Matisse, "Ευρώπη" |
Τὰ Στενά
Τί γύρευε ὁ Βασιλιὰς σὲ τοῦτα τὰ στενά μου
Καὶ στρίμωξε τὸν στόλο του στὰ γαλανὰ νερά μου;
Σὲ λόφο πῆγε κι ἔκατσε σίγουρος γιὰ τὴ νίκη
Μὰ ἦρθε μεγάλη συμφορά∙ τὴν ἔζησε μὲ φρίκη
Καθήμενος στὸν θρόνο του πού ᾽φερε ἀπ᾽ τὴν Ἀσία
Μετά ποὺ σὲ ἀγνόησε σοφὴ Ἀρτεμισία
Καὶ πρὶν προλάβει νὰ σκεφτεῖ τὰ τρομερά του λάθη
Τριακόσια τὰ καράβια του ποὺ βούλιαξαν στὰ βάθη
Ἔφυγε γιὰ τὰ Σοῦσά του μ᾽ ἕνα σκυφτὸ κεφάλι
Κι ὁ στρατηγὸς ποὺ ἄφησε δὲν πῆρε μάχη ἄλλη
Χρόνια πολλὰ ἀργότερα γιὰ τούτη ἐδῶ τὴν πράξη
Πλήρωσε ἡ χώρα του ἀκριβὰ∙ ἅρπαγες νὰ διδάξει
*
Εἶναι πιὰ ἥλιος φωτεινὸς, σβήνει σκοτάδι μαῦρο.
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, ανέκδοτο, υπό δοκιμασία]