Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ
Μοῦ ἔκανε τρομερὴ ἐντύπωση ἐκεῖνο τὸ πανέμορφο σπιτάκι κι ἔμεινα νὰ τὸ κοιτάω σὰν χαζός. Λὲς κι εἶχε ξεπηδήσει ἀπὸ κάποιο παραμύθι. Προβαλλόταν στὸν καταγάλανο λαμπερὸ οὐρανὸ σὰν ζωγραφιὰ ποὺ τὴ συμπλήρωναν στὸ βάθος οἱ πινελιὲς μὲ τὰ καταπράσινα περιβόλια. Καὶ τί ὄμορφη αὐτὴ ἡ πέτρινη σκάλα του! Καὶ τὰ χρώματα, τόσο ταιριαστά: πράσινη ἡ πόρτα καὶ τὰ παράθυρα, στὸ ἀνοιχτὸ χρῶμα τῆς φάβας οἱ τοῖχοι. Τὴ χρωματικὴ πανδαισία συμπλήρωνε τὸ ξύλινο μπαλκονάκι του μὲ τὶς πολλὲς γαρουφαλλιές, τὰ σκυλάκια καὶ τὸ ἀγιόκλημα. Ποιοὶ ἄραγε νὰ ζοῦσαν σὲ τοῦτο τὸ σπιτάκι; Οἱ ἑφτὰ νᾶνοι; Κάποια ἐξορισμένη καὶ μαγεμένη βασιλοπούλα; Ἡ ἀπορία μου ὅμως λύθηκε ἀμέσως: ἄνοιξε ἡ πράσινη πόρτα κι ἐμφανίστηκε ἀργὰ ἀργὰ μιὰ μορφή, στὰ σκοῦρα ντυμένη, μὲ μαῦρο μαντήλι στὸ κεφάλι, νὰ κοιτάει ἐρευνητικὰ κάτω, προσπαθῶντας νὰ ἀναγνωρίσει πρόσωπα, μὰ σὰν ἄκουσε τὴ φράση «ὁ ἐγγονός σου» τότε κινήθηκε σβέλτα καὶ ἄρχισε νὰ κατεβαίνει ἀνυπόμονα, στηριζόμενη μὲ τὸ δεξί της χέρι στὴν κουπαστὴ τῆς σκάλας. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ δὲν ἔβλεπα τίποτε. Μὲ εἶχε ἐξαφανίσει στὴν ἀγκαλιά της.
Τὸ σπιτάκι ‒στὸ κάτω Βαρῶσι‒ ἀνῆκε στὴν οἰκογένεια Τουμάζου, ποὺ ἀργότερα συνδέθηκα μὲ σταθερὴ φιλία μὲ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ μέλη της. Ὁ Παναγιώτης ἦταν στὰ βουνὰ τότε∙ ἀντάρτης. Λίγα μόλις χρόνια μετά, ὅταν εἶδα τὴ φωτογραφία του στὴν «Ἀγωγὴ» τοῦ σχολείου ἔνιωσα περηφάνια γιατί ἀξιώθηκα κι ἐγὼ νὰ φορέσω τὸ ἴδιο θρυλικὸ πηλίκιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Γυμνασίου Ἀμμοχώστου, μὲ τὴν κεντημένη κίτρινη κουκουβάγια, τοῦ σχολείου ποὺ μᾶς ἔμαθε ποιοὶ εἴμαστε, ἀπὸ ποῦ καταγόμαστε, μᾶς ἔκανε ἐλεύθερα σκεπτόμενους ἀνθρώπους, καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, μᾶς ἔμαθε πὼς ἡ λευτεριὰ ἑνὸς τόπου κερδίζεται μόνο μὲ ἀγῶνες καὶ αἷμα!
Παντοῦ ὑπῆρχε πολλὴ ἄμμος∙ μόνο στὸν γιαλό μας, στὸ χωριό, εἶδα τόσο πολλὴ ἄμμο. Ἀπέναντι, ἦταν μιὰ σειρὰ ἀπὸ βαθύσκιες συκαμιὲς μπροστὰ ἀπὸ μερικὰ καταλύματα ‒ἐκεῖ καθίσαμε‒ κι ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ ἔσερναν ἕνα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, ποὺ τὸ εἶχαν δεμένο μὲ σπάγκο. Ἦταν τὸ αὐτοκίνητό τους καὶ ὁ ἦχος τῆς μηχανῆς του ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη τους, κάποτε μὲ ἀγκομαχητὰ γιατί σκάλωνε σὲ καμιὰ πέτρα καὶ πάσχιζαν νὰ τὸ ἀπαγκιστρώσουν. Ὁ θεῖος ἔλεγε τὰ νέα του στὴ γιαγιά, ἐξήγησε ὅτι θὰ ἔμενα στὴν Ἀμμόχωστο γιὰ δυὸ ἑβδομάδες γιὰ διακοπὲς καὶ ὅτι θὰ μὲ ξανάφερνε γιὰ νὰ περάσω μιὰ δυὸ μέρες κοντά της. Ἐγὼ ἔλεγα τὰ νέα τῆς οἰκογένειάς μου στὸ χωριό, πῶς πέρασε ἡ σχολικὴ χρονιά, καὶ ἀπαντοῦσα σὲ ὅ,τι μὲ ρωτοῦσαν.
Ἡ πρώτη μου μέρα πέρασε μὲ βόλτες στὴν πόλη καὶ ἐπισκέψεις στοὺς συγγενεῖς, ἡ ἑπόμενες ὅμως, εἶχαν πολλὴ θάλασσα. Ὁ θεῖος Παναγιώτης, ἐφευρετικὸς μάστορας μὲ τέσσερις σιδερόβεργες κι ἕνα σεντόνι ἔστηνε μιὰ σκιερὴ καλύβα μπροστὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ κέντρο «Ἀκταῖον», λίγο ἀριστερά, μόλις κατέβουμε τὰ σκαλιά. Ἡ θεία Γεωργία καθόταν στὴ σκιὰ σὲ μιὰ ἀναπαυτικὴ καρέκλα, ἔπλεκε, χωρὶς ὡστόσο νὰ μὲ χάνει ἀπὸ τὸ ὀπτικό της πεδίο, κι ὁ θεῖος κάθε τόσο ἀντάλλασε λίγες κουβέντες μὲ γνωστούς του, ποὺ κοντοστέκονταν ὅταν τὸν ἀναγνώριζαν. Μαζί μας, βέβαια, εἴχαμε παγωμένο νερὸ καὶ σάντουιτς ἀλλὰ ἀπολάμβανα καὶ τὸ παγωτὸ μου ἀπὸ τὸν ὑπαίθριο πωλητή, ποὺ ἔσπρωχνε μὲ πολὺ κόπο τὸ ποδήλατό του στὴν ἄμμο διαλαλῶντας τὸ «τριανταφύλλου» παγωτό του. Πλατσούριζα στὸ δροσερὸ κυματάκι καὶ μελετοῦσα μὲ προσοχὴ τὴν κίνηση σὲ ὅλη τὴν παραλία καὶ τὴν ἀπέραντη γαλάζια θάλασσα τῆς Ἀμμοχώστου μέχρι ἐκεῖνο τὸν βράχο ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὴν καμπούρα μιᾶς καμήλας, καὶ πιὸ πέρα ἀκόμα, ἐκεῖ ποὺ τὰ πλοῖα φαινόντουσαν ἀκίνητα καὶ μικρὰ σὰν βᾶρκες. Ποῦ νὰ φανταστῶ πόσο μεγάλα ἦταν. Ὁ θεῖος πρόσεξε τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὰ καράβια καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ πρωὶ ἐπισκεφτήκαμε τὸ λιμάνι τῆς Ἀμμοχώστου. Μοῦ ἔκαναν στὴν ἀρχὴ ἐντύπωση τὰ ψηλὰ τείχη καὶ ὁ κόσμος ποὺ πηγαινοερχόταν στὴν προβλῆτα μὲ γρήγορους ρυθμούς, ἄλλοι πεζοί, ἄλλοι σπρώχνοντας καρότσια, ἄλλοι μὲ ποδήλατο κι ἄλλοι μεταφέροντας στὴν πλάτη ἕνα γεμᾶτο σακί. Μόνο ὅταν εἶδα ψηλὰ σὲ μιὰ πλατφόρμα ἕνα αὐτοκίνητο νὰ τὸ φορτώνουν μὲ κιβώτια συνειδητοποίησα ὅτι βρισκόμουν μπροστὰ σὲ ἕνα τεράστιο πλοῖο. Θεέ μου πόσο μεγάλο ἦταν! Νόμιζα ὅτι τὰ πλοῖα ἦταν τὸ πολὺ δυὸ τρεῖς φορὲς πιὸ μεγάλα ἀπὸ τὶς βᾶρκες ποὺ βλέπαμε στὴν Κῶμα τοῦ Γιαλοῦ. Ἄντε πέντε φορές. Ὄχι ὅμως τόσο μεγάλα ὅπως αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν τὰ μάτια μου. Ἀπίστευτα μεγαθήρια!
Κάθε μέρα καὶ μιὰ ἔκπληξη. Τὴν ἑπόμενη ἐπισκεφτήκαμε ἕνα μικρὸ πάρκο, τὸ Δασούδι στὴν εἴσοδο τῆς Ἀμμοχώστου. Ἐκεῖ, στὸ Ἰωβηλαῖον, ὅπως λεγόταν, ἕνας φωτογράφος εἶχε στήσει τὸ ὑπαίθριο φωτογραφεῖο του καὶ ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ πηγαίναμε ἐκεῖ. Τὸν ἀναγνώρισα ἀμέσως: ἦταν ὁ χαμογελαστὸς φωτογράφος ποὺ ἦρθε στὸ σχολεῖο μας καὶ μᾶς ἔβγαλε ὁμαδικὴ φωτογραφία. Ἦταν ὁ φωτογράφος Εὐάγγελος, ποὺ εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Ἡ περιοχὴ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη πρὸς τὴ Σαλαμῖνα λεγόταν Νέα Σμύρνη∙ στὴν περιοχὴ πρῶτος, κατοίκησε καὶ ὀνομάτισε ὁ πατέρας του, ὁ Μανώλης Ζαννετής, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ Σμύρνη γύρω στὸ 1910.
Οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβα πῶς πέρασε, σχεδόν, ἡ πρώτη ἑβδομάδα τόσο εὐχάριστα, μὰ εἴχαμε κι ἄλλες ἐκπλήξεις: τὸ Σάββατο ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα πήγαμε στὸν «Παρνασσό». Ὁ Παρνασσὸς ἦταν ἕνα ξεχωριστὸ δροσερὸ σημεῖο στὸ Κάτω Βαρῶσι, κάτι σὰν καφενεῖο, ἑστιατόριο, οἰκογενειακὸ κέντρο, δὲν ξέρω πῶς νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ἄρχισε νὰ σουρουπώνει ὅλα τὰ τραπεζάκια ἦταν κατειλημμένα. Πολλοὶ κάθονταν ἀκόμα καὶ στὸ χαμηλὸ τοιχάκι τῆς περίφραξης τοῦ χώρου κι ἄλλοι σὲ μικρὲς συντροφιές, πηγαινοέρχονταν ἄπ΄ ἔξω. Τὰ παιδιὰ ἔτρεχαν ἐδῶ κι ἐκεῖ ὅσο οἱ γονεῖς τους ἀπολάμβαναν ὅ,τι εἶχαν παραγγείλει. Ὑπῆρχε μιὰ εὐθυμία παντοῦ. Ὅλων τὰ πρόσωπα ἦταν χαρούμενα∙ ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν συνάντησα πιὸ εὐτυχισμένη κοσμοσυρροή. Ὅταν ὅμως ἔσβησαν τὰ φῶτα, ὅλα τὰ παιδιὰ ἐπέστρεψαν κοντὰ στοὺς γονεῖς τους. Ὅλα τώρα ἦταν ἥσυχα. Ἀπὸ ἕνα παλιὸ γραμμόφωνο ἀκουγόταν ἡ κλασσικὴ μουσικὴ τῶν παραστάσεων τοῦ καραγκιόζη, ταρὰμ τατὰμ ταρὰμ ταρατὰμ καὶ μετὰ ἡ βραχνὴ χαρακτηριστικὴ φωνὴ τοῦ καραγκιοζοπαίχτη «ἔεειιι ὄπα! Ὄπα ὄπα, μανούλα μου, ὄπα κολλητήριιι»... θὰ φάααμεεε… θὰ πιούμεεε… καὶ νηστικοὶ θὰ κοιμηθοῦμε»...
...καὶ ἄρχιζαν τὰ γέλια, ποὺ συνεχίζονταν μέχρι τὸ τέλος τῆς παράστασης, μέχρι νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ τὴ βραχνὴ φωνὴ «κυρίες μου καὶ κύριοι, παιδιά μου, ἐδῶ τελείωσε ἡ παράστασις ὁ Καραγκιόζης γιατρός. Γειά σας... γειά σας!» καὶ νὰ ἀνάψουν τὰ φῶτα, καὶ ν' ἀρχίσει πάλι ἡ μουσικὴ ἀπὸ τὸ παλιὸ γραμμόφωνο: ταρὰμ τατὰμ ταρὰμ ταρατάμ! ταρὰμ τατὰμ ταρὰμ ταρατάμ!
Ὑπῆρξαν ἐποχές, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν πραγματικὰ εὐτυχισμένοι∙ μὲ τὰ ἐλάχιστα!
ΕΔΩ
▼