4 Αυγ 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ: Βασίλι Καρπασίας: "Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Βασίλι Καρπασίας: 
"Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
«Όταν σωπάσαν τα πουλιά»
μιλάει για ένα κόσμο μικρό μα συνάμα μεγάλο

 Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
 Η Καθημερινή (Κύπρου), 3 Αυγούστου 2025, Τέχνες και γράμματα, σελ.1

«Παλιόστρατα δύσκολη, κι ευτυχώς πριν ξεκινήσουμε, ο Θεός με φώτισε και ρώτησα για τη διαδρομή»... Ευθεία από τον Άγιο Δημήτριο του Λεονάρισσου, σχεδόν ευθεία, τέλος πάντων ή στη διασταύρωση, από την άλλη πλευρά, από τη μία το Βασίλι, από την άλλη το Λεονάρισσο. Φαινόταν εύκολο, αρκεί να θυμάσαι δύο πράγματα... όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλό, τι και αν είχα ρωτήσει ή είχα συμβουλευθεί χάρτες... αν το λάθος όνομα σού κολλήσει στο μυαλό, τότε όλα αλλάζουν. Αυτό το λάθος όνομα όμως μου έδωσε την ευκαιρία να ακολουθήσω σχεδόν τη διαδρομή του Παπαγιάννη, στα χωριά γύρω από τα Βασιλικά, το Βασίλι της Καρπασίας, με το αυτοκίνητό μου να έχει τον ρόλο του Πήγασου. Έτσι συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν πειράζει που χάθηκα, έστω και αν έπρεπε να υποστώ την αφόρητη ζέστη του κυριακάτικου μεσημεριού.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (εκδ. Κάρβας 2024), ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αόρατος οδηγός μου, σε αυτή την εξόρμησή μου στα Βασιλικά, στους τόπους των ηρώων του. Τι και αν έχουν αλλάξει πολύ στις μέρες μας, ο συγγραφέας, γέννημα θρέμμα του Καρπασιού, τους θυμάται και τους μεταφέρει στο χαρτί σχεδόν σαν ζωγραφιά. Συμπλέκει με τρόπο όμορφο και ταιριαστό τον μύθο με όσα θυμάται να ακούει καθισμένος στον ηλιακό του σπιτιού του, από τους μεγαλύτερους. Ιστορίες για μεγάλους και ίσως τότε ακατανόητες για έναν μικρό ακροατή... ιστορίες που ο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μεταβόλισε αργότερα και και τους έδωσε λογοτεχνική χροιά.

Η μυθιστορία του Βασιλιού

Έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητό μου σε μία ευρύχωρη θέση στάθμευσης, και κάτω από τον πυρρό ήλιο ξεκινώ να βρω την εκκλησία του Παπαγιάννη, τον άγιο Βασίλειο, εκείνη την εκκλησία, στην οποία ο ήρωας του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είχε απάγκιο του και έγνοια να τη μεγαλώσει... Προχώρησα λίγα μέτρα από το σημείο όπου είχα παρκάρει και τότε στα δεξιά μου ένα μικρό δρομάκι θα με οδηγούσε στην εκκλησία... φαινόταν στο βάθος, τα δέντρα εκατέρωθεν του στενού αυτού δρόμου τον σκίαζαν... και ήταν για εμένα αυτή τη σκιά βάλσαμο... «Δεν είπαν τίποτε άλλο και προχώρησαν προς την έξοδο. Είχε πέσει πια το σκοτάδι. Τους καληνύχτισε, κλείδωσε την εκκλησία και πήρε σιωπηλός το μονοπάτι προς το σπίτι του», γράφει ο συγγραφέας, για τον Παπαγιάννη και την τιμωρία που του επεβλήθη... και νά σου εγώ, μπροστά στην ιστορία την πραγματική, κλειδωμένη, βασανισμένη η εκκλησία του Παπαγιάννη, έχοντας διασχίσει το μονοπάτι. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να εντάξει με οργανικό τρόπο στην αφήγησή του και τα γεγονότα τα μεγάλα της Καρπασίας, και της Κύπρου ολόκληρης, γεγονότα που σήμερα ελάχιστοι θυμούνται, που όμως στον καιρὸ τους ήταν σημαντικά... και ο Τύπος της εποχής αφιέρωνε πηχυαίους τίτλους. Ζητήματα που αφορούσαν την ιδιοσυστασία των κατοίκων, ασχέτως αν σήμερα μοιάζουν στον σύγχρονο άνθρωπο βαρετά, ασχέτως αν είναι σκεπασμένα από την αχλή της λήθης. Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ τα ανασύρει από το χθες τους και τα ζωντανεύει και αυτό το ζωντάνεμα δεν είναι απλώς λογοτεχνική μαεστρία από μέρους του, είναι αποτέλεσμα έρευνας, η οποία διήρκεσε αρκετά πριν οι ήρωες λάβουν τη θέση τους στις σελίδες του μυθιστορήματος. Τα πουλιά είχαν σωπάσει και αυτά, και μου έδωσαν την ευκαιρία να ακούσω τους ήρωες του συγγραφέα...

Ήρωες πραγματικοί

Περιεργαζόμουν την κλειστή εκκλησία, κρυφοκοίταζα από τα παράθυρά της το εσωτερικό της, έχοντας πάντοτε κολλημένο πάνω μου το βλέμμα μιας νεαρής μητέρας που βγήκε από το αντικρινό κτήριο, σαν άκουσε τα βήματά μου εκείνο το ήσυχο μεσημέρι, Εκείνο το κτήριο και αυτό γερασμένο και ταλαιπωρημένο ήταν όπως έμαθα το παλαιό σχολείο του Βασιλιού... όλα έμοιαζαν να έχουν σταματήσει στο χρόνο και οι αναφορές του συγγραφέα σε ήθη και έθιμα, σε συνήθειες καθημερινές των νοικοκυριών της εποχής περνούσαν από μπροστά μου, προσπαθώντας να μεταλλάξω τις εικόνες που είχα μπροστά μου. Να δω τον Αντώνη τον δάσκαλο, αντί για τη νεαρή Τουρκάλα, να φανταστώ τη συνοδεία του νέου αρχιεπισκόπου, που ο Παπαγιάννης δεν ήθελε... να δω τους χωριανούς να συγκεντρώνονται γύρω από την εκκλησία. Και νομίζω πως τα κατάφερα, μιας και ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μεταφέρει το Βασίλι και τους ανθρώπους του, αλλά και τα σπουδαία γεγονότα της εποχής, όπως η δίκη του Τρικώμου, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα και άλλα πολλά στο χαρτί με τέτοιο τρόπο που οι πρωταγωνιστές του έχουν σχεδόν αίμα και σάρκα. Είναι πραγματικοί ήρωες οι χαρακτήρες του Νικολάου-Χατζημιχαήλ, χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, ο Παπαγιάννης ένας απλός τερέας, ένας τολμητίας της εποχής του, και η Αρχοντού, μία γυναίκα που άντεξε πολλά και υπέμεινε ακόμη περισσότερα. Αυτό το χάρισμα έχουν όλοι οι ήρωες του συγγραφέα, σχεδόν σου ψιθυρίζουν την ιστορία τους στο αφτί σου, αλλά και την ιστορία και τα πάθια του τόπου και και αυτό είναι προνόμιο του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ο συγγραφέας δίνει το αόρατο νήμα στον αναγνώστη για να ακολουθήσει τη μυθιστορία του Βασιλιού και της Κύπρου ολόκληρης, να μάθει για πρόσωπα μικρά, όπως ο Χατζημιχαήλ του Πίπου, που αν το καλοσκεφτούμε αυτά τα μικρά ονόματα καμιά φορά φέρνουν μεγάλα πράγματα, Φεύγοντας από τη μικρή πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Βασιλεί του, του μικρού χωριού Βασίλι Καρπασίας κοντοστάθηκα στην αρχή του μονοπατιού για να αφουγκραστώ τον Πήγασο και το χρεμέτισμά του... γιατί είμαι σίγουρος πως ο Παπαγιάννης και η γενιά του έχει αφήσει στον τόπο εκεί ανεξίτηλη την παρουσία του.