρας το προζύμι. Συμφλογιστές του ζυμώματος και του πυρώματος της πίκρας είναι τα σύμβολα της χαρμονής και της έκστασης της ζήσης της Κύπρου, που, ως αντίστιξη του δράματος, συνθέτουν την τραγωδική υφή του ιστορικού γίγνεσθαι του νησιού: Τα «Πουλιά», σύμβολα του ελεύθερου θυμικού της ψυχής της Κύπρου, η ταξιδεύτρα «Σχεδία», καμωμένη από καρατομηθείσα μυρωδάτη μαύρη πεύκη της Κύπρου και το καράβι, που νεωρεί στις αγαπημένες ακτές και στ΄ακρογιάλια του, με γνώση της πληγής από θαλασσινή πέτρα, με τη μνήμη της συντροφιάς των συνταξιδευτών του πουλιών και δελφινιών και τη θύμηση της γλώσσας και του τραγουδιού τους. 

Ο Νίκος Χατζημιχαήλ πραγματώνει απόλυτα, μορφικά και μυθικά, την υπό ανάγνωση ποιητική σύνθεση με το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Πικρόλιθος», που φέρει τον τίτλο «Μονόλογος Σπουργίτη». Ο αναγνώστης δυσκολεύεται και διχογνωμεί στην ερμηνεία του συμβόλου του ποιήματος, επειδή ο μονόλογος φωνεί από έναν τόπο πού ΄ναι ταυτόσημος και ταυτόλογος με τον τόπο Πατρίδας, συνυφασμένος με τον υπαρξιακό τόπο του ποιητή. Στους στίχους

     Έτσι έχω μάθει από μικρό
     Στον τόπο μου να ζω
     Κι ας υποφέρω
     Ας πονώ

ακούει την ασκημένη στον πόνο, από τις καταλυτικές διάχρονες δοκιμασίες, φωνή του Ελληνοκυπρίου, τη φωνή του υπαρξιακού τόπου του προσώπου. Και στους στίχους

     Μα εγώ 
     Θα ζήσω κι ας πονώ στον τόπο αυτό που αγαπώ
     Φάρος ακοίμητος
     Να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά
     Του δίκαιου ήλιου πύρινος 
     Ένας κριτής αητός.

υποτροπιάζει η πονεμένη ελπίδα του αδικημένου τόπου της Κύπρου για την απόδοση δικαιοσύνης στο καταπατημένο δίκαιο του ανίσχυρου, του μικρού σπουργίτη. Η πνιγμένη φωνή του τόπου, που ακυρώνεται με τραγικά πάθη, ενέχει και το υπαρξιακό πείσμα θέληση του Ελληνοκυπρίου να μη καταποθεί από τις χειμέριες θύελλες και πλημμυρίδες βαρβαρικών στιφών, που διαχρονικά και κατά λόγον αδικίας και ανορθοδοξίας, υφίσταται.

Ο «Πικρόλιθος», ως συνόλη ποιητική κατάθεση, επέχει θέση βυζαντινού λυπηρού, που συνοδεύει την εικόνα της σταυρωμένης Κύπρου και επιστρέφει την Ιερή Πύλη του εικονοστασίου της ψυχής μας. Το λυπηρόν αυτό κατέχει την εκ δεξιόν θέση του ξύλου του σταυρού της σταυρωμένης κόρης-Κύπρου, με την εικόνα της Θεοτόκου-Μάνας Κύπρου βρεφοκρατούσας, με δυο χαίνουσες και αιμάσσουσες από σφαίρες πληγές. Καθώς ατενίζει ψυχομαχούσα τη σταυρωμένη-κόρη Κύπρο, το ορφανεύον βρέφος γλείφει το εκχεόμενον αίμα της μάνας του, ως μητρικό γάλα για να επιβιώσει.

Το «Πικρόμελο» είναι μέγα ποιητικόν επίτευγμα της νεοελληνικής γραμματείας, με καλλιτεχνικές νεωτερίσεις και λιτή ρωμαλεότητα διαχείρισης του τραγικού στάγματος του ιστοριόμυθου του Κοινού των Κυπρίων και του τόπου τους. Με την αλήθεια και την υψιπέτεια της απλότητας οι στίχοι του «Πικρόμελου» διαλέγονται ποιητικά με τον ενοικούντα στον συναισθηματικό τόπο των ελλήνων της Κύπρου ιδιότροπον έλεγον, την ιδιοπρόσωπη δηλαδή ελεγεία, συγκινησιακά προσόμοιαν με ό,τι αποστάζει και ο λιτός στίχος από τις «Ρίμες Αγάπης»

     Τ΄αηδόνι που γλυκά θλιβάται

Μόνο που εδώ η ελεγεία τραγωδεί, διαστασιασμένη στον Τόπο του τραγικού, όπου τον Λόγον, ως απόκριση στην απορία της Σταύρωσης της Κύπρου, έχει η Μοίρα και ο Θεός. Ο ποιητής, ενωτιζόμενος την ηχώ αυτού του λόγου, την καταθέτει ως φωνήν του συνόντος λόγου του κοινού της Πατρίδας, με τραγωδική σκευή, ως προεξάρχων ενός χορού από στάσιμα θλιβής και πίκρας, κι όταν ακόμα άδει την λυρικήν ευδία της βιοτής του τόπου.



8 Φεβ 2017

ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ



ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Όλα τα χρώματα είναι ωραία
Και όλα τα χρώματα είναι αγνά.
Γυρίζουν οι εποχές και εκθέτουν
Τις ζωγραφιές της γης
Καμωμένες με άνθη.
Το μαύρο βλέμμα της παπαρούνας
Μες’ από τα κόκκινα πέπλα των φρουρών του,
Η θάλασσα των σταχιών
Που ξεδιπλώνει κίτρινα τα κύματά της
Μέσα στο καλοκαίρι.
Και η άλλη, η άλλη θάλασσα η μεγάλη
Με τα λευκά και τα γαλάζια των γαλάζιων
Ως τη χάλκινη κραυγή που αφήνει
Το φύλλο της χαρουπιάς
Δροσίζοντας την κεφαλή των ανθρώπων.
Το τόξο του ουρανού τα αναλαμβάνει
Και πλυμένα από τη βροχή
Τα ταξινομεί.

Η ευαισθησία όμως για το λευκό
Δεν είναι γιατί λευκές είναι οι φτερούγες
Και λευκή η στολή των Αγγέλων.

Καθήσαμε κάποτε στον ποταμό της Αλβιόνος.
Εκεί μήτε κλάψαμε, μήτε γελάσαμε
Μήτε ρωτηθήκαμε, μήτε απαντήσαμε.
Το νερό του ποταμού κυλά
Αλλά στην όραση φτάνει μια γκρίζα ακινησία.
Την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μονάχα
Με τα πανιά των καραβιών που ταξιδεύουν
Ή όταν ένα σώμα παρασύρεται
Και συλλογίζεσαι πως αυτό το σώμα
Μπορεί να είναι το δικό σου σώμα.

Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα
Παρά μόνο μια έρημος
Κι εσύ μόνος μέσα στην έρημο γυμνός,
Όπου με λύσσα μάχονται οι τέσσερεις άνεμοι
Κουβαλώντας στα φτερά τους την παγωνιά,
Αντήχησε
Γλυκύτατη, αγαπημένη, οικεία
Η φωνή.
«Τά μάτια σου ακόμα συντηρούν τη λάσπη
Και δεν βλέπεις γύρω σου τους ποταμούς του ελέους
Δεν βλέπεις τη βροχή της αγάπης.
Πάρε τα ιμάτια μου και κρύψε τη γύμνωση σου.»
Τότε απέραντα από τον ουρανό ξετυλίγονταν
Ιμάτια λευκά, και αναδιπλώνονταν —
Γέμισε η γη με χιόνι.
Τό χιόνι ανεβαίνει στα δέντρα
Ανεβαίνει ίσαμε την καρδιά σου
Το θάλπος της αγάπης τη ζεσταίνει.

Πάνω στα σκουριασμένα κλωνάρια της αμυγδαλιάς
Ανεβαίνουν χιλιάδες λευκές πεταλούδες.
Πάνω στη σκουριασμένη ψυχή μας ξεπετάγονται
Χιλιάδες λευκοί ανθοί ωσάν το χιόνι.

Εδώ στο κράτος του θανάτου λαμπροφορεί η ζωή
Και η οπτασία της ανθισμένης αμυγδαλιάς
Γαληνεύει το χειμώνα και το πνεύμα σου.

[Θεοδόση Νικολάου, Εικόνες, σελ. 13, Κύπρος 1988, με προμετωπίδα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ]