ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ένα από εκείνα τα μοναδικά και πολύ εντυπωσιακά δειλινά στα Βασιλικά, που ο ήλιος καθώς χάνεται πίσω από τα πανύψηλα κυπαρίσσια και τον ευκάλυπτο της αυλής χρωματίζει πορτοκαλο-κόκκινο τον ουρανό, έφτασε με το λεωφορείο τής γραμμής ο θείος Πέτρος, όπως συνήθιζε να κάνει τα τελευταία χρόνια, κρατώντας τη μικρή καφετιά βαλίτσα του στο ένα χέρι και στο άλλο το τιμόνι τού ποδηλάτου του. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι κατά το τέλος τού Ιούλη και έμενε μαζί μας μια ή δυο βδομάδες, και πάντα έφερνε και το ποδήλατο μαζί του∙ ήταν αναγκαίο για τις μετακινήσεις του στο χωριό, αλλά κυρίως γιατί επισκεπτόταν στο διπλανό χωριό τον αδελφό του και άλλους συγγενείς. Ήταν ένα πανέμορφο βυσσινί ποδήλατο, λίγο πιο μικρό από τα κανονικά, με μαλακή σέλα, κι έτσι καθώς γυρνούσαν οι τροχοί, οι ακτίνες του άστραφταν στο φως τού ήλιου. Άστραφταν πάντα οι ακτίνες του, γιατί πολύ συχνά τις γυάλιζε με ένα κίτρινο τετράγωνο μαλακό ρούχο που είχε στο τσαντάκι του το κρεμασμένο στο πίσω μέρος τής σέλας. Μετά την τακτοποίησή του και τα τυπικά, δεν κάθισε πολλή ώρα, έφυγε ανυπόμονος για το καφενείο, όπου περνούσε τις πιο πολλές ώρες του, για να συναντήσει τους φίλους του, που είχε πολλούς μήνες να τους δει.
Τον είδα την άλλη μέρα το πρωί. Καθώς έπινε τον καφέ του στον ηλιακό, μαζί με το μάστρο, όπως αποκαλούσαν τον πατέρα μου, ξαφνικά μου είπε: «μεγάλωσες, δεν περίμενα να σε δω τόσο ψηλό. Έλα μια στιγμή, είμαι περίεργος να δω αν φτάνουν τα ποδάρια σου στα πετάλια». Και παίρνοντας ένα κλειδάκι από το τσαντάκι τής σέλας, τη χαμήλωσε. «Έλα», είπε ξανά, «το κρατάω, μη φοβάσαι». Τα πόδια μου πάτησαν στα πετάλια, μα δεν μπορούσαν ν’ ακουμπήσουν στο έδαφος. Κατέβηκα και το κοίταζα σα χαζός, με τα χέρια αδέξια στις τσέπες. «Στα μέτρα σου», συνέχισε ο θείος Πέτρος. «Ξέρεις ποδήλατο;», είπε και το ακούμπησε στον τοίχο. Συνέχισε τον καφέ του, συμπληρώνοντας: «όσο είμαι εδώ, θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, αν ξέρεις».
Δεν ήξερα αν ξέρω. Πώς θα μάθαινα. Μ’ εκείνη την καμήλα την παλιοσακαράκα τού μάστρου πώς θα μπορούσα να μάθω. Είχα βελτιώσει, βέβαια, τη μέθοδό μου, το δεξί μου πόδι το έβαζα τώρα στο δεξί πετάλι περνώντας το μέσα από το σκελετό και προσπαθούσα να ισορροπήσω γέρνοντας αριστερά, κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι και το άλλο αγκαλιά με τη σέλα, μα τις πιο πολλές φορές νικούσε το βάρος τού ποδηλάτου κι έγερνα στα δεξιά. Τόσες φορές που είχα πέσει, πώς και δεν τσάκισα κανένα ποδάρι, ένας Θεός το ξέρει.
«Με γεια το ποδήλατο μάστρε», είπε σε κάποια στιγμή, ρουφώντας τον καφέ του, παρατηρώντας τό ολοκαίνουργιο έλσουικ του πατέρα μου. «Ευχαριστώ», απάντησε ο πατέρας, «μα, τι μάρκα είναι το δικό σου;» του είπε, κοιτάζοντας ερευνητικά το βυσσινί ποδήλατο. «Είναι «άρμστρογκ», είπε ο θείος, «μόνο πεντέξι ήρθαν και είμαι ένας από τους τυχερούς ιδιοκτήτες».
«Ξέρεις πότε μαθαίνει κανένας ποδήλατο;», είπε πάλι ο πατέρας χαμογελώντας, και μετά από μια μικρή παύση που έκανε, για να δημιουργήσει ενδιαφέρον στην ερώτησή του, έδωσε την απάντηση μοναχός του: «το ποδήλατο πρέπει να το εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
Δεν γνωρίζω αν αυτό που είπε, ήταν για μένα ή ήταν μια άσκοπη παρατήρηση που είπε, απλά για να πει κάτι. «Πολύ σωστά!», συνέχισε ο θείος, «να το εμπιστευτείς!», και τόνιζε συλλαβή τη συλλαβή.
Χτύπησε η καρδιά μου παράξενα. «Το ποδήλατο, πρέπει, να-το-ε-μπι-στευ-τείς» επανέλαβα κι εγώ από μέσα μου. Μάλλον για μένα το είπε, σκέφτηκα. Τα λόγια του θείου, που είχε πει προηγουμένως, στριφογύριζαν στο μυαλό μου. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ». Ανάπνεα βαθιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις», επανέλαβα από μέσα μου και, κλείνοντας τα μάτια, έβλεπα τον εαυτό μου να πετά στα σύννεφα. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις… Αν ξέρεις!». Η ανάσα μου έγινε ακόμα πιο βαριά, πήρα βαθιά αναπνοή, και μ’ έναν αστραπιαίο σάλτο, βρέθηκα καθισμένος πάνω στη σέλα τού βυσσινί άρμστρογκ και ποδηλατούσα δυνατά στο δρομάκι που βγάζει στον κύριο δρόμο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Έκανα δυνατές πεταλιές, το ποδήλατο υπάκουε στην επιθυμία μου, και μια αόρατη δύναμη το κρατούσε όρθιο∙ πετούσα. Ένιωθα σαν τον Μεγαλέξανδρο στον Βουκεφάλα του. Η απόλυτη ευτυχία. Ένιωθα ότι είχα φτερά στους ώμους, ήμουν καβάλα σε έναν Πήγασο και πετούσα στα ουράνια. Έκανα αρκετές βόλτες, αλλά δεν άργησα∙ γύρισα και ακούμπησα το ποδήλατο στον τοίχο. Αυτοί κουβέντιαζαν χωρίς να μου δίνουν σημασία. Δεν με ένοιαζε όμως, γιατί εγώ ήξερα πια ποδήλατο και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά από λίγο, ενώ συνέχιζαν να κουβεντιάζουν, έκανα το ίδιο. Πήρα ξανά το ποδήλατο, γιατί ήθελα μια επιβεβαίωση ότι δεν ονειρευόμουν. Ναι! Ήξερα ποδήλατο.
Όταν όμως είμαστε ευτυχισμένοι, οι μέρες περνούν πολύ γρήγορα. Και οι μέρες τής απόλυτης ευτυχίας μου, περάσανε τόσο γρήγορα, που απόρησα. Κάποια μέρα, πρωί πρωί, ο θείος ετοιμάστηκε για την επιστροφή του. Εκτός από την καφετιά βαλίτσα, θα έπαιρνε μαζί του κι ένα παραγεμισμένο καλάθι, σκεπασμένο και ραμμένο μ’ ένα άσπρο ρούχο, κι ένα μικρό κιβώτιο με προϊόντα από το περιβόλι μας και φρεσκοψημένο ψωμί. Εγώ ανέλαβα να μεταφέρω το μικρό κιβώτιο μέχρι το βένετο ξωπόρτι, όπου περιμέναμε όλοι μαζί, μέχρι να έρθει το λεωφορείο που δεν άργησε να φτάσει.
Ο θείος, αφού μας χαιρέτισε, μπήκε στο λεωφορείο αφήνοντας στον οδηγό τη φροντίδα για την τοποθέτηση των αποσκευών του. Μόλις ξεκίνησαν, κάτι θυμήθηκα. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο και γύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος προς το μέρος τού σπιτιού και το είδα. Καλά θυμήθηκα. Ήταν εκεί, ακουμπισμένο στον τοίχο, πίσω από τις καμάρες. Δεν έχασα καιρό, το λεωφορείο απομακρυνόταν κι εγώ έτρεχα ξωπίσω φωνάζοντας δυνατά, με όση δύναμη είχα: «θείε, θείε Πέτροοοοο, ξέχασες το ποδήλατοοοοο».
Αυτός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και απάντησε σχεδόν αμέσως: «το ποδήλατο είναι πια δικό σου! Δικόοοοοοο σου!». Και αμέσως μετά έβγαλε το χέρι και χαιρετούσε, ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή τού δρόμου.
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "20 Διηγήματα", Κάρβας 2014]
|