1 Απρ 2020

"ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΙΟΥ"

"ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΑ"
 διήγημα 
του
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
  
Αγαπημένοι μου φίλοι, αν δεν νιώθετε έστω και ένα ελάχιστο σκίρτημα για εκείνον τον Αγώνα του 1955-1959, παρακαλώ προσπεράστε. Αν όμως, θέλετε να γυρίσετε 65 τόσα χρόνια πίσω, ή να γνωρίσετε τι έκανε τότε ένα δεκάχρονο παιδί... παρακαλώ συνεχίστε... 

Με την ευκαιρία της αυριανής επετείου της 1ης Απριλίου 1955, σας παρουσιάζω μια διήγηση (είναι από το πρώτο μου βιβλίο "Η κόρη του δραγουμάνου"). Σε ένα μικρό χωριό της Καρπασίας, το Βασίλι, ίδρυσα τον "Παιδικό Σύλλογο Ακριτόπουλα". Ήμουν μόνο δέκα χρονών! Τρεις, τουλάχιστον, συναγωνιστές και συμπαραστάστες μου είναι τώρα και φίλοι μου στο facebook και τους καλώ να σχολιάσουν. 

Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν η δασκάλα αδελφή μου Μαρία Νικολάου- Μιχαήλ, που είχε εγκλωβιστεί το 1974 στο χωριό, πριν εκδιωχθεί για τις ελεύθερες περιοχές πήγε στο ερειπωμένο κτήριο του Συλλόγου και βρήκε το λάβαρό μας: μια ξεθωριασμένη γαλανόλευκη να αχνοφαίνονται κάποιες λέξεις από την ονομασία του συλλόγου. Είναι ίσως το μοναδικό λάβαρο παιδικού συλλόγου που υπάρχει.Θα το καταθέσω στο Μουσείον Αγώνα 1955-1959. 

Απόσπασμα 1 : "Όταν άνοιξαν τις αποσκευές τους, ο πατέρας ξεχώρισε κάτι για μένα: ένα μικρό δέμα. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Όταν όμως άνοιξα το μικρό δέμα, έγινε ακόμα πιο μεγάλη: ένα παλιό τσαλακωμένο ρούχο! Το άπλωσα στο ντιβάνι και για μερικές στιγμές μού κόπηκε η αναπνοή: «H σημαία μας! Το λάβαρο του Συλλόγου μας!». Διάβασα τα ξεθωριασμένα γράμματα και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Γονάτισα και το φίλησα και, σκεπάζοντας με τις παλάμες τα μάτια μου, γύρισα δεκαπέντε τόσα χρόνια πίσω δεκάχρονο παιδί…"

Απόσπασμα 2: "Έτσι περνούσαν οι μέρες μας όταν σκέφτηκα το λάβαρο. Πώς μας ξέφυγε! Πώς ήταν δυνατόν ένας Σύλλογος σαν το δικό μας να μην έχει το δικό του λάβαρο; Η απόφαση πάρθηκε έκτακτα στο δρόμο για το σχολείο. Αγοράσθηκαν τα αναγκαία και η Αγνή, η ξαδέλφη μου, ανέλαβε τα υπόλοιπα. Έραψε τη σημαία με τον μεγάλο άσπρο σταυρό και στο κέντρο γάζωσε ημικυκλικά, με χρυσοκεντημένη κορδέλα, την ονομασία του Συλλόγου: "ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΑ"

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
 "ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ"

Όταν τελείωσαν οι μάχες, η οικογένειά μου βρέθηκε εγκλωβισμένη στο χωριό. Σχεδόν αμέσως άρχισε ένας άγριος διωγμός και ο κόσμος εγκατέλειπε με τη βία τα σπίτια του αναζητώντας καινούργιο μέρος για να ζήσει. Πρώτα ήρθαν τ’αδέλφια μου και τελευταίος ο πατέρας με τη μάνα μου. Με σπαραγμό εγκατέλειπαν το πατρογονικό μας σπίτι.
Συναντηθήκαμε στην Αθήνα, όπου ήρθαν για λίγες μέρες να με δουν και να σκεφτούμε πώς θα ταχτοποιηθούμε. Δεν τολμούσα να ρωτήσω τον πατέρα πώς ήταν οι μέρες τους στο χωριό. Δεν ήθελα να υποστεί το ίδιο μαρτύριο για δεύτερη φορά. Πρόσεξα τα χέρια του που έτρεμαν ελαφρά. Αυτός, λιγομίλητος καθώς είναι, κουνούσε ελαφρά το κεφάλι «καλά, καλά!», λες και ήθελε να με καθησυχάσει. Τα φριχτά βασανιστήριά του τα είχα μάθει από άλλους. 


Όταν άνοιξαν τις αποσκευές τους, ο πατέρας ξεχώρισε κάτι για μένα: ένα μικρό δέμα. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Όταν όμως άνοιξα το μικρό δέμα, έγινε ακόμα πιο μεγάλη: ένα παλιό τσαλακωμένο ρούχο! Το άπλωσα στο ντιβάνι και για μερικές στιγμές μού κόπηκε η αναπνοή: «H σημαία μας! Το λάβαρο του Συλλόγου μας!». Διάβασα τα ξεθωριασμένα γράμματα και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Γονάτισα και το φίλησα και, σκεπάζοντας με τις παλάμες τα μάτια μου, γύρισα δεκαπέντε τόσα χρόνια πίσω δεκάχρονο παιδί…

Κοντεύαμε να φτάσουμε στο χωριό και καθίσαμε κοντά σε μια παλιά δεξαμενή για να ξεκουραστούμε. Έτσι περνούσαν οι μέρες μας τα απογεύματα, τριγυρνούσαμε στα χωράφια κυνηγώντας πουλιά με σφεντόνες ή καμιά φορά παίζαμε ποδόσφαιρο, αν βρίσκαμε μπάλα. «Ρε, να πέσουμε στο νερό και όποιος μείνει πιο πολύ με το κεφάλι μέσα να είναι ο αρχηγός!» είπε ο Θέμης και τον κυνηγήσαμε, γιατί όλο ανοησίες έλεγε. «Ή θα κάνουμε σοβαρές δουλειές ή σταματούμε» είπα θυμωμένα, γιατί θεωρούσα τον εαυτό μου φυσικό αρχηγό, μια και η ιδέα γι’αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε ήταν δική μου. «Την Κυριακή θα γίνουν κανονικές εκλογές» συνέχισα και προχωρήσαμε συζητώντας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που μας απασχολούσε: το πρόβλημα της στέγασής μας. O Θέμης, πάλι, πέταξε την κοτσάνα του. Α όχι, αυτή τη φορά ήταν η καταπληκτικότερη ιδέα. Το μικρό ανώι της εκκλησίας. Γιατί δεν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα; Ήταν το ιδανικότερο μέρος για έναν παιδικό σύλλογο όπως ο δικός μας. Θα συμφωνούσε όμως ο ιερέας; Θα δεχόταν να μεταφερθούν σε άλλο χώρο διάφορα πράγματα που υπήρχαν εκεί; 

Το χτίσμα που είχαμε βάλει στο μάτι αποτελείτο από δυο ισόγεια δωμάτια και δυο πάνω. Παλαιότερα, το σπιτάκι αυτό φιλοξενούσε τον μοναδικό δάσκαλο του χωριού, μα από τότε που το σχολείο μας ενοποιήθηκε με το σχολείο του διπλανού χωριού έμενε αχρησιμοποίητο. Βάλαμε όλη την εξυπνάδα μας και, τρεις μέρες μετά, είχαμε το κλειδί στο χέρι. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Κανένας όμως δεν ξέρει τι θα γινόταν αν προηγουμένως δεν καθαρίζαμε την αυλή της εκκλησίας από τα αγριόχορτα και τις ακαθαρσίες. Η καλή μας πράξη είχε αποδώσει καρπούς. Με την επίβλεψη του ιερέα, μεταφέραμε όλα τα πράγματα στα κάτω δωμάτια, αφήνοντας μόνο μερικές πολυθρόνες κι ένα τραπέζι και ένα γραφείο! Η μόνη υπόσχεση που δώσαμε ήταν ότι θα προσέχαμε τα ξένα πράγματα. 


Στρωθήκαμε στη δουλειά, ξεσκονίσαμε, σφουγγαρίσαμε, ταχτοποιήσαμε και περιμέναμε την Κυριακή. Άλλο θέμα για συζήτηση δεν βρίσκαμε και φουσκώναμε από περηφάνια.
Έφθασε η πολυπόθητη μέρα, πρώτη φορά δεν έλειπε κανένας από την εκκλησία, και περιμέναμε πότε θα τελειώσει η λειτουργία. «Έφερες κόλλες και καμιά πένα;» ψιθύρισε στ’ αυτί μου ο Θέμης. Κούνησα το κεφάλι «ναι» και βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Δεν είπα τίποτα για την έκπληξη. Με το «Δι' ευχών των Αγίων...» πεταχτήκαμε όλοι έξω και άνοιξα το Σύλλογο, που γέμισε παιδιά. Το μυστικό είχε κυκλοφορήσει σε όλο το σχολείο και τώρα δεν ξέραμε τι να τους κάνουμε όλους αυτούς. Διώξαμε τους μικρούς, είπαμε από τετάρτη τάξη και πάνω, άλλωστε οι μικροί τι μπορούσαν να κάνουν! O Παντελής τούς ανέλαβε, ξεκαθάρισε η κατάσταση, μα δεν έφυγαν για τα σπίτια τους. Τριγυρνούσαν στην αυλή της εκκλησίας ώσπου τελειώσαμε κι εμείς.


Oι εκλογές μας έγιναν απλά. Μοίρασα σε όλους από ένα χαρτάκι, ήμασταν πιο λίγοι από τριάντα, και ο καθένας έγραφε πέντε ονόματα, αυτούς που προτιμούσε να είναι στο Συμβούλιο του Συλλόγου. Δεν είχε προηγηθεί καμιά ομιλία «σήμερα ιδρύεται Σύλλογος υπό την επωνυμία...». Δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα. Τα είχαμε πει αυτά με τα δικά μας λόγια στα διαλείμματα και καθώς πηγαίναμε στα σπίτια μας από το σχολείο. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως ο πρόεδρος ήταν η ανώτερη θέση, ο αρχηγός! Βγάλαμε αμέσως τα αποτελέσματα και ήταν αυτά που ήξερε ο καθένας μας. Καμιά έκπληξη. Εγώ φυσικά ήμουν ο πρόεδρος, γραμματέας ο Θέμης και μέλη ο Αντωνάκης, ο Παντελής και ο Κωστάκης. 

Βγάλαμε χαρτιά στο γραφείο και όσοι ήθελαν μπορούσαν να γραφτούν μέλη του Συλλόγου. Όλα τα παιδιά άρχισαν να συμπληρώνουν το όνομά τους. Βρήκα την ευκαιρία να φέρω την πινακίδα που είχα κρυμμένη εκεί κοντά. Ήταν η έκπληξη. Την καρφώσαμε πάνω από την πόρτα και ο Θέμης διάβασε δυνατά: Παιδικός Σύλλογος “Τα Ακριτόπουλα”. Η έκπληξη και η χαρά ήταν ζωγραφισμένη σε όλα τα παιδικά πρόσωπα. Έτρεξαν και οι μικροί να δουν την πινακίδα ψιθυρίζοντας τη μαγική λέξη «Ακριτόπουλα». Έγραψε και ο τελευταίος το όνομά του στον κατάλογο και τότε ήταν η ώρα για τη δεύτερη έκπληξη. Έβγαλα από την τσέπη μου τη σφραγίδα που είχα σκαλίσει σε ένα σανιδάκι κι ακούμπησα στο γραφείο ένα παλιό ταμπόν. Όλοι έγιναν πιο σοβαροί. Κατάλαβαν πως αυτό που γινόταν δεν ήταν παιχνίδι. Oι κατάλογοι υπογράφτηκαν από όλους εμάς του Συμβουλίου και στο τέλος έβαλα με προσοχή τη σφραγίδα. Δεν ήταν σπουδαία, μα μπορούσες να διακρίνεις την ονομασία του
Συλλόγου. Μαζεύτηκαν πάλι όλοι να τη δουν.


Σε λίγο είχαμε την πρώτη μας συνεδρίαση, ενώ τα παιδιά κατέβηκαν στην αυλή της εκκλησίας συζητώντας τα θαυμάσια γεγονότα της ημέρας. Η πρώτη μας απόφαση ήταν πως έπρεπε να γίνει έρανος, και μάλιστα την επόμενη Κυριακή, για να μαζέψουμε χρήματα, που τα είχαμε απόλυτη ανάγκη. Oρίσαμε και κάποιο ποσό που θα έδιναν τα μέλη μας. Κόντευε μεσημέρι και διαλυθήκαμε τρέχοντας προς τα σπίτια μας.

Την επόμενη Κυριακή ήταν έτοιμο και το «ταμείον», που μας έφτιαξε ο κυρ-Αλέξης, ο μαραγκός. Ήταν ένα ξύλινο κουτί, με μια σχισμή στην πάνω πλευρά. Μετά τη Θεία Λειτουργία, σταθήκαμε επίσημα έξω από την εκκλησία με το κουτί στο χέρι. Όλα κρεμόντουσαν από μια κλωστή. Στο τέλος όλα πήγαν καλά. Μόλις ο δάσκαλος έριξε τον οβολό του λέγοντας δυνατά «Μπράβο, παιδιά, για το Σύλλογο», όλοι άρχισαν να ρίχνουν τα σελίνια τους· ο δάσκαλος μάλιστα έριξε ένα ολόκληρο πεντοσέλινο, που μας φάνηκε πολύ μεγάλη προσφορά και θέλαμε να του δώσουμε ρέστα. Στην άρνησή του να πάρει ρέστα, τον πληροφορήσαμε πως θα του στέλναμε μια απόδειξη. Χαμογέλασε κι εμείς συνεχίσαμε τον έρανο ώσπου άδειασε όλη η εκκλησία. 

Λίγο μετά, βρεθήκαμε όλοι στο Σύλλογο, έκαναν την εισφορά τους τα μέλη ―εμείς του Συμβουλίου ρίξαμε από ένα σελίνι― και καταμετρήσαμε τα χρήματα. Ακολούθησε συνεδρίαση, στο μικρό δωμάτιο αυτή τη φορά, έτσι που οι υπόλοιποι να μην ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στην αυλή. Στη συνεδρίαση αυτή πήραμε πολύ σημαντικές αποφάσεις: πρώτα πρώτα ποιος θα κρατούσε τα χρήματα και μετά τι θα κάναμε με τα χρήματα αυτά. «Στην καπνοδόχο!» είπε ο Θέμης. Γελάσαμε, μα στο τέλος βρήκαμε πως ήταν πολύ καλή ιδέα να φυλάγουμε εκεί το «ταμείο». Κανένας δεν θα το υποψιαζότανε ποτέ. Πήραμε κι άλλες αποφάσεις. Θα αγοράζαμε μια δεύτερη κλειδαριά. Τα κλειδιά θα τα κρατούσαμε από ένα εγώ και ο Θέμης. Θα αγοράζαμε ακόμα πασπαρτού και τζάμια, για να κορνιζώσουμε τους Ήρωες. Τελειώναμε όταν ο Θέμης είχε μια τελευταία πρόταση. «Ξεχάσαμε την μπάλα» είπε και μας κοίταξε με αγωνία. Δεν χαλάσαμε το χατίρι στον τερματοφύλακα της ομάδας. Απόφαση: να αγορασθεί μπάλα εσωτερικό – εξωτερικό νούμερο τρία.

Τις Κυριακές διοργανώναμε συναντήσεις με ομάδες από άλλα χωριά. Ξεκινούσαμε το πρωί με τα ποδήλατά μας, δυο δυο στο καθένα και πολλές φορές και τρεις, και γυρνούσαμε κοντά στο μεσημέρι, άλλες φορές χαρούμενοι και άλλες φορές μουτρωμένοι γιατί χάναμε. Το δικό μου ποδήλατο ήταν το μοναδικό αγωνιστικό, δώρο του θείου μου, και τελευταία το είχα βάψει γαλάζιο. Ήταν επιταγμένο στις ανάγκες του Συλλόγου. Είχα κατασκευάσει και ειδική κρύπτη για τα φυλλάδια που διανέμονταν κάθε τόσο.

Έτσι περνούσαν οι μέρες μας όταν σκέφτηκα το λάβαρο. Πώς μας ξέφυγε! Πώς ήταν δυνατόν ένας Σύλλογος σαν το δικό μας να μην έχει το δικό του λάβαρο; Η απόφαση πάρθηκε έκτακτα στο δρόμο για το σχολείο. Αγοράσθηκαν τα αναγκαία και η Αγνή, η ξαδέλφη μου, ανέλαβε τα υπόλοιπα. Έραψε τη σημαία με τον μεγάλο άσπρο σταυρό και στο κέντρο γάζωσε ημικυκλικά, με χρυσοκεντημένη κορδέλα, την ονομασία του Συλλόγου. 

Πλησίαζε η 28η Oκτωβρίου και έπρεπε να ετοιμαστούμε. Έριξα την ιδέα και όλοι ενθουσιάστηκαν. Αρχίσαμε τις δοκιμές στην αυλή της εκκλησίας. Μπαίναμε σε τριάδες και κόβαμε βόλτες γύρω από την εκκλησία. Κάθε φορά, το βήμα κρατούσε κάποιος από μας. Η εντολή μου ήταν να περπατούμε λεβέντικα. Πρωί πρωί, στις 28 του Oχτώβρη, συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία του χωριού, καρφιτσώσαμε κάτι μικρά χαρτάκια με συνθήματα στα πουκάμισά μας κι «εμπρός, μαρς», με σημαιοφόρο τον Νίκο, που ήταν ο πιο ψηλός, προχωρούσαμε προς το σχολείο μας. Το βήμα το έδινα εγώ, χρησιμοποιώντας μια σφυρίχτρα παρόμοια με αυτήν που κρατούσε ο αγροφύλακας. Διασχίζαμε τους κυριότερους δρόμους του χωριού και ο κόσμος έβγαινε ξαφνιασμένος και χειροκροτούσε. Τα πιτσιρίκια προχωρούσαν στο πλάι του δρόμου, προσπαθώντας να μας μιμηθούν, και εμείς σοβαροί και περήφανοι πλησιάζαμε πια προς το σχολείο. Όταν προσεγγίσαμε, μας πρόσεξε ο διευθυντής από το παράθυρο. Άκουσε τα σφυρίγματα, μετά είδε και τη σημαία και σήμανε συναγερμό. Χτύπησε αμέσως το κουδούνι και γρήγορα γρήγορα μάζεψε τους μαθητές, που τους παρέταξε δεξιά και αριστερά από την είσοδο μέχρι το Διευθυντήριο, και μας περίμεναν. 

Μπαίνοντας στην είσοδο του σχολείου, σταμάτησα το σφύριγμα, μπήκα κι εγώ στη γραμμή και σταματήσαμε λίγο πιο κάτω. Μας χειροκρότησαν με συγκίνηση μαθητές και δάσκαλοι. O διευθυντής του σχολείου μάς επαίνεσε και μετά μίλησε για την επέτειο. Μερικοί μαθητές απάγγειλαν ποιήματα, τα κορίτσια χόρεψαν και τελείωσε η πρώτη δημόσια εμφάνισή μας με επιτυχία. Σε λίγες μέρες ο διευθυντής μάς ανακοίνωσε πως είχε παραγγείλει μια σάλπιγγα κι ένα τύμπανο, τα πρώτα που έρχονταν στο σχολείο. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τον ήχο της σάλπιγγας βάζοντας το χέρι στο στόμα σαν χωνί και άλλοι πάλι έκοβαν δυο ξυλαράκια και προσπαθούσαν να παίξουν σε ένα φανταστικό ταμπούρλο. 

Ωστόσο, ο Σύλλογος λειτουργούσε και κάθε μέρα όλο και κάτι καινούργιο βρίσκαμε να κάνουμε. Φέραμε από τα σπίτια μας, όσοι είχαν, βιβλία και τις Κυριακές διαβάζαμε διάφορες ιστορίες που μας άρεσαν. Το μικρό δωμάτιο είχε μετατραπεί σε βιβλιοθήκη, μια και οι συνεδριάσεις αραίωσαν, φτιάξαμε ένα πρόχειρο ραφάκι και ο Αντωνάκης, που του άρεσε να διαβάζει, κρατούσε το ακροατήριο σε αγωνία, ούτε στην ώρα του μαθήματος δεν κρατούσαμε τέτοια ησυχία, γιατί ήταν οι ιστορίες που εμείς διαλέγαμε να ακούσουμε. Όσοι δεν ήθελαν να ακούσουν, έμεναν στο πρώτο δωμάτιο και έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.

Η μεγαλύτερη επιχείρηση που είχαμε αναλάβει ως τότε ήταν ο κήπος, μα είχαμε μεγάλο πρόβλημα με το νερό. Βέβαια, υπήρχε κάποιο πηγάδι στην αυλή, μα ήταν πολλά χρόνια αχρησιμοποίητο. Έπρεπε πάση θυσία να γίνει κάτι. O Σώζος ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Έφερε από το σπίτι του σχοινί, κάδο και ένα μικρό φτυαράκι ―ο πατέρας του ήταν λακκοτρύπης κι έτσι ήξερε από τέτοιες δουλειές― και αρχίσαμε την επιχείρηση. Ένα απόγευμα ξεσκεπάσαμε το πηγάδι, τον δέσαμε με σχοινί και τον κατεβάσαμε. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Κοίταξε κάτω το πηγάδι, φοβήθηκε και ξεδέθηκε. «Δεν γίνεται» είπε «κάτω κάτω το πηγάδι πλαταίνει, πώς θα μπορέσω να κατεβώ!» Τον πείσαμε να κατεβεί μέχρι εκεί που μπορούσε και μετά να πηδήξει, αφού ο πάτος ήταν ένα μέτρο πιο κάτω. Ξανακοιτάξαμε το πηγάδι, πείστηκε ο Σώζος, ξαναδέθηκε και κατέβηκε. Κρατούσαμε γερά το σχοινί και, μόλις ακούσαμε την προσταγή του, αφήσαμε το σχοινί ελεύθερο και πήδησε στον πάτο. Ξεδέθηκε, τραβήξαμε το σχοινί και ξανακούστηκε η φωνή του: «Σίκλα κάτω». Κατεβάσαμε τον κάδο, που γέμιζε με πέτρες στην αρχή, κουρέλια και ακαθαρσίες. Σε λίγο μάς ζήτησε το φτυαράκι και ο κάδος γέμιζε πια με χώματα και στο τέλος χώμα βρεγμένο. «Νερό, νερό!» φώναξε ο Θέμης ενθουσιασμένος δίνοντας μια τούμπα στον αέρα. Έτρεξαν όλοι να δουν. Βγάλαμε κι άλλο χώμα, μα τίποτα παραπάνω. «Κώννος» φώναξε ο Σώζος από το βάθος «νερό δεν έχει». Τα πράγματα δυσκόλευαν και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Φέραμε ένα σκεπάρνι από τη γειτονιά, το κατεβάσαμε, μα ο λακκοτρύπης μάς φώναζε: «πάγωσαν τα πόδια μου, βγάλτε με». Τον πείσαμε να σκάψει λίγο ακόμα, να καθαρίσει απ' εδώ κι απ' εκεί. «Δεν γίνεται τίποτα» ξαναφώναξε και στον κάδο έβαλε το σκεπάρνι και το φτυαράκι. Ρίξαμε κάτω το σχοινί, δέθηκε, προσπάθησε να πιαστεί από τις μικρές τρύπες στα πλευρά του πηγαδιού, γλίστρησε, έπεσε κάτω, εμείς τραβούσαμε, ο Σώζος φώναζε: «Mην τραβάτε, ρε! Θα με πνίξετε». 

Όλες μας οι προσπάθειες πήγαιναν χαμένες. Άρχισε να κλαίει, πραγματικά δεν σκεφτήκαμε πόσο δύσκολο ήταν να τον βγάλουμε μοναχοί μας. Άρχισε να σουρουπώνει. Του φώναξα δυνατά για να του δώσω θάρρος: «Μην φοβάσαι, ρε κατούρη, θα σε βγάλουμε», μα η φωνή μου ακούστηκε λίγο τρεμουλιαστή. Τότε ήταν που άρχισε να κλαίει δυνατά. Τα είχα χαμένα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήταν κανένας. «Τους μπάσταρδους, όλοι χεστήκανε!» ψιθύρισα. Ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση. «Μην κλαις, ρε, έτσι να κάνω το χέρι μου, σε πιάνω!» ξανάπα στον Σώζο, που έκλαιγε πιο δυνατά τώρα. «Ε, κάμε το!» είπε με φωνή που έτρεμε.
Ευτυχώς η περιπέτεια έληξε αμέσως, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσε ο αδελφός του Αντωνάκη και σε δυο λεπτά ο Σώζος σώθηκε. Φύγαμε τρέχοντας και σε λίγο, πριν φτάσουμε στο σπίτι του, ήταν μια χαρά. Με καληνύχτισε γελώντας. «Λίγο ακόμα και θα την πάθαινα» είπε και χάθηκε πίσω από το ξωπόρτι του σπιτιού του.

Την άλλη μέρα, το θυμό μου για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας έπνιξε το συνταραχτικό νέο. Προχωρούσα έτοιμος για καβγά, μα ο Αντωνάκης με πρόλαβε: «Το πηγάδι γέμισε νερό». Τους κοίταξα όλους, μα στα μάτια τους έβλεπα την αλήθεια. Το απόγευμα, το διαπιστώσαμε και η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη. Τι θα κέρδιζα αν μάλωνα μαζί τους; Σημασία είχε τώρα ότι ο Δράκος άφησε το νερό, όλοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγγνώμη από τον Σώζο. O Σώζος μάλιστα ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. Έδειξε εξαιρετικό ζήλο, έδινε συμβουλές και ένιωθε τον κήπο πιο δικό του. O καθένας από μας είχε από ένα κομμάτι και σε λίγο ο κήπος έγινε καταπράσινος.

Η δράση μας όμως δεν θα έμενε μόνο σ’ αυτά τα πράγματα. Σκοπός μας δεν ήταν ούτε ο κήπος ούτε το ποδόσφαιρο, ήταν κάτι πιο σοβαρό. Φυσικά, οι πιο πολλοί δεν είχαν ιδέα, γιατί η οργάνωση ήταν με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας πρόσφερε αυτό που μπορούσε χωρίς να γνωρίζει τι έκαναν οι άλλοι. Στην κορυφή ήταν οι πέντε του Συμβουλίου, που πολλές φορές συναντιόμασταν, σε ανύποπτο χρόνο και παίρναμε σημαντικές αποφάσεις. 

Ένα πρωί, το χωριό ξύπνησε και δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Oι τοίχοι και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με συνθήματα που είχαμε γράψει το βράδυ. Η δράση μας συνεχιζόταν τώρα πιο δυναμική. Oι Εγγλέζοι έπρεπε να φύγουν από την πατρίδα μας και να μας αφήσουν ήσυχους. Πρώτα πρώτα, δεν μιλούσαν τη γλώσσα μας, αλλά εμείς δεν θέλαμε να ξέρουμε πιο πολλά, οι πατεράδες μας που ήξεραν, αγωνίζονταν για τον ίδιο σκοπό. Μετά, γιατί κρέμασαν τον Μιχαλάκη; Θυμάμαι δεν ήταν πολύς καιρός που με είχε φωνάξει η Αγνή. Προχωρήσαμε μαζί αμίλητοι προς την εκκλησία. Τράβηξε ελαφρά το σχοινί της καμπάνας και μουρμούρισε δακρυσμένη: «Oι Εγγλέζοι κρέμασαν τον Μιχαλάκη». Και την άλλη φορά, πάλι, η ίδια σκηνή. Τράβηξε ελαφρά το σχοινί και η καμπάνα χτύπησε λυπητερά. «Oι Εγγλέζοι σκότωσαν τον Πετράκη, που κρατούσε την ελληνική σημαία ψηλά». 

Τα συνθήματα στους δρόμους ήταν μόνο η αρχή και ο κήπος μας μέρα με τη μέρα πρασίνιζε και τα λουλούδια γινόντουσαν όλο και πιο πολλά.
Στην ώρα της γυμναστικής, ο κύριος Παναγής με απομόνωσε από τα άλλα παιδιά, λέγοντας δυνατά: «Στα πεύκα τώρα, παιδιά» και, τραβώντας με από το μανίκι, μου είπε βιαστικά δυο τρεις κουβέντες: «Στο φουρνάκι, κοντά στην εκκλησία, έχει φυλλάδια. Εσείς τα βάλατε; Τα είδα που περνούσα και σκέφτηκα μήπως… Γιατί δεν τα πετάτε στους δρόμους; Όχι πως με νοιάζει δηλαδή, αλλά... μα τι κάνεις εδώ πέρα; Γρήγορα μαζί με τους άλλους στα πεύκα!» είπε κάνοντας πως με κυνηγούσε.

Είχα καταλάβει πολύ καλά. Πήγα μοναχός μου με καρδιοχτύπι στο χαλασμένο φουρνάκι, τα πήρα και σε λίγο όλο το χωριό ήταν γεμάτο με φυλλάδια. Oύτε που σκέφτηκα πως στη θέση που ήταν κρυμμένα κανένας περαστικός δεν μπορούσε να τα δει, άρα ούτε ο δάσκαλος. Πήρα την απόφαση να το πω μόνο στον Θέμη. Η αγωνία μας ήταν μεγάλη. Μέναμε τελευταίοι να φύγουμε από το Σύλλογο, εξετάζοντας προσεχτικά το φουρνάκι για καινούργιο υλικό. Πράγματι, σε λίγες μέρες, αντικρίσαμε με μεγάλη χαρά πολλά χαρτιά τυλιγμένα. Τα πήραμε με χέρια που έτρεμαν και κάναμε αυτό που έπρεπε. Συμμετείχαμε κι εμείς στον αγώνα και ήταν πολύ σημαντικό για μας. Το χωριό κάθε τόσο γέμιζε με επαναστατικά φυλλάδια. Oι τοίχοι και οι δρόμοι γέμιζαν με συνθήματα. Ήταν πολλή δουλειά για δυο άτομα, μα η λύση βρέθηκε. Ένα Σάββατο απόγευμα κράτησα τους πέντε, μετά που έφυγαν τα άλλα παιδιά. Έκλεισα την πόρτα και έβγαλα από το συρτάρι την Καινή Διαθήκη. Ξεδίπλωσα με προσοχή ένα «χαρτάκι» που είχα στην τσέπη. Τους είπα να αγγίξουν με το δεξί χέρι το ιερό βιβλίο και να επαναλαμβάνουν αυτό που θα διάβαζα. Άρχισα: «Oρκίζομαι...», ο Κωστάκης τράβηξε το χέρι, τον έβλεπα που ήταν πολύ συγχυσμένος, ήθελε να φύγει, φοβήθηκε, κάτι μουρμούρισε, μα, όταν οι άλλοι τον κοίταξαν, άπλωσε ξανά το χέρι. Επανέλαβα: «Oρκίζομαι...». 


O ήλιος χανόταν πίσω από τα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής της εκκλησίας. Κλειδώσαμε και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας αμίλητοι.


Το μυστικό με το «χαρτάκι» το ήξερε μόνο ο κύριος Παναγής. Έτσι νόμιζα. Το ήξερε και η Αγνή. Το κατάλαβα την άλλη μέρα, το απόγευμα, που με φώναξε. Ήταν πολύ σοβαρή και λιγομίλητη. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου όπου είχε τη ραπτομηχανή και τράβηξε την κουρτίνα. Έψαξε μέσα στα τόπια με τα υφάσματα και έβγαλε ένα μικρό χαρτί. Κατάλαβα. Έβαλα το χέρι μου στην Καινή Διαθήκη και επανέλαβα ακριβώς αυτά που είχα διαβάσει την προηγούμενη μέρα από το δικό μου χαρτάκι. Τα μάτια της έλαμπαν. Με κοίταζε στα μάτια και, μόλις τελείωσε η ορκωμοσία, με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε: «Φεύγουμε τώρα». Περπατήσαμε σχεδόν μισό μίλι κρατώντας ένα άδειο καλάθι και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Κάποτε μου είπε να περιμένω και χάθηκε πίσω από μια συστάδα δέντρων, που ήταν ένα μισοχαλασμένο σπίτι. Oύτε δυο λεπτά δεν έκανε και εμφανίστηκε πάλι με το καλάθι: «Έλα, προχωράμε γρήγορα γιατί νυχτώνει». Πενήντα μέτρα πιο κάτω ήταν η στροφή με το γεφυράκι και δίπλα ένα χτήμα με πολλές κολοκυθιές. Πλησιάσαμε στο γεφυράκι και εκεί ακριβώς μου έδωσε τις οδηγίες. «Αγνή, δεν με χωράει!» ψιθύρισα. «Πρόσεξε μην σου ξεφύγει το καλώδιο» είπε επιταχτικά. «Βγες από την άλλη μεριά και να με συναντήσεις στο χαλασμένο σπίτι. Γρήγορα, και πρόσεχε το καλώδιο. Εγώ μαζεύω κολοκύθια»∙ και μου έκλεισε το μάτι.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, είχε νυχτώσει για καλά. Είπαμε «καληνύχτα» και χωρίσαμε χωρίς κουβέντες. Το βράδυ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Κάθε φορά που ακουγόταν θόρυβος από αυτοκίνητο, άρχιζα την αντίστροφη μέτρηση: «τώρα… τώρα… τώρα!». Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου -«Πρόσεξε μην σου ξεφύγει το καλώδιο!», έβλεπα τα γουρλωτά μάτια της Αγνής να με κοιτάζουν. Ώσπου, στο τέλος, ακούστηκε η φοβερή έκρηξη και ησύχασα. Κοιμήθηκα κι ούτε που με ενδιέφεραν τα σχόλια των γονιών μου, που είχαν ξυπνήσει εντωμεταξύ. Η μάνα μου σε κάποια στιγμή είπε: «Μην φοβάστε, δεν είναι τίποτα. Κοιμηθείτε». Μετά όλα ησύχασαν. Μακριά μόνο ακούγονταν κάποια λυσσασμένα σκυλιά. 

Δίπλα από τον κήπο μας, ήταν μια παλιά καπναποθήκη, που τότε δεν τη χρησιμοποιούσε κανένας. Η πόρτα της ήταν σπασμένη, μπαίναμε μέσα και κρύβαμε χαρτιά, μπογιές και άλλα πράγματα που δεν έπρεπε να βλέπουν όλοι. Τα κρύβαμε ανάμεσα σε ένα σωρό παλιοπράματα. Είχαμε κάποια σχέδια, μα μας πρόλαβαν άλλοι. Μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, μαζεύτηκαν κάμποσοι νέοι από το χωριό, έφερναν τσιμέντα, ξύλα, φτυάρια, πέτρες, έφτιαχναν πηλό, έχτιζαν και κάρφωναν. Κάποιος είπε τη λέξη «θέατρο», ανακατευτήκαμε κι εμείς και σε λίγες μέρες ήταν έτοιμο το ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Η σκηνή ήταν ένα περίπου μέτρο πιο ψηλά, βάλανε και κάτι κουρτίνες θαλασσιές μπροστά, που άνοιγαν όταν τραβούσαμε τα σχοινάκια δεξιά και αριστερά, και αμέσως μάθαμε όχι μόνο ότι τις κουρτίνες αυτές τις λένε «αυλαία», μα και την ορολογία όλη του θεάτρου. 

Oι μέρες που ακολούθησαν ήταν πολύ σημαντικές για μας γιατί θα παίζαμε το πρώτο μας έργο. Όλοι βρισκόμασταν σε αναβρασμό. Oι μεγάλοι θα έπαιζαν το δικό τους έργο κι εμείς το δικό μας. Μοιράστηκαν οι ρόλοι και άρχισαν οι πρόβες. Νωρίς τα απογεύματα κάναμε τη δική μας πρόβα και αργότερα οι μεγάλοι. O κύριος Παναγής, που ήταν η ψυχή της υπόθεσης, είχε διαλέξει και τα έργα, μας βοηθούσε πώς να λέμε τα λόγια καλύτερα και τι να κάνουμε σε κάθε σκηνή. Όταν τελειώναμε, παρακολουθούσαμε τις πρόβες των μεγάλων μέχρι αργά το βράδυ και όλα ήταν μαγεία. Ζούσαμε σ’έναν θαυμαστό κόσμο. O Χάρης Πασχάλης, ο πρωταγωνιστής, απειλούσε να αποχωρήσει από το ρόλο του γιατί ήταν μια σκηνή που έπρεπε να πίνει κρασί και δεν έβλεπε το λόγο γιατί έπρεπε να προσποιείται πως πίνει από ένα άδειο ποτήρι! Του έφεραν λοιπόν κρασί, μα το βράδυ πήγε στο σπίτι του μεθυσμένος, γιατί ο κύριος Παναγής προφασιζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και η σκηνή επαναλαμβανόταν. Το βράδυ δε που έφτασαν τα ψεύτικα γένια και μουστάκια ήταν απολαυστικό. Όλοι τα δοκίμαζαν και ο κύριος Μιχαλάκης, ο Πρόεδρος, εξιστορούσε τι τράβηξε στη Λευκωσία μέχρι να τα εξασφαλίσει.

Τα εισιτήρια για το θέατρο είχαν προπωληθεί όλα. Το βράδυ δε της παράστασης στο χωριό έγινε χαλασμός κόσμου. Τα όπλα της «Μάχης της Αλαμάνας» -ήταν ο τίτλος του έργου- ήταν ξύλινα, μα οι τουφεκιές που ακούγονταν ήταν αληθινές, αλλά έξω από το θέατρο. Εμείς οι μικροί είχαμε και τα παρατράγουδά μας. Σε μια σκηνή, όπου έπρεπε να μπω και να συναντήσω το συναγωνιστή μου, έπρεπε να πω με τα χέρια στο στόμα σαν χωνί: «Κωνσταντή, εεε Κωνσταντή! Καράβι, φάνηκε το καράβι!». Αλίμονο όμως, μπαίνοντας, σχίστηκε η φουστανέλα μου από ένα καρφί που εξείχε. Ήταν δανεική και από τη σύγχυσή μου είπα: «Κωνσταντή, Κωνσταντή, ξεσχίστηκε η φουστανέλα μου!». Πάγωσα. Το είπα τόσο δυνατά, που ακούστηκε σε όλη την αίθουσα. Δεν τα έχασα όμως και συνέχισα: «Κωνσταντή, Κωνσταντή, την ξέσχισα τη φουστανέλα μέχρι να σε βρω. Φάνηκε το καράβι!». Όλα μετά κύλησαν ωραία και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Τα διπλανά χωριά είχαν την ευκαιρία να μας χειροκροτήσουν όταν δίναμε εκεί παραστάσεις.
Εκείνες τις μέρες, πέρασαν από το χωριό οι πιο πολλοί Εγγλέζοι που είδαμε ποτέ μας. Στην αρχή ήρθαν μερικά Λαντρόβερ και σε κάποια σημεία του δρόμου τοποθετούσαν πινακίδες, μικρές πινακίδες, που άλλες έγραφαν εγγλέζικα και άλλες είχαν βελάκια. Μόλις έφυγαν τα Λαντρόβερ, ήρθε ο Θέμης λαχανιασμένος και με βρήκε: «Τι να κάνουμε; Άκουσα πως οι Eγγλέζοι έχουν γυμνάσια». Τι να κάνουμε; Να μαζέψουμε τις πινακίδες και να τις πετάξουμε! Μόνο αυτό μπορούσαμε να κάνουμε. Όχι, δεν πήραμε τις πινακίδες. Κάναμε κάτι καλύτερο: πήγαμε σ' ένα σταυροδρόμι και γυρίσαμε τα βελάκια να δείχνουν προς το νότο. Το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε από την αγωνία. Την άλλη μέρα μάθαμε και τα νέα. Τα έλη, τρία μίλια από το χωριό εκείνη τη μέρα δέχτηκαν πολλούς Εγγλέζους στα θολά νερά τους! Θα βασανίστηκαν σίγουρα να ξεκολλήσουν τα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα. Μερικά πιτσιρίκια είχαν καταφέρει να χαλάσουν τα σχέδιά τους. 


Έτσι περνούσε η ζωή μας στο χωριό, ο Σύλλογός μας ανθούσε και ο καιρός περνούσε γρήγορα. Εγγλέζους δεν ξανάδαμε πια, είχαν φύγει εδώ και μήνες. Ένα πρωινό, στις αρχές του Σεπτέμβρη, μπήκαμε σχεδόν όλοι στο αυτοκίνητο της καθημερινής γραμμής -του θείου Κουζάρη- για την πόλη. Στρώματα, κιβώτια, βιβλία, κοφίνια σκεπασμένα με άσπρο σεντόνι... Ανακατευτήκαμε με τους εργάτες και τους άλλους επιβάτες. Αρχίζαμε μια καινούργια ζωή. 

Όταν ξεκινήσαμε, γύρισα το κεφάλι και κοίταξα μέσα από το θολωτό πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Δίπλα στην εκκλησία, ήταν ένα μικρό σπιτάκι με μια ξεθωριασμένη πινακίδα πάνω από την πόρτα του: «Παιδικός Σύλλογος “Tα Ακριτόπουλα”». «Πρέπει να την ξαναγράψουμε» είπα ψιθυριστά. «Λίγο ξεθωριασμένη μού φαίνεται». «Α, στο καλό! Ξέχασα την μπάλα» είπε ο Θέμης, χωρίς να δώσει σημασία στην παρατήρησή μου. Το παλιό Φορντ αγκομαχούσε, μα προχωρούσε. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου μάς περίμενε. Την άλλη μέρα στη συγκέντρωση φώναξαν τα ονόματά μας για να τοποθετηθούμε. Μπαίνοντας στην τάξη μου, κοντοστάθηκα στην είσοδο και διάβασα μια μικρή πινακίδα: «Αίθουσα Πετράκη Γιάλουρου». Μου φάνηκε πως άκουσα τον λυπητερό ήχο της καμπάνας. Προχώρησα στη θέση μου δίνοντας σιωπηλά την υπόσχεση: «Πετράκη, θα κρατήσουμε το λάβαρό σου ψηλά».



Όταν βγήκα από το δωμάτιό μου, ο πατέρας μου στεκόταν στο μπαλκόνι και κοίταζε μακριά, συλλογισμένος, κρατώντας ένα παράξενο κομπολόι στα χέρια του. Στάθηκα δίπλα του αμίλητος. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. «Αύριο πρωί Ακρόπολη» είπε «θέλω να δω αν φαίνεται η Κύπρος».


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "Η κόρη του δραγουμάνου", Μεταίχμιο 2003]