ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ
«Ἀφκαοφτακουλλούρι»
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Μιὰ χρονιὰ ἔμενα, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή μου, στῆς κυρίας Ἑλένης Καζή, Ἀκροπόλεως 17 καὶ Λειβαδιῶν. Ἦταν ἕνα ξεχωριστό, ὄμορφο δωμάτιο, βοηθητικὸ ἂς τὸ ποῦμε, μὲ ἕνα ἀνατολικὸ παράθυρο. Πολὺ νωρίς, τὰ χαράματα, κάθε μέρα τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς, μᾶς ξυπνοῦσε ἡ φωνὴ τοῦ κουλουρὰ αὐγοπούλη: «ἀαααφκαοφτακουλλούρι». Τὴν ἑπόμενη στιγμή, τοὺ ἀπαντοῦσε ἕνα βραχνὸ πετεινάρι στὸ κοτέτσι τῆς αὐλῆς. Ἐρχόταν μὲ τὸ ποδήλατό του ἀπὸ τὴ μυρωμένη ὁδὸ Ἁγίας Παρασκευῆς, ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς πορτοκαλεώνες, ἀλλὰ μόλις ἔφτανε στὴ Δημοφῶντος, τὸ ἔσπρωχνε μέχρι νὰ φτάσει ψηλὰ στὸ ντιπόζιτο. Ἔστριβε δεξιὰ στὴν 28ης Ὀκτωβρίου, μετὰ στὴν Ἀκροπόλεως καὶ προχωροῦσε πρὸς τὶς «Πολυκατοικίες Σταυροῦ». Τὴν πραμάτεια του τὴν εἶχε σὲ δυὸ κοφίνια προσαρμοσμένα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὴ σχάρα τοῦ ποδηλάτου του. Οὔτε «ζεστὰ αὐγά», οὔτε «ὡραῖα κουλλούρια», οὔτε «κοπιάστε νὰ πάρετε αὐγὰ καὶ κουλλούρια», παρὰ μόνο «ἀαααφκαοφτακουλλούρι», παύση, «ἀαααφκαοφτακουλλούρι» ξανὰ και ξανὰ όπως τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν. Ὁ πλανόδιος πωλητὴς ἐπαναλάμβανε αὐτὴ τὴ μοναδικὴ κοφτὴ φράση παρατείνοντας λίγο τὸ πρώτο «α» καὶ δίνοντας ἔμφαση στὸ λάμδα ἀφήνοντας τὴ γλῶσσα του γιὰ λίγο στὸν οὐρανίσκο. Ἦταν τόσο χαρακτηριστικὴ φωνή, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε κανένας νὰ τὴ ξεχάσει, ἀρκεῖ νὰ τὴν εἶχε ἀκούσει ἔστω καὶ μιὰ φορά. Χουζουρεύαμε κάμποση ὥρα κι ὕστερα ἑτοιμαζόμαστε καὶ παίρναμε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σχολεῖο. Ἐγὼ κατηφόριζα τὴν ὁδὸ Λειβαδιῶν ἔφτανα τέρμα Εὐαγόρου -τὸ τελευταῖο σπίτι εἶναι τῆς θείας Ἀνδριανής- καὶ ἔστριβα ἀριστερά. Πρῶτο τὸ σπίτι τῆς θείας Ἄννας, ἀνταλλάσσαμε χαιρετισμό, καὶ συνέχιζα μὲ τὸ ποδήλατό μου πρὸς τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου. Στὴ διαδρομὴ συναντοῦσα συμμαθητὲς μου καὶ ἄλλους μαθητὲς γιὰ τὸν ἴδιο προορισμό.
Κάθε Δευτέρα δὲν εἶχε χουζούρι. Μόλις ἄκουγα τὴ φωνὴ τοῦ κουλλουρᾶ πεταγόμουν ἐπάνω σὰν ἐλατήριο καὶ ντυνόμουν ἀμέσως. Ἤξερα πὼς σὲ λίγα λεπτὰ θὰ ἀκουγόταν ἡ διαπεραστικὴ μπουροῦ τοῦ θείου Κουζάρη. Μᾶς ἔφερνε τὸ κοφίνι μας ἀπὸ τὸ χωριὸ, μὲ ἐκεῖνο τὸ πανέμορφο αὐτοκίνητό του μὲ τὰ βυζαντινὰ παράθυρα. Ἦταν ἡ «Καθημερινὴ Γραμμή, Λεονάρισσο-Βασίλι-Ἀμμόχωστος». Πόσο ἀνυπόμονα περιμέναμε αὐτὸ τὸ κοφίνι! Στὸ κάτω μέρος ἦταν οἱ πατάτες καὶ οἱ κονσέρβες, πιὸ ψηλὰ ἦταν τὰ ὄσπρια, φασόλια, φακὲς καὶ κάπου ἐκεῖ, προσεχτικὰ τοποθετημένα κάποια πιὸ εὐαίσθητα φαγώσιμα: κάποια τυλιχτὴ χορτόπιττα, λίγο μαγειρεμένο φαγητὸ καὶ φρέσκο ψωμί. Τὰ πλυμένα καὶ σιδερωμένα ροῦχα μας, ἦταν κι αὐτὰ τοποθετημένα μὲ ἐπιμέλεια σὲ ἕνα τετράγωνο σεντονάκι μὲ τὶς τέσσερις ἄκρες του δεμένες σταυρωτά. Τέλος ἕνα ἄλλο ἄσπρο σεντονάκι σκέπαζε τὸ κοφίνι καὶ δενόταν γύρω γύρω μὲ μιὰ κορδέλα.
Μέσα στὰ ροῦχα ἦταν τὰ μαντηλάκια μας. Ἕνα γιὰ τον καθέναν μας. Ἄχ! αὐτὸ τὸ μαντηλάκι πῶς τὸ περιμέναμε! Μιλῶ γιὰ χρήματα τώρα. Μέσα στὸ μαντηλάκι, δεμένο μὲ διπλὸ κόμπο, ἦταν χρήματα, πεντασέλινα καὶ διπλοσέλινα, γιὰ τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Δὲν ἦταν κανένας θησαυρός, ἦταν ἀρκετὰ ὅμως, γιὰ νὰ ἀγοράζουμε συμπληρωματικὰ τρόφιμα, λίγα φροῦτα, τετράδια, μολύβια καὶ βιβλία. Διασώθηκε ἕνα τετράδιό μου καὶ κάθε πληροφορία ποὺ περιέχει ἀνοίγει τόσες θύμησες, ποὺ θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ γράψω ἕνα μυθιστόρημα γιὰ τὴ ζωή μου στὴν Ἀμμόχωστο. Τὰ μεγαλύτερά μου ἔξοδα, ὅπως φαίνεται στὸ τετράδιό μου, ἦταν γιὰ ἀγορὲς βιβλίων: ἡ «Πεῖνα» τοῦ Κνοὺτ Χάμσουν μοῦ στοίχισε 90 μὶλς καὶ το «Χωρὶς οἰκογένεια» 100 μιλς. Τὰ κλασσικὰ εἰκονογραφημένα ἦταν μόλις 70 μὶλς καὶ εἶχα ἀποκτήσει ἀρκετά. Καὶ τὰ πλεῖστα βρίσκονται ἀκόμα στὴ βιβλιοθήκη μου.
Αὐτὴ τὴν ἀνάμνηση τὴν ἀφιερώνω στὴ μνήμη τοῦ Ἄντη Χασάπη, ποὺ ἔφυγε πρὶν λίγες μέρες γιὰ τὰς αἰωνίους μονάς. Τὸ σπίτι του ἦταν στὴ γωνιὰ ἀπέναντι καὶ μαζὶ μὲ τὸν Νίκο, τὸν γιο τῆς κυρίας Ἑλένης καὶ ἄλλα παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς παίζαμε ποδόσφαιρο.
Ὁ καθένας μας, ἔχει μέσα του τὴ δική του ἀγαπημένη Ἀμμόχωστο, ἀναστηλωμένη μὲ τὴ δική του ξεχωριστὴ ματιά. Αὐτὴ τὴν Ἀμμόχωστο ζωγραφίζουμε στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐγγονῶν μας. Αὐτὴ τὴν ἄφθαρτη Ἀμμόχωστο, ἔχουμε μέσα μας, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πατήσει κανένας ἀρουραῖος, κανένα φίδι, κανένας λύκος, κανένας νεοσουλτάνος. Κάποιοι νεότεροι ἀπὸ ἐμᾶς, κάποιοι απόγονοί μας θὰ ἐπιστρέψουν.