23 Σεπ 2015

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;


ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Ένα από εκείνα τα μοναδικά και πολύ εντυ­πωσι­ακά δειλινά στα Βασιλικά, που ο ήλιος καθώς χά­νεται πίσω από τα πανύ­ψηλα κυπαρίσσια και τον ευκάλυπτο της αυλής χρωματίζει πορτο­καλο-κόκκινο τον ου­ρανό, έφτασε με το λε­ωφορείο τής γραμμής ο θείος Πέ­τρος, όπως συ­νήθιζε να κάνει τα τελευ­ταία χρόνια, κρατώ­ντας τη μικρή καφετιά βαλίτσα του στο ένα χέρι και στο άλλο το τι­μόνι τού ποδη­λάτου του. Ερχόταν κάθε καλο­καίρι κατά το τέλος τού Ιούλη και έμενε μαζί μας μια ή δυο βδομάδες, και πάντα έφερνε και το ποδή­λατο μαζί του∙ ήταν αναγκαίο για τις με­τακινή­σεις του στο χω­ριό, αλλά κυρίως γιατί επισκεπτό­ταν στο δι­πλανό χωριό τον αδελφό του και άλλους συγγε­νείς. Ήταν ένα πανέμορφο βυσ­σινί ποδή­λατο, λίγο πιο μικρό από τα κανο­νικά, με μα­λακή σέλα, κι έτσι καθώς γυρ­νού­σαν οι τροχοί, οι ακτίνες του άστραφταν στο φως τού ήλιου. Άστρα­φταν πά­ντα οι ακτίνες του, γιατί πολύ συ­χνά τις γυάλιζε με ένα κί­τρινο τετράγωνο μα­λακό ρούχο που είχε στο τσα­ντάκι του το κρε­μασμένο στο πίσω μέ­ρος τής σέλας. Μετά την τα­κτοποίησή του και τα τυπικά, δεν κά­θισε πολλή ώρα, έφυγε ανυπόμο­νος για το καφενείο, όπου περνούσε τις πιο πολ­λές ώρες του, για να συναντήσει τους φί­λους του, που είχε πολλούς μήνες να τους δει. 

Τον είδα την άλλη μέρα το πρωί. Καθώς έπινε τον καφέ του στον ηλιακό, μαζί με το μά­στρο, όπως αποκαλούσαν τον πατέρα μου, ξαφνικά μου είπε: «μεγάλωσες, δεν περί­μενα να σε δω τόσο ψηλό. Έλα μια στιγμή, είμαι περί­εργος να δω αν φτάνουν τα ποδάρια σου στα πετάλια». Και παίρνοντας ένα κλειδάκι από το τσαντάκι τής σέλας, τη χαμήλωσε. «Έλα», είπε ξανά, «το κρατάω, μη φοβάσαι». Τα πόδια μου πάτη­σαν στα πετάλια, μα δεν μπορούσαν ν’ ακουμπή­σουν στο έδαφος. Κατέβηκα και το κοί­ταζα σα χαζός, με τα χέρια αδέξια στις τσέ­πες. «Στα μέτρα σου», συνέχισε ο θείος Πέτρος. «Ξέρεις ποδήλατο;», είπε και το ακούμπησε στον τοίχο. Συ­νέχισε τον καφέ του, συμπληρώνοντας: «όσο είμαι εδώ, θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, αν ξέρεις».

Δεν ήξερα αν ξέρω. Πώς θα μάθαινα. Μ’ εκείνη την καμήλα την παλιοσακαράκα τού μά­στρου πώς θα μπορούσα να μάθω. Είχα βελ­τιώσει, βέβαια, τη μέθοδό μου, το δεξί μου πόδι το έβαζα τώρα στο δεξί πετάλι περνώντας το μέσα από το σκελετό και προσπαθούσα να ισορ­ροπήσω γέρνοντας αριστερά, κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι και το άλλο αγκαλιά με τη σέλα, μα τις πιο πολλές φορές νικούσε το βά­ρος τού ποδηλάτου κι έγερνα στα δεξιά. Τό­σες φορές που είχα πέσει, πώς και δεν τσάκισα κανένα ποδάρι, ένας Θεός το ξέρει.

«Με γεια το ποδήλατο μάστρε», είπε σε κά­ποια στιγμή, ρουφώντας τον καφέ του, παρατη­ρώντας τό ολοκαίνουργιο έλσουικ του πατέρα μου. «Ευχαριστώ», απάντησε ο πατέρας, «μα, τι μάρκα είναι το δικό σου;» του είπε, κοιτάζοντας ερευνητικά το βυσσινί ποδήλατο. «Είναι «άρμ­στρογκ», είπε ο θείος, «μόνο πε­ντέξι ήρθαν και είμαι ένας από τους τυχερούς ιδιοκτήτες».

«Ξέρεις πότε μαθαίνει κανένας ποδήλατο;», είπε πάλι ο πατέρας χαμογελώντας, και μετά από μια μικρή παύση που έκανε, για να δημιουρ­γήσει ενδιαφέρον στην ερώτησή του, έδωσε την απάντηση μοναχός του: «το ποδή­λατο πρέπει να το εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει άλ­λος τρόπος».

Δεν γνωρίζω αν αυτό που είπε, ήταν για μένα ή ήταν μια άσκοπη παρατήρηση που είπε, απλά για να πει κάτι. «Πολύ σωστά!», συνέχισε ο θείος, «να το εμπιστευτείς!», και τόνιζε συλ­λαβή τη συλλαβή.

Χτύπησε η καρδιά μου παράξενα. «Το ποδή­λατο, πρέπει, να-το-ε-μπι-στευ-τείς» επανέ­λαβα κι εγώ από μέσα μου. Μάλλον για μένα το είπε, σκέφτηκα. Τα λόγια του θείου, που είχε πει προηγουμένως, στριφογύριζαν στο μυαλό μου. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο εί­μαι εδώ». Ανάπνεα βαθιά κι η καρδιά μου χτυ­πούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις κα­μιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις», επανέ­λαβα από μέσα μου και, κλείνοντας τα μάτια, έβλεπα τον εαυτό μου να πετά στα σύννεφα. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις… Αν ξέρεις!». Η ανάσα μου έγινε ακόμα πιο βαριά, πήρα βαθιά αναπνοή, και μ’ έναν αστραπιαίο σάλτο, βρέθηκα καθισμέ­νος πάνω στη σέλα τού βυσσινί άρμστρογκ και ποδηλατούσα δυνατά στο δρομάκι που βγά­ζει στον κύριο δρόμο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Έκανα δυνατές πεταλιές, το ποδήλατο υπά­κουε στην επιθυμία μου, και μια αόρατη δύ­ναμη το κρατούσε όρθιο∙ πετούσα. Ένιωθα σαν τον Μεγαλέξανδρο στον Βουκεφάλα του. Η απόλυτη ευτυχία. Ένιωθα ότι είχα φτερά στους ώμους, ήμουν καβάλα σε έναν Πήγασο και πε­τούσα στα ουράνια. Έκανα αρκετές βόλτες, αλλά δεν άργησα∙ γύρισα και ακούμπησα το πο­δήλατο στον τοίχο. Αυτοί κουβέντιαζαν χω­ρίς να μου δίνουν σημασία. Δεν με ένοιαζε όμως, γιατί εγώ ήξερα πια ποδήλατο και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά από λίγο, ενώ συνέχιζαν να κουβεντιάζουν, έκανα το ίδιο. Πήρα ξανά το ποδήλατο, γιατί ήθελα μια επιβεβαίωση ότι δεν ονειρευόμουν. Ναι! Ήξερα ποδήλατο.

Όταν όμως είμαστε ευτυχισμένοι, οι μέρες περ­νούν πολύ γρήγορα. Και οι μέρες τής απόλυ­της ευτυχίας μου, περάσανε τόσο γρή­γορα, που απόρησα. Κάποια μέρα, πρωί πρωί, ο θείος ετοιμάστηκε για την επιστροφή του. Εκτός από την καφετιά βαλίτσα, θα έπαιρνε μαζί του κι ένα παραγεμισμένο καλάθι, σκεπα­σμένο και ραμμένο μ’ ένα άσπρο ρούχο, κι ένα μικρό κιβώτιο με προϊόντα από το περιβόλι μας και φρεσκοψημένο ψωμί. Εγώ ανέλαβα να μετα­φέρω το μικρό κιβώτιο μέχρι το βένετο ξω­πόρτι, όπου περιμέναμε όλοι μαζί, μέχρι να έρ­θει το λεωφορείο που δεν άργησε να φτάσει.

Ο θείος, αφού μας χαιρέτισε, μπήκε στο λεω­φορείο αφήνοντας στον οδηγό τη φροντίδα για την τοποθέτηση των αποσκευών του. Μό­λις ξεκίνησαν, κάτι θυμήθηκα. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο και γύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος προς το μέρος τού σπιτιού και το είδα. Καλά θυμήθηκα. Ήταν εκεί, ακουμπι­σμένο στον τοίχο, πίσω από τις καμάρες. Δεν έχασα καιρό, το λεωφορείο απομακρυνόταν κι εγώ έτρεχα ξωπίσω φωνάζοντας δυνατά, με όση δύναμη είχα: «θείε, θείε Πέτροοοοο, ξέχασες το ποδήλατοοοοο».

Αυτός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και απάντησε σχεδόν αμέσως: «το ποδήλατο εί­ναι πια δικό σου! Δικόοοοοοο σου!». Και αμέσως μετά έβγαλε το χέρι και χαιρετούσε, ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή τού δρόμου.


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "20 Διηγήματα", Κάρβας 2014]