Ὅταν σωπάσαν τὰ
πουλιά
μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
μέσα ἀπὸ τὴ θέρμη μιᾶς ἀνάγνωσης τοῦΖήνωνα Ζαννέτου
Διάβασα μὲ ἐγνωσμένο ἐνδιαφέρον τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» καί, χωρὶς πρόθεση κριτικῆς ἀποτίμησης, γράφω, κατιὼν μὲ τὴ μελάνη τοῦ κονδυλοφόρου, τις Σημειώσεις τῆς ἀνάγνωσής μου.
Ἐν ἀρχῇ, γιὰ τὰ δικά μου αἰσθητικὰ μέτρα, τὸ μυθιστόρημά αν και εἶναι η πρώτη μυθιστορηματική έκφραση τοῦ συγγραφέα, είναι έργο ώριμο με αξιοπρόσεχτη ποιότητα μυθιστορηματικής τεχνικής και τέχνης. Ἀδυνατῶ, βέβαια, νὰ εἰκάσω τὸν βαθμὸ τῆς ὑποδοχῆς του ἀπὸ τὴ σύγχρονη «ἀγορά», ἡ ὁποία ἀρέσκεται σὲ ἕναν, κατὰ συνθήκη, διαμορφωμένο συρμό, ὅπου ὁ σεξισμός, ὡς προκεχωρημένος καμασουτρισμός, ὁ ζοφώδης ψυχεδελισμός, ἐνίοτε καὶ ὁ τυφλὸς στρατευμένος ἰδεολογισμός, ὁ, δίκην ἀστυνομικῆς περιπέτειας, ἀνθρωποσφαγισμός, μονοπωλοῦν τὴν πλοκὴ καὶ τὴν εἰκονοποιητικὴ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ καὶ δράση, στὰ μυθιστορήματα τοῦ σήμερα.
Ἀξιέπαινη ἡ συνεκτική-συνθετικὴ ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς του γραφῆς ὅσο καὶ ἡ φυσικότητα τῆς συναισθηματικῆς παρακολούθησης τῆς πλοκῆς, μὲ ἄκρως πειστικὸ τρόπο, ἔτσι ὥστε νὰ ἱστορικεύει τὸν μῦθο καὶ νὰ μυθοποιεῖ τὴν ἱστορία, σὲ ἑνοποιὸ ἀφηγηματικὸ κρᾶμα. Μιὰ ἄλλη ἀρετὴ τῆς γραφῆς του εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωσή της, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τέχνη τῆς χειρωναξίας σὲ πλεῖστες ὅσες δραστηριότητες τῶν ἐπεισοδίων τῆς πλοκῆς: γεωργία καὶ τὰ χειροποίητα καὶ χειροκίνητα ἐργαλεῖα της, βοτανολογία καὶ λαϊκὴ ἰατρική, παραγωγὴ μεταξιοῦ κ.ἄ.π. Ἀκόμα, ἐπαινετέα εἶναι ἡ γνώση τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ ἡ βιωματικὴ ἀναφορὰ καὶ περιγραφή της, ἡ λαϊκὴ συμπεριφορικὴ ἐθιμοτυπία, ζῶντα στοιχεῖα τοῦ βίου, ποὺ δίνουν ἐνάργεια καὶ ἐνδιαφέρον στὴ βιοτικὴ καθημερινότητα τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος.
Θὰ χαρακτήριζα τὸ μυθιστόρημα Ἱστορικὴ Χρονογραφὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς μυθοπλασίας, ἐπειδὴ τὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς τεχνικῆς μυθοποιοῦνται, ἐνῷ ὁ ἀφηγηματικὸς μῦθος βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ὡς ἱστορικὸ συμβεβηκός, ὡς ἀληθὴς ἱστορικὴ πραγματικότητα. Τὸ μυθιστόρημα εἶναι γραμμένο μὲ τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τοῦ κλασσικοῦ μυθιστορήματος, μὲ ἔλλογη μυθοπλασία, χωρὶς ἐξεζητημένες ἢ ὑπέρλογες παθογένειες καὶ ἀνατροπές, χωρὶς ἀπάνθρωπες συγκρούσεις τοῦ παραλογικοῦ ζόφου ἢ τοῦ ψυχασθενικοῦ συρμοῦ. Τὸ μυθιστόρημα μοιάζει νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρωτογενῆ ἀνάγκη τοῦ πνεύματος νὰ ἀναβιώσει μνημικὰ μιὰ βιοτή, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀχλὺ τοῦ χρόνου φαντάζει ὡς ὄλβιος βίος, ἄξιος νὰ καταγραφῆ, γιὰ τὸ κάλλος ποὺ ἐκπέμπει. Ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ συναισθηματικὴ συγκίνηση τῆς χειρωναξίας, τῆς δημιουργικῆς χειρωναξίας, γεννοῦσε τὸ κοινοτικὸ ἦθος τῆς ἀλληλεγγύης, τὸν βιοτικὸ διάλογο μὲ τὴ φύση, βιοτικὲς κοινοτικὲς δράσεις ποὺ παρήγαγαν ὑλικὸ καὶ ψυχικὸ πλοῦτο, πνευματικὸ κάλλος καὶ ὅ,τι ἐνέχει ἡ φιλόσοφη φράση «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος...», πόσο χαριτωμένο -μὲ χάρες πλάσμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ ἐνέχει μιὰν εὔροη συνοχὴ καὶ ἐξελικτικότητα. Ἀκόμα καὶ τὰ ἀποκαλούμενα ἀφηγηματικὰ «ἐξαίφνης» τῆς πλοκῆς δὲν εἶναι γεννήματα πυροτεχνικὰ ἀλλὰ ὑπακούουν στὴ λογικὴ τῆς κανονιστικῆς ἀνατροπῆς καὶ τῆς κοινοτικῆς ὑγείας ἢ εἶναι καταστάσεις τοῦ ἄφευκτου πεπρωμένου τῆς Ζωῆς, χωρὶς νὰ μπαίνουν στὸν πειρασμὸ τῆς φανταστικῆς παραλογίας τοῦ ἀπάνθρωπου καὶ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ἄρρωστου.
Ἡ περιγραφικὴ ἀκρίβεια τῆς λεπτομέρειας εἶναι μιὰ ἄλλη ἐπαινετέα ἀρετὴ τῆς συγγραφῆς, στηριζόμενη στὴν ἐγνοιασμένη παρατηρητικότητα τοῦ βίου καὶ τῆς Ζωῆς, μιὰ παρατηρητικότητα ποὺ προδίδει τὸν εἰλικρινῆ ἔρωτα τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο καὶ τὴν ἀπωλεσθεῖσα κοινοτικὴ του βιοτή. Τὴν νοσταλγικὴ αὐτὴ βιοτὴ, η οποία παρήγαγε τὸ Καρπάσιο κοινοτικὸ Ἦθος καὶ τὸ ἐνάρετο κοινοτικὸ εὖ ζῆν, περιγράφεται πραγματούμενη μέσα στὸ μυθιστόρημα ὡς απότοκος της προβεβλημένης καὶ εἰλικρινοῦς ἀγάπης τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο του καὶ τῆς ποιότητας τῆς δέσης τοῦ ὀμφάλιου λώρου τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος μὲ τὸν τόπο, στοιχεῖα ἀνιχνευόμενα μὲ τὴν ἀνάγνωση.
Μὲ ἕναν λόγο τὸ μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» εἶναι ἡ γλυκαίσθητη φωνὴ τοῦ φιλόκαλλου Καρπασεώτη νόστου γιὰ τὸν ἀπωλεσθέντα κοινοτικὸν ὄλβο τοῦ τόπου, τὸν ὄλβο τῆς ἁπλότητας τοῦ βίου, τῆς ὀλιγαρκοῦς αὐτάρκειας, τοῦ εἰλικρινοῦς χαρμόσυνου βιώματος, μιᾶς εὐλογημένης ἡμερινῆς βιοτῆς ἀλλά, καὶ τοῦ δυσέκφραστης βίωσης τραγικοῦ τῆς Ζωῆς, τῆς ἐρημίας καὶ τῆς ὀρφάνιας τῆς Ζωῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ προσώπου. Ἕνα μεγαλεῖο τῆς ἁπλότητας τοῦ βιοτικοῦ χαρμόσυνου καὶ τῆς λιτότητας τοῦ τραγικοῦ, ποὺ λειτουργοῦν ὡς συναισθηματικὸ κρᾶμα τοῦ διαλόγου τῆς Ζωῆς.
Ἡ διεισδυτικὴ ἀναγνωστικὴ καταβύθιση στοὺς ἔμπονους πρωτογενεῖς προβληματισμοὺς τοῦ συγγραφέα Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αὐτοὺς ποὺ παράγουν τὴ λογοτεχνικὴ γραφή του (Ποίηση, Διήγημα, Μυθιστόρημα) ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη στὴ διαπίστωση πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ καρπήματα εἶναι ἐκφάνσεις τοῦ συναισθηματικοῦ λυτρωμοῦ, ἀπὸ τὸ φωνῆεν χάραγμα, ποὺ ἀνείπωτα πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν συγγραφέα. Τὸ φωνῆεν τοῦτο χάραγμα, χαῖνον καὶ ἀνίατο στοὺς βύθιους τῆς καρδιᾶς τόπους, ἐπιγραμματικά, φωνεῖ τοῦτα τὰ λόγια: «Μήγαρις, ἀναγνώστη μου, ἔχω στὸν Νοῦ καὶ στὴν Καρδιά, τίποτις ἄλλο, πάρεξ τὸν ἀγαπημένο γενέθλιο τόπο τῆς Καρπάσου Γαίας τῆς Κύπρου, καὶ τὴν αἱμορροοῦσα πληγὴ τῆς μικρῆς πικρῆς μου Νήσου, πληγὴ ποὺ ἐνέχει καὶ τὸ βουβό της μοιρολόϊ γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς κατ’ ἄνθρωπον ὀλβιότητας τῆς δουλευούσης νῦν Διθαλάσσου Καρπασίας».
Αὐτή την ἀδευτέρωτη ὀλβιότητα τοῦ νόστου καὶ τῆς μνήμης τῆς Καρπασίας καὶ τὸ μακάριο κοινοτικὸ τῆς Ἦθος πειρᾶται νὰ ἀναβιώσει μὲ τὴ μελάνη τῆς καρδιᾶς μέσα στὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ.
Χρήσιμο κρίνω νὰ σημειωθῇ, ἐπὶ πλέον, καὶ τοῦτο τὸ σημαῖνον τοῦ λόγου τοῦ μυθιστορήματος, ὅπως αὐτὸ συνυφαίνεται μὲ τὴν ὅλη ἐπεισοδιακὴ πλοκὴ τοῦ ἔργου: Ὁ Καρπάσιος βιοτικὸς παλμὸς καὶ τὸ κοινοτικὸ ὅσο καὶ τὸ Προσωπικό, τῶν Προσώπων τῆς Καρπασίας Ἦθος, εἶναι διακεκριμένο δεῖγμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων, ὅπως τοῦτο ἐκδηλωνόταν ὡς πολιτισμικὴ στάση καὶ ἔκφραση σὲ κάθε κοινότητα, μικρὴ ἢ μεγάλη, τῆς περιφερειακῆς Κύπρου, κατὰ συνέπειαν τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» εἶναι μιὰ ἄκρως ἐνδιαφέρουσα καὶ ἑλκυστικὴ περιγραφὴ τῆς ζώσας βιοτικῆς ἡμερινότητας τῆς Κύπρου κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ τῶν ἀπαρχῶν τοῦ 20ου αἰ. Τὸ ἔργο εἶναι ἕνα δρῶν σκηνικὸ τοπίο, ὅπου ἀκούονται οἱ διεκπεραιωτικὲς ἀπαντήσεις καὶ οἱ χειριστικὲς βιοτικὲς λύσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου στὰ ἑκάστοτε ἀνακύπτοντα προβλήματα τοπικοῦ ἢ εὐρύτερου ἐνδιαφέροντος. Μέσα ἀπὸ τὴ μυθοπλασία τοῦ ἔργου ὁ συγγραφέας ζωντανεύει, μὲ γνώση, ὕστερα ἀπὸ ἐνδελεχῆ ἔρευνα, τὴ συναισθηματικὴ ἀλλὰ καὶ στοχαστικὴ στάση στὴ διαχείριση προβλημάτων καὶ καταστάσεων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, πέραν τῶν προσωπικῶν, ἐνῷ ἀπὸ τὴ διαχείρηση, ὡς πλοκὴ τοῦ μύθου, ὡς πάθη καὶ συγκρούσεις, ὡς ἀγώνα ἰδεῶν καὶ ἰδεολογημάτων, τελικά ἀναδύεται ὁ λόγος τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ τῶν ἀξιῶν τοῦ βίου, ὅπως ἡ φιλοξενία, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀντοχὴ καὶ ἡ ὑπέρβαση τῆς μαυρίλας τοῦ βίου καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ἔκβαση στὸ φῶς τῆς Ζωῆς καὶ τῆς γλυκαισθησίας της.
Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνα, ὁπότε, χρονικά, ἐξελίσσεται καὶ ὁ μῦθος τοῦ μυθιστορήματος, εἶναι τὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς τῆς ἐπιστήμης τῆς Λαογραφίας. Τότε, ἐπίσης, ὡριμάζει καὶ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ὁ 19ος αἰῶνας, μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ ἐθνικὰ κινήματα, γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν δούλειον ζυγὸν καὶ τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀνεμπόδιστη ἔκφραση τῆς πολιτισμικῆς τους ταυτότητας, ὑπὸ καθεστὼς ἐλευθερίας, αὐτοδιάθεσης, άσκησης καὶ βίωσης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ καὶ τοῦ συνόλου. Τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα παίρνουν τὴ μορφὴ παραδοσιακῶν βιωμάτων, τὰ ὁποῖα, ὡς βιοτικὲς ἐκφράσεις τῶν προσώπων γίνονται ἡ ὑποκείμενη ὕλη καὶ ἰλὺς τῆς Τέχνης μὲ τὰ ἴδια γνωρίσματα καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς, ἐκφαίνοντα τὸ Ἦθος τοῦ κοινοῦ ἑνὸς ἔθνους. Μὲ τὴν ὀρθόλογον ἀναγωγὴν αὐτῶν τῶν πραγματικοτήτων τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι στὸ ἴδιο τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ καὶ στὴν μυθοπλασία του ὁδηγούμαστε στὴν ἀναγνωστικὴ διαπίστωση ὅτι οἱ ἰδιαίτερες βιοτικὲς δράσεις καί τὰ παθήματα τῶν προσώπων, μὲ τὰ ὁποῖα διαπλέκεται ἡ μυθοπλασία, ἐκφαίνουν κατὰ τρόπον ἔνδηλον, τὸ Ἦθος αὐτῶν τῶν προσώπων, καὶ διευρυνόμενον, αὐτὸ τοῦτο τὸ ἦθος τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων. Καί, σήμερα ποὺ ἡ κυπριακὴ βιοτὴ ἀναλίσκεται σὲ κατεστημένο κλίμα ἠθικοῦ ζόφου καὶ ἠθικῆς κρίσης ἡ ἀνεγνωσμένη ἀναστροφὴ τοῦ Ἕλληνα τῆς Κύπρου μὲ τὸ παραδοσιακὸ γονικό του Ἦθος εἶναι ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε ἀναγκαία καὶ σωστικὰ ἐπωφελής.
Ὡς κατακλεῖδα τῶν ἀναγνωστικῶν μου παρατηρήσεων γιὰ τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ», ἐπιστεγάζουσα, ἐν συνόψει, κάποιες ἑρμηνευτικὲς καταθέσεις, ἂς εἶναι ὁ ἀκόλουθος καταληκτήριος λόγος:
τὸ ἔργο «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιά», τὸ ὁποῖον, κατὰ προσωπικὴ αἰσθητικὴ ἐκτίμηση, χαρακτηρίζω ὡς «Μυθιστορηματικὴ Χρονογραφή», δραστικὸ τοπίο ἔχει τὴν περιφέρεια τῆς Καρπασίας κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα, καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἡ Κύπρος ἀπὸ Ὀθωμανικὴ κτήση καθίσταται, κατόπιν ἀγοραπωλησίας, ἰδιόκτητο νησὶ τῆς Βρεττανικῆς ἀποικιοκρατικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μυθοπλασία τοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἀκριβὴς εἰκόνα τῆς βιοτικῆς καθημερινότητας τοῦ μακρὰν τῆς Μητρόπολης τῶν Ἑλλήνων βιοῦντος Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος τοῦ Ὁμήρου εἶναι, ἐν πολλοῖς, παρὼν ἀλλὰ καὶ τοῦ Ὀρθόδοξου Βυζαντίου καὶ ὅπου τὰ βιωματικὰ αἰσθήματα, τὰ δοκιμασθέντα μέσα στὴ σοφία τοῦ βιοτικοῦ χρόνου καὶ στὸ καμίνι τῶν καιρῶν, ὑποστηρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐνάργεια τοῦ μύθου καὶ τῆς πλοκῆς του ὡς στάγματα διαχρονικὰ τοῦ Ἤθους αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι τοῦ μύθου, ἀλλὰ καὶ ἡ χωρὶς μαλάματα καὶ ἄλλα ἑλκυστικὰ ἐπιθέματα ἀπόδοση τοῦ συναισθηματικοῦ πάσχειν τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος καὶ τῶν δορυφόρων τους, εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς γραφῆς τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ., ἀρετὲς ποὺ καθιστοῦν τὴν ἀνάγνωση εὐαναγνωσία εὐπρόσδεκτη καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἔργου εὐόδιο. Καὶ σὺν τούτοις, ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀποτίμηση καταθέτει λόγον εὔσημον, ἐπαινετόν, προτείνοντας τὴν ἐγγραφὴν τοῦ ἔργου στὶς δέλτους τῆς Εθνικής Λογοτεχνικῆς δημιουργίας, δέλτους ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ φωτισμένο πρόσωπο τῆς λογοτεχνίας μας, σωστικὰ καὶ διαχρονικά.
Ἂν νομιμοποιοῦμαι νὰ δανειστὼ ὡς συναρωγὸ τῆς ἑρμηνευτικῆς μου σκέψης, τὴ διαχρονικὴ ρήση του Καβάφη θὰ ἔλεγα τελειώνοντας τοῦτο: Φίλε συγγραφέα, ἡ γραφὴ τοῦ μυθιστορήματος «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ἂν καὶ εἶναι τὸ πρῶτο σου βῆμα στὴ Λογοτεχνία τοῦ μυθιστορήματος, τὸ πρῶτο σου σκαλὶ στὴν κλίμακα αὐτῆς τῆς Τέχνης, ὅπως θάλεγε ὁ Καβάφης, ἐν τούτοις ὁ βηματισμὸς στὸ πρῶτο αὐτὸ σκαλὶ σὲ καθιστᾶ ἑταῖρο στὴ Σύν-Τεχνία τῶν μαϊστόρων τῆς μυθιστορίας, στὴ νοητὴ Πολιτεία αὐτῆς τῆς Τέχνης στὸ νησί μας. Ἄξιος ὁ μισθός Σου.