Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ
[Δημοσίευση: Ο ΣΙΣΥΦΟΣ, τεύχος 5, Ιανουάριος -Ιούνιος 2013, σελ.57]
Το
πιο ασυνήθιστο παιδί ήτανε. Ανήσυχος πάντοτε και ζωηρός∙ σωστό αεικίνητο. Το
ξενικό του όνομα το απέκτησε από τότε που έζησε στο Λονδίνο για μερικούς μήνες
κοντά σε κάποιον θείο του, θά ’ναι δυο τρία χρόνια τώρα, γιατί μια ξαφνική και
παράξενη ασθένεια που τον είχε χτυπήσει, ανάγκασε τους γονείς του να τον πάνε
εκεί, ακολουθώντας τη συμβουλή των γιατρών. Είναι ένα μυστήριο τι ασθένεια
ήταν, αλλά όταν γύρισε ήταν καλά, ευτυχώς. Πήγε Γιάννης Λοΐζου και γύρισε στο
χωριό Τζον Λούης και πραγματικά αγνώριστος. Ντυνόταν πια με ωραία πουκάμισα
και παντελόνια και, ακόμα, είχε κάτι ωραία μοντέρνα παπούτσια που δεν είχαμε
ξαναδεί. Μέσα μέσα, πέταγε και καμιά αγγλική λέξη κι έτσι καθώς ανέμιζαν οι
ξανθές του μπούκλες, έμοιαζε με εγγλεζάκι και δεν ήταν παράξενο που έγινε
αμέσως Τζον. Παρόλο που είχε χάσει εκείνη τη χρονιά, στη συνέχεια έγινε πολύ καλός
μαθητής, γιατί από τότε που είχε αρρωστήσει, εκτός από τα κανονικά διάβαζε και
τα εξωσχολικά βιβλία που ζητούσε∙ ο πατέρας του δεν του χαλούσε χατίρι ποτέ.
Είχε εξελιχθεί σε έναν μικρό παντογνώστη, που απαντούσε σε οποιοδήποτε ερώτημά
μας.
Ο Παντελής ήταν ο τρίτος της παρέας και σχεδόν κάθε
απόγευμα, μετά το σχολείο, έπρεπε να συναντηθούμε στην αυλή τής εκκλησίας που ήταν
ο τόπος συνάντησης όλων των παιδιών. Παίζαμε συνήθως ποδόσφαιρο και κρυφά,
κυνηγούσαμε πουλιά με τις σφεντόνες μας. Με τη δραστηριότητά μας αυτή δεν
συμφωνούσαν οι γονείς μας, όχι γιατί λυπόντουσαν τα καημένα τα πουλάκια που
έτσι κι αλλιώς σπάνια χτυπούσαμε, αλλά γιατί είχαμε ένα κακό προηγούμενο. Ο
Παύλος, δύο χρόνια πριν, είχε χάσει το μάτι του από σφεντόνα. Χτυπήθηκε κατά
λάθος από ένα άλλο παιδί και από τότε όλοι οι γονείς ήταν πολύ αυστηροί στο
θέμα αυτό. Ο Τζον είχε την καλύτερη σφεντόνα. Ήταν μισή οργιά κόκκινο λάστιχο,
στερεωμένο στις δύο άκρες ενός κομματιού δέρματος σε σχήμα οβάλ, όπως και η
δική μας, αλλά στη δική του τη διαφορά την έκανε η τρύπα που είχε το δέρμα στη
μέση. Σ’ αυτή την τρύπα ήταν εφαρμοσμένο ένα λεπτότερο κομμάτι από δέρμα και
με τον τρόπο αυτό δημιουργείτο μια εσοχή, μέσα στην οποία έβαζε σκάγια αντί
στρογγυλά βότσαλα που χρησιμοποιούσαμε εμείς. Σπάνια όμως χτυπούσε κι αυτός κανένα
πουλί. Απολαμβάναμε πιο πολύ να τα βλέπουμε και να τα ακούμε, παρά να τα σκοτώνουμε.
Ποιος μπορούσε, να πλησιάσει αυτά τα παμπόνηρα σπουργίτια και τις σκαλιφούρτες.
Αυτές μπαινόβγαιναν μέσα στους θάμνους τόσο γρήγορα, που δεν προλάβαινες να τις
δεις, αλλά και τα πιο μεγάλα πουλιά όπως τα μαυροπούλια και οι φραγκολίνες δεν
μπορούσες εύκολα να τα πλησιάσεις. Τα όμορφα σγαρτίλια, κάθονταν στα λεπτά
στελέχη των θάμνων, μα ήταν καλύτερα και αυτά να τα ακούς παρά να τα κυνηγάς,
όπως και τα χελιδόνια που δεν τα χτυπούσαμε ποτέ. Απολαμβάναμε, πιο πολύ, την
περιπέτεια μέσα στο δάσος, τριγυρνούσαμε ώρες πολλές κι επιστρέφαμε μόνο όταν
άρχιζε να σουρουπώνει.
Για τρεις μέρες ο Τζον είχε εξαφανιστεί. Μόλις άκουγε το
τελευταίο κουδούνι γινόταν καπνός, και στα διαλείμματα ήταν σωστή σφίγγα. Πού
να πήγαινε άραγε, και τι ήταν αυτό που δεν γνωρίζαμε κι είχε γι’ αυτόν τόσο
ενδιαφέρον; Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε στην αυλή τής εκκλησίας και με συνωμοτικό
τρόπο μας έκανε να καταλάβουμε ότι ήθελε να τον ακολουθήσουμε. Σαν αίλουροι τιναχτήκαμε,
και σε δευτερόλεπτα εγώ βρέθηκα στη σέλα τού γαλάζιου μου Πήγασου ο Παντελής
στη σκάρα και ποδηλατήσαμε για κανένα χιλιόμετρο. Είμαστε περίεργοι να μάθουμε
τι καινούργιο είχε ανακαλύψει∙ και δεν αργήσαμε να το μάθουμε. Φτάσαμε κάπου
κοντά στο δάσος και ακολουθήσαμε τον Τζον χωρίς τα ποδήλατα για καμιά εκατοστή
μέτρα περίπου. Το μέρος εκείνο ήταν πιο χαμηλά και σχηματιζόταν ένας κρατήρας,
με διάμετρο δέκα δεκαπέντε μέτρων. Σταμάτησε, έδειξε κάπου μπροστά του και είπε
δυνατά: «εκεί, τους βλέπετε;» «Ποιους να δούμε, δεν βλέπω τίποτε φίλε», είπε ο
Παντελής κι εγώ έβαλα το χέρι αντήλιο κι ήμουνα περίεργος να δω τι ήταν αυτό
που έβλεπε, ενώ αυτός επαναλάβανε πιο δυνατά «δεν βλέπετε τους τούρκους;»
Τότε μόνο τους προσέξαμε. Ήταν τεράστιοι, λαμπεροί
«τούρκοι» που προχωρούσαν γρήγορα ο ένας πίσω από τον άλλο και χάνονταν μέσα
στους ψηλούς θάμνους τού δάσους. Έβγαιναν από μια τρύπα στο χώμα και διέσχιζαν
τον κρατήρα από τη μια άκρη ώς την άλλη. Βλέπαμε αποσβολωμένοι το θέαμα. Πολλοί
επέστρεφαν στη φωλιά από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, μα σύγχυση δεν υπήρχε καμιά.
Αντάλλασσαν μεταξύ τους χαιρετισμούς, κουνούσαν τις κεραίες τους και εξαφανίζονταν
μέσα στη φωλιά. Ήταν από τα σπάνια θεάματα που μόνο οι τυχεροί μπορούσαν να απολαμβάνουν.
Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη, γιατί αμέσως μετά προχώρησε
λίγα βήματα πιο πέρα, έδειξε προς ένα άλλο σημείο και συμπλήρωσε: «κι εδώ είναι
οι έλληνες, τους βλέπετε; Είναι πιο λίγοι, αλλά γενναίοι». «Ξέρετε πού
πηγαίνουν, ξέρετε τι κάνουν; Δεν ξέρετε∙ αλλά αυτό θα το μάθετε κάποια άλλη
μέρα». Μετακινηθήκαμε κι εμείς λίγο πιο κάτω και παρατηρούσαμε τη σειρά με τους
πιο ευκίνητους κόκκινους «έλληνες» που ξεκινούσαν από τη δική τους τρύπα και
χάνονταν κι αυτοί μέσα στο δάσος. Οι περισσότεροι απ’ όσους γύριζαν κουβαλούσαν
και κάτι, καμιά φορά πολύ δυσανάλογο με το μέγεθός τους και εξαφανίζονταν μέσα
στη φωλιά τους.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί παρακολουθώντας τη δραστηριότητά
τους, μα σύντομα ανακαλύψαμε ότι συνέβαιναν και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Οι δυο
στρατοί δεν κυκλοφορούσαν μόνο στις ήσυχες σειρές, αλλά υπήρχαν πολλοί
στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις που περιπολούσαν παράλληλα, σε όλο το μήκος
τής διαδρομής που έφτανε μέχρι τους θάμνους. Πού και πού βρίσκονταν ξαφνικά
αντιμέτωποι κάποιοι στρατιώτες και τότε άρχιζαν χωρίς χρονοτριβή οι αψιμαχίες
μέχρι την υποχώρηση της μιας ομάδας, αλλά καθώς περνούσε η ώρα κι οι ακτίνες τού
ήλιου πυρπολούσαν τα σώματά τους, γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι, ζωηροί και
πολεμοχαρείς. Επικές μάχες διαδέχονταν η μια την άλλη, καθώς οι ενισχύσεις τόνωναν
τις δύο ομάδες. Κατά διαστήματα οι μάχες κόπαζαν για λίγο και τότε οι χτυπημένοι
και οι άψυχοι μεταφέρονταν κοντά στη φωλιά αλλά ποτέ μέσα.
Χωρίς να το καταλάβουμε, αποκτήσαμε κι εμείς την ένταση
που επικρατούσε μέσα στο χώρο τού κρατήρα. Οι κανόνες τού παιχνιδιού διαμορφώνονταν
αστραπιαία και αυτόματα. Εγώ κι ο Παντελής είμαστε «έλληνες» και ο Τζον
«τούρκος». Προσπαθούσαμε να εμψυχώσουμε τις ομάδες μας λέγοντας διάφορα «μαγικά»,
μα δεν μπορούσαμε να συγκριθούμε με τον Τζον που ήταν πολύ διαβασμένος. Τότε καταλάβαμε
γιατί τον είχαμε χάσει για τόσες μέρες. Ήταν σε υπερένταση, μιλούσε μια ακατανόητη
γλώσσα που έμοιαζε με κάτι γητειές που έλεγαν οι γριές, αλλά στο τέλος το
γύριζε στη γλώσσα μας. Όποια διαταγή και να έδινε στους στρατιώτες του την
εκτελούσαν αμέσως με επιτυχία. Κρατούσε δύο μυτερά μακριά ραβδάκια που είχαν καρφωμένους
στην άκρη τους, έναν «τούρκο» και έναν «έλληνα». Τα κουνούσε με έναν παράξενο
τρόπο πάνω από τις τρύπες και μετά έκανε διάφορες διαδρομές στον κρατήρα γρατσουνίζοντας
το χώμα με τα ραβδάκια του. Για έναν περίεργο λόγο οι «τούρκοι» του τον
υπάκουαν. Ξαφνικά μια μεγάλη ομάδα ξεκινούσε από τους δικούς του και κύκλωναν
τους δικούς μας στρατιώτες και τους εξουδετέρωναν. Μάταια προσπαθούσαμε να
εμψυχώσουμε το στρατό μας με «οδηγίες» που δίναμε φωναχτά κουνώντας τα χέρια
μας. Ο Τζον ήταν ένας δεξιοτέχνης τής γλώσσας και των εργαλείων του. Οι μάχες
χάνονταν η μια μετά την άλλη για τους «έλληνες» και δεν βλέπαμε να υπάρχει
σωτηρία. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο τέλος έκανε επιδέξια μια μελετημένη κίνηση
με τα ραβδάκια του. Τα έβαλε προσεχτικά μέσα στις τρύπες λέγοντας τα ακατανόητα
μαγικά του. Και τότε έγινε κάτι συνταρακτικό: άρχισαν να βγαίνουν από τις
τρύπες τους δεκάδες στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις, με τα μεγάλα τους φτερά
και να εφορμούν σε ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τα
σμήνη γίνονταν όλο και πιο πυκνά και κάλυπταν όλο τον εναέριο χώρο τού μικρού κρατήρα.
Σαν πραγματικά καταδιωκτικά απογειώνονταν και ο βόμβος που έκαναν όταν
πλησίαζαν στ’ αυτιά μας, μάς έκανε να τρομάζουμε. Οι μάχες τώρα μεταφέρθηκαν
στον αέρα και ήταν τόσο βίαιες, που κινδυνεύαμε πολύ να γίνουμε εμείς τα θύματα.
Προσγειώνονταν ομαδικά και αδιάκριτα επάνω μας, περπατούσαν επάνω στα σώματά
μας, άρχισαν να μας τσιμπούν και δεν υπήρχε άλλη λύση από τη φυγή. Τρέξαμε
μέχρι τα ποδήλατά μας, αφήνοντας «τούρκους» και «έλληνες» στις αερομαχίες τους,
πασκίζοντας να απομακρύνουμε αυτούς που ήταν στο πρόσωπο, στα ρούχα και μέσα
στα μαλλιά μας ακόμα. Σπρώξαμε τα ποδήλατά μας στην ανηφόρα και πριν τη στροφή
κοντοσταθήκαμε για να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στο πεδίο τής μάχης. Ένας
ήλιος που χαμήλωνε γρήγορα, έριχνε το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο φως του πάνω στα
διάφανα φτερά και τα σώματα των μυρμηγκιών που πετούσαν τριγύρω και τα έκανε
να λάμπουν. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Κοιτούσαμε μόνο εκστατικά. «Αύριο να
δείτε τι θα γίνει», είπε ο Τζον, κουνώντας κυκλικά το χέρι του, φανερά
ικανοποιημένος από το καταστροφικό του έργο∙ «σήμερα δεν είδατε τίποτε».
Μας
άφησε σε μεγάλη αγωνία. Έπρεπε κι εμείς να πέσουμε αμέσως στη μελέτη. Έπρεπε να μάθουμε πως κερδίζεται μια νίκη. Όμως, παρά
τη θλίψη μας, τον θαυμάσαμε∙ ήταν πραγματικά μοναδικός και απαράμιλλος
γητευτής των μυρμηγκιών.