Πολύ συχνά περπατώ στο πανέμορφο δάσος της Αθαλάσσας και μονολογώ. Είναι μια ευκαιρία, περπατώντας να γυρίζω και στο παρελθόν. Στην πανωραία Καρπασία της κατεχόμενης γη μας. Όχι νοσταλγικά. Ποτέ δεν μπορούμε, βέβαια, να ξαναζήσουμε το παρελθόν. Όταν φτάνω στο 1974 το μυαλό μου αδυνατεί να εννοήσει: ποιοι στενόμυαλοι, ποια θολωμένα μυαλά πρόδωσαν αυτόν τον τόπο... και μήπως, ακόμα, δεν έχουν τελειώσει το ανόσιο έργο τους; Διατηρώ, όμως μια ελπίδα.
Μονόλογος
Τὸ πουκάμισο τοῦ φιδιοῦ
Στὴν πληγὴ τῆς σπασμένης φτερούγας μου
Μέσα στὴ μοναξιά μου μὲ κατατρώει.
Αὐτοὶ ἂν ἔρχονται κοντά μου ἔρχονται ἀπὸ περιέργεια
Μοῦ τραβοῦν τὰ φτερά, δοκιμάζουν τὴ δύναμή μου
Τῶν ἄλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιῶν ἡ φυγή.
Τὸν Μεγάλον Ἄγγελο ταχύπλοα σκάφη τσάκισαν
Τὴν ὥρα ποὺ τραβοῦσε τὰ δίχτυα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες.
Ὅσοι σωθῆκαν πνίγηκαν
Πνίγηκαν στὴ στεριὰ
Φορώντας τὸ ἄσπρο πουκάμισο τὸ μαῦρο παντελόνι.
Καὶ κουβαλοῦν καὶ κουβαλοῦν τοὺς δίσκους μὲ καφέδες.
Θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ
Νὰ ραγίσει αὐτὴ ἡ πλάκα.
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "Διθαλάσσου", ποιήματα, εκδόσεις Κάρβας 2012]