10 Αυγ 2021

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

 

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Μο κανε τρομερ ντύπωση κενο τ πανέμορφο σπιτάκι κι μεινα ν τ κοιτάω σν χαζός. Λς κι εχε ξεπηδήσει π κάποιο παραμύθι. Προβαλλόταν στν καταγάλανο λαμπερ οραν σν ζωγραφι πο τ συμπλήρωναν στ βάθος ο πινελις μ τ καταπράσινα περιβόλια. Κα τί μορφη ατ πέτρινη σκάλα του! Κα τ χρώματα, τόσο ταιριαστά: πράσινη πόρτα κα τ παράθυρα, στ νοιχτ χρμα τς φάβας ο τοχοι. Τ χρωματικ πανδαισία συμπλήρωνε τ ξύλινο μπαλκονάκι του μ τὶς πολλς γαρουφαλλιές, τὰ σκυλάκια κα τ γιόκλημα. Ποιο ραγε ν ζοσαν σ τοτο τ σπιτάκι; Ο φτ ννοι; Κάποια ξορισμένη κα μαγεμένη βασιλοπούλα; πορία μου μως λύθηκε μέσως: νοιξε πράσινη πόρτα κι μφανίστηκε ργ ργ μι μορφή, στ σκορα ντυμένη, μ μαρο μαντήλι στ κεφάλι, ν κοιτάει ρευνητικ κάτω, προσπαθντας ν ναγνωρίσει πρόσωπα, μ σν κουσε τ φράση « γγονός σου» τότε κινήθηκε σβέλτα κα ρχισε ν κατεβαίνει νυπόμονα, στηριζόμενη μ τ δεξί της χέρι στν κουπαστ τς σκάλας. Τν πόμενη στιγμ δν βλεπα τίποτε. Μ εχε ξαφανίσει στν γκαλιά της.

Τ σπιτάκι ‒στ κάτω Βαρσι‒ νκε στν οκογένεια Τουμάζου, πο ργότερα συνδέθηκα μ σταθερ φιλία μ ρκετ π τ μέλη της. Παναγιώτης ταν στ βουν τότε∙ ἀντάρτης. Λίγα μόλις χρόνια μετά, ταν εδα τ φωτογραφία του στν «γωγ» το σχολείου νιωσα περηφάνια γιατί ξιώθηκα κι γ ν φορέσω τ διο θρυλικ πηλίκιο το λληνικο Γυμνασίου μμοχώστου, μ τν κεντημένη κίτρινη κουκουβάγια, το σχολείου πο μς μαθε ποιο εμαστε, π πο καταγόμαστε, μς κανε λεύθερα σκεπτόμενους νθρώπους, κα τ πι σπουδαο, μς μαθε πς λευτερι νς τόπου κερδίζεται μόνο μ γνες κα αμα!

Παντο πρχε πολλ μμος∙ μόνο στν γιαλό μας, στ χωριό, εδα τόσο πολλ μμο. πέναντι, ταν μι σειρ π βαθύσκιες συκαμις μπροστ π μερικ καταλύματα ‒κε καθίσαμε‒ κι να τσορμο παιδι πο σερναν να μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, πο τ εχαν δεμένο μ σπάγκο. ταν τ ατοκίνητό τους κα χος τς μηχανς του βγαινε π τ χείλη τους, κάποτε μ γκομαχητ γιατί σκάλωνε σ καμι πέτρα κα πάσχιζαν ν τ παγκιστρώσουν. θεος λεγε τ νέα του στ γιαγιά, ξήγησε τι θ μενα στν μμόχωστο γι δυ βδομάδες γι διακοπς κα τι θ μ ξανάφερνε γι ν περάσω μι δυ μέρες κοντά της. γ λεγα τ νέα τς οκογένειάς μου στ χωριό, πς πέρασε σχολικ χρονιά, κα παντοσα σ ,τι μ ρωτοσαν.

πρώτη μου μέρα πέρασε μ βόλτες στν πόλη κα πισκέψεις στος συγγενες, πόμενες μως, εχαν πολλ θάλασσα. θεος Παναγιώτης, φευρετικς μάστορας μ τέσσερις σιδερόβεργες κι να σεντόνι στηνε μι σκιερ καλύβα μπροστ κριβς π τ κέντρο «κταον», λίγο ριστερά, μόλις κατέβουμε τ σκαλιά. θεία Γεωργία καθόταν στ σκι σ μι ναπαυτικ καρέκλα, πλεκε, χωρς στόσο ν μ χάνει π τ πτικό της πεδίο, κι θεος κάθε τόσο ντάλλασε λίγες κουβέντες μ γνωστούς του, πο κοντοστέκονταν ταν τν ναγνώριζαν. Μαζί μας, βέβαια, εχαμε παγωμένο νερ κα σάντουιτς λλ πολάμβανα κα τ παγωτ μου π τν παίθριο πωλητή, πο σπρωχνε μ πολ κόπο τ ποδήλατό του στν μμο διαλαλντας τ «τριανταφύλλου» παγωτό του. Πλατσούριζα στ δροσερ κυματάκι κα μελετοσα μ προσοχ τν κίνηση σ λη τν παραλία κα τν πέραντη γαλάζια θάλασσα τς μμοχώστου μέχρι κενο τν βράχο πο μοιαζε μ τν καμπούρα μις καμήλας, κα πι πέρα κόμα, κε πο τ πλοα φαινόντουσαν κίνητα κα μικρ σν βρκες. Πο ν φανταστ πόσο μεγάλα ταν. θεος πρόσεξε τ νδιαφέρον μου γι τ καράβια κα τν πόμενη μέρα τ πρω πισκεφτήκαμε τ λιμάνι τς μμοχώστου. Μο καναν στν ρχ ντύπωση τ ψηλ τείχη κα κόσμος πο πηγαινοερχόταν στν προβλτα μ γρήγορους ρυθμούς, λλοι πεζοί, λλοι σπρώχνοντας καρότσια, λλοι μ ποδήλατο κι λλοι μεταφέροντας στν πλάτη να γεμτο σακί. Μόνο ταν εδα ψηλ σ μι πλατφόρμα να ατοκίνητο ν τ φορτώνουν μ κιβώτια συνειδητοποίησα τι βρισκόμουν μπροστ σ να τεράστιο πλοο. Θεέ μου πόσο μεγάλο ταν! Νόμιζα τι τ πλοα ταν τ πολ δυ τρες φορς πι μεγάλα π τς βρκες πο βλέπαμε στν Κμα το Γιαλο. ντε πέντε φορές. χι μως τόσο μεγάλα πως ατ πο βλεπαν τ μάτια μου. πίστευτα μεγαθήρια!

Κάθε μέρα κα μι κπληξη. Τν πόμενη πισκεφτήκαμε ἕνα μικρὸ πάρκο, τ Δασούδι στν εσοδο τς μμοχώστου. κε, στ ωβηλαον, πως λεγόταν, νας φωτογράφος εχε στήσει τ παίθριο φωτογραφεο του κα ταν δεύτερη φορ πο πηγαίναμε κε. Τν ναγνώρισα μέσως: ταν χαμογελαστς φωτογράφος πο ρθε στ σχολεο μας κα μς βγαλε μαδικ φωτογραφία. ταν φωτογράφος Εάγγελος, πο εχε καταγωγ π τ Σμύρνη. περιοχ ξω π τ τείχη πρς τ Σαλαμνα λεγόταν Νέα Σμύρνη∙ στν περιοχ πρτος, κατοίκησε κα νομάτισε πατέρας του, Μανώλης Ζαννετής, πο ρθε π τ Σμύρνη γύρω στ 1910.

 Οτε πο τ κατάλαβα πς πέρασε, σχεδόν, πρώτη βδομάδα τόσο εχάριστα, μ εχαμε κι λλες κπλήξεις: τ Σάββατο ργ τ πόγευμα πήγαμε στν «Παρνασσό». Παρνασσς ταν να ξεχωριστ δροσερ σημεο στ Κάτω Βαρσι, κάτι σν καφενεο, στιατόριο, οκογενειακ κέντρο, δν ξέρω πς ν τ π. ταν ρχισε ν σουρουπώνει λα τ τραπεζάκια ταν κατειλημμένα. Πολλο κάθονταν κόμα κα στ χαμηλ τοιχάκι τς περίφραξης το χώρου κι λλοι σ μικρς συντροφιές, πηγαινοέρχονταν π΄ ξω. Τ παιδι τρεχαν δ κι κε σο ο γονες τους πολάμβαναν ,τι εχαν παραγγείλει. πρχε μι εθυμία παντο. λων τ πρόσωπα ταν χαρούμενα∙ ποτ στ ζωή μου δν συνάντησα πι ετυχισμένη κοσμοσυρροή. ταν μως σβησαν τ φτα, λα τ παιδι πέστρεψαν κοντ στος γονες τους. λα τώρα ταν συχα. π να παλι γραμμόφωνο κουγόταν κλασσικ μουσικ τν παραστάσεων το καραγκιόζη,  ταρμ τατμ ταρμ ταρατμ κα μετ βραχν χαρακτηριστικ φων το καραγκιοζοπαίχτη «εειιι ὄπα! Ὄπα ὄπα, μανούλα μου, ὄπα κολλητήριιι»... θ φάααμεεε… θ πιούμεεε… κα νηστικο θ κοιμηθομε»...

 ...κα ρχιζαν τ γέλια, πο συνεχίζονταν μέχρι τ τέλος τς παράστασης, μέχρι ν κουστε π τ βραχν φων «κυρίες μου κα κύριοι, παιδιά μου, δ τελείωσε παράστασις Καραγκιόζης γιατρός. Γειά σας... γειά σας!» κα ν νάψουν τ φτα, κα ν' ρχίσει πάλι μουσικ π τ παλι γραμμόφωνο: ταρμ τατμ ταρμ ταρατάμ! ταρμ τατμ ταρμ ταρατάμ!

 Ὑπρξαν ποχές, πο ο νθρωποι ταν πραγματικ ετυχισμένοι∙ μ τ λάχιστα!

 

 

 ΕΔΩ


Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ... ΓΙΑΤΡΟΣ