«ΛΕΩΝ ΑΝΟΡΘΟΥΜΕΝΟΣ»
Μια επίσκεψη στην Αγγελόκτιστη
[κι απ αφορμή, λίγα λόγια για τον Ανώνυμο Ποιητή του Χειρογράφου του 16ου
αιώνα,
της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας]
Όταν βρίσκομαι
στην περιοχή της Λάρνακας και έχω στη διάθεσή μου λίγο χρόνο, τότε επισκέπτομαι
την Αγγελόκτιστη στο Κίτι. Μόλις φτάσω εκεί, φωτογραφίζω
ασταμάτητα αρχίζοντας από την αψιδωτή γωνιακή είσοδο του περιτοιχίσματος με τα
εντοιχισμένα του παλιά ανάγλυφα. Τα φωτογραφίζω ξανά και ξανά γιατί φοβάμαι
μήπως την επόμενη φορά που θα επισκεφτώ τον χώρο δεν θα τα βρω εκεί. Στη συνέχεια
θαυμάζω τις τεράστιες πιστακιές του περιβόλου και κατόπιν προσπαθώ να
αναγνωρίσω τον «ανορθούμενο λέοντα» στα εντοιχισμένα και ταλαιπωρημένα από τη
βροχή τον ήλιο και τους ανέμους, οικόσημα τού τοίχου του παρεκκλησιού, στη
νότια πλευρά του ναού, που αντιστέκονται ακόμα στον χρόνο. Και μόνο που
σκέφτομαι ότι από τότε που έγιναν έχουν περάσει όχι μήνες και χρόνια αλλά
αιώνες, τότε αντιλαμβάνομαι καλύτερα τη σκληρή πλην, τελικά, άνιση ή μάταιη μάχη
που δίνει η πέτρα με τα στοιχεία της φύσης. Κάθε μέρα που περνά, παίρνει μαζί
της απειροελάχιστα, αθέατα στο μάτι σωματίδια από την πέτρα κι έτσι το βαθύ ανάγλυφο
μετατρέπεται σταδιακά σε επίπεδη πέτρα που σε λίγο θα είναι χωρίς σημασία,
χωρίς την ιστορική της πληροφορία. Η ιστορία του τόπου γράφεται από το σύνολο
των μνημείων του και οφείλουμε να τα διαφυλάττουμε. Ένας τόπος χωρίς μνημεία
δεν έχει ιστορία, και χωρίς ιστορία δεν μπορεί να οικοδομήσει ούτε το μέλλον
του.
Θα ήταν ευχής έργον να γινόταν κάτι για την προστασία ορισμένων σημαντικών μερών του ναού, όπως τα οικόσημα που είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Δεν θα ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν με αντίγραφα και τα πρωτότυπα να διαφυλαχτούν σε κάποιο Μουσείο ή και σε χώρο της ίδιας της εκκλησίας. Μπορεί όμως, να υπάρχει και άλλη λύση: να καλυφθούν ή να ψεκάζονται με προστατευτικό βερνίκι και αυτό φυσικά δεν αποτελεί πρόταση γιατί εγώ δεν είμαι ειδικός επί του θέματος. Θα μπορούσε η εκκλησιαστική Επιτροπή ή το τοπικό Συμβούλιο να κάνουν σχετική εισήγηση στις υπεύθυνες για τον ναό Αρχές.
Κάθομαι στο
περιτοίχισμα και προσπαθώ να θυμηθώ κάποιους στίχους από ένα ποίημα του 16ου
αιώνα: Για σημάδιν έχω λιόντα /στην οχράν
οπού ‘ν γοιόν άστρον / πράσινον δεντρόν σαν κάστρον / πάντα στέκεται θωρώντα. Είναι
το πρώτο ποίημα από την κυπριακή συλλογή ερωτικών ποιημάτων του 16ου
αιώνα, ο συγγραφέας της οποίας είναι ανώνυμος. Με το θέμα αυτό της ανωνυμίας, ασχολήθηκαν
διαπρεπείς μελετητές, φιλόλογοι ιστορικοί και ερευνητές, τόσον Έλληνες όσο και
ξένοι που ο καθένας τους υποδεικνύει κάποιο πρόσωπο ως τον πιθανό ποιητή. Δεν
γνωρίζω αν το θέμα θεωρείται ότι έχει τελειώσει, θα ήθελα όμως, να αναφερθώ σε
μια μελέτη που ήρθε στην αντίληψή μου και η οποία με έπεισε, χωρίς να
γνωρίζω τις προηγούμενες εκτός από αυτή
της Θέμιδος Σιαπκαρά –Πιτσιλλίδου, από το βιβλίο τής οποίας γνώρισα ολόκληρη τη
συλλογή, όπως έχει μεταφερθεί από το παλιό χειρόγραφο και από τη μετάφρασή της
που δίνεται στο βιβλίο.
Η μελέτη για την
οποία μίλησα προηγουμένως είναι του Σωτήρη Α. Γεωργιάδη και στη βιβλιοθήκη
μου υπάρχει ανάτυπο της Επετηρίδας ΧΙΧ, Λευκωσία, 1992 του Κέντρου
Επιστημονικών Ερευνών με τίτλο Ο Ανώνυμος
Ποιητής του Χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Την μελέτη
αυτή την έχω διαβάσει εδώ και χρόνια μα κάθε τόσο, όταν ανασύρω από τη
βιβλιοθήκη τις Ρίμες Αγάπης, [Ο Πετραρχισμός
στην Κύπρο, Ρίμες Αγάπης] γιατί αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου της κυρίας
Σιαπκαρά που ανέφερα προηγουμένως, ρίχνω και μια ματιά στο ανάτυπο του Σωτήρη
Γεωργιάδη. Αυτό που με ενθουσίασε από την αρχή είναι κυρίως η απλότητα της
πρότασής του, που είναι άκρως πειστική σε συσχετισμό με την εξήγηση που δίνει για
τον λόγο που το χειρόγραφο ξεκινά από τη σελίδα 272. Θα αφήσω τον ίδιο τον
Σωτήρη Γεωργιάδη να αποκαλύψει τον ποιητή δίνοντας λίγα μόνο αποσπάσματα από
την μελέτη του. Στη συνέχεια θα δώσω το πρώτο ποίημα της συλλογής με τη μετάφρασή
του και μερικές φωτογραφίες από την επίσκεψή μου στην Αγγελόκτιστη, τη Δευτέρα
27 του Μάη.
... πάντα στέκεται θωρώντα |
Ο Σωτήρης Α.
Γεωργιάδης τυγχάνει να έχει την ίδια καταγωγή όπως κι εγώ, από το Βασίλι της Καρπασίας και
τα ποιήματά του στο σπουδαίο περιοδικό Κυπριακά
Γράμματα τα δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Σ. ΑΓ. Βασιλιώτης. [Το ψευδώνυμο
αυτό, νομίζω δεν είναι καταγραμμένο στο σχετικό βιβλίο των Παναγιώτου -
Παρασκευά]. Πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του θα βρείτε στο ιστολόγιό μου ΒΑΣΙΛΙ.
[Συνδεθείτε ΕΔΩ]
[Συνδεθείτε ΕΔΩ]
Γράφει, λοιπόν,
στη μελέτη του ο Σωτήρης Γεωργιάδης:
Το ενδιαφέρον μου
για τον ανώνυμο ποιητή του Μαρκιανού χειρόγραφου το αναζωογόνησε πριν λίγα
χρόνια η κα Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου σε μια συνέντευξή της στο ΡΙΚ. Ήταν
αρχές Δεκέμβρη του 1986, και η μελέτη που αφιέρωσα στο θέμα μέχρι των εορτών
των Χριστουγέννων που ακολούθησαν με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ανώνυμος
ποιητής δεν είναι άλλος από τον ιστορικό της Κύπρου Στέφανο Λουζινιανό, γνωστό από τα συγγράμματά του σαν Etienne de Lusignan ή Steffano Lusignano, που ήταν
μοναχός του Τάγματος του Αγίου Δομίνικου και γόνος της οικογένειας των
Λουζινιανών, που βασίλεψε στην Κύπρο σχεδόν τριακόσια χρόνια. Οι ιδιότητες αυτές
του ποιητή ίσως να εξηγούν σ' ένα βαθμό τη σχολαστικότητα με την οποία
διαφύλαξε την ανωνυμία του.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΔΕΙΞΗ:
Το οικόσημο των Λουζινιανών, άνω |
Μια πρώτη ένδειξη
ότι ο ανώνυμος ποιητής θα μπορούσε να ήταν ο Στέφανος Λουζινιανός παρέχει το
πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής με την εξόφθαλμη αναφορά του σε οικόσημο που
φέρει «λιόντα». Είναι γνωστό ότι ο ερυθρός «ανορθούμενος λέων» (lion rampant de gueules) είναι η παράσταση στο οικόσημο των
Λουζινιανών. Ο ποιητής όμως κατόρθωσε να θολώσει τα νερά με το «πράσινο δεντρό
σαν κάστρο». Δεν μπορεί κανείς να αδικήσει την Θέμιδα Σιαπκαρά Πιτσιλλίδου που
παραπλανήθηκε από την ποιητική εικόνα του πρώτου ποιήματος και, κάνοντας
φιλότιμη μελέτη της εραλδικής, παρασύρθηκε στην αναζήτηση οικόσημου που να
φέρει και λέοντα ανορθούμενο και «πράσινο δεντρό σαν κάστρο».
Κατάληξε έτσι στο
οικόσημο της οικογένειας Ζαχαρία, όνομα που κατά περίεργη σύμπτωση (αν είναι
σύμπτωση) αναφέρεται στο ποίημα 137. Όπως όμως ορθά παρατηρεί η ίδια η Θ.Σ.Π.,
το δέντρο στο οικόσημο Ζαχαρία είναι αργυρούν, ενώ στο πρώτο ποίημα το
δέντρο είναι πράσινο. Η αλήθεια είναι ότι ο ανορθούμενος λέων (ο λιόντας)
είναι όντως στο οικόσημο, όπως θα διαπιστώσει όποιος επισκεφθεί την εκκλησία
της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι, όμως το «πράσινο δεντρό σαν κάστρο»
είναι έξω και πάνω από το οικόσημο. Τη νότια πλευρά της εκκλησίας κοσμούν τρία
οικόσημα, ένα των Λουζινιανών με το «λιόντα», ένα των Ζιμπλέ και ένα των
Ποτοκατάρο, τελευταίων κτητόρων του τιμαρίου του Κιτίου. Πάνω από τα οικόσημα
και την εκκλησία ορθώνονται αιωνόβιες γιγαντιαίες πιστακιές. Όταν δει κανείς
αυτά τα τεράστια δέντρα (κυρίως το ανατολικό) με το πλήρες φύλλωμα τους την
άνοιξη ή το καλοκαίρι να επισκιάζουν την εκκλησία και τα οικόσημα είναι εύκολο
να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό «πράσινο δεντρό σαν κάστρο».
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Για σημάδιν έχω
λιόντα
στην οχράν οπού
΄ν γοιόν άστρον
πράσινον δεντρόν
σαν κάστρον
πάντα στέκεται
θωρώντα∙
μ’ όρεξην παντές
βιγλώντα
του δεντρού τους
κλώνους χάσκει,
να πηδήση πάνω
πάσκει
και γι’ αυτόν
στέκει στεκόντα.
Η καρδιά μου με
τον λιόντα
τούτον εμπορεί να
μοιάση
απού του δεντρού
να πιάση
την κορφήν πάσκει
πηδώντα∙
η καρδιά μου
πεθυμώντα
στα ψηλά θεν να
πετάση
και μηδ δύνοντα
να φτάση
στέκει χαμηλά
κλαμόντα.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΔΕΙΞΗ:
Μια άλλη ένδειξη
ότι ο ανώνυμος ποιητής θα μπορούσε να είναι ο Στ.Λ. είναι το γεγονός ότι στο
χειρόγραφο των ποιημάτων η αρίθμηση αρχίζει στο κάτω μέρος με τον αριθμό 272. Επιτρέπεται
να υποθέσει κανείς ότι το χειρόγραφο άρχιζε με άλλο κείμενο που τέλειωνε στη
σελίδα 271, κείμενο που δεν αποτελείτο από ποιήματα αλλά προφανώς ήταν διαφορετικού
περιεχομένου, αφού το ποίημα στη σελίδα 273 (ή στη σελ. 3 κατά την άνω δεξιά
αρίθμηση) φαίνεται από το περιεχόμενό του να είναι το πρώτο της ποιητικής
συλλογής, στο οποίο ο ανώνυμος ποιητής πολύ έξυπνα και παραστατικά συστήνεται
με το οικογενειακό του οικόσημο και μας εισάγει ευθύς αμέσως στα συναισθήματα
με τα οποία «παθιάζει». Συμπέρανα λοιπόν ότι στην αναζήτηση που κάνουμε για
την ταυτότητα του ποιητή πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για κάποιον
που προφανώς έγραψε και πεζά κείμενα, που δεν αποκλείεται να δημοσιεύθηκαν.
Αυτούς τους όρους δεν τους εκπληρώνει θαυμάσια ο Στ.Λ. με τη Chorograffia που δημοσιεύθηκε το 1573, περίπου
την ίδια εποχή που γράφτηκαν τα τελευταία ποιήματα της συλλογής; Υπάρχει κανείς
άλλος της περιόδου εκείνης που δημοσίευσε πεζό κείμενο που καταλαμβάνει περίπου
270 φύλλα;
….
Στο πολύ αξιόλογο
έργο της η Θ.Σ.Π. έφερε στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία που θα μπορούσαν να
φωτίσουν και το μυστήριο της ταυτότητας του ποιητή. Είχε όμως την ατυχία να
σκοντάψει πάνω σε κάποια παραπλανητικά σημάδια που την οδήγησαν σε λανθασμένη
κατεύθυνση. Είχε όπως φαίνεται και την εντύπωση ότι ο Στ.Λ. δεν ήταν παρά ένας
Φράγκος που, όπως έδειχναν τα ιστορικά συγγράμματα που δημοσίευσε, ήξερε μόνο
γαλλικά και ιταλικά. Έτσι, επηρεασμένη ίσως κι' από το γεγονός ότι ο Στ.Λ.
ήταν καθολικός ιερωμένος και γόνος της βασιλικής οικογένειας των Λουζινιανών,
δεν φαντάστηκε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα έγραφε ερωτικά ποιήματα και μάλιστα
στα ελληνικά. Είναι νομίζω γι' αυτό το λόγο που, η Θ.Σ.Π. ενώ κόντεψε την
αλήθεια μέχρι σημείου επαφής, δυστυχώς δεν την άγγιξε. Το έργο της παρόλον
τούτο δεν παύει να είναι πολύ αξιόλογο, θα τολμούσα να πω μνημειώδες. Δεν είναι
όμως γεγονός ότι ο Στ.Λ. δεν ήξερε ελληνικά. Πρέπει να ήξερε πολύ καλά
ελληνικά, τόσο αρχαία και λόγια όσο και τη γλώσσα του λαού. Στα συγγράμματά του
ξεχειλίζει η αγάπη του για την Κύπρο και τους Κυπρίους κι αυτά τα αισθήματα
συχνά τον έφερναν σε επαφή με τους ανθρώπους του λαού (ίσως στο προσφιλές του
Κίτι) και εκθειάζει την κλίση τους στη μουσική και την ποίηση και την ικανότητα
τους να φτιάχνουν ωραίους στίχους, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτοι. Είναι
αυτονόητο ότι η επαφή αυτή με το λαό προϋποθέτει γνώση της γλώσσας του.
Εξάλλου, από τη
μελέτη του Fabris για τους Έλληνες
καθηγητές και φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, πληροφορούμαστε ότι ο
Στ.Λ. (που έφυγε από την Κύπρο λίγο καιρό πριν την Τουρκική εισβολή του 1570)
δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας ελληνικά και ιταλικά.
Αλλά και η
αντίληψη ότι ο Στ.Λ. ήταν αμιγής Φράγκος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ενώ από τον πατέρα του Ιάσωνα καταγόταν σε ευθεία γραμμή από τον Henry Lusignan, πρίγκιπα της Γαλιλαίας (που ήταν
γιός του βασιλέα Ιακώβου Α' και νεώτερος αδελφός του βασιλιά Ιανού), η μητέρα
του Στ.Λ.. η Λουκία Φλάτρο ανήκε σε ελληνική οικογένεια, όπως υπέδειξε πρόσφατα
ο κόμης Rudt
de
Collenberg. Μια από τις
ελληνικές εκκλησίες της εποχής στη Λευκωσία ήταν εκείνη του Σεργίου Φλάτρο.
Είναι χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ελευθερίας της εποχής ότι, ενώ ο Στ.Λ.
ανήκε στο καθολικό δόγμα, ο αδελφός του Ιωάννης έγινε μοναχός στο ορθόδοξο
τάγμα των Βασιλειανών με το όνομα Ιλαρίων, η δε αδελφή του Ισαβέλλα έγινε
επίσης μοναχή στο ίδιο τάγμα με το όνομα Αθανασία. Μια άλλη αδελφή του. η Ελένη,
παντρεύτηκε τον Δημήτριο Παλαιολόγο.
Από τα ίδια τα
ποιήματα (αναφέρομαι κυρίως στο ποίημα 64) φαίνεται ότι ο ποιητής έφυγε από
την Κύπρο και πήγε στη Δύση. Είναι γνωστό ότι και ο Στ.Λ. έφυγε από της Κύπρο
λίγο πριν την Τουρκική εισβολή και πήγε στην Ιταλία και Γαλλία, όπου και
δημοσίευσε τα γνωστά ιστορικά του συγγράμματα.
Από το ποίημα 135
βλέπουμε πόση αγάπη και νοσταλγία για το Κίτι έτρεφε ο ανώνυμος ποιητής. Είναι
η νοσταλγική αγάπη και προσήλωση που διατηρεί κανείς για κάτι που είχε και
έχασε παρά για κάτι που έχει ακόμα. Ο Στ.Λ. εκφράζει στα έργα του την ίδια
νοσταλγική αγάπη για το Κίτι που το εγκωμιάζει σαν “tres beux et delicieux” και λέγει ότι αφθονεί σε προϊόντα.
Αυτή η νοσταλγική αγάπη γίνεται πιο κατανοητή με την πληροφορία που δίνει ο Στ.Λ.
ότι το Κίτι, που επί των ημερών του ανήκε στον Έκτορα Ποτοκατάρο, ανήκε προηγουμένως
στην οικογένεια του, αλλά το δήμευσε ο Ιάκωβος ο Νόθος όταν ο προπάππος του
Στ.Λ., ο Charles
de
Lusignan υποστήριξε την
Καρλόττα αντί τον Ιάκωβο τον Νόθο.
Ο ποιητής μας δεν
περιορίζει την αγάπη και τη νοσταλγία του μόνο στο Κίτι, αλλά την επεκτείνει σ’
ολόκληρη την πατρίδα του την Κύπρο. Στα ποιήματα 64 και 164. θρηνώντας γιατί η
μοίρα του τον εξόρισε απ' αυτή, λέγει ότι η εξορία του δεν έγινε παρά για τη
«δούλεψή» της, για να τη βοηθήσει να ξαναβρεί την πρώτη της ομορφιά:
Εξόρισε με η τύχη
μου, πατρίδα μου, 'ξ αυτήσ σου
μα τούτον όλον δεν
ήτον παρού για δούλεψήσ σου,
Αν δώσει χάρην ο
Θεός το θάρος μου κι αθθίσει
κ' η πεθυμιά μου
παραυτύς άξιον καρπόν να ποίσει,
τότες την
ωραιότητα την πρώτη σου να κάμεις
και με
βαγινοστέφανο, ως εν πρεπός, να δράμεις.
Η μελέτη
ολοκληρώνεται σε δεκαέξι σελίδες στις οποίες δίνονται κι άλλες ενδείξεις για
υποστήριξη της θέσης του, παρόλο που για μένα οι δύο πρώτες είναι οι πιο
πειστικές: ο Στέφανος Λουζινιανός
συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να είναι ο ανώνυμος ποιητής μερικών ποιημάτων του
μαρκιανού χειρόγραφου του 16ου αιώνα.