Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ
ΦΥΣΟΡΡόΟ
Ευχαριστώ από καρδιάς τον κύριο Αράγη, που διάβασε το βιβλίο μου.
Μπορεί να είναι μικρό το κείμενό του αλλά είναι περιεκτικό. Συμφωνώ με
όσα λέει. Ναι, σκοπός μου με αυτό το βιβλίο είναι να φέρω πιο κοντά στον
ελλαδικό χώρο όσα συνέβησαν το 1974 στην Κύπρο, και να υπενθυμίσω ότι
πρέπει να είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση γιατί, δυστυχώς, έχουμε έναν
παράφρονα γείτονα ο οποίος έβαλε στο μυαλό του να ξαναγίνει Οθωμανική
αυτοκρατορία και δεν θα διστάζει να μας "χτυπά" παντού (στο Αιγαίο, στον
Έβρο, στα νησιά) για να μας διαλύσει, με κάθε τρόπο που νομίζει ότι θα
επιτύχει. Αυτά έγραφα και στον εκδότη μου τον περασμένο Σεπτέβριο, και
τον ευχαριστώ και αυτόν γιατί πίστεψε σε τούτα τα κείμενα και έγινε μια
υπέροχη έκδοση.
Γιῶργος Ἀράγης: ανάρτηση στο facebook, 8 Απριλίου 2020:
«Ἀργία μήτηρ...» Σημείωμα Νο 5. Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Φυσορρόος».
«Ἀργία μήτηρ...» Σημείωμα Νο 5. Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Φυσορρόος».
Εἶναι μιά συλλογή μέ διηγήματα, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τρεῖς ἑνότητες: «Τοῦ σπαραγμοῦ», «Τῆς ἀθωότητας», «Ἄλλα διηγήματα». Μολονότι θεωρῶ αἰσθητικά ἀνώτερη τή δεύτερη ἑνότητα, θά σταθῶ στήν πρώτη.
Ὁ τίτλος, «Τοῦ σπαραγμοῦ», ἀναφέρεται στήν τουρκική εἰσβολή στήν Κύπρο τό 1974 μέ τίς γενικές καί τίς προσωπικές συνέπειες. Σκοτωμοί, βασανισμοί, ξεριζωμοί, κατοχή, σπαραγμός.
Διανοητικά ὅλοι καταλαβαίνουμε πως ἐκειπέρα ἐκτυλίχτηκε ἕνα δράμα. Καταλαβαίνουμε ὅμως γενικά καί ἀπό ἀπόσταση. Κάτι πού δέν σημαίνει ὅτι αἰσθανόμαστε ὡς μάρτυρες, στό πετσί μας, τά γεγονότα. Δέν ἔχουμε λ.χ. τή μνήμη τοῦ σωματικοῦ πόνου ἤ τή μνήμη ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ ξεριζωμοῦ ἤ τήν ἐμπειρία τῆς ἐπιστροφῆς στό πατρικό μας σπίτι πού κατοικεῖται τώρα ἀπό ξένους. Οὔτε μᾶς συμβαίνουν ἀπρόοπτα, ὅπως τό νά περνάει σέ εἰρηνικές μέρες ἕνα ἀερπλάνο χαμηλά, καί γιά μιά στιγμή νά σφίγγεται ἡ καρδιά σου ὅπως τότε πού ἀμολοῦσε τίς μπόμπες.
Λοιπόν, σκοπός τοῦ διηγηματογράφου εἶναι νά σπάσει τήν ἀπόσταση. Νά φέρει τόν ἀναγνώστη κοντά, πολύ κοντά, σέ ἀπευθείας ἐπαφή μέ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων πού παρουσιάζει. Ἔτσι δέν μιλάει γενικά, ἀποφεύγει κάθε νοητικό σχῆμα, καί μένει μέσα στά καθημερινά τεκμήρια τῆς προσφυγιᾶς. Κάποτε ἀπό δρόμους πού δέν τούς βάνει ὁ νοῦς. Ὅπως μέ τόν γεροδραγάτη, τόν ἄτεγκτο ἀγροφύλακα στά κατεχόμενα μιά φορά καί τώρα σ' ἕνα καλυβάκι στή Λευκωσία, πού κοίταζε μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά διώξει ἐκεῖνα τά κόκκινα σημάδια (τουκικές σημαῖες) ἀπό τόν Πεναταδάκτυλο. Ἕνα ἀπό τά καλύτερα διηγήματα τοῦ τόμου. Ἀλλά ἀντί νά συνεχίσω νά μιλάω ἐγώ προτιμῶ ΄νά ἀντιγράψω ἕνα σχετικά μικρό κείμενο τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ἐπιγραφεται «Ἡ κιθάρα»:
«Δέν ἤθελε νά ἐπισκεφθεῖ τό σπίτι του. Ἤθελε νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του. Καί γιά τόν μοναδικό αὐτόν λόγο δέν δοκίμασε ποτέ νά περάσει τά ὁδοφράγματα. Προτιμοῦσε νά ζεῖ μέ τήν εἰκόνα του χαραγμένη μέσα του, τήν ἄφθορη, τήν ἄχραντη, τήν ἁγνή εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ του, πού καμιά δύναμη δέν θά μποροῦσε νά χαλάσει. Ἡ συρρίκνωση πού ὑπέστη ὁ τόπος, οἱ δρόμοι πού εἶχαν γίνει στενότεροι, τά σπίτια καί οἱ πόρτες πού χαμήλωσαν ξαφνικά καί ἔπρεπε νά σκύψεις γιά νά μπεῖς, καί τόσες ἄλλες ἀλλαγές πού εἶχαν ἐπισημάνει ὅσοι πήγαιναν ἐκεῖ, δέν τόν ἄγγιζαν. Ὅταν γύριζαν ἀπό κεῖ οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς, τοῦ ἔφερναν φωτογραφίες, μά αὐτός ἀδιαφοροῦσε παντελῶς. Ξεκινοῦσαν νά τοῦ περιγράψουν τόν τόπο, κι αὐτός ἀπομακρυνόταν ἤ ἄκουγε ἀδιάφορα, λές καί ἦταν περιγραφή κάποιου ἄγνωστου τόπου ἀπό ἕναν μακρινό πλανήτη σέ κάποιον μακρινό γαλαξία.
Δέν συμμετεῖχε, ζοῦσε στό δικό του παραμύθι. Καί τά πάντα στό παραμύθι του εἶχαν ὄνομα: τό κάθε δέντρο, τό κάθε χωράφι, ὁ γιαλός, τά τζιτζίκια, τά σγαρτίλια, τό ποδήλατό του, ἡ σκυλίτσα τοο, ἡ μηχανή τοῦ νεροῦ. Ἀκόμα καί ἡ ἀγαπημένη τοῦ κιθάρα, δῶρο ἀπό τή μάνα του, πού τῆς ἔδωσε τιμητικά τ᾿ ὄνομά της.
Ὁ γιός του σεβάστηκε τήν ἐπιθυμία του καί ποτέ δέν τόν πίεσε νά τόν συνοδεύσει σέ ἕνα ταξίδι πού θά ἦταν τόσο ὀδυνηρό γι᾿ αὐτόν, μά μιά φωνή μέσα του τοῦ ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε νά γνωρίσει τόν τόπο πού γεννήθηκε ὁ πατέρας του καί νά τόν συνδέσει μέ τίς ἱστορίες πού τοῦ ἔλεγε κάθε φορά ὅταν τόν ρωτοῦσε.
Στό σπίτι τώρα ἔμεναν ἄλλοι ἄνθρωποι, ξένοι, πού τούς ἔφεραν ἐδῶ γιά νά ζήσουν σέ σπίτια ἀνθρώπων πού ἔδιωξαν μέ ἐκβιασμούς. Τό σπίτι δέν τούς ἀνήκει, κι οὔτε τούς κόφτει ἄν στούς τοίχους κρέμονται οἱ φωτογραφίες ἄλλων ἀνθρώπων. Ὑπάρχει δίκαιο; Ἀλλά ποιός ἐνδιαφέρεται πιά γιά τό δίκαιο.
Αὐτές καί ἄλλες πολλές σκέψεις περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό του, καθώς προχωροῦσσαν στόν στενό δρόμο. Ὁ θεῖος πού τόν συνόδευε εἶπε νά σταματήσουν. Τό διαισθάνθηκε κι ὁ ἴδιος ὅταν ἦταν κοντά. Κατέβηκαν ἀπό τό αὐτοκίνητο καί στάθηκαν μπροστά στό σπίτι. Ἀκριβῶς ὅπως τοῦ τό εἶχε περιγράψει ὁ πατέρας του. Ἡ μαυρομάτα ἔγινε πελώρια ὅπως καί ἡ ἀκακία κι ἡ ζαμπουκιά· τά κυπαρίσσια στή θέση τους· δέν ὑπῆρχαν ὅμως οἱ μουριές καί ἄλλα δέντρα. Βγῆκαν κάποιοι ἄνθρωποι ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ καί κοιτοῦσαν μέ ἀπορία στήν ἀρχή, μά γλήγορα κατάλαβαν γιά τί ἐπρόκειτο. Ἕνας γέρος κούνησε τά χέρια του καί ἀπό τίς κινήσεις του φαινόταν ὅτι δέν εἶχαν ἐχθρική διάθεση. Χαιρέτησε, μά δέν τούς ἔδωσε σημασία, προχώρησε ἀμέσως πρός τό παράθυρο. Τό δωμάτιο τοῦ πατέρα του κάτω ἀπό τή μαυρομάτα· τό σκαλιστό ἑρμάρι· ἡ φωτογραφία τῆς ἐκκλησιᾶς. Ἀπίστευτο! Ὅλα στή θέση τους, καί τό μόνο πράγμα πού φαινόταν ἀλλαγμένο ἦταν ἡ κουρτίνα. Καθώς τό βλέμμα του σάρωνε κάθε τετραγωνικό ἑκατοστό ἀπό τό χῶρο τοῦ δωματίου, καρφώθηκε ξαφνικά σέ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο· μεταξύ τοῦ τοίχου καί τοῦ ἑρμαριοῦ φαινόταν τό κεφαλάκι της καί ἕνα μέρος ἀπό τόν λαιμό της. Φώναξε αὐθόρμητα: «ἡ ἀγγελοῦ» κι ἔδειξε μέ τό χέρι πρός τό μέρος πού ἔβλεπε. Ἕνας μεσόκοπος Τοῦρκος πού εἶχε μπεῖ λίγο πρίν στό δωμάτιο, εἶδε τήν κίνηση καί, χαμογελώντας, ἔβαλε τό ἀριστερό του χέρι, ἔπιασε τήν κιθάρα, καί μέ τό δεξί πέρασε μιά φορά τά δάχτυλα πάνω ἀπό τίς χορδές. Αὐτό πού ἀκούστηκε ὅμως δέν ἦταν μουσικός ἦχος· ἀναστεναγμός ἤτανε καί παράπονο. «Ἡ κιθάρα τοῦ πατέρα μου» εἶπε δυνατά. Ἀμέτρητες ἦταν οἱ ἱστορίες πού εἶχε ἀκούσει γι᾿ αὐτήν τήν κιθάρα. Πρόσεξε στό σῶμα της τά ἀρχικά τοῦ πατέρα. Χαμογέλασε καί τά χέρια του κινήθηκαν μηχανικά μπροστά, σέ μιά κίνηση ὅπως ὅταν προσμένει κάποιος νά πάρει κάτι πού τοῦ προσφέρουν ἤ κάτι πού τοῦ ἀνήκει.
«Ἡ κιθάρα εἶναι δική μου τώρα!» ἀκούστηκε μέσα ἀπό τό δωμάτιο. Σάν ἀστροπελέκι ἔπεσε στό κεφάλι του αὐτό πού ἄκουσε, χάθηκε τό χαμόγελο ἀπό τά χείλη του καί πρίν ἀκόμα συνέλθει ἀπό τό ξάφνιασμα, ἦρθε ἕνα δεύτερο: ἡ «κουρτίνα» τραβήχτηκε γιά νά κλείσει καί στά ἔκπληκτα μάτια ξεδιπλώθηκε μιά ἑλληνική σημαία. Πάγωσε. Τή σημαία τήν εἶχαν κάνει κουρτίνα.
Συνῆλθε μόνο ἀπό τόν θόρυβο πού ἔκανε τό αὐτοκίνητό τους, καθώς ξεκινοῦσε. Ὁ θεῖος του ἦταν ἤδη μέσα καί τόν περίμενε.
Στόν γυρισμό δέν εἶπε οὔτε μιά λέξη. Κοιτοῦσε ἀνέκφραστος, στό βάθος τοῦ δρόμου, χωρίς νά βλέπει τίποτε, σχεδόν χωρίς νά ἀναπνέει. Μέσα του ὅμως , στήν ὀθόνη τῆς ψυχῆς του, προβαλλόταν σάν κινηματογραφική ταινία ἡ ἱστορία τοῦ τόπου του. Ἔκανε σχέδια...»
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Φυσορρόος», Βακχικόν, Ἀθήνα 2019, σ. 75, καί το διήγημα «Ἡ κιθάρα».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ: Σπούδασε στην Αθήνα ιατρική και σκηνοθεσία κινηματογράφου.
Εργάστηκε ως νοσοκομειακός γιατρός και αργότερα ελεύθερος επαγγελματίας.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 από το περιοδικό Ηπειρωτική Εστία Ιωαννίνων.
Μέλος της εκδοτικής ομάδας στο περιοδικό Ενδοχώρα (1962-1967). Βασικός συνεργάτης στο περιοδικό Εκηβόλος. Κριτικός λογοτεχνίας στα περιοδικά Πλανόδον και Νέα Εστία.
Μέλος της κριτικής επιτροπής Λογοτεχνικῶν Βραβείων του περιοδικού Διαβάζω (2007-2008).
Συνεργάτης στις τρεις σειρές (Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία μας, Η παλαιότερη Πεζογραφία μας) των εκδόσεων Σοκόλη.
Συνεργασίες σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες. Συμμετοχή σε φιλολογικά συνέδρια, ημερίδες, στρογγυλά τραπέζια.