2 Αυγ 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΕΣΤΗΣ: ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ   Α Ρ Ε Σ Τ Η Σ :
"Το Ταξίδι μου", 
ποιήματα, Λουξεμβούργο 2009, σελ. 32
του 
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ 
 
 Από το ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:
 
Ευχαριστώ την Καθημερινή για την φιλοξενία και τον φίλο Apostolis Kouroupakis για τον εύστοχο τίτλο που έδωσε στο κείμενό μου
 
Στο τεύχος 13 της «Αγωγής», του ετήσιου περιοδικού του «Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου» για το σχολικό έτος 1962-1963, μετά τις λογοδοσίες και τις αντιφωνήσεις ξεκινούν οι εργασίες των μαθητών με πρώτο το ποίημα «Αγωνιστές» του τελειόφοιτου Γιώργου Αρέστη. Πέρασαν από τότε τα χρόνια αλλά αυτό το ποίημα δεν ξεχάστηκε από τον ποιητή: σαράντα έξι χρόνια μετά, το συμπεριέλαβε στην ποιητική του συλλογή «Το Ταξίδι μου», που εξέδωσε στο Λουξεμβούργο το 2009, εποχή που ήταν Δικαστής στο «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ο λόγος που το αναφέρω είναι για να τονίσω πως διαβάζοντας τους πρώτους κιόλας στίχους του ένιωσα ρίγος. Λες και ο μαθητής του 1963 το έγραφε για το μαύρο 1974: Αφήσαμε τα σπίτια μας / τις πόρτες μισάνοιχτες / στους αγρούς τα φτυάρια μας / και τα νερά να κυλούν ακυβέρνητα. Περνούσαμε πλαγιές και γκρεμούς, / μας τύλιγε ο βοριάς και τ΄ αγιάζι / Η βροχή μάς χτυπούσε κατάμουτρα / κι οι ενάντιοι αγέρηδες μάς πισωγύριζαν… Μα ως σιμώναμε ψηλά στην κορφή του ανθρώπου το μίσος κι η έχθρητα μάς κεραύνωσαν… Και το ποίημα τελειώνει με μια ελπίδα: Της λίμνης τα νερά ηρεμήσανε πάλι / όμως μέσα η ελπίδα είν΄ άσβεστη / καίει ο πόθος, φουντώνουν τα όνειρα / ξανά τον αγώνα ν΄ αρχίσουμε / ξανά της ορμής μας ο άνεμος / να ρυτιδώσει τα νερά μας τα στάσιμα. 
 
Από τα υπόλοιπα είκοσι τέσσερα ποιήματα της συλλογής, πιο πολλά από τα μισά αναφέρονται άμεσα στην αγαπημένη του πόλη, τα υπόλοιπα γενικά για την πατρίδα του, και έχουν γραφτεί στη Λευκωσία και το Λουξεμβούργο από το 1977 μέχρι το 2008 εκτός από το ποίημα «Καρπασία», που γράφτηκε στην Αμμόχωστο τον Αύγουστο του 1974. Όπου όμως και να έχουν γραφτεί η σκέψη του ταξιδεύει συνεχώς στην αγαπημένη Αμμόχωστο, την προδομένη πόλη. Συνταρακτικό το ποίημα «Άλωση ή Αλλοίωση»: μέσα στους στίχους του περιγράφεται η θλιβερή πλην απαστράπτουσα εικόνα της πόλης καθώς εγκαταλείπεται από τους κατοίκους στις δεκατέσσερις Αυγούστου 1974, στριμωγμένοι μέσα σε «κουτιά από λαμαρίνα» αφού η «Άλωση έχει συντελεσθεί εκ των ένδον». Η ολοκλήρωση της πρώτης πράξης και η αβάστακτη διαπίστωση: «ουδέν επιστρέφεται».
 
Ένα άλλο συνταρακτικό ποίημα είναι το «Αναδρομές ή Ομοιότητες». Ζώντας πια στη Λευκωσία, κάποιο βράδυ του Ιούλη ανατριχιάζει καθώς αισθάνεται ότι βιώνει την ίδια εικόνα, που περιγράφει ο Βασίλης Μιχαηλίδης: «Μια νύχταν νύχταν σιανήν, τζαιρόν δευτερογιούνην / … Σιανεμιά δεν άκουες δεντρούιν να ταράξει» και τότε γράφει τους δικούς του στίχους: «Ούτε ένα αυτοκίνητο στη Λευκωσία / Ούτε ένα θρόισμα, ούτε ένα τρίξιμο / Μήτ΄ ένα γαύγισμα / Ηρεμία και γαλήνη πυκνή… Κι αφουγκράζεσαι βαθύτερα / κι ακούς την Αμμόχωστο να θρηνεί λυπητερά / στους πύργους του Οθέλου και στες άδειες / πολυκατοικίες της Κέννεντυ».
Η αγάπη του για την πατρίδα και την αγαπημένη του πόλη απλώνεται σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, κι όλο επιστρέφει πεισματικά. Αναθυμάται την πανσέληνο της Αμμοχώστου, το «ερωτικό φεγγάρι της Αμμόχωστος», που αναδύεται νωχελικά για αιώνες, και τυλίγει με το φως της άλλοτε μιαν Έγκωμη, άλλοτε μια Σαλαμίνα, μιαν Κωνσταντία, μιαν Αρσινόη και τώρα μιαν Αμμόχωστο «των άδειων κτιρίων, των κενών ψυχών». Δεν υπάρχει μέρα που να μην ονειρευτεί την πόλη του. Αργά τα βράδια, προβάλλει την εικόνα της στην οθόνη του μυαλού του και τη ζει. Γαληνεύει! Είναι τα τρία ποιήματα με τίτλο «Νυχτερινό» με τα οποία κλείνει ο κύκλος των ποιημάτων της συλλογής.
 
Το ενδιαφέρον του για την πόλη δεν εκφράζεται μόνο στην ποίησή του. Ο Γιώργος Αρέστης είναι πάντα παρών όταν θίγονται τα συμφέροντα της πόλης του. Το απέδειξε πολλές φορές με τις καίριες παρεμβάσεις του. Και τώρα, που η πόλη βεβηλώνεται από τον βάρβαρο εισβολέα, αισθάνεται την ανάγκη να σταθεί δίπλα στον συμπάσχοντα και προβληματιζόμενο συμπολίτη του για να του πει τη γνώμη του με παρρησία: κλείσε τ΄αυτιά σου στο πονηρό κάλεσμα του νεοσουλτάνου και των εγκάθετών του. Η Αμμόχωστος είναι δική μας. Δεν τη χαρίζουμε σε κανέναν!