9 Απρ 2020

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΦΥΣΟΡΡόΟ"



Ο Κώστας Σερέζης για τον «Φυσορρόο»

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, διηγήματα, εκδόσεις Βακχικόν 2019

Η αμαρτία μας βαριά, όταν ξεχνάμε. Ο Χατζημιχαήλ τη μνήμη την κάνει τέχνη και την παραδίδει μέσα από το σήμερα στους καιρούς που έρχονται, γιατί έχουν την προοπτική να αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου, να ζήσουν∙ και θα ζήσουν.

Παγωνιά παντού, πέφτει χιονόνερο, τα βουνά γύρω κάτασπρα, κι ένας αέρας που τρυπάει τα κόκαλα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα περιμένει υπομονετικά στην πλατεία ώσπου να έρθει το λεωφορείο που θα την πάρει στο κατεχόμενο χωριό της. Σαν να μην υπήρξε εισβολή, σαν να μην χάθηκε ο μισός μας κόσμος, σαν να μην είναι αγνοούμενος ο γιός της, νέος, γεροδεμένος και ψηλός σαν κατάρτι, όλα τα βλέπει όπως κάποτε ήταν. Με αφηγηματική υποβολή ο διηγηματογράφος μάς μεταφέρει αβίαστα στο κατά φαντασίαν ταξίδι της επιστροφής, μάς βάζει στα μάτια, στην όραση και στην ψυχή της. Βλέπουμε μαζί της να τρέχουν ανάποδα τα πάντα από το παράθυρο του λεωφορείου, τα δένδρα, ο κάμπος, τα λουλούδια, η εκκλησία, η θάλασσα. Κι εκείνη να ξαναζεί όσα από το παρελθόν κρατούν ζωντανή τη μνήμη, μια ανάγκη που συνέχει όλους τους ανθρώπους σε παρόμοιες καταστάσεις. Ζωντανεύει αυτά που της πήραν, τα δυσάρεστα διαγράφονται, ο χρόνος που μεσολάβησε μηδενίζεται. Η ηλικιωμένη γυναίκα, σαν τον “κυρ Αντώνη” στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι περνά στην άλλη όχθη, με τον σταθμάρχη να τη βρίσκει το άλλο πρωί με το πρόσωπο γαλήνιο να ακουμπά ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά “λες και ήταν ακουμπισμένο σε αναπαυτικό κάθισμα ενός λεωφορείου, κοιτάζοντας το τοπίο έξω”.  
Είναι μια εικόνα από τις πολλές που έχει θησαυρίσει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ στη συλλογή διηγημάτων του “Φυσορρόος”, με την οποίαν θέτει τον οποιονδήποτε αναγνώστη μπροστά στη μοίρα ενός τόπου, που αντιμετώπισε τη δύναμη του ισχυρού που τον θυματοποίησε με κάθε έννοια, δράμα προαιώνιο που κρατά από την εποχή του Ομήρου, με την καταστροφή της Τροίας και την προσφυγοποίηση των κατοίκων της. Ο Κύπριος αναγνώστης στη θέση της ηλικιωμένης γυναίκας, που ταυτίζει το χωριό της με τον παράδεισο στον οποίο ονειρεύεται να ξαναζήσει, βλέπει τον εαυτό του, η ψυχολογία της αγγίζει το βαθύτερο συναίσθημά του, αναγνωρίζει σε κείνην τον δικό του ψυχισμό. Η απώλεια του γενέθλιου τόπου αποτελεί μια αρχέγονη πληγή για κάθε άνθρωπο, σαν να κόβεται ο ομφάλιος λώρος που τον δένει με ό,τι πιο αγαπημένο έχει, είναι η ακατανίκητη εκείνη εξάρτηση που τον συνδέει με τη γη του η οποία ταυτίζεται με την έννοια της μάνας, είναι σαν το σκοινί  που συνδέει τον αστροναύτη με το διαστημόπλοιο, αν κοπεί θα χαθεί, ενδεχομένως, στο χάος. Δεν είναι απλά ένα αφήγημα για μια εκτοπισμένη, για τη μάνα ενός αγνοούμενου. Μέσα από τα κυπριακά χαρακτηριστικά η εμβέλεια του διηγήματος διευρύνεται, παίρνει πανανθρώπινες διαστάσεις, είναι η κατάσταση του ανθρώπου που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, που είναι μετέωρος, αποξενωμένος, χωρίς εσωτερικό στήριγμα, σ’έναν κόσμο που κοιτάζει αλλού.
Τα 13 διηγήματα  της πρώτης από τις τρεις ενότητες της συλλογής τα στεγάζει κάτω από τον τίτλο, “του σπαραγμού”, γιατί δεν τα απολείπει επ’ουδενί η έννοια της ψυχικής οδύνης. Συγκρατημένη, στωική αλλά υπάρχει εκεί, και ξύνει, σαν αιχμηρή ακίδα, το μυαλό και το σώμα.
Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ φαίνεται να υποστηρίζει, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, χωρίς να το έχει βάλει ως στόχο, κατά κάποιο τρόπο ορμέμφυτα, τη μια από δυο αποφθεγματικές ρήσεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου, αντίθετες μεταξύ τους, με την κάθε μια, όμως, να έχει τη σημασία της. Τις συνδέει απλώς μια κοινή σχέση ως προς την ουσία. Η μια υποδηλώνει την ανάγκη του ανθρώπου ν’αφήσει πίσω τα δυσάρεστα για να προχωρήσει πλέον ανεπηρέαστα για επιβίωση, γι’ αυτό και αποφαίνεται πως “πρέπει να ξεχνάμε για να ζούμε”. Ο διηγηματογράφος αγκιστρώνεται πιο πολύ στην άλλη φράση του ίδιου διανοούμενου, από τους κορυφαίους της νεοελληνικής σκέψης, πως “Η αμαρτία μας βαριά, όταν ξεχνάμε”. Δυο καταστάσεις τις οποίες ζει ο άνθρωπος κάθε εποχής, όταν δοκιμάζεται από ανάλογες σκληρές περιπέτειες. Στα διηγήματα αυτά ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ όχι μόνο δεν ξεχνά, αλλά αυτή τη μνήμη την κάνει τέχνη και την παραδίδει μέσα από το σήμερα στους καιρούς που έρχονται, γιατί έχουν την προοπτική να αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου, να ζήσουν και θα ζήσουν.
Αυτό το δέσιμο με τη γη το έχει κι ένα πουλί, ο παπαγάλος, στο διήγημα “Η πόλη όλη”, από τα πιο συναρπαστικά του βιβλίου. Θα μπορούσα αυθόρμητα να πω ότι είναι από τα καλύτερα, αλλά δεν το διατυπώνω στα σοβαρά γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μειώσω τ’άλλα κι αυτό θα ήταν άδικο. Ένας παπαγάλος στο κλουβί του, στην αυλή του σχολείου, ξεχνιέται από τους δικούς του, οι οποίοι πανικόβλητοι εγκαταλείπουν την πόλη. Μένει μόνος, απορεί, προβληματίζεται, μιλά σε πρώτο πρόσωπο, κάνει αναδρομή στο παρελθόν σαν το flashback των κινηματογραφικών ταινιών, και δίνει μια τρισδιάστατη συγκλονιστική εικόνα της πόλης, με ήρεμη αφήγηση, σαν τον γιατρό που έχει βάλει τον ασθενή στο χειρουργείο και ψύχραιμα κάνει την επέμβαση. Χωρίς να θυμίζει παιδικό παραμύθι, αφού είναι ένα πουλί που συλλογίζεται και μιλά, αντίθετα, μέσα από τους μονόλογούς του ξεπροβάλλει όλη η τραγικότητα που ζει η πόλη, αβίαστα αλλά λαχανιασμένα από την αγωνία. Τρεις περιγραφές, τρεις διαστάσεις, προβάλλουν μέσα από την αφήγηση του παπαγάλου, που αντιδρά ως λογικό όν. Η ώρα του φευγιού κατά τον βομβαρδισμό της Αμμοχώστου, οι ευτυχισμένες στιγμές της πόλης πριν την καταστροφή και οι εικόνες της ορφάνιας, που επικράτησαν στην πόλη μετά την εγκατάλειψή της. Δεν είναι μόνο ο τρόπος αφήγησης που καθηλώνει το ενδιαφέρον, είναι και η πλοκή και η ανάπτυξη της ιστορίας, οι λεπτομέρειες και οι συμβολισμοί που συνάπτονται με το πριν και το μετά, όταν, στην κορύφωση πια, το πουλί παπαγαλίζει, σαν επίκληση από το βάθος των χιλιετιών, τη φράση: “την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα…”.
Τα διηγήματα, που σελιδοποιήθηκαν υπό τον παράδοξο γενικό τίτλο “Φυσορρόος”, αποτελούν την τοιχογραφία μας εποχής και μιας ριζικής ιστορικής καμπής με διάφορες προεκτάσεις και ψυχολογικές διακυμάνσεις, ως βιώματα και ως συμπτώματα πείρας και συμπεριφοράς, στο αβέβαιο παρόν και στο άδηλο μέλλον της κυπριακής κοινωνίας. Η λέξη “φυσορρόος” είναι σύνθετη από το “φυσώ” και το “ρέω” και  προκύπτει από την τελετουργικού ύφους επίκληση ενός πρώην αγροφύλακα, που ως γητευτής ξόρκιζε το κακό να φύγει από το χωριό του. Γέρος πια και πρόσφυγας δεν ξεχνά την παλιά του “τέχνη” και επαναλαμβάνει την ίδια επίκληση στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος», για να εξαφανίσει τα σύμβολα της κατοχής, ως δια μαγείας.
Ομοίως από το διήγημά του “Η κόρη του δραγουμάνου” βγήκε, θαρρώ, η ιδέα για το εξώφυλλο της έκδοσης που παριστάνει μια λαϊκού τύπου ζωγραφιά, έργο του ιδίου, που παριστάνει κλωνάρια από ένα βάζο, με φύλλα, λουλούδια και πουλιά, στολίδι ενός καθρέφτη που αποτέλεσε το δώρο αγάπης ενός τεχνίτη προς την ωραία Ελένη του χωριού, για να καμαρώνει την ομορφιά της. Την διεκδικούσε με απειλές κι ένας Οθωμανός, γι’αυτό και πήρε μέτρα για να τον αποφύγει, τα οποία αφηγείται στα γεράματά της. Πολυτάλαντος ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με ποίηση, πεζό, ζωγραφική και φωτογραφία στο ενεργητικό του, έχει την ικανότητα να εποπτεύει αποτελεσματικά τα δημιουργήματά του στην κάθε λεπτομέρεια, με τρόπο μάλιστα που η μια ιδιότητα να εισχωρεί συμπληρωματικά μέσα στην άλλη.
Ο σπαραγμός της πρώτης σειράς δημιουργεί την προϋπόθεση στον συγγραφέα να πάει πίσω, στα χρόνια “της αθωότητας”, με την οποίαν τιτλοφορεί τα 12 διηγήματα της δεύτερης ενότητας. Στις δύσκολες ώρες, ιδιαίτερα όταν τις δημιουργεί σκληρά και απάνθρωπα ο ξένος, πάντα προβάλλουν, οι ανεπηρέαστες ώρες από τη βαναυσότητα του εισβολέα. Και σ’ αυτά τα διηγήματα υπάρχει η συναισθηματική φόρτιση, σε επίπεδα, όμως, διαφορετικά, όπως και στα 8 «άλλα διηγήματα» της τρίτης και τελευταίας ενότητας, όπου η μαθηματική ιδιότητα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, είναι ένα επιπλέον προσόν, που τον οδηγεί στη δημιουργία πρωτότυπων κειμένων, με έξυπνη και ευρηματική ανάπτυξη, που κατευθύνεται στο θυμικό και στο νοητικό του αναγνώστη, δημιουργώντας μέσα του μια πολυμορφία προσλήψεων.
Γενικά τα διηγήματα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι από τις καλύτερες στιγμές της κυπριακής λογοτεχνίας σ’αυτό το είδος, τα οποία διεκδικούν μια θέση στην ελληνική γραμματεία γιατί αντλούν την προέλευσή τους από ιστορικά γεγονότα που έχουν σχέση μ’ένα κομμάτι του ελληνισμού.
Ο άνετος και πλούσιος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας, η ακριβής διατύπωση, το ελεγμένο συναίσθημα, η σαφήνεια, η αρχιτεκτονική δομή των επί μέρους στοιχείων που οδηγούν στην κορύφωση, εν πολλοίς απροσδόκητη, πρωτότυπη και εντυπωσιακή, η απέριττη αφηγηματικόητα που παραπέμπει σε μαθηματικές εξισώσεις, η ελλειπτική γραφή χωρίς παράταιρα στοιχεία, οι εικόνες που καταφέρνει να μεταδώσει λεκτικά με τη χρωματική ικανότητα ενός εικαστικού, όλα, συντείνουν στην κατάθεση ενός χυμώδους λογοτεχνικού έργου, μαρτυρία μιας εποχής κι ενός λαού. Θα ήταν παράλειψη να μην εξάρω το πρώτο κείμενο της συλλογής με τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται», στο οποίο, η ποιητική φύση του συγγραφέα δημιουργεί ένα ευαίσθητο διηγηματικό ρεφραίν, λυρικό και αισθαντικό μαζί, για το αυτονόητο: πως υπεράνω των οποιωνδήποτε εμποδίων η ζωή αποδεικνύεται και είναι πιο δυνατή, γι’ αυτό και συνεχίζεται. Είναι σαν τον σπόρο που βλαστάνει και στην πιο σκληρή επιφάνεια, στη σχισμή ενός βράχου, ακόμη και πάνω στην πέτρα.

Αθήνα, Μάρτιος 2020

 
Βιογραφικό Κώστα Σερέζη

Κώστας Σερέζης, 2002. Φωτογραφία:Μάκη Σκιαδαρέση
Ο Κώστας Σερέζης έχει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων τα οποία υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος του ΡΙΚ επί 15 χρόνια (1960-1974) και της ΕΡΤ για άλλα 25 χρόνια (1975-1999). Ως δημοσιογράφος κάλυψε γεγονότα σε πολλές χώρες και στις πέντε ηπείρους, κυρίως για την ΕΡΤ. Στην έντυπη δημοσιογραφία διετέλεσε ειδικός συνεργάτης της εφημερίδας “Ο Φιλελεύθερος” (1963-1964, 1968-1971, 1982-1991). Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα άλλα έντυπα στην Κύπρο και την Ελλάδα. 
Ουσιαστική ήταν η δραστηριότητά του στο χώρο της Τέχνης με την ίδρυση της Γκαλερί Αργώ στη Λευκωσία (1970-1989) και στην Αθήνα το 1976, που λειτουργεί ως σήμερα, όπως και με κείμενα με εικαστικό περιεχόμενο σε αυτοτελείς εκδόσεις και σε διάφορα έντυπα. Συνολικά έχει εκδόσει πάνω από 12 βιβλία.
Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1937. Ζει στην Αθήνα από το 1974. Σπούδασε σε δραματική σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία και στην παραγωγή και σκηνοθεσία τηλεοπτικών προγραμμάτων στη Γλασκώβη της Σκωτίας και στο BBC στο Λονδίνο με βρετανική υποτροφία. Παρέδωσε μαθήματα τηλεόρασης στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα και σε σεμινάρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οργάνωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της “Επιτροπής Ενημερώσεως για τα Εθνικά Θέματα” που είχε συστήσει ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλος και υπηρέτησε ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος στην Κυβέρνηση του Γλαύκου Κληρίδη το 1999.
Τιμήθηκε από την Ενωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (1998) για τη συστηματική προβολή των ευρωπαϊκών ιδεωδών στα Μ.Μ.Ε. με τα οποία συνεργάστηκε, την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Αθήνα (2004) για τη συγγραφική του δραστηριότητα, και την Κυπριακή Πρεσβεία στην Ελλάδα (2008) για το σύνολο της προσφοράς του.